26.3.21

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Καπετάν Κώττας (1863-1905)



 27 Σεπτεμβρίου 2020: 115 χρόνια από τον θάνατό του

Η σημαντικότερη φυσιογνωμία που χαρακτηρίζει τη μακεδονική αντίσταση πριν έρθει ο Μελάς στη Μακεδονία είναι αναμφισβήτητα η μορφή του καπετάν Κώττα, σπουδαίου αγωνιστή κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Ήταν μετρίου αναστήματος, μάλλον φαλακρός, κοκαλιάρης, με μικρά γαλανά αστραφτερά μάτια («μάτι αστρίτης» έλεγαν οι άλλοι καπετάνιοι), παχιά μουστάκια και μεγάλα γυρισμένα προς τα κάτω. Ήταν πολυτεχνίτης: είχε μερικά χωραφάκια, χάνι, παντοπωλείο, έφτιαχνε κεριά και όλων των λογιών τις επισκευές. Καταπιάνονταν με όλα. Ήταν ακόμη και πρόεδρος (μουχτάρης) στο χωριό του, τη Ρούλια. Ακόμα ήταν φοβερός στο σημάδι. Οι συντοπίτες του κρέμονται από τα χείλη του και τον θαυμάζουν. Όλα τα χωριά τον λατρεύουν, γιατί, εξαιτίας του, γλιτώνουν από συμφορές προερχόμενες από Τούρκους και Βουλγάρους.

Όταν αποφάσισε να αναλάβει δράση, έκανε ένα σπουδαίο κόλπο: προσποιήθηκε ότι φεύγει στην ξενιτιά. Η γυναίκα του, η Ζωή, με άλλες γυναίκες του χωριού έκαναν πως τον ξεπροβοδίζουν, κλαίγοντας μάλιστα, και τον έβγαλαν ως έξω, πολύ πέρα από το χωριό. Αλλά ο Κώττας, την άλλη νύχτα, κρυφά γύρισε πίσω στα βουνά που γνώριζε καλά, στα Κορέστια, σχημάτισε μια μικρή ομάδα με αφοσιωμένους πολεμιστές και σε λίγο έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και των Βουλγάρων. 

Υποστήριζε κάθε άνθρωπο που είχε ανάγκη από προστασία, ανεξάρτητα από φυλή, θρήσκευμα και χρώμα δέρματος. Χριστιανοί, Εβραίοι, Μωαμεθανοί, τσιγγάνοι, φτωχοί άνθρωποι που πάλευαν για να ζήσουν τριγυρνώντας στα χωριά και πουλώντας την πραμάτεια τους στο σπίτι του Κώττα έβρισκαν λίγο ψωμί, αγάπη και προστασία όταν κάποιος τους αδικούσε. 

Ο Κώττας μισούσε τους Τούρκους, που βασάνιζαν[1] τους κατοίκους της Μακεδονίας. Ειδικά στα Κορέστια «ο τουρκικός ζυγός ήταν βαρύτερος και σκληρότερος από παντού αλλού», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Μόδης[2].

Από το 1897 ως το 1900 κατόρθωσε να απαλλάξει την περιοχή Κορεστίων-Πρέσπας («τα βασίλεια του Κώττα» που είναι ένας πραγματικός ηγεμόνας στους πληθυσμούς της περιοχής, όπως λέει ο Παύλος Μελάς) από τους πιο δυνατούς και πιο αιμοβόρους Τουρκαλβανούς[3]. Τρομοκρατήθηκαν οι Τούρκοι και σχεδόν έπαψαν τις κακουργίες κατά των χριστιανικών χωριών των περιοχών Καστοριάς και Φλώρινας. Εξαιτίας του Κώττα οι Βούλγαροι δεν τολμούσαν εύκολα να μπουν στην περιοχή αυτή και να δράσουν εκεί. 

Ο Παύλος Μελάς και οι άλλοι αξιωματικοί που ήρθαν στη Μακεδονία δεν ξεκίνησαν τον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά συνέχισαν και δυνάμωσαν τον Αγώνα του Ελληνισμού της περιοχής μας, στον οποίο πρωτοπόρος και κύριος πρωταγωνιστής ήταν ο Κώττας, τον οποίο λατρεύουν όλοι γιατί εξαιτίας του γλιτώνουν από συμφορές προερχόμενες από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους. Οι συντοπίτες του κρέμονται από τα χείλη του και τον θαυμάζουν απεριόριστα. Και πιστεύουν στους πολεμιστές που ήρθαν από την ελεύθερη Ελλάδα μονάχα επειδή αυτός τους έφερε και αυτοί τον Κώττα ξέρουν, αυτόν εμπιστεύονται και αυτόν λατρεύουν. Με τον ερχομό του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη συναντιούνται και συμφωνούν ο δεσπότης να ενισχύσει τον Κώττα να συντηρεί τους άντρες του κι ο Κώττας να υπερασπίζεται τα χωριά της περιοχής του. 

Ο καπετάν Κώττας ξεκαθάρισε τον τόπο από Τούρκους αρχηγούς που για πολλά χρόνια τυραννούσαν τους κατοίκους. Οι άνθρωποι ανάσαναν. Κι όταν έρχεται ο Μελάς, πηγαίνει στα χωριά με τον Κώττα, ο οποίος μιλάει στους χωρικούς στο τοπικό ιδίωμα:
-Αδέρφια, χάσαμε τη γλώσσα μας, να μη χάσουμε και την πίστη μας. Είμαστε Έλληνες Ορθόδοξοι, παιδιά του Πατριάρχη. 
Βγάζει από την τσέπη του 4 νομίσματα με αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Τα είχε βρει κάποτε, καθώς έσκαβε το χωράφι του:
-Για δείτε. Αν σκάψουμε 5 πόντους στο χώμα, ακούμε τη μυστική φωνή αυτής της γης. Εδώ όλα φωνάζουν ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια σ’ αυτά τα χώματα χτυπάει η καρδιά της Ελλάδας. 

Το σπίτι του ήταν το πιο φτωχό απ’ όλα. Στις 17 Μαρτίου 1904 ο Παύλος Μελάς με τους συνεργάτες του φιλοξενείται στο σπίτι του. Γράφει στη Ναταλία, τη γυναίκα του: «Στις 9 και μισή πήγαμε με τον Κώττα στο σπίτι του. Είναι από τα φτωχικότερα του χωριού και αυτό είναι άλλη μία απόδειξη της εντιμότητας αυτού του ανθρώπου. Ποτέ του δεν έκλεψε και ποτέ δε ζήτησε από τους χωρικούς αμοιβή για την πραγματική προστασία που τους έδωσε».

Ο Κώττας συνεργάζεται και με άλλους σπουδαίους καπετάνιους, όπως τον Δημήτριο Νταλίπη από τον Γάβρο, τον Παύλο Κύρου από το Ανταρτικό, τον Λάκη Πύρζα από τη Φλώρινα, τον Σίμο Ιωαννίδη από τα Άλωνα της Φλώρινας, τον Λάκη Νταηλάκη από το Βερνίκι της Βορείου Ηπείρου, τον καπετάν-Στέφο από το Μοναστήρι (Βιτώλια), που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα που συνέβησαν στο Μαυροχώρι το 1912 και με άλλους.

Οι Βούλγαροι τον τρέμουν, κι επειδή δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν τον ίδιο, τα βάζουν με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Όμως η γυναίκα του, η Ζωή, είναι γενναία Ελληνίδα. Καθώς τα δυο μεγάλα τους παιδιά έχουν πάει στην Αθήνα για να σπουδάσουν, μοιράζει τα τρία άλλα της αγόρια σε συγγενικά σπίτια και μένει μόνη με την κόρη της Σοφία στο σπίτι της. Τότε οι Βούλγαροι βρίσκουν την ευκαιρία: μπαίνουν στο σπίτι, τις απειλούν και, επειδή δε βρίσκουν χρήματα, ετοιμάζονται να τις κρεμάσουν. Αλλά πλησιάζουν Τούρκοι κι οι γυναίκες σώζονται από καθαρή τύχη. Όμως…

Τον Ιούνιο του 1904 οι Τούρκοι τον πιάνουν και τον κλείνουν στις φυλακές του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Στις 27 Σεπτεμβρίου 1905, όταν ήταν μόλις 42 χρονών, οι Τούρκοι αποφασίζουν να τον κρεμάσουν. Ο Έλληνας παπάς που πήγε να τον εξομολογήσει και να τον κοινωνήσει του λέει πως είναι ευλογημένος γιατί αγωνίστηκε για την πατρίδα και την πίστη του. Δεμένο με τις χειροπέδες τον πήγαν στον τόπο της εκτέλεσης, αλλά αυτός κατάφερε να το σκάσει. Όμως ατύχησε κι έπεσε πάνω σε στρατιωτική ομάδα, οπότε τον έπιασαν. Πηγαίνοντάς τον στην κρεμάλα, ζητάει μια χάρη: «Να πείτε στους γιους μου ότι εγώ έκανα το χρέος μου, τώρα είναι η δική τους σειρά. Και σας παρακαλώ, επειδή θέλω να πεθάνω σαν ελεύθερος άνθρωπος, βγάλτε μου τις αλυσίδες από τα χέρια». 

Κι όταν οι εκτελεστές του πέρασαν τη θηλειά στον λαιμό του, αυτός φώναξε με όλη τη δύναμη της καρδιάς του: «Νταζίβε Γκρίτσκι!», δηλαδή «Ζήτω η Ελλάδα!». Γιατί, όπως είπαμε και πριν, ο Κώττας δε μιλούσε ελληνικά, αλλά ήταν Έλληνας ως το κόκαλο κι ως την τελευταία σταγόνα του αίματός του.
Κλοτσάει μόνος του το σκαμνάκι πάνω στο οποίο πατούσε και αφήνει την τελευταία του πνοή. Έτσι τέλειωσε η ζωή αυτού του μεγάλου Μακεδόνα αγωνιστή και αυτό είναι το παράδειγμα που αφήνει σε όλους μας. 

Ο καπετάν Κώττας έχει τις αρετές και την παλικαριά του Μακεδόνα επαναστάτη. Χωρίς τον Κώττα ίσως ο Μακεδονικός Αγώνας να είχε χαθεί. Αυτός έκανε την προετοιμασία του Αγώνα, πράγμα που ήταν εντελώς απαραίτητο. Αυτός πήρε από το χέρι τους αξιωματικούς και τους οδήγησε με ασφάλεια στα λημέρια πάνω στο Βίτσι και στο Περιστέρι. Ο χαμός του ήταν μεγάλο κακό, αλλά το όνειρο των Μακεδόνων για λευτεριά γινόταν πραγματικότητα. Είχαν γεμίσει τα βουνά αντάρτες. Είχαν αποκτήσει ξανά το θάρρος τους τα χωριά κι είχαν πάψει πια να φοβούνται τη βουλγάρικη τρομοκρατία (οι Βούλγαροι με απειλές, με τη βία, με φόνους και καταστροφές τα κατάφερναν σε πολλές περιπτώσεις ως τότε). Οι Μακεδόνες μετά τον Κώττα είχαν αρχίσει να έχουν γνώμη και να τη λένε. Είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως η δικαιοσύνη μπορεί να νικήσει την αδικία. Κι ότι η ελευθερία μπορεί να γυρίσει πίσω στον τόπο που την είχε γεννήσει. 


[1] Ένα πρωί του Σεπτεμβρίου του 1899 στη Χαλάρα των Κορεστίων ήρθε ένας Τούρκος, ο Ταχίρ αγάς, και ήθελε να κάνει κακό στις δυο νύφες του Κολίτσα, του γερο-μουχτάρη του χωριού. Κι όσο ο πεθερός προσπαθούσε να προστατέψει τις νύφες του τόσο εκείνος τις ζητούσε όλο και πιο επίμονα. Εκείνη την πολύ δύσκολη στιγμή ανοίγει η πόρτα του σπιτιού του μουχτάρη, μπαίνει μέσα ο Κώττας λέγοντας «Σου φέρνω εφτά νύφες, Ταχίρ» (εφτά ήταν τα παλικάρια του Κώττα). Πιάνει τον Ταχίρ και τους 4 συνοδούς του και τους ρίχνει σε μια απάτητη σπηλιά, γλιτώνοντας έτσι τις νύφες του γερο-Κολίτσα. («Ταχίρ Αγάς», Γεωργίου Μόδη)

[2] Από το απέραντο μίσος του κατά των Τούρκων, αρχικά δέχτηκε να συνεργαστεί με το βουλγαρικό κομιτάτο, που, για να παραπλανήσει τους Μακεδόνες, παρίστανε τότε ότι τάχα στρεφόταν αποκλειστικά κατά των Τούρκων. Όταν ο Κώττας, όμως, κατάλαβε τους πραγματικούς σκοπούς των Βουλγάρων, στράφηκε εναντίον τους και αγωνίστηκε με πείσμα αξιοθαύμαστο να εξουδετερώσει τα εις βάρος των Ελλήνων κακουργήματά τους. Από τη στιγμή εκείνη οι βουλγαρικές ορδές σπάνια τολμούσαν να μπουν και να δράσουν στα Κορέστια. 

[3] «Ο Κώττας ήταν ο πρώτος που άρχισε το ξεκαθάρισμα στα Κορέστια και στο Μοναστήρι. Μ’αρέσει να τον θαυμάζω απεριόριστα. Ήταν ο πρώτος του αγώνα κι όμως οι Μακεδόνες δεν τον τραγούδησαν πολύ. Ίσως υπάρχει μια δικαιολογία πολύ εσωτερική. Ο Κώττας ήταν δικός τους, βγαλμένος από την ίδια την ψυχή τους. Από μικρός πήρε τα βουνά και αντρειώθηκε με τη μυρουδιά της φτέρης και της οξιάς. Ο πόλεμος ήταν γι’αυτόν καθημερινό παιχνίδι. Γι’αυτό γνώριζε καλά τα τερτίπια του. Όταν άρχισε το ξεκαθάρισμα, δεν έφερε τη μεγάλη έκπληξη ή τον άπειρο ενθουσιασμό. Ήταν απλά η φυσική συνέχεια της ζωής του», γράφει ο συγγραφέας του Μακεδονικού Αγώνα Κωνσταντίνος Δούφλιας. Και στις συζητήσεις που είχα τη μεγάλη τύχη να κάνουμε οι δυο μας, ρωτώντας τον για το επίμαχο θέμα του θανάτου του πρώτου Μακεδονομάχου, καθώς γνώριζα πως είχε μελετήσει και τις άλλες απόψεις, μου είχε απαντήσει με μία μόνο φράση: «Δεν μπορούσε να τον σώσει ο Καραβαγγέλης, γιατί ο Κώττας ήταν τουρκοφάγος».
Για το θέμα του θανάτου του γράφει ο Μοναστηριώτης Γεώργιος Μόδης, ο κατεξοχήν συγγραφέας του Μακεδονικού Αγώνα που ήταν κι ο ίδιος Μακεδονομάχος στη βιογραφία του καπετάν Κώττα: «Έχει κυκλοφορήσει και μια φήμη, ότι την προδοσία την έκαμε ο Μητροπολίτης Καστορίας! Είναι τόσο τερατώδης, όσο και ανόητη. Για ποιο λόγο ο Καραβαγγέλης θα ανοσιουργούσε; Ο Θύμιος Καούδης, που έμεινε περισσότερο απ’τους άλλους με τον Κώτα και είχε πολύν καιρό μαζί του τον Παύλο Κύρου, τον Νταλίπη και άλλους, το διαψεύδει με τον κατηγορηματικώτερο τρόπο. (…)
 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
"Μακεδονία-Μακεδονικός Αγώνας", Κωνσταντίνος Δούφλιας
"Τα δημοτικά τραγούδια της Άνω Μακεδονίας", Κωνσταντίνος Δούφλιας
"Καπετάν Κώττας", Αθηνά Τζινίκου-Κακούλη
"Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί", Γεωργίου Μόδη
Και για τα παιδιά το έξοχο βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη «καπετάν Κώττας»


Δημοσιεύθηκε την ΟΔΟ στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, αρ. φύλλου 1047


2 σχόλια:

  1. Ευθύμιος Νάτσης [fb]26/3/21

    Ο σλαβόφωνος... Βούλγαρος για τους περισσότερους... πιο Έλληνας από πολλούς άλλους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος27/3/21

    όπως ο σλαβόφωνος ρώσος του ΠΑΟΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ