Για το βιβλίο της Χρυσούλας Πατρώνου -Παπατέρπου, "Ο φαροφύλακας της Λάκκας" - Ιστορίες με φάρους, εκδόσεις "Ελκυστής" 2020.
[...] Έμεινε ωστόσο τ’ όνομα του φάρου για όλα εκείνα τα στημένα σ’ επικίνδυνα περάσματα της θάλασσας ψηλόλιγνα κτίσματα, τα οποία τώρα πια που η τεχνολογία φως άλλου είδους παρέχει, σχεδόν καθόλου δεν φωτίζονται. Να συγκινούν δεν παύουν με την ομορφιά τους την παρηγορητική τους ναυτικούς και όσους κάποτε σε αφρισμένες θάλασσες ταξίδεψαν...
Χρυσούλας Πατρώνου – Παπατέρπου
«Φάροι και παραλλαγές σ’ ένα σύμφωνο - εμπνευσμένες από λεύκωμα του Γιάννη Σκουλά»
* * *
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, κατέφθασε με το ταχυδρομείο η τρίτη κατά σειρά συλλογή διηγημάτων «Ο φαροφύλακας της Λάκκας», της εξέχουσας και πολυαγαπητής Καστοριανής φίλης Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου, συγγραφέως με πληθωρική «παραγωγή» έργου, ιδίως κατά την δεκαετία που διαβαίνει.
Πιάνοντας το μικρό βιβλίο, με τον έξοχο φάρο του… Κώστα Λάκη να φέγγει στο εξώφυλλο, ισορροπώντας άψογα μέσα σ’ ένα ημισκοτεινό γαλάζιο ουρανού και θάλασσας, ίσα που κρατήθηκα να μην πω: «ο Φαροφύλακας του… Λάκη!». Το βιβλίο αποτελεί τυπογραφικό και αισθητικό κόσμημα. Το «στήσιμό» του ολόσωστο και οι γραμματοσειρές που διαλέχτηκαν δένουν μοντέρνο και παλαιό.
Η γενική ιδέα, την οποία στη συγγραφέα —κατά δήλωσίν της—εμφύσησε κοντινός της άνθρωπος, συμπαθητικά ευρηματική. Οι στιλβηδόνες-φάροι, όπως τους ονομάζει ο Εμπειρίκος στο ομότιτλο ποίημα το οποίο παραθέτει η συγγραφέας στο εισαγωγικό αφήγημα του βιβλίου της, μπορούν να προκαλέσουν πλειάδα συνειρμών καθώς συνδέονται με μύθους παλαιούς, κατασκευαστικά κατορθώματα, ιστορίες ναυαγίων, ναυάγια ανθρώπων, πανάρχαιους τρόμους, θρύλους και μυστήρια ανεξήγητα, μοναξιές ανεξερεύνητες. Οι φαροφύλακες από μόνοι τους αποτελούν νησιά παράξενα θαρρείς και εκπροσωπούν όντα ερεβώδη που ζουν σε μια καταδικαστική σιωπή και απομόνωση από τον κόσμο...
Υποθέτω (γιατί δεν είμαι θέση να γνωρίζω επακριβώς) πως αν δεν έχεις ταξιδέψει παντού στον κόσμο, και με κάθε μέσο, για να συναντήσεις φάρους κι αν δεν τους έχεις διά ζώσης επισκεφθεί (πλέοντας, κολυμπώντας ή συχνά περπατώντας ώρες σε κακοτράχαλα μονοπάτια ή πλαγιές, σε καλοκαίρια με φως εκτυφλωτικό και ζέστη φρικτή), ο τρόπος που γράφτηκε αυτό το βιβλίο θα είναι ο… αυτονόητος: Παίρνει κανείς ένα ή περισσότερα λευκώματα με φωτογραφίες φάρων (οι φωτογραφίες εκτός από μέγιστη τέχνη, και κατάθεση αψευδούς τεκμηρίου αποτελούν και είδος σημειώσεων προς τον συγγραφέα που καλείται να αποκρυπτογραφήσει, να «μεταγράψει», να αξιοποιήσει). Σύμβουλος από δίπλα όλο και κάποιος χάρτης, κάποιος αξιόπιστος τουριστικός οδηγός, τα λήμματα της σχετικής μυθολογίας και ανάλογα των λεξικών, οι σύγχρονες και παλαιές αναφορές των ντόπιων. Ύστερα χάρη στη διακειμενικότητα (τουτέστιν: συνάντηση και συνομιλία) της πεζογραφίας και της ποίησης, μπορούν ν’ αρχίζουν να πλάθονται οι ιστορίες.
Υποθέτω λοιπόν πως με τον τρόπο αυτόν διέτρεξε με κόπο απ’ άκρου σ’ άκρο τον χάρτη της μικρής μας χώρας η συγγραφέας κι έπειτα στρώθηκε να γράψει «αρπάζοντας» κάποια αφορμή. Το έχουν αποπειραθεί κι άλλοι αυτό με ή χωρίς επιτυχία. Φίλος, γνωστός συγγραφέας, είχε γράψει μια ιστορία που εκτυλισσόταν στη λατινική Αμερική χωρίς φυσικά να έχει ποτέ επισκεφθεί το μέρος αυτό της υφηλίου… Κάποιοι, γνωστοί του, όταν θέλησαν να ταξιδέψουν κάποτε προς τα κει τον ρωτούσαν επίμονα να τους δώσει πληροφορίες για ορισμένες πόλεις που ανέφερε, τις λεωφόρους ή τους μικρούς δρόμους τους για τις οποίες διάβασαν στο βιβλίο. Αναγκάστηκε να τους παραπέμψει στο Google Earth το… οποίο σχεδόν αποκλειστικά είχε χρησιμοποιήσει! (Η δύναμη της τέχνης και της πειθούς του «παραμυθά»…)
ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΤΡΩΝΟΥ-ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ Φάροι Παραλλαγές σ’ ένα σύμφωνο εμπνευσμένες από λεύκωμα του Γιάννη Σκουλά ΟΔΟΣ 23.3.2017 | 878 |
* * *
Προσωπικά βέβαια, δεν εμπιστεύομαι τη μη βιωματική γραφή (στην αληθινή τέχνη τέτοιο πράγμα δεν υφίσταται!). Την εσωτερική συγκίνηση, τον βουβό αυτόν σεισμό, την θεωρώ κλειδί και εισιτήριο που μου επιτρέπει να συνταξιδέψω με κάποιον συγγραφέα εκεί που θέλει να με πάει και σε όσα θέλει να μου πει. Η Ποίηση και ο στενός συγγενής της, το Διήγημα (ιδίως αυτό της «μικρής φόρμας»), έχουν ως βασική προϋπόθεση τη διεργασία αυτήν που ολοκληρώνεται μέσα στον καθένα σε ανύποπτο χρόνο. Τίποτε δεν λειτουργεί εδώ κατά παραγγελίαν ή προγραμματισμένα. Θα κυοφορηθεί και θα γεννηθεί χωρίς έξωθεν «εκβιασμούς». Διατηρώ επίσης την άποψη πως η Καστοριά, παρά το τεράστιο εκτόπισμα ενός συγγραφέα σαν τον Ηλία Παπαμόσχο, αφήνει ακόμα ζωτικό χώρο και σε άλλους γηγενείς εργάτες της γραφής να μιλήσουν με τον τρόπο που θα διαλέξουν για την Πόλη. (Και ξαναθυμίζω: «το επαρχιακό είναι και παγκόσμιο» έχει πει ο Άμος Οζ πράγμα που μας κατέδειξε περίτρανα ο Τσέχωφ στις αρχές του αιώνα που πέρασε). Ζωή και θάνατος, ευτράπελα και τραγικά, ελαφρότητες και ατσαλάκωτες σοβαρότητες αφειδώς προσφερόμενα, μύθοι, θρύλοι ιστορίες, σκοτάδια παρελθοντικά και σημερινά, άφθονη ποίηση και αισθητική τοπίου, ανεκτίμητα και αξεπέραστα, υπάρχουν εδώ. Έχοντας αυτά στο νου μου ομολογώ πως διστακτικά παρακολούθησα το εγχείρημα...
Το βιβλίο ωστόσο με ταξίδεψε. Βράχηκα σε νερά, ανοίχτηκα σε Πόντους ταραγμένους με αγριεμένα κύματα αλλά και σε μαγεμένες νύχτες με έναστρο ουρανό πού όλο πήγαιναν να με κάνουν να αποξεχάσω τον κρυμμένο κάτω από ήσυχα νερά ύφαλο που απεργάζεται ύπουλα ναυάγια... Ιστορίες χωρίς μεγάλα ξαφνιάσματα, χωρίς συναισθηματικές αμφιταλαντεύσεις ή εκρήξεις, με μια ήρεμη σχεδόν παραιτημένη ματιά από τα μέλλοντα να συμβούν, σαν ένα βλέμμα στην αιωνιότητα και την ασημαντότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Έχουν μια ησυχία οι διηγήσεις. Σαν νάναι γραμμένες σε μάρμαρα του Κεραμικού ενώ διηγούνται ζωή... Αλλά ξάφνου υψώνονται μερικές κορυφές σαν βελόνια όταν γίνεται δυσβάστακτο και πλεονάζει το άδικο επιβάλλοντας κάποιο είδος συνετισμού στον αδιόρθωτο κόσμο… Κι αυτό οι πρωταγωνιστές των ιστοριών το παρέχουν πρώτα στη συγγραφέα ως λυτρωτική εκδούλευση …
Ευθύγραμμη αφήγηση, σχεδόν απύρετη, με τον πρωταγωνιστή σε πρωτοπρόσωπη κατά κανόνα αφήγηση (και στο φόντο ένας φάρος πάντοτε!). Συχνά, ο δοκιμιακός λόγος (καθόλου ασυνήθιστο ή αταίριαστο με το διήγημα συστατικό) ξεχειλίζει. Είδα να προκύπτουν πολύ συχνά μικρά ιστορικά δοκίμια (δουλεμένα με μαστοριά και σαφήνεια πάνω σε θέματα αρχαιολογίας, μυθολογίας, κατασκευαστικής-μηχανικής κλπ) να χρησιμοποιούνται σαν τέχνασμα εισόδου στην καρδιά του αφηγήματος. Λίγες μονάχα φορές τα είδα, όχι χωρίς κάποια θλίψη, αυτά να «καρπώνονται» ολόκληρο το κείμενο αφήνοντάς μου την αίσθηση πως η διήγηση νυχτοπορεύτηκε άσκοπα δίχως ο φάρος να την ωφελήσει...
Τοπωνύμια, ονόματα Θεών, ιστορικών προσώπων, αναφορές σε δεκάδες φάρους, με λεπτομέρειες περί την κατασκευή τους, την επακριβή θέση τους στο χάρτη, προσπάθεια για πιστή αναπαραγωγή του τοπίου, με τη βλάστησή του με τις πέτρες του τις κυλισμένες στο διάβα και τα φίδια του:
Ο φάρος στους Οθωνούς, κι εκείνος στη νήσο Στρογγύλη στο Καστελλόριζο, στο Ακρωτήρι Απολυτάραις των Αντικυθήρων με το θρύλο του Ρώσσου Ναυάρχου που αποφάσισε να κλείσει εκεί τον κύκλο τη ζωής του σαν ερημίτης-φαροφύλακας, ο φάρος στο Καπαρέλλι, ο φάρος της Λάκκας στους Παξούς, ο φάρος του Νοβάρρα των Αντιπαξών, του Κάστρου στη Λευκάδα, ο Γερόγομπος, ο φάρος στο Σκινάρι της Ζακύνθου, ο φάρος στο Σταμφάνι στα Στροφάδια τα μικρά νησιά, στο Κερί της Ζακύνθου, ο φάρος στη νήσο Κρανάη στο Γύθειο, της Μονεμβασιάς ο φάρος, της Σαπιέντζας, της Σφακτηρίας στην Πύλο, οι φάρος Καυκαλίδας. Ο Τουρλίτης στην Άνδρο, ο φάρος της Πανόρμου, ο Αρμενιστής της Μυκόνου, ο Βορνιώτης στην Τήνο, ο Ανωμερίτης της Μυκόνου, ο φάρος στο Γαϊδουρονήσι, στο ακρωτήρι Μάσκουλα, στη Φολέγανδρο, στη Σαντορίνη, στην Κέα, ο φάρος στο Πρασονήσι. Η Κανδηλούσα, ο Κοκκινόπουλος, της Συκαμνιάς, της Αγριλιάς, της Πλάκας, της Μύρινας, στο Δρέπανο στην Κρήτη, ο φάρος στη Γαύδο και την Ελαφόνησο, ο φάρος Γουρούνι στη Σκόπελο και ο φάρος στο Ρέπι της Σκιάθου στο Λιθάρι της Σκύρου, και ένας… ξύλινος φάρος.
Από την Γαύδο στο βόρειο Αιγαίο, στη Λήμνο, τις Οινούσες, τα Ψαρά και από το Καστελόριζο στα Διαπόντια νησιά, από το Αιγαίο στις ακρώρειες του Ιονίου…
Οδοιπόροι κατά κανόνα οι πρωταγωνιστές που εκδηλώνουν την επιθυμία να επισκεφθούν κάποιο φάρο ώστε σε σχέση με αυτόν να εκτυλιχθεί μια ιστορία ανθρώπινη καθημερινή και συνηθισμένη τις πιο πολλές φορές. Η ροή του αναγνωστικού χρόνου κυλάει με μικρή μάλλον συναισθηματική εμπλοκή (πράγμα που ενδεχομένως να επιδιώκει η συγγραφέας) και ο αναγνώστης συνεχίζει να βαδίζει πάνω σε κοφτερές πέτρες με τα πέδιλα πεζοπορίας. Κατηφορίζει γλιστερές πλαγιές, φορτώνεται χώμα στα ρούχα και στα μαλλιά από το δρόμο, μετεωρίζεται πάνω από γκρεμνά και κοφτερά βράχια, βουτά και δροσίζεται σε καταγάλανα άπατα και ειρηνικά νερά, ταξιδεύει με ιστιοφόρα περήφανα, και με τον «γιό του ανέμου» που σερφάρει συναγωνίζεται (ή θα ήθελε…).
Από τα εικοσιεννέα διηγήματα («ιστορίες») της συλλογής ξεχώρισα: το εισαγωγικό κείμενο: «Φάροι και παραλλαγές σ’ ένα σύμφωνο-εμπνευσμένες από λεύκωμα του Γιάννη Σκουλά» και τα «Ο φαροφύλακας της Λάκκας», «Ο κόσμος κακοδιάλεχτος», «Γαλάζια αμάραντα», «Ο Αρπιστής», «Κρήτη»…
Αύγουστος 2020 Breathe Μετάφραση: Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου ΟΔΟΣ 6.8.2020 |
* * *
Αξίζουν συγχαρητήρια στην συγγραφέα που με ακαταπόνητη δύναμη και ζωντάνια, και με αδιαπραγμάτευτο τον ανθρωπισμό της συνεχίζει με τα κείμενά της δίνοντας εκ παραλλήλου σταθερά το παρόν στα δρώμενα της πόλη, μόνιμα ψηλαφώντας το σφυγμό της κοινωνίας. Για την αθωότητα και τον αυθορμητισμό της έπαινοι. Για τον σχεδόν νεανικό και δροσερό αέρα της αμφισβήτησης των καθιερωμένων και της υπεράσπισης του δικαίου που διέπουν την παρουσία της: σεβασμός!
Ωστόσο επιμένω (χωρίς διόλου να σημαίνει ότι δεν λαθεύω κι όλας με την εντύπωση αυτήν που έχω): η Καστοριά είναι μια πόλη που ακόμα περισσότερο τώρα πια μπορεί να εμπνεύσει τον ποιητή, τον αισθαντικό συγγραφέα και ιδίως τον διηγηματογράφο, κάθε αισθαντικό εργάτη της γραφίδας που μπορεί να αφουγκραστεί τα πάθια της καθημαγμένης επαρχιακής πόλης που ζει τη δική της παρακμή και πτώση μετά την «ύβριν» δεκαετιών... Τώρα οι κάτοικοι της πόλης αυτής περιμένουν τον ευγενή ανατόμο που θα τολμήσει να εξερευνήσει υλικό για δυνατές ιστορίες… Σύγχρονοι βίοι σαλών, ανωνύμων, Αγίων, διαβόλων, πενήτων, νοσούντων, καμνόντων, «αιχμαλώτων» διαβαίνουν μπροστά στα μάτια του. Η Κυρά ενός παρόχθιου «πύργου» (ή σχεδόν) πλάι στη λίμνη Ορεστίδα δεν μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα. Θα δει και θα γράψει!…
Ένας άνθρωπος βουτηγμένος στα μελάνια και στα τυπωμένα χαρτιά πάντοτε με συγκινεί, με τραβά κοντά του, νιώθω να συγγενεύουμε σχεδόν, κι όταν τυχαίνει μάλιστα να τον γνωρίζω από χρόνια και συνειδητοποιώ πως η ρότα του παραμένει αδιατάρακτη και συνεπής ενθουσιάζομαι κι ελπίζω για τον κόσμο αυτόν…
[ …] Καλοκαιρία περιμένειγια ν’ αναδυθεί, τον δρόμο τονμακρύ να αποκαλύψει, που μέσα από δυο λόφους εκεί θασε οδηγήσει. Γκρεμοί γύρωτριγύρω και αυτός αγέρωχοςθωρεί από ψηλά. Τα πλοία που περνούν στο πέλαγος σωστάκαθοδηγεί ξέρες και βράχιαμυτερά να αποφύγουν.
Θεσσαλονίκη 17.8.2020
ΥΓ. Καθώς επιτέλους κράτησα ενώ έγραφα το κείμενο αυτό και το σπουδαίο φύλλο με την ποίηση («BREATH») που ετοίμασε (και) φέτος το καλοκαίρι για την ΟΔΟ η συγγραφέας, βλέπω πως ο φάρος που φέγγει τη θαλασσοπορεία της δεν σβήνει ποτέ.
Και σε άλλους πλόες και για πολύν καιρό —και με κάθε καιρό— εύχομαι!
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 3 Σεπτεμβρίου 2020, αρ. φύλλου 1044
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.