27.10.10

ΟΔΟΣ: Δύο

Ίσως πουθενά αλλού στον υπόλοιπο κόσμο, όσο στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να συνδυαστεί τόσο ταυτόχρονα και τόσο αντιφατικά μια εξέλιξη υψίστης εθνικής σημασίας και επιτυχίας όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό πρόβλημα, όπως είναι η οριστική ρήξη στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Η χρονική σύμπτωση των δύο εξαιρετικά σημαντικών αυτών γεγονότων, δεν εντυπωσιάζει μόνο για τον συμβολισμό της συμπόρευσης χαράς και λύπης, αλλά πρωτίστως ίσως και να  στερεί από τους Έλληνες την δυνατότητα αντικειμενικής εκτίμησης των δεδομένων και των δύο περιστάσεων.

Η ένταξη της Κύπρου, ούτως ή άλλως μετά την συντριπτική άρνηση των Ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα του προπερασμένου Σαββάτου να δεχθούν το ειρηνευτικό σχέδιο, είχε παγώσει ελαφρώς τις καρδιές όσων παρασυρμένοι από τις ακατάσχετες προβλέψεις και αναλύσεις που προηγήθηκαν, είχαν ταυτίσει τις εξελίξεις με ένα μόνο εκλογικό αποτέλεσμα (το "ναι") το οποίο θεωρούσαν περίπου νομοτελειακά υποχρεωτικό, υποτιμώντας την δύναμη και τις ανοχές του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού, αλλά και τα ανάλογα προηγούμενα απόρριψης σε τοπικά δημοψηφίσματα για ακόμη πιο κρίσιμα ευρωπαϊκά ζητήματα, και όχι για τον αν θα ενταχθεί ισότιμα και απαράλλακτα στην ΕΕ και ο Ραούφ Ντεκτάς με το παράρτημα των "Γκρίζων Λύκων" στα κατεχόμενα. 

Κι' όμως μια εβδομάδα μετά το διευρυμένο (για να είναι βιαστικό και επιπόλαιο) "όχι" των Ελλήνων της Κύπρου, η σημαία της νησιωτικής δημοκρατίας, κυματίζει έχοντας στο πλευρό της τις σημαίες των υπολοίπων 24 πλέον, κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αντί να βρίσκεται στο περιθώριο της παγκόσμιας ανυποληψίας η Κυπριακή Δημοκρατία -όπως προέβλεπαν τα τόσο απαισιόδοξα και βιαστικά σενάρια, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι εντάσσοντας στους κόλπους της μόνο την ελεύθερη νήσο, η Ευρώπη προχώρησε ένα ακόμη μεγάλο βήμα στην οριοθέτηση του γεωγραφικού αλλά κυρίως του πολιτισμικού της χώρου, αφήνοντας έξω κάθε κρατικό ή κοινωνικό φορέα που δεν ασπάζεται και δεν υιοθετεί ακόμη τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υπό διαφορετικές συνθήκες, οι εξελίξεις ενδεχομένως να ήταν σαφώς καλλίτερες και ήδη να είχε αποκατασταθεί η πολιτική ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν από την πλευρά των κατεχομένων τμημάτων της Κύπρου είχαν γίνει όλα εκείνα τα βήματα προόδου και προσέγγισης στο λεγόμενο ευρωπαϊκό κεκτημένο και δεν δινόταν η εντύπωση ότι η βιαστική "επίλυση" του κυπριακού από την Τουρκία, για άλλους μεν θα είχε αποκλειστικό κίνητρο να χρησιμοποιηθεί απλώς και μόνο ως εφαλτήριο της χώρας αυτής για τις δυτικές της βλέψεις, και για άλλους προκειμένου να πατήσει γερά στην καρδιά της γηραιάς ηπείρου. 

Πόσοι όμως μπορούν να αμφιβάλλουν με πειστικά επιχειρήματα, ότι αυτούς τους Τουρκοκύπριους και πολύ περισσότερο αυτούς τους Τούρκους, εκτός από τους Έλληνες της Κύπρου, αποκλείεται να οραματίζονται ως εταίρους και ως συμπατριώτες σχεδόν το σύνολο των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Προφανώς κανείς, εκτός απ' όσους μιλώντας και υποστηρίζοντας με τόση θέρμη την πολιτική επανένωση της Κύπρου στην βάση του σχεδίου Ανάν, μπερδεύτηκαν τόσο πολύ ώστε -ίσως- πίστευσαν, ότι υποστηρίζουν το παλιό όραμα της ένωσης της Κύπρου με τον μητροπολιτικό κορμό και όχι για την αναβίωση των δικαιωμάτων επέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο.
Για όλα αυτά βεβαίως θα αποφανθούν οι εξελίξεις που προβλέπονται θετικές, αφού με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κύπρος θωράκισε την ασφάλεια, την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και την δημοκρατία της, ενώ μαζί της και ένα ακόμη μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού προσχώρησε στον φυσικό του χώρο, εγκαταλείποντας οριστικά τα εθνικά πειράματα αιώνων με την αστάθμητη και ρευστή Ανατολή.    

Το μέλλον βεβαίως θα φέρει και τις επόμενες εξελίξεις στο άλλο μέγιστο ζήτημα των τελευταίων μηνών που τις ημέρες αυτές οδηγήθηκε στα χειρότερα άκρα του, αφού οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος εξακολουθούν να προκαλούν σοκ και δέος στον ελληνικό λαό ο οποίος άναυδος παρακολουθεί την προσωπική διαμάχη δύο πολύ ισχυρών ανδρών της Ορθοδοξίας να γενικεύεται και να αποκτά, θεολογική και εθνική ακόμη ιδεολογία. Το ζήτημα των μητροπόλεων της Μακεδονίας, Θράκης και Ηπείρου, που ανήκουν στην πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφορά άμεσα και την τοπική Μητρόπολη της Καστοριάς η οποία ανήκοντας εκκλησιαστικά στον τομέα των λεγόμενων "Νέων Χωρών" θα κληθεί αργά ή γρήγορα να πάρει θέση και να ξεκαθαρίσει την στάση της.

Κανείς βεβαίως δεν αμφιβάλλει ότι μεγάλα και σοβαρά λάθη γίνονται απ' όλες τις πλευρές όπως και ότι εκτός από τις θεολογικούς συσχετισμούς υπάρχουν και κρατικοί αλλά και διεθνείς παράγοντες καθώς και στατιστικοί που επηρεάζουν σημαντικά, προσωρινά ή όχι την παράσταση νίκης και ήττας στην πιο ζοφερή σελίδα της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας που  βιώνει ο τόπος. Και είναι ζοφερή διότι το ζήτημα προέκυψε εκ του μη όντος, ενώ για την διάλυση κάθε παρεξήγησης, θα αρκούσε μια σύντομη ματιά στην ιστορία, τα σύμβολα και μια ακόμη πιο μικρή στο μακρόπνοο συμφέρον του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας για επέλθει η λεγόμενη καταλλαγή, μια λέξη που τόσο εύκολα και επιπόλαια αναμασάται από ποιμένες και ποιμενάρχες, διανθισμένη με τα πιο γλαφυρά και σκανδαλιστικά υπονοούμενα του ενός για τον άλλο.
 
Στις εξελίξεις μεγάλη μερίδα ευθύνης ανήκει και στα πολιτικά κόμματα, εκ των οποίων η μεν κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πίσω από την επιτηδευμένη ουδετερότητά της, (πολύ) δύσκολα κρύβει την σαφή υποστήριξή της προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, και την αντίθεσή του στο Πατριαρχείο, το οποίο εσχάτως παραλείπει να χαρακτηρίσει στις ανακοινώσεις του "Οικουμενικό" υιοθετώντας άθελά της η Ν.Δ. τις απόψεις του νομάρχου Κωνσταντινούπολης. Το δε ΠαΣοΚ, το ίδιο δύσκολα κρύβει την υποστήριξή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ο οποίος με τις απόψεις του για την θεολογία, τον διάλογο των θρησκειών και των εκκλησιών και τον κοσμοπολίτικο χριστιανικό οικουμενισμό, βρήκε έναν στενό φίλο στο ΠαΣοΚ που ερωτοτροπεί με τον "πολυπολιτισμό" και εσωκομματικά δεν έχει ποτέ ξεπεράσει την ρήξη του με τον Χριστόδουλο με αφορμή το ζήτημα των ταυτοτήτων. 

Έτσι ως κυβέρνηση τώρα πια η Νέα Δημοκρατία, για δεύτερη φορά μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα αντί να πάρει σαφή και ξεκάθαρη θέση, νίπτει τας χείρας της και δείχνει ανενόχλητη από την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται για εγχώρια κατανάλωση, περί δήθεν εθνικών λόγων που επιβάλλουν την δείνα κατεύθυνση. Και στην οποία δυστυχώς, συμμετέχουν και πρωταγωνιστούν σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες παίρνοντας άμεσα και απροκάλπυτα το μέρος της μιας πλευράς, όπως συμβαίνει με την ανάμειξη των κκ. Κων/νου Μητσοτάκη και Μιλτ. Έβερτ που μιλώντας για ευαίσθητες περιοχές με τις ατυχείς δηλώσεις τους εμφανίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ, ως εθνικά διαφιλονικούμενη την Μακεδονία. Και δεν τους σταματά κανείς στις απανωτές τους γκάφες, ούτε καν η υποψία, ότι επιτρέποντας τόσο άμετρα την εκδήλωση ηγεμονικών τάσεων σε εκκλησιαστικούς παράγοντες και φορείς, όχι μόνο συρρικνώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο -τον μόνο θεσμό του Ελληνισμού που συνδέεται ακόμη και σήμερα, άρρηκτα, άμεσα και συνεχώς με την ιστορία και το Βυζάντιο- για τα οποία τόσο δάκρυ χύνεται στην εγχώρια Εκκλησία- αλλά ποτίζουν την γλάστρα θεοκρατικών αντιλήψεων που ίσως στο μέλλον βρει μπροστά της.

Και οι Έλληνες με τις τόσο αντιφατικές εξελίξεις που σημειώνονται γύρω τους για μια ακόμη φορά παρακολουθούν άναυδοι τον ξεπεσμό και την υποκρισία να βαδίζουν πλάϊ-πλάϊ με τις εθνικές κατακτήσεις και επιτυχίες.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6-5-2004 | αρ. φύλλου 259



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ