28.3.21

ΗΛΙΑ Λ. ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Η τελευταία επιθυμία


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Ηλίας Παπαμόσχος
ΟΔΟΣ 10.9.2020 | 1045


 Ι

Ο γιατρός με απέτρεψε, «δεν μπορείς να του προσφέρεις τίποτα, θα γίνεις χάλια, δίχως λόγο». Θα κρατούσαν εκεί τις υπόλοιπες ώρες της μέρας κι όλη τη νύχτα τους φρεσκοεγχειρισμένους, μέχρι να κρίνουν οι γιατροί ότι μπορούν να επιστρέψουν στο δωμάτιό τους. Μια νοσοκόμα ήταν σε μόνιμη βάση έξω από τον θάλαμο, καθισμένη πίσω από ένα τραπέζι γεμάτο φάρμακα. Περίμενα να δω τον πατέρα κλινήρη και τον βρήκα καθισμένο· οι άλλοι τέσσερις του θαλάμου, τρεις άντρες μέσης ηλικίας και μια υπερήλικη, άλλοτε μουρμούριζαν λόγια ακατάληπτα κι άλλοτε μούγκριζαν κάνοντας αργές κινήσεις σαν να επέπλεαν σε μια θάλασσα του πόνου. Ο πατέρας με αναγνώρισε αμέσως, μια παράκληση το βλέμμα του. Δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην βλέποντάς τον καθιστό, ήξερα την κράση του. Η σκηνή μου θύμισε μιαν άλλη της οποίας δεν υπήρξα μάρτυρας, μου τη διηγήθηκε όμως λεπτομερώς ένας φίλος παιδικός του πατέρα, κορυφαίος ογκολόγος, ο οποίος (δυστυχώς), κλήθηκε και διά της επιστήμης του να υπηρετήσει αυτή τη φιλία, παλιά. Ήταν όταν πρωτονόσησε από την επάρατο ο πατέρας, πράγμα που αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες του εκείνων των χρόνων, όπου εικονίζεται με καταβεβλημένη όψη, με ζυγωματικά προτεταμένα, μάγουλα ρουφηγμένα, και μια έκδηλη αδυναμία στο βλέμμα. Ένα πρωινό, επιστρέφοντας στο σπίτι από τη λαϊκή αγορά, ένιωσε αδυναμία. Στις εξετάσεις που ακολούθησαν ο αιματοκρίτης του είχε πέσει στα τάρταρα. Ο φίλος του ο ογκολόγος τον παρέπεμψε σ’ έναν νεαρό χειρουργό, που μεσουρανούσε τότε. Η μητέρα, ποιος ξέρει αντλώντας από πού τέτοια δύναμη, απέκρυψε από τον πατέρα την αλήθεια, κρίνοντας πως από αυτήν θα κινδύνευε περισσότερο απ’ ότι από την αρρώστια την ίδια. Μου είπε ο ογκολόγος, πως την ημέρα που επρόκειτο να εγχειριστεί ο πατέρας (τον συνόδευσε ο ίδιος στην κλινική), λόγω φόρτου εργασίας τον λησμόνησε ―είχε, φυσικά, στο μεταξύ ενημερωθεί από τον χειρουργό για την εγχείριση, για τα δυσοίωνα ευρήματά της, ευρήματα τα οποία οδήγησαν τη μητέρα στην παραχάραξη της αλήθειας. Τις προάλλες βρήκα μες στην αποθήκη κάτι εξετάσεις του πατέρα από κείνο τον καιρό, κι ένιωσα την αγωνία της μάνας κάθε φορά που μυστικά επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον χειρουργό προκειμένου να τον ενημερώσει για να της πει για τα επόμενα βήματα. Κατά τις εννιά το βράδυ ο ογκολόγος πήγε στην κλινική να δει τον πατέρα. Πλησιάζοντας στον θάλαμο αντιλήφθηκε μια αναστάτωση, άκουσε φωνές, ανάμεσά τους ξεχώρισε εκείνη του πατέρα. Μπαίνοντας, τον είδε όρθιο, να λογομαχεί με τις νοσοκόμες, να τις βρίζει, καθώς δεν εννοούσε να καταλάβει πως δεν χρειαζόταν να πάει στην τουαλέτα για να ουρήσει, αφού στο χειρουργείο του είχε τοποθετηθεί καθετήρας. Ο ογκολόγος σάστισε με την αντοχή του πατέρα, καθώς γνώριζε τι καταπόνηση για τον οργανισμό σήμαινε η εκτεταμένη εγχείριση στην οποία είχε υποβληθεί. Όμοια έκπληξη είχε αισθανθεί και ο παθολόγος στη γενέτειρα, που βλέποντας τον αιματοκρίτη του πατέρα είχε πει: «Το λογικό θα ήταν να μην μπορείς να κάνεις βήμα!». Ο πατέρας είχε οργώσει τις πεδιάδες και τα βουνά κυνηγώντας, είχε κράση, και αντοχές, κυνηγού, υπομονή και πείσμα. Κι εκεί, στον θάλαμο της εντατικής παρακολούθησης, κυνηγός αμετανόητος παρέμεινε, κι έχοντας για λαγωνικό τον πόνο στράφηκε κατά του υπέρτατου θηράματος, ομοιώνοντας το δεξί του χέρι με πιστόλι, δείχνοντάς μου πού να βαρέσω.


ΙΙ

Ο πατέρας πέθανε στο ίδιο δωμάτιο που πέθανε κι η μάνα θαρρείς για να μπορέσει να την ξαναβρεί, όταν σφράγισε το στόμα κοιτούσε έξω περίλυπος, σαν να ’βλεπε τον εαυτό του σε μια φωτογραφία ζωντανό. Η αδερφή μου πέθανε στον κάτω όροφο, το επέβαλλε θαρρείς η κοινωνικότητά της, να πεθάνει δηλαδή στο σαλόνι, όχι σε κρεβάτι, στον καναπέ, ήταν όμως και που δεν μπορούσε ν’ ανέβει την εσωτερική σκάλα πια. Ο πατέρας δεν άφησε το χέρι της όλη νύχτα, ενόσω εκείνη καλούσε τη μάνα. Στον κήπο του απέναντι σπιτιού ένα αναρριχητικό έχει ζώσει ένα ψηλό έλατο κι ανηφορίζουν πια μαζί, να κρύψουν τον άχαρο πλαϊνό τοίχο μιας ψηλής οικοδομής. Είναι ψηλό το έλατο, όσο η μάνα μου πεθαμένη, γιατί, ρωτώντας τον γείτονα πότε το φύτεψε μου είπε τη χρονιά που συγχωρέθηκε η μάνα. Είναι τριάντα χρονών το δέντρο και γίνεται λέει ψηλό όσα χρόνια έζησε η αδερφή μου, τριανταπέντε δηλαδή ― όλα είναι αριθμητική: αφαιρέσεις. Την άνοιξη το έλατο μοιάζει με δέντρο χριστουγεννιάτικο η μάνα έτσι πως τη ζώνει ο πατέρας ανάβοντας εκείνα τα άνθη του τα πορτοκαλιά που θυμίζουν ανατολή ― είδε τέτοιες πάμπολλες ο πατέρας κυνηγώντας σε κάμπους και βουνά. Κι η μάνα σαν το έλατο πάντα αειθαλής στο κέφι της, διψασμένη για ζωή χειμώνα καλοκαίρι χλωρή. Είπαν ότι έσκασε η καρδιά της, κουκουνάρι η καρδιά της και σκάζοντας βγήκε αυτό το έλατο, η πράσινη κρυφή της θλίψη για την παλιά αρρώστια του πατέρα που για να μην τον συντρίψει του την κράτησε κρυφή, σαράκι που της έσκαψε την καρδιά. Κι η ψυχή του πατέρα πετώντας μέσα από το κλουβί των σπλάχνων του, πουλί που έβλεπε τα άλλα μια ζωή να γκρεμίζονται, σε κάμπους και αγρούς, σε ρεματιές και σ’ όρη, βαστώντας στο ράμφος σκάγι στο χώμα το άφησε να πέσει. Κι η αδερφή μου, ανάμεσά τους, αναρριχητικό, όπως το βράδυ που πέθανε, ο ορός θαρρείς κρεμασμένος απ’ τον ουρανό ν’ ανέβει η αδερφή μου, το βράδυ που ο πατέρας το χέρι της έπιανε ενώ εκείνη καλούσε συνεχώς τη μάνα στου φόβου την κοιλάδα πλάι της να βαδίσει, μην είναι μόνη, ανάμεσά τους, στις ρίζες τους τις πλεγμένες, στα κλαριά τους ανάμεσα, χώμα κι ουρανός. Είπανε έσπασε η καρδιά της μάνας, χύθηκε μέσα της το αίμα, μπλάβο, μελάνι θαρρείς.


ΙΙΙ

Ανεβήκαμε στο πλυσταριό, εκεί ήταν οι μπότες του για το κυνήγι, όρθιες πλάι στο παράθυρο που βγάζει στη σκεπή. Με το ένα πόδι στα κεραμίδια, κοιτώντας τες μου είπε: «Εσύ τι λες ότι θα φορέσω φέτος, μπότες ή κάσα;». Τι τον ντύσαμε με κουστούμι τον πατέρα, τι δεν τον ντύσαμε κυνηγό, με τις μπότες του και το όπλο του το καλό, να πήγαινε κει κάτω, να ’βρει τα πεθαμένα του σκυλιά, να κυνηγήσουνε πουλιά στους μαύρους κάμπους, στα βουνά του κάτω κόσμου; Γιατί μαύροι θα ’ναι κάτω κει κάτω οι κάμποι και μαύρα τα βουνά. Σαν έβλεπε τα καμένα ο πατέρας έβριζε τους αγρότες, που ’καιγαν τα σπαρτά τάχα ότι έτσι δυναμώνει η γη, και για να ευκολύνουνε το όργωμα. Γιατί δεν πήγαιναν τα πουλιά στα καμένα ο πατέρας τους έβριζε. Όμως εμένα με μάγευε το θέαμα, ειδικά νύχτα άμα γυρνούσαμε από ταξίδι κι έλεγες πως έβρεξε φωτιά, τα χωράφια ζωσμένα λες από πύρινο ποτάμι. Θυμάμαι που πηγαίναμε στη Σαλονίκη μια φορά κι αναγκαστήκαμε ν’ ακολουθήσουμε έναν παρακαμπτήριο δρόμο, που ένα κομμάτι του περνούσε πλάι από ένα στρατόπεδο. Κοιτώντας ο πατέρας την υπερυψωμένη σκοπιά, αφαιρέθηκε, και βγήκαμε στα χώματα· αλλάζοντας οι ρόδες σκοπό βγήκε απ’ τον βύθο ο πατέρας κι άρχισε να φρενάρει, κοκάλωσε λίγα μέτρα απ’ τα σπαρτά. Στάθηκε έπειτα και τα κοίταζε, με τα χέρια στο τιμόνι, σαν να τον βαστούσε αυτό στον πάνω κόσμο. Λαστιχένιες είναι οι μπότες του πατέρα και πράσινες, ως το γόνατο ψηλές κι έχουν στο χείλος τους δίδυμες θηλιές. Κάθονται τώρα στο κλιμακοστάσιο, στα σκοτάδια ― αναρωτιέμαι αν νιώθουν τίποτα, αν θυμούνται. Τη νύχτα, αφουγκράζονται θαρρείς, σαν σκιαγμένοι λαγοί. Πήγε και ψώνισε μόνος του τα τελευταία του ρούχα ο πατέρας. Και για την κηδεία είπε να μην ξοδευτώ, ένα φέρετρο φτηνό και σαράντα μόνο να του δώσω και τόσο να κάψει το καντήλι, κι όχι πλάκα στον τάφο, μόνο ένα φιλέτο γύρω-γύρω και μέσα χαλικάκι λευκό, πλάκα τουφεκισμένη.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Σεπτεμβρίου 2020, αρ. φύλλου 1045.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ