27.10.10

Π.ΤΣΟΛΑΚΗ: Η λίμνη και τα "καράβια" της


Όταν μιλούμε για την Καστοριά, συνειρμικά μας έρχονται στο νου τρεις κυρίως συμβολικοί δείκτες που χαρακτηρίζουν την ταυτότητά της: τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της, η βιοτεχνία των γουναρικών και το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον της λίμνης. Οι πόλεις δημιουργήθηκαν με κάποια συγκεκριμένα κριτήρια και το νερό έπαιξε πάντοτε αποφασιστικό ρόλο στην εκλογή του χώρου ίδρυσής τους. 


Για την Καστοριά η λίμνη δεν σφράγισε μόνο την ιστορική της πορεία, αλλά ταυτίστηκε με την ίδια την ύπαρξή της. Εδώ και πάρα πολλούς αιώνες τα νερά της αγκαλιάζουν από παντού την πόλη και όχι μόνο της δίνουν ζωή αλλά και την προστατεύουν, όπως αναφέρει ο αυτοκράτορας Ιωάννης Κατακουζηνός: "Καστορίας.... οχυρωτάτης ούσης δια το πανταχόθεν περικλύζεσθαι τη λίμνη".
Το απαράμμιλο φυσικό τοπίο της λίμνης εντυπωσιάζει από παλιά τους περιηγητές που το περιγρλαφιυν με τα ωραιότερα χρώματα. Ο Γερμανός καθηγητής H. Geltzer, που επισκέφθηκε την Καστοριά τον Οκτώβριο του 1903, αναφέρει χαρακτηριστικά στις σημειώσεις του (Vom Heiligen Bergen und aus Makedonien, σ. 229): «....φθάνοντας σ΄ένα ύψωμα ξεσπάσαμε σε μια ιαχή. Μπροστά μας ανοιγόταν η θέα στην εξαίσια κοιλάδα της Καστοριάς με την βαθυγάλαζη λίμνη της».
Το 1974 η λίμνη χαρακτηρίστηκε ως "μνημείο έξοχου φυσικού κάλλους" και στην περίμετρό της η δόμηση είναι ελεγχόμενη. Επίσης προστατεύεται ως καταφύγιο θηραμάτων.



Θέση και γνωριμία

Η λίμνη της Καστοριάς (η Ορεστιάς) εντάσσεται στο οροπέδιο των λιμνών της ΒΔ Μακεδονίας. Το υψόμετρο της μέσης στάθμης της βρίσκεται στα 629,50 μ. και η σημερινή της έκταση φτάνει τα 26,58 τετραγ. χιλ. Η ελλειψοειδής επιφάνεια της διαιρείται από την ορεινή χερσόνησο του "Βουνού" σε δύο ίσα περίπου μέρη. Η λίμνη τροφοδοτείται από τα όμβρια νερά που πέφτουν στους γύρω ορεινούς όγκους, τα οποία εισρέουν στον χώρο της ως επιφανειακά, ως πηγαία και ως υπόγεια ύδατα. Παρουσιάζει εκροή προς τον Αλιάκμονα με το φυσικό κανάλι "Γκιόλε" στο στόμιο του οποίου κατασκευάστηκε το 1932 τεχνητό φράγμα με κινητές θυρίδες , ώστε να είναι ελεγχόμενη η στάθμη της. Το μέγιστο βάθος της φθάνει τα 8,30 μ., το μέσο της είναι 4 μ. και ο όγκος του νερού 100 εκατ. κυβικά μέτρα.
Η περίμετρος της πλησιάζει τα 31 χιλιόμετρα. Στις βαρυχειμωνιές τα νερά της λίμνης παγώνουν και το πάχος του πάγου μπορεί ξεπερνά ορισμένες φορές τα 30 εκατοστά. Στα παλιότερα χρόνια οι καστοριανοί κινούνταν πάνω στον πάγο μ΄ένα είδος έλκηθρου, ιδιότυπης τοπικής κατασκευής που το ονόμαζαν σάνια. 

Ενδιαφέρουσα είναι η πανίδα της λίμνης που αποτελείται από πολλά είδη. Στην περιοχή της φωλιάζουν η χουλιαρόπαπια, το μπεκατσίνι, ο βουβόκυκνος, κ.ά. Από τα διερχόμενα είδη ξεχωρίζουν ο ροδοπελεκάνος, η σταχτόχηνα, η πρασινοκεφαλόπαπια και ο ασημόγλαρος.
ε την αλιεία της λίμνης ανέκαθεν ασχολούνταν ένας σημαντικός αριθμός ψαράδων της πόλης και των γύρω χωριών. Πριν από μερικά χρόνια αφθονούσαν στην λίμνη πολλές ποικιλίες ψαριών: γριβάδια, γουλιανοί, πλατύκες, τσιρόνια, χρίσκοι, κέφαλοι, χέλια και από το 1930 πρικιά, γλίνια και τούρνες. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες ήταν κι΄αυτά πολλά και διάφορα: σουργκιά, ζαγάδες, πεζόβολοι, πρόβλιακοι, νταούλια, κατίκια, σουρντινίτσες, σαπκάζια και μπερντέδες (ειδικά δίχτυα για τα πελαϊσια). 

Δυστυχώς η μορφή και οι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών έπληξαν την οικολογική ισοροπία της λίμνης, η οποία μολύνθηκε από αστικά λύματα, από λιπάσματα και στερεά απόβλητα. Με την λειτουργία από το 1990 του βιολογικού καθαρισμού στην αποχέτευση της πόλης έγινε ένα μεγάλο βήμα για την εξυγίανση και την σωτηρία της λίμνης.
Όμως υπάρχουν και προβλήματα με τις προσχώσεις των παραλίμνιων περιοχών, από τα διάφορα ρέματα που εκβάλλουν και κυρίως από το ρέμα του Μαυρόβου (Σταραρέκα) και σύμφωνα με μελέτες ειδικών, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, βραχυπρόθεσμα (μετά από 60 χρόνια) η λίμνη θα χωρισθεί σε δύο μέρη.



Τα "καράβια"

Τα "καράβια" όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τις πλάβες της λίμνης, με το ιδιόμορφο και γραφικό σχήμα τους αποτελούν ένα αναπόσπαστο στοιχείο του φυσικού τοπίου. Σε πιο περιορισμένη χρήση συναντούμε ένα αρκετά μικρότερο, αλλά κατασκευαστικά παρόμοιο τύπο πλάβας, που διατηρεί την προϊστορική ονομασία "μονόξυλο". 

Ο γνωστός αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος (1872-1939) που καταγόταν από την Καστοριά, αναφέρει ότι τα καράβια αποτελούν τα «κινητά μνημεία» της πόλης και συνεχίζει: «... ο παμπάλαιος αυτών τύπος είνε μοναδικός και διετήρησεν αγνήν την παλαιάν αυτού παράδοσιν ως προς το σχήμα κα την κατασκευήν. Η όλη εμφάνισίς των είνε εντελώς ιδιόρυθμος και μοναδική» (ΜΗ 12/1936, σ. 161).
Πράγματι το καστοριανό καράβι δεν μοιάζει με τις πλάβες των Πρεσπών, με τα "καΐκια" της Παμβώτιδας, με τη "γάιτα" του Μεσολογγίου ή με τα παλιά ψαράδικα της Αχρίδας και απ΄ όσο γνωρίζουμε διαφέρει από κάθε άλλο λιμνήσιο ή ποταμίσιο πλεούμενο στον κόσμο. 

Η μορφή του καραβιού χαρακτηρίζεται από τις έντονα υπερυψωμένες άκρες του, τις λεγόμενες μπρύμες, οι οποίες σχηματίζουν άνετα καθίσματα. Το μήκος του καραβιού κυμαίνεται σήμερα από 5,50 έως 6 μ. ενώ παλιότερα έφτανε τα 7μ. Το πλάτος του στο φαρδύτερο σημείο είναι 1,20 - 1,30 μ.
Ο τρόπος κατασκευής του είναι απλός και πρωτόγονος. Το καράβι αποτελείται από χοντρά και φαρδιά σανίδια με κατάλληλη σύνδεση χωρίς κατασκευαστικό σκελετό και καρίνα.
Ο πάτος του καμπυλώνεται ως προς το μήκος και το πλάτος και μοιάζει με το τσόφλι του αυγού. Τα κουπιά προσδένονται σε εξωτερικούς σκαρμούς, οι οποίοι στηρίζονται σε εγκάρσιο κινητό δοκάρι, το τροχαντήρι. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται καλύτερη ευστάθεια πλεύσης και μεγαλύτερη δύναμη ώθησης.
Ο καραβοκύρης λάμνει όρθιος πατώντας σ΄ ένα σανίδι, το οποίο γέρνει ελαφρά προς τα εμπρός, έτσι ώστε να δίνει πρόσθετη δύναμη στα κουπιά με το βάρος του σώματός του.

Τα καράβια συνδέονται στενά με την παραδοσιακή ζωή της περιοχής, γιατί μέχρι το 1950 τα χρησιμοποιούσαν, εκτός από το ψάρεμα, σχεδόν αποκλειστικά και για τις συγκοινωνίες και τις μεταφορές εμπορευμάτων στην πόλη, αφού οι τοπικοί επαρχιακοί δρόμοι κατέληγαν στα χωριά του Μαυρόβου και του Δισπηλιού.
Οι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Καστοριά αναφέρουν συχνά τα καράβια, τα οποία τα χαρακτηρίζουν ως προϊστορικά και πρωτόγονα. Μάλιστα ο άγγλος περιηγητής Leake, που έφτασε στην πόλη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1805, στο βιβλίο του Travels in Northern Greece (τ. Ι, σ. 325-327) περιγράφει αναλυτικά το καράβι και μας δίνει και δύο χαρακτηριστικά σκίτσα του.

Στις πρόσφατες ανασκαφές στο λιμναίο προϊστορικό οικισμό του Δισπηλιού, αποκαλύφθηκε το περίγραμμα μίας βάρκας, που το μέγεθος και το σχήμα της παρομοιάζει με τα σημερινά μονόξυλα. Έτσι είναι μάλλον βέβαιο ότι το καράβι αποτελεί μια εξέλιξη από τα προϊστορικά μονόξυλα της περιοχής και στην σημερινή του μορφή παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο εδώ και πολλούς αιώνες.
Η μόνη αναγκαστική μετατροπή που δέχθηκε μετά την καθιέρωση της εξωλέμβιας μηχανής είναι μια μικρή τροποποίηση στο πίσω μέρος του, χωρίς να αλλοιώνεται το γενικό σχήμα του. Δυστυχώς όμως, υπάρχουν και ορισμένες περιπτώσεις όπου αφαιρείται ολόκληρη η πίσω πρύμη, οπότε το καράβι μοιάζει σαν κολοβωμένο. Για το θέμα αυτό πρέπει να υπάρξει οπωσδήποτε περισσότερη ευαισθητοποίηση εκ μέρους των ψαράδων και της πολιτείας, ώστε να διατηρηθεί το γνήσιο και μοναδικό σχήμα του καραβιού.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11-12-2003 | αρ. φύλλου 242
πρωτοδημοσιεύθηκε στην Καθημερινή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ