Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του αρχαιολόγου κ. Χ. Τσούγγαρη, από την ενημερωτική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου στο Ά. Ορεστικό, για το αρχαιολογικό τοπίο που διαμορφώνεται στον νομό.
O Αλιάκμονας, η λίμνη, το πλούσιο οροπέδιο, τα δάση και τα γύρω βουνά που προστατεύουν αυτό τον τόπο, χωρίς να τον απομονώνουν από τους γείτονές του, ευεργέτησαν το νομό Καστοριάς με τα πλούτη τους και εξασφάλισαν μια ακμαία ανθρώπινη παρουσία ήδη από πολύ πρώιμους χρόνους. Όταν ανέλαβα την ευθύνη της προστασίας των προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων του νομού με εντυπωσίασε ο αριθμός των αρχαίων που είχαν συγκεντρωθεί στο Βυζαντινό μουσείο Καστοριάς, σε σχολεία, δημαρχεία και εδώ στο Άργος στα γραφεία του Συλλόγου «Ορεστίς».
Αξιοποιώντας τις πληροφορίες φιλάρχαιων κατοίκων, το υπηρεσιακό αρχείο και το φύλακα υπαίθρου κ. Π. Γάκο, ξεκινήσαμε από το 1996 την επιτήρηση των εκσκαφών στο νομό, η οποία οδήγησε στη διάσωση πολλών αρχαιολογικών χώρων. Ίσως όχι τυχαία, η πρώτη ανασκαφή έγινε στην Πίκρη Άργους Ορεστικού με τη συγκινητική ενθάρρυνση του αείμνηστου δημάρχου, Μ. Ζάχου.
Η ταχύτατη αύξηση των αρχαίων ευρημάτων γρήγορα οδήγησε στην αναζήτηση κτιρίου για τη στέγασή τους. Όταν η πρότασή αξιοποίησης του Ξενία Καστοριάς προσέκρουσε σε εμπόδια ανυπέρβλητα, ο κ. Π.Οικονομίδης πρότεινε τη λύση του Άργους Ορεστικού και σε συνεργασία με τον τότε δήμαρχο, κ. Α.Γιαγκόπουλο, προκρίθηκε αυτό το (ημιτελές τότε) κτίριο. Ισχυρό επιχείρημα για την επιλογή του Άργους υπήρξε η κομβική θέση του πάνω στις βασικές τουριστικές διαδρομές από Καστοριά, Δισπηλιό και Άργος προς Νόστιμο και προς Αυγή-Πεντάβρυσο-Ομορφοκκλησιά. Με απόφαση του δημοτικού Συμβουλίου το κτίριο παραχωρήθηκε στο ΥΠΠΟ, η διοίκηση του οποίου αποφάσισε να εκτεθούν σε αυτό οι κλασικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες του νομού, δηλαδή του κεντρικού τμήματος της αρχαίας Ορεστίδας. Συνέταξα τη μουσειολογική μελέτη, δηλαδή το σενάριο της έκθεσης, ενώ με το προσωπικό ενδιαφέρον του δημάρχου, Ν.Τοτονίδη, χρηματοδοτήθηκε η εκπόνηση της μουσειογραφικής μελέτης από τον Ν.Σ.Τεζαψίδη και ανατέθηκε στην αρχιτέκτονα Ζ.Κολυμπιώτη και στο μηχανολόγο Σ.Χαλκιά η συνεργασία με την αρμόδια δ/νση Μελετών Μουσείων του ΥΠ ΠΟ. Χωρίς αυτό το ειλικρινές και έμπρακτο ενδιαφέρον του κ. δημάρχου, το έργο θα ήταν καταδικασμένο. Το 2005 το έργο εντάχθηκε στο 3ο ΠΕΠ Δυτικής Μακεδονίας (με την πολύτιμη συμβολή και της τότε Αντιδημάρχου κ. Μ.Τερζοπούλου). Το κτιριακό του μέρος υλοποιήθηκε από την Κ/Ξ Ι. Πείτσης - Γ. Καραγιάννης με την επίβλεψη του ΥΠΠΟ, ενώ η δημιουργία της έκθεσης και ο εξοπλισμός του εργαστηρίου, της αποθήκης και των γραφείων υλοποιήθηκαν από την ΙΖ ΕφΑρ με τη συνεχή στήριξη της μέχρι και πέρσι προϊστ., δρος Μ.Ακαμάτη. Σήμερα αυτοί οι χώροι στηρίζουν την αρχαιολογική έρευνα στο νομό, καθώς αξιοποιούνται ως κεντρική κτιριακή υποδομή της ΚΘ ΕΑ, και επικουρική της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Παραβέλας. Τα ονόματα των συντελεστών της έκθεσης φαίνονται στην οθόνη. Τους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αποτελεσματικότητά τους. Αποφασιστική ήταν η συνδρομή του προϊσταμένου της ΚΘ ΕΠΚΑ, δρος Κ.Σουέρεφ, ο οποίος έθεσε στη διάθεσή μας το πρόθυμο και αποτελεσματικό προσωπικό του μουσείου και του κ. Τεζαψίδη, ο οποίος επιπλέον επέβλεψε προσωπικά τα τεχνικά συνεργεία που υλοποίησαν τη μελέτη του. Ο χώρος δεν είχε μουσειακές προδιαγραφές. Τα χαμηλά ύψη των οροφών δημιουργούσαν επιπλέον δυσκολίες στο φωτισμό, που μόνο με την ενσωμάτωση των λίθινων εκθεμάτων μέσα σε κόγχες αντιμετωπίστηκαν μερικώς. Αυτά τα ύψη, μαζί με το μικρό μέγεθος των αιθουσών, οδήγησαν στην αραιότερη διάταξη και την ανάλαφρη ανάρτηση των εκθεμάτων στον όροφο. Το τελικό αποτέλεσμα ικανοποίησε τις υψηλότερες προσδοκίες μας. Στα πλαίσια του έργου συγκεντρώθηκαν, συντηρήθηκαν και καταγράφηκαν σχεδόν όλες οι σημαντικές κλασικές αρχαιότητες του Νομού, οι οποίες χρειάστηκε να αναζητηθούν στα Μουσεία Βέροιας, Θεσσαλονίκης, Καστοριάς, Πέλλας και Φλώρινας, σε ιδιωτικές οικίες και στις τοπικές αρχαιολογικές συλλογές.
Πώς θα εντασσόταν αυτό το ετερόκλητο υλικό σε θεματικές ενότητες; Το σενάριο βασίστηκε σε μία ιδέα που φανερώνεται σε μεγάλο μέρος των εκθεμάτων, αλλά και στα σωζόμενα ιστορικά στοιχεία της περιοχής: την χιλιόχρονη επιβίωση της Ορεστίδας, τόσο σαν όνομα, όσο και σαν ξεχωριστή διοικητική και πολιτιστική ενότητα. Το διπλό επίτευγμα δηλαδή των Ορεστών να διατηρήσουν την πολιτική αυτονομία τους, παρά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συνέβαιναν γύρω τους, και παράλληλα να δέχονται και να ενσωματώνουν στη ζωή τους τα νεότερα επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού, χωρίς να χάνουν την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα. Μήπως και σήμερα ο νομός Καστοριάς δε βρίσκεται μπροστά σε μια αντίστοιχη πρόκληση, να διατηρήσει την προσωπικότητά του μετά την κατάργηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης;
Έτσι η έκθεση, μετά από μια εισαγωγή, αρθρώθηκε σε τέσσερις, χρονολογικά διαδοχικές ενότητες που ακολουθούν τους τέσσερις βασικούς «μετασχηματισμούς» της Ορεστίδας από το ομηρικά χρόνια ως την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης. Επιπλέον η χρονολογική σειρά ταιριάζει με την εξέταση της αρχαίας Ιστορίας από τα σχολικά βιβλία και ευνοεί την επικέντρωση και την κατανόηση των μαθητών, οι οποίοι ξεπερνούν το 70% των επισκεπτών μουσείων στη Μακεδονία. Στην εισαγωγική ενότητα ο επισκέπτης ενημερώνεται για το χρονολογικό και το γεωγραφικό πλαίσιο των εκθεμάτων του Μουσείου, καθώς και για την ποικιλία των τρόπων συγκέντρωσης τους.
Στην ενότητα: Ο σχηματισμός της Ορεστίδας: 1100-550 π.Χ. έχουν συγκεντρωθεί τα σημαντικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο ΤΕΙ Καστοριάς και την Κρεπενή. Αυτή την εποχή οι Ορεστές, όπως και οι γείτονές τους, φαίνεται να είναι οργανωμένοι σε συγγενικά γένη, καθένα από τα οποία έχει επικεφαλής ένα γενάρχη. Οι πολιτιστικές τους επαφές περιορίζονται στις γειτονικές περιοχές της Ηπείρου και της Μακεδονίας, όπως μαρτυρούν ομοιότητες στην κεραμική, τα όπλα, τα κοσμήματα και τα ταφικά έθιμα. Όμως άλλα στοιχεία, όπως τα μοτίβα της διακοσμημένης κεραμικής και ορισμένες μορφές κοσμημάτων, παρουσιάζουν ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν ένα τοπικό εργαστήριο.
Ο τίτλος της δεύτερης ενότητας είναι περισσότερο κατατοπιστικός: Το βασίλειο της Ορεστίδας: περ. 550-359 π.Χ. Με την είσοδο της περιοχής στο δίκτυο των εμπορικών οδών που εξυπηρετούν τις κορινθιακές αποικίες της Αδριατικής, αρχίζουν να εμφανίζονται κορινθιακά έργα τέχνης στην περιοχή, και η εξουσία συγκεντρώνεται σε λιγότερα χέρια, ώστε πολύ γρήγορα η Ορεστίδα μετασχηματίζεται σε βασίλειο. Μέσα στον 5ο αιώνα π.Χ. δέχεται επιρροές και από άλλες περιοχές της νότιας Ελλάδας, διατηρεί όμως και στοιχεία από το παρελθόν, όπως η παρουσία των όπλων στους ανδρικούς τάφους, ή της γκρίζας τοπικής κεραμικής.
Οι συνεχείς επιδρομές των Ιλλυριών οδηγούν τους Ορεστές στην απόφαση να ανταλλάξουν την ανεξαρτησία τους, με την ασφάλεια που θα τους προσέφερε ο Φίλιππος ο Β΄, έτσι μετά το 359 π.Χ. βλέπουμε την: Ορεστίδα στο βασίλειο των Μακεδόνων, όπως είναι ο τίτλος της επόμενης ενότητας. Συμμετέχει στην εκστρατεία του Αλέξανδρου με δικούς της στρατηγούς, και λίγο αργότερα ιδρύει το «Κοινόν των Ορεστών» σαν αντιστάθμισμα της χαμένης ανεξαρτησίας της.
Η τέταρτη και τελευταία ενότητα αναπτύσσεται στον όροφο, καθώς το περιορισμένο εμβαδόν του κτιρίου δεν επέτρεψε- εκτός των άλλων- την ολοκλήρωση της έκθεσης σε ένα επίπεδο. Με τίτλο: Η «ελεύθερη» Ορεστίδα στο μακεδονικό κράτος, εξετάζει το βίο της περιοχής κατά τους επόμενους 5 αιώνες, από την υπαγωγή της στους Ρωμαίους το 200 π.Χ., ως την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης. Η τάση της περιοχής προς την αυτονομία δεν ανακόπτεται, καθώς εξαιρείται από την επαρχία της Μακεδονίας και χαρακτηρίζεται «ελεύθερη», χωρίς βέβαια να είναι ανεξάρτητη. Διατηρεί το κοινό των Ορεστών σαν σώμα άσκησης τοπικής αυτοδιοίκησης, διατηρεί ακόμα και το όρο «εκκλησία» για τις συνελεύσεις μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Αποφεύγει τη μαζική εισροή Ρωμαίων αποίκων, συνεχίζει να πιστεύει στο ελληνικό πάνθεο και χρησιμοποιεί μόνο την ελληνική γλώσσα στις πολυάριθμες επιγραφές της.
Οι πληροφορίες που προήλθαν από την πρώτη μελέτη των νεότερων ανασκαφικών ευρημάτων, βοήθησαν στη συμπλήρωση πολλών κενών της τόσο αποσπασματικής ιστορίας της περιοχής και στη δημιουργία του παραπάνω σεναρίου. Όσα ευρήματα επιλέχθηκαν για να εκτεθούν στο Μουσείο, λειτουργούν πλέον ως αδιάψευστα τεκμήρια που ενισχύουν το βασικό σενάριο (και τις μικρότερες ιστορίες που εντάσσονται σε αυτό), όπως μόνο ένα αυθεντικό μνημείο μπορεί. Και οι ένθετες ανασκαφικές φωτογραφίες υπηρετούν αυτό το σκοπό, καθώς έχω βιώσει κι εγώ τη δικαιολογημένη, αλλά και την κακόβουλη, δυσπιστία ορισμένων προς τους αρχαιολόγους.
Στην πρώτη ενότητα ο μεγάλος αριθμός των αιχμών δοράτων και ακοντίων μιλά για την αξία των όπλων σε αυτή την ανασφαλή εποχή. Η ποικιλία των τύπων κοσμημάτων και κεραμικής προδίδει τις εμπορικές σχέσεις, αλλά και την ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων. Οι αναπαραστάσεις τριών τάφων με τα κτερίσματα στην αρχική τους θέση στηρίζουν την άποψή μας ότι μια ομάδα σπάνιων αντικειμένων έχουν συμβολική, και όχι διακοσμητική, σημασία.
Το πρώτο έκθεμα της δεύτερης ενότητας εκπλήσσει με την αισθητική του, η οποία το διαφοροποιεί εντελώς από την προηγούμενη ενότητα. Και πράγματι, αυτός ο μοναδικός για τη Μακεδονία συμποσιαστής με το αρχαϊκό μειδίαμα, είναι ο πρώτος πρεσβευτής της Κορινθιακής τέχνης στην Ορεστίδα. Μοναδικά είναι και τα γλυπτά που τον ακολουθούν και μαρτυρούν (μαζί με αρκετά κτερίσματα) για το υψηλό πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο των ενοίκων του αρχαίου νεκροταφείου της σημερινής Πενταβρύσου. Ένα κράνος κορινθιακού τύπου και μία αιχμή δόρατος συνεχίζουν την παράδοση της τοποθέτησης όπλων στους τάφους και αποτελούν υλικά κατάλοιπα του, γνωστού και από το Θουκυδίδη, στρατού του βασιλιά της Ορεστίδας.
Η μεταβολή στην πολιτική κατάσταση εκφράζεται στο άνοιγμα της τρίτης ενότητας με τη μεταβολή του πολεμικού οπλισμού: εκτίθεται εδώ μια αιχμή σάρισας και ένα αντίγραφο ασπίδας της μακεδονικής φάλαγγας. Με αυτά συγκρίνεται η μόνη σωζόμενη παγκοσμίως ασπίδα της παιονικής φάλαγγας, ως τεκμήριο του προχωρημένου εξελληνισμού των «προγόνων» των σημερινών μας προς βορράν γειτόνων. Το όνομα του βασιλέως Αυδολέοντος είναι σφυρηλατημένο στο κέντρο της με ελληνικούς χαρακτήρες και ετυμολογείται από τις ελληνικές λέξεις αυδή (δηλ. φωνή, όπως στο άναυδος) και λέων. Ακολουθούν επιτύμβια μνημεία με επιγραφές που παρουσιάζουν την εξέλιξη των παλιότερων τύπων στα ελληνιστικά χρόνια.
Στην τελευταία ενότητα παρουσιάζεται η εντυπωσιακή εξέλιξη των επιτύμβιων μνημείων στα ρωμαϊκά χρόνια, αλλά κυριαρχούν το βάθρο του Κοινού των Ορεστών και το δόγμα των Βαττυναίων. Το πρώτο διασώζει τη μοναδική απερίφραστη αναφορά στο τοπικό Κοινό, ενώ το δεύτερο, τη σημαντικότερη πολιτικού περιεχομένου επιγραφή της Δυτικής Μακεδονίας, χρονολογημένη μάλιστα στο 192 μ.Χ. Τέσσερις αιώνες μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η γλώσσα και τα ονόματα των κατοίκων της Βάττυνας, έξω από το σημερινό Κρανοχώρι, παραμένουν ελληνικά, και η συνέλευσή τους ονομάζεται «εκκλησία».
Βέβαια, η πληροφορία που έχουν να προσφέρουν τα εκθέματα φτάνει στον επισκέπτη μέσω των κειμένων που τα συνοδεύουν. Σε αυτή την περίπτωση έγινε προσπάθεια ώστε αυτά να είναι ευανάγνωστα και κατανοητά από ένα υπομονετικό, δωδεκάχρονο παιδί. Αυτό έγινε εφικτό εις βάρος της ειδικής ορολογίας και του κοινού της: δε θα συναντήσει κανείς φράσεις όπως «αρυβαλλοειδές ληκύθιο με ανθεμωτή διακόσμηση», ή «χάλκινη μεσόμφαλος φιάλη του 3ου 4ου του 5ου αιώνα». Συνήθως οι χρονολογικές ενδείξεις απουσιάζουν και τα εκθέματα απλώς εντάσσονται στις χρονολογικές ενότητές τους, καθεμιά από τις οποίες έχει ένα περιεκτικό εισαγωγικό κείμενο που προβάλλει το κεντρικό σενάριο και έχει τίτλο αντιπροσωπευτικό του περιεχομένου της ενότητας. Στα κείμενα των εκθεμάτων η απλοποίηση αυτή δε φτάνει σε επίπεδο αυτοαχρήστευσης (π.χ. «πήλινη κανάτα»), αλλά επιτρέπει το κοινό να έρθει σε επαφή με στοιχεία για τη χρήση, τον τρόπο εύρεσης (παραδόσεις, εκσκαφές, αρχαιοκαπηλεία) ή τη σχέση των αρχαίων με παραπλήσια άλλων περιοχών. Η αναζήτηση αυτής της γνώσης γίνεται πιο δελεαστική με τίτλους κειμένων που εξάπτουν την περιέργεια: «οι σιωπηλοί γείτονες του ΤΕΙ Καστοριάς», ή θέτουν ερωτήματα: «γιατί τόσα όπλα;». Ακόμα και λέξεις του Ησίοδου επιστρατεύονται για πρώτη φορά, καθώς αναφέρονται σε σκεύη όμοια με αυτά που εκτίθενται: «γιατί είναι άδειοι οι χυτρόποδες;», όπου ξαφνιάζει η χρήση δύο χυτρών ως τελευταίας κατοικίας, πιθανότατα ενός βρέφους. (Μάλιστα οι φύλακες με πληροφορούν ότι συχνά γίνεται θέμα έντονης συζυγικής συζήτησης το κείμενο που συνοδεύει την επιγραφή «φιλανδρίας ω στέφανος» στο επιτύμβιο πορτρέτο ενός ζευγαριού…) Στον ίδιο σκοπό με τα κείμενα έχει επιστρατευτεί και το γραφιστικό υλικό, που σχεδίασαν η Χ.Παυλίδου και η Λ.Δημητριάδου για αυτό το δύσκολο, χαμηλοτάβανο χώρο. Δημιουργεί ένα περιβάλλον ιδιαίτερης αισθητικής, που αγκαλιάζει τις κόγχες με τα λίθινα και αναπαράγει σημαντικά εκθέματα, ή μοτίβα τους, για να τα προβάλλει με άλλο τρόπο και σε άλλη –κυριολεκτικά και μεταφορικά- διάσταση. Βοηθά την κατανόηση των εκθεμάτων με την ένταξη δίπλα στα αρχαία, ανασκαφικών σχεδίων, ή σχεδιαστικών αναπαραστάσεων σχετικών με τη χρήση τους.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ο ηλεκτρονικός σταθμός ενημέρωσης, προσβάσιμος σε αναπηρικά αμαξίδια, και η συνδεδεμένη με αυτόν οθόνη. Έχουν εγκατασταθεί στο διάδρομο του ορόφου, σε σημείο που ευνοεί τη συγκέντρωση λίγων δεκάδων ατόμων για ενημέρωση. Προς το παρόν έχει τροφοδοτηθεί με ένα πρωτότυπο διαδραστικό παιχνίδι με θέμα την αρχαιοκαπηλεία, πρόκειται όμως στο μέλλον να προσφέρει επιπλέον πληροφορίες και δημοσιεύσεις για τις ανασκαφές και τα εκθέματα. Η υποδομή αυτή μπορεί να υποστηρίξει και πλήθος άλλων ηλεκτρονικών εφαρμογών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα υλοποιούνται σε αυτό το σημείο, αλλά και σε ολόκληρη την έκθεση. Ειδικά στον όροφο έχει προβλεφθεί για αυτό το σκοπό αρκετός ελεύθερος χώρος γύρω από το Κοινό των Ορεστών και το ψήφισμα της Βάττυνας, ώστε να στηθεί ένα εκπαιδευτικό παιχνίδι και να αναπαρασταθεί η αρχαία διαδικασία ψήφισης ενός νόμου.
Αυτή τη στιγμή η πλειοψηφία του προσωπικού του μουσείου είναι συμβασιούχοι, γεγονός που ευχόμαστε να αλλάξει σύντομα. Με την αξιοποίηση χρηματοδοτικών προγραμμάτων, έχει τις δυνατότητες να προσφέρει ακόμα περισσότερες θέσεις εργασίας, αλλά και να λειτουργήσει ως κέντρο αρχαιολογικής έρευνας και μελέτης. Το κτίριο που μας φιλοξενεί θα συνδράμει το έργο του μουσείου, φιλοξενώντας επιστημονικά συνέδρια, προβολές ταινιών και κάθε είδους εκδήλωση. Η τοποθέτηση επαρκούς σήμανσης και ενέργειες πληροφόρησης, όπως η σημερινή, σίγουρα θα βελτιώσουν την επισκεψιμότητα. Μια πρόχειρη πρόταση της Χ. Παυλίδου για λογότυπο του μουσείου κατατίθεται εδώ.
Το αποτέλεσμα της προσπάθειας δεν είναι άμοιρο αδυναμιών και θα κριθεί από την ανταπόκριση του κοινού, η οποία είναι ενθαρρυντική έως συγκινητική, όπως καταγράφεται ακόμα και στο βιβλίο επισκεπτών κατά τις πρώτες 80 μέρες της λειτουργίας του. Αργίτες. Δεχτείτε το σαν μια μικρή πράξη αναγνώρισης της διαχρονικής αγάπης σας για τον πολιτισμό, γεγονός που υπήρξε βασικό κίνητρο για την επιλογή μας πριν από 10 χρόνια. Κάτοικοι του νομού Καστοριάς, αγκαλιάστε το, για να γνωρίσετε όσα στοιχεία διασώθηκαν από τον σχεδόν άγνωστο μέχρι σήμερα πολιτισμό της αρχαίας Ορεστίδας, του τόπου σας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.