ΟΔΟΣ 19.5.2016 | 836 |
Πλουσιοτάτη Καστοριά για τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τα αμπέλια, τα άφθονα δημητριακά, τα ψάρια.
Idrisi, άραβας περιηγητής (12ου αι.)
Γουναράδες βρωμεροί, κάθε... τρίχα και φλουρί
Λαϊκή παροιμία
ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ μισό του 19°ου αιώνα στα επίκαιρα μακεδονικά αστικά κέντρα σημειώνεται οικονομική πρόοδος. Έτσι και στο δυτικομακεδονικό χώρο ιδιαίτερη εμπορική κίνηση είχε αναπτυχθεί στην Καστοριά, στην Κορυτσά, στη Σιάτιστα, στην Κλεισούρα. Βέβαια τα αστικά αυτά κέντρα είχαν χάσει την παλαιότερη, του 18°ου αιώνα, οικονομική αίγλη τους.
Την περίοδο αυτή παρατηρείται μια έντονη κίνηση μεταναστεύσεως στο εξωτερικό, όπου ανέπτυσσαν εντονότερη οικονομική πρωτοβουλία. Ωστόσο η Καστοριά συνεχίζει να φημίζεται για τον πλούτο της, που είχε συσσωρευθεί από την παρουσία των πολυάριθμων βυρσοδεψείων και την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων γουναρικών.Το εμπόριο της ξυλείας, των ψαριών, των ταπήτων είναι σε ακμή και προσφέρει πολλά οικονομικά οφέλη.
Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι η Καστοριά έχει περίπου 100 καταστήματα, στα οποία πωλούσαν ψάρια και είδη παντοπωλείου. Είχαν πολλά αμπέλια και γινόταν εμπόριο κρασιού.
Ο ίδιος επίσης, περιγράφει με γλαφυρότητα τη γραφική λίμνη της Kαστoριάς, τoυς τρόπους ψαρέματος, το πάστωμα των ψαριών και το πούλημά τους σε ξένους εμπόρους, που τα μεταφέρουν σε διάφορες γειτονικές περιοχές.
Η εμπορική δραστηριότητα ήταν συγκεντρωμένη σε τρία μέρη: στην Κάτω Αγορά, στο Τσαρσί και στο Ντουλτσό. Τη μεγαλύτερη εμπορική κίνηση είχε ο Ντουλτσός. Εκεί ήταν συγκεντρωμένα όλα τα βιοτεχνικά, εμπορικά και επαγγελματικά μαγαζιά.
Η παραδοσιακή αγορά της πόλεως Καστοριάς στη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήταν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, που οδηγούσε από την Μεγάλη Πόρτα, στη σημερινή πλατεία Ομονοίας, από το ύψος του Κουρσούμ Τζαμιού και μετά με την ονομασία -τσαρσί- (=αγορά). Όλο το εμπόριο ήταν στα χέρια των Ελλήνων και Εβραίων. Επειδή η περιοχή βρισκόταν αμέσως μετά τις τουρκικές συνοικίες, οι κάτοικοι αποκαλούσαν τους τσαρσινούς «ακρίτες». Μικρά μαγαζάκια, το ένα δίπλα στο άλλο και από τις δυο πλευρές του στενού δρόμου, σχημάτιζαν το παλιό εμπορικό κέντρο της πόλεως. Όμως η οικονομία ακόμη και των πόλεων, όπως η Καστοριά, ήταν στη διάρκεια της τουρκοκρατίας σχετικά κλειστή. Οι προμήθειες σε τρόφιμα γίνονταν από τις πηγές, τα παζάρια και τους γυρολόγους.
Τα διάφορα επαγγέλματα ήταν οργανωμένα από τη βυζαντινή εποχή σε συντεχνίες (ρουφέτια) και κάθε βιοτεχνία είχε και τη δική της γειτονιά. Έτσι το 15° αιώνα υπήρχαν συνοικίες με τις αντίστοιχες συντεχνίες τους, όπως ψαράδες, ραφτάδες, έμποροι, γουναράδες, χρυσοχόοι, σαγματοποιοί, σιδεράδες, χασάπηδες κ.ά. Οι συντεχνίες ήταν οργανωμένες με δημοκρατικό πνεύμα, είχαν εσωτερικό κανονισμό, γενικές συνελεύσεις και εξέλεγαν άρχοντες.
Επικεφαλής ήσαν οι μάστοροι και ακολούθησαν οι καλφάδες (τεχνίτες) και τα τσιράκια (εκπαιδευόμενοι). Είχαν κλειστό χαρακτήρα με επαγγελματικά μυστικά και οικογενειακή παράδοση.
Ήταν επίσηµα ανεγνωρισµένες από τις Αρχές και τα µέλη τους ασκούσαν το επάγγελµα ή την τέχνη ελεύθερα, αλλά η δράση τους καθοριζόταν από φιρµάνια (1) και εκκλησιαστικά σιγίλια (2), που ήταν πατριαρχικά έγγραφα υπογραµµένα από τον Οικουµενικό Πατριάρχη και τα µέλη της Συνόδου του. Διατηρούσαν ταµείο αλληλοβοήθειας των µελών τους, αλλά και ταµείο για αγαθοεργίες.
Η παλιότερη και µεγαλύτερη συντεχνία ήταν το «ρουφέτο» των γουναράδων. Τα εργαστήρια τους δεν ήταν συγκεντρωµένα σε µια περιοχή, αλλά κάθε σπίτι διέθετε συνήθως το µεσοπάτωµα ένα δωµάτιο για την επεξεργασία της γούνας.
Η κυκλοφορία και η ανταλλαγή των αγαθών, εκτός από την διαρκή αγορά, γινόταν, όπως και σήµερα, µε τα εβδοµαδιαία παζάρια και τα ετήσια θρησκευτικά και εµπορικά πανηγύρια της Καστοριάς, της Χρούπιστας και, το παλαιότερο απ' όλα, του Μαυρόβου από τον 18° αιώνα.
Το µεγάλο παζάρι γινόταν κάθε Δευτέρα και τα µικρά Τετάρτη και Παρασκευή. Η θέση τους ήταν συνήθως έξω από τα τείχη του λαιµού στην περιοχή, όπου βρίσκονταν τα χάνια (πανδοχεία). Κάθε Παρασκευή επίσης γινόταν παζάρι στο Ντουλτσό µε κρέατα, υφάσµατα, ξηρούς καρπούς κ.ά. Τα παζάρια αποτελούσαν τη βάση της οικονοµίας ολόκληρου του αγροτικού πληθυσµού των γύρω χωριών, αλλά και πραγµατευτάδες από τα κοντινά αστικά κέντρα έφερναν είδη ρουχισµού, παπούτσια σιατιστινά ή άλλα εποχιακά εµπορεύµατα. Οι χωρικοί έρχονται από νωρίς το προηγούµενο βράδυ µε τα προϊόντα τους φορτωµένα στα ζώα και διανυκτερεύουν στα χάνια.
Η Καστοριά οφείλει την εμπορική, κοινωνική και κοσμοπολίτικη πρόοδό της στη γουναρική, στην τέχνη της γούνας, στην επεξεργασία της και στην εμπορία των ειδών παραγωγής. Είναι μια πλουτοπαραγωγική βιοτεχνία, που έγινε πηγή ευημερίας και η αιτία δημιουργίας πολλών πραγμάτων.
Αυτή έβγαλε σπουδαίους εμπόρους γουναρικών, τους σκόρπισε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, τους άνοιξε τα μάτια, τους γέμισε την τσέπη με χρήματα και την ψυχή τους με νοσταλγία και σ' αυτήν η Καστοριά χρωστάει ό,τι καλό είδε στη μακρόχρονη ζωή της.
Ακόμα η συμβολή της γουναρικής .στην εθνική οικονομία, στην τοπική ανάπτυξη και στους απελευθερωτικούς αγώνες είναι πολύτιμη και αποτελεσματική. Η γουναρική για τον Καστοριανό είναι σύμφυτη με τη ζωή του, μονόδρομος για την επιβίωσή του, γιατί ο Καστοριανός οπωσδήποτε δεν ήταν γεωργός, κτηνοτρόφος ή άλλος επαγγελματίας. Η γουναρική ήταν η κύρια απασχόληση των Καστοριανών.
Στην Κωνσταντινούπολη και πριν ακόμα από την άλωσή της, δημιουργήθηκε η πρώτη παροικία των γουναράδων. Με την πάροδο του χρόνου και με την εξάπλωση του εμπορίου συγκροτούν παροικίες στην Ανατολή, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, στην Τεργέστη, στην Οδησσό, στο Βουκουρέστι, στη Λειψία, στη Βουδαπέστη, στη Μόσχα, στη Βενετία, στη Φραγκφούρτη, στη Ρωσία, στη Ρουμανία, στη Βενετία ακόμα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στον Καναδά κ.ά.
Οι παροικίες αυτές ιδρύθηκαν κατ' εξοχήν από Καστοριανούς, οι οποίοι ποικιλοτρόπως βοήθησαν την πατρίδα τους, ειδικά την Εκκλησία και την Εκπαίδευση.
Πολλοί από αυτούς έκτισαν τα θαυμάσια αρχοντικά, μάρτυρες σήμερα του πλούτου και της αρχοντιάς.
Το 1887 φθάνει στη Νέα Υόρκη ο πρώτος Καστοριανός, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια και άλλοι, κυρίως μετά το 1908, ώστε ο αριθμός τους , το 1950, να ξεπεράσει τους 2.500.
Αρκετοί από αυτούς επιστρέφουν στην Καστοριά, στη διάρκεια του μεσοπολέμου (1920-1940) και κτίζουν πλούσια και εκλεκτά σπίτια με τα χρήματα που έφεραν. Είναι η νέα γενιά των αρχοντικών στην Καστοριά, φυσικά με διαφορετική τεχνοτροπία.
Στις αρχές του αιώνα µας λειτουργούσαν στην Καστοριά 11 χάνια, ενώ πιθανόν παλιότερα να υπήρχαν και άλλα. Τα χάνια παρείχαν ύπνο, φαγητό, θέσεις για τα ζώα. Εκτός από τους χωρικούς εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες και τους κυρατζήδες, που έκαναν τις διάφορες µεταφορές. Ο Ν. Σχινάς αναφέρει ότι υπήρχαν 15 χάνια στην Καστοριά, που µπορούσαν να φιλοξενήσουν πάνω από 2.000 άτοµα.
Κάθε Δευτέρα πρωί όλοι κατέβαιναν στο παζάρι για να ψωνίσουν. Στην άκρη προς το Χασάν Κατή ήταν το σταροπάζαρο, πίσω από το χάνι του Κούσκουρα ήταν το παζάρι των κηπευτικών, πιο κάτω στην πλατεία, σήμερα Βαν Φλητ Μακεδονομάχων, γινόταν το εµπόριο καυσοξύλων. Δίπλα ήταν τα Ψαράδικα, όπου και σήµερα.
Στα τέλη του 19°ου αιώνα, η Κάτω Αγορά φαίνεται ότι είχε αναπτυχθεί ικανοποιητικά. Εκτός από τα χάνια υπήρχαν περίπου 100 µικρά µαγαζιά, 8 καφενεία και 12 δηµόσιοι φούρνοι. Οι πολλές τοποθεσίες στις άκρες της λίµνης µε την ονοµασία «Ταµπαχανέ» καθώς και η τοποθεσία «Πετσιά», δείχνουν ότι ήταν αναπτυγµένη στην Καστοριά η επεξεργασία δερµάτων. Επίσης υπήρχε παλιά τοποθεσία με την ονομασία «Φάμπρικα -στη σημερινή θέση Σταυρός, προφανώς επειδή εκεί υπήρχαν ξυλουργικά εργαστήρια και αλευρόμυλος.
Τα πανηγύρια εκτός από την ψυχαγωγία έδιναν τη δυνατότητα αγοράς πλήθους εμπορευμάτων στους κατοίκους της περιοχής. Ανήκαν σε αλυσιδωτά πανηγύρια από καραβάνια πραματευτάδων, που κάθε χρόνο την ίδια εποχή ξεκινούσαν συνήθως από βορειότερες περιοχές, περνούσαν από πόλεις και χωριά και έφταναν μέχρι τα Γιάννενα. Αργότερα τροποποιήθηκαν τα δρομολόγια και άλλαξαν οι ημερομηνίες λειτουργίας τους. Συνήθως όμως τα πανηγύρια της περιοχής γίνονταν τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο.
Το εμπόριο οι Καστοριανοί το επέκτειναν και έξω από τον ελληνικό χώρο. Είναι γνωστό το δρομολόγιο των Καστοριανών πραγματευτάδων προς τη Βλαχία και τη Ρουμανία, όπου μάλιστα έπαιζαν ενεργό ρόλο στην εκεί κοινωνία. Είναι γνωστό από την Ευρώπη, την ιστορία, τον πολιτισμό, τα ονόματα του Γεωργίου Καστριώτη και του Αθανασίου Χριστοπούλου.
Οι έμποροι και πραγματευτάδες έφθαναν στα ηπειρώτικα παράλια όπου επιβιβάζονταν προς τη Βενετία και την άλλη «Φραγκιά». Με τα προνόμια που παραχώρησαν οι Τoύρκοι, ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοικήσεως, πανάρχαια ελληνική κληρονομιά, προήχθη και τους σκοτεινούς εκείνους χρόνους της δουλείας σε βαθμό αξιοθαύμαστο.
Σήμερα η Καστοριά είναι μια σύγχρονη πόλη, που μεταξύ όλων των άλλων και στην οικονομία είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσφέρει όλα τα είδη και να καλύψει όλες τις ανάγκες των κατοίκων και των πολυάριθμων επισκεπτών.
* * *
1 φιρµάνι: φερµάνι ιστορ. (στην Οθωµανινή Αυτοκρατορία) διάταγµα του σουλτάνου, (συχνά ειρων.) το διάταγµα κανονιστική εντολή λ. τουρκ. Το φιρµάνι ήταν διάταγµα, που περιελάµβανε θετική συνήθως ρύθµιση σε αντίθεση µε το µπουγιουρντί (= το έγγραφο ανώτερης Αρχής µε δυσάρεστο για τους παραλήπτες του περιεχόμενο (λ.χ. απόλυση, τιμωρία κ.λ.π.), αυστηρή επίπληξη.
2 σιγίλλιο: α) η μολύβδινη σφραγίδα (βούλα) της Εκκλησιαστικής Αρχής (Πατριαρχείου, Συνόδου), β) (συνεκδ.) κάθε έγγραφο που φέρει σφραγίδα όπως οι παραπάνω, 3) (ειδικότ.) πατριαρχική και συνοδική επιστολή, που αναφέρεται σε διάφορες εκκλησιαστικές υποθέσεις.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Μαΐου 2016, αρ. φύλλου 836
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.