2.3.21

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το τράχουμα


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Χρυσούλα Πατρώνου Παπατέρπου
ΟΔΟΣ: 23.7.2020 | 1040


Κάθε βδομάδα και κάτι έβαζα στην άκρη. Ούτε που έπαιρνε χαμπάρι ο άντρας μου. Ερχόταν εκείνος κάθε Σάββατο μεσημέρι, με ακουμπούσε τα λεφτά για τα βδομαδιάτικα έξοδα στο τραπέζι και έλεγε: «Κάνε καλά! Άλλα γι' αυτή τη βδομάδα δεν έχει». Έκανα καλά. Τα μετρούσα από δω, τα μετρούσα από κει, τα κατάφερνα να κρύψω και κάνα φράγκο στο ντουλάπι, μέσα στο χοντρό τσουράπι, το αμεταχείριστο. Για το τράχουμα των κοριτσιών μου. Δυο τις είχα και έπρεπε να τις παντρέψουμε πριν να τις πάρουν τα χρόνια. Μόλις μαζεύονταν αρκετά —ήξερα από το γείτονα, τον αργυραμοιβό την τιμή της λίρας— τον εμπιστευόμουν το περιεχόμενο του τσουραπιού και μ’ έφερνε εκείνος την λίρα την εγγλέζικη στα κρυφά, δήθεν να μάθει πώς τα πάει ο άντρας μου με τις κοψομεσιές του. Ο ίδιος, μυρωδιά δεν έπαιρνε από το αυτό το αλισβερίσι. Τα χρυσά στο άλλο τσουράπι του ζευγαριού τα απόθετα. Το πουγγί όσο πήγαινε και φούσκωνε. Το κλειδί απ’ το ντουλάπι το φύλαγα πάντα στην τσέπη της μεσάλας μου. Σίγουρα πράματα. Αν με ρωτούσαν τα παιδιά —δυο αρσενικά και δυο οι θυγατέρες— γιατί και πώς, έλεγα πως εκεί φυλάγω τα γλυκά για τους επισκέπτες, εκεί και τα κρυστάλλινα τα νεροπότηρα, δώρο του γάμου μου, να μην γίνει κανένα ατύχημα και έχουμε κλάματα και ιστορίες. Εδώ που τα λέμε δεν τολμούσαν και να γυρέψουν περισσότερα.

Και τα χρόνια περνούσαν και μαζί με το πουγγί μεγάλωναν και οι θυγατέρες. Όπως ήταν και ομορφούλες, άρχισαν σιγά-σιγά να έρχονται οι προξενήτρες. Δεν ήθελα ούτε εγώ ούτε ο πατέρας τους να βιάσουμε την κατάσταση. Περιμέναμε να βρεθεί ο κατάλληλος να αρέσει και στις ίδιες. Πρώτα η μεγάλη, εννοείται, και ύστερα θα ερχόταν η σειρά της μικρής. Από κάπου πάντως, είχε διαρρεύσει, ότι είχαμε αρκετό κομπόδεμα σε χρυσό. Λες να το είπε ο γείτονας ο αργυραμοιβός; Δεν το νομίζω, γιατί δεν τον σύμφερνε να χάσει την πελάτισσα. Ήταν δύσκολα και τα χρόνια. Μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί κι ο κόσμος δεν είχε καλά-καλά να φάει, όχι να κάνει λίρες. Εγώ όμως, συνέχιζα. Με πιο αργούς ρυθμούς αλλά το χούι, χούι. Ο άντρας μου, αγωγιάτης με δικό του κάρο, δεν σταμάτησε τη δουλειά και όπως πηγαινοερχόταν στα γύρω χωριά, όλο και κουβαλούσε τρόφιμα για το σπίτι.

Άρχισε το αντάρτικο. Τα πάρε δώσε με τα μακρινά χωριά σταμάτησε. Ποιος τολμούσε να κινηθεί πέρα απ’ τα όρια της πόλης; Γύρω-τριγύρω. Ο κόσμος φοβισμένος. Και χωρισμένος σε στρατόπεδα. Άλλοι με τους αντάρτες, άλλοι, οι πιο πολλοί, με τον εθνικό στρατό. Ο μεγάλος μου γιος με τη μεγάλη κόρη είχαν αρχίσει να πηγαινοέρχονται με το κάρο του πατέρα τους στα χωριά και να πουλούν ψιλικά. Έβγαζαν έτσι ένα μεροκάματο και οι ίδιοι. Ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό τους ότι έκαναν κάτι επικίνδυνο. Τι να φοβηθούν; Κορδέλες και κοκαλάκια πουλούσαν, άντε και κανένα τσίτι για τις νιες. Σιγά το πράμα! Ένας γνωστός πλησίασε μια μέρα τον τρανό μου και τον παρακάλεσε να μεταφέρει ένα γράμμα στον κουμπάρο του, στο χωριό. Πολύ ευχαρίστως! Μόνο που το γράμμα δεν ήταν και τόσο αθώο. Ο έλεγχος στα μπλόκα δεν κράτησε μόνο το γραπτό μήνυμα. Στο κρατητήριο βρέθηκαν και το παιδί και το κορίτσι. Καρφωτοί ήταν. Άντε τώρα να πείσεις τους αρμόδιους ότι τα παιδιά ιδέα δεν είχαν για το περιεχόμενο του φακέλλου.

Ο παράγοντας μ’ επισκέφτηκε αργά το βράδυ. Συσκότιση στην πόλη. «Το και το κυρά μου. Επειδή πολύ σας εκτιμώ και σας υπολείπομαι να βοηθήσω θέλω. Την κόρη σου την ταλαιπωρούν και υποφέρει. Αν μου έδινες μια χρυσή εγγλέζικη, κάπως θα μπορούσα να επηρεάσω τους ανακριτές». Πετάγεται ο άντρας μου. «Που να τις βρει τις λίρες η κυρά; Εδώ να φάμε δεν έχουμε». Κάνω νόημα στον παράγοντα. Φτάνουμε στην εξώπορτα και του ψιθυρίζω: «Κάτι θα βρω, έλα όμως αύριο κατά το μεσημέρι, να λείπει ο κύρης στην αποθήκη με την πραμάτεια».

Από την επαύριο άρχισε να αδειάζει το τσουράπι. Στα κρατητήρια δεν μας άφηναν να πλησιάσουμε. Τον τρανό τον είχαν στείλει κιόλας παρακάτω· σε νησί, μάθαμε. Την κόρη κάθε μέρα θα την άφηναν και κάθε νύχτα μας έτρωγε η αγωνία. Και το πουγγί σχεδόν στον πάτο έφτασε. Ο παράγοντας βόλτες έκοβε κάθε μέρα. Για το ξύλο που έτρωγε με έλεγε, για το πόσο δύσκολη ήταν η θέση της. Άδειασε το πουγγί. «Μη ζητάς άλλα χρυσά. Τίποτε δεν έμεινε. Μόνε άσε με να δω το θηλυκό μου, σε παρακαλώ, να έχεις την ευλογία της Παναγίας και του Χριστού». 

Η θυγατέρα γύρισε το ίδιο βράδυ. Μόνη. Ούτε μια γρατσουνιά. Κανένας δεν την είχε πειράξει, μας είπε. Και να φάει την έδιναν και κουβέρτα να κοιμηθεί. Μόνη στο κελί, στο κρατητήριο. Εκείνο το βράδυ άνοιξαν την πόρτα και την είπαν πως είναι ελεύθερη να πάει σπίτι της. Έτσι, χωρίς άλλη κουβέντα... Ομολόγησα στον άντρα μου την ιστορία με τις λίρες. Σίγουρα έπαιξε τον ρόλο του ο αργυραμοιβός. Ο παράγοντας άφαντος. Αλλά και ποιος τολμούσε να καταγγείλει;

Τέλειωσε το αντάρτικο, εκλογές στη χώρα. Χτυπάει ένα βράδυ η πόρτα και παρουσιάζεται ο παράγοντας. «Το και το» λέει. «Είμαι υποψήφιος βουλευτής. Άμα με ψηφίσετε, θα φέρω τον μεγάλο απ’ τη Μακρόνησο. Θα τον σώσω, όπως έσωσα και την κόρη σας, από βέβαιη εκτέλεση». Δεν άντεξα. Άρπαξα τον κλώστη και άρχισα να τον χτυπώ με μανία. Τώρα με έκανε μήνυση για ξυλοδαρμό. Δεν έχω ούτε ένα χρυσό να πληρώσω δικηγόρο. 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Ιουλίου 2020, αρ. φύλλου 1040


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ