31.10.16

ΤΖΕΡΑΛΝΤ ΝΤΑΡΕΛ: Κουκουβάγιες και Αριστοκρατία




ΣΥΜΦΩΝΑ με έγκυρες πληροφορίες από τον προσεχή Απρίλιο θα αρχίσει να προβάλλεται στα αγγλικά τηλεοπτικά κανάλια σειρά βασισμένη στο βιβλίο του Τζέραλντ Ντάρελ (1) «Η Τριλογία της Κέρκυρας» (The Corfu Trilogy) (2), που έχει γυριστεί κυρίως στην Κέρκυρα, στην οποία μεταξύ άλλων πρωταγωνιστεί ο γνωστός έλληνας ηθοποιός Γιώργος Καραμίχος στο ρόλο του γιατρού Θεόδωρου Στεφανίδη.

Η ΟΔΟΣ έχει στο παρελθόν δημοσιεύσει άρθρα της κ. Ελένης Βαφειάδου Παπανικολάου σχετικά με την προσωπικότητα και το έργο του Θ. Στεφανίδη (3), στενού φίλου της οικογένειας Ντάρελ, και της επιρροής του στην εξέλιξη των δύο αδελφών. Και πολύ περισσότερο στην εξέλιξη σε φυσιοδίφη του μικρού τότε -10 ετών το 1935- Τζέραλντ, ο οποίος παρακολουθούσε και βοηθούσε στις φυσιοδιφικές του εξερευνήσεις το γιατρό. Ο Τζέραλντ στο βιβλίο του αυτό μιλάει με μεγάλη ευγνωμοσύνη και ενθουσιασμό για τον μεγάλο του φίλο, ο οποίος τον μύησε στα μυστικά της φύσης του νησιού και του ενίσχυσε τη φυσική του κλίση και το ενδιαφέρον για τη φύση. Με αποτέλεσμα να εξελιχθεί με τις κατοπινές του σπουδές σε διάσημο ζωολόγο, να αφιερώσει τη ζωή του στη διατήρηση των προς εξαφάνιση ειδών και να ιδρύσει στο Jersey το γνωστό Ίδρυμα για την προστασία της φύσης και ζωολογικό κήπο.

1. Αδερφού του παγκόσμια γνωστού συγγραφέα Λώρενς Ντάρελ.
2. Ένα από τα επεισόδια της σειράς είναι και το διήγημα «Κουκουβάγιες και Αριστοκρατία».
3. Στα φύλλα της ΟΔΟΥ 243/18-12-2003, 244/1-1-2004, 246/15-1-2004, και 248/26-1-2004.


* * * 

Μετάφραση ανέκδοτη από την αγγλική του κ. Δημοσθένη Παπανικολάου (ιατρός ΩΡΛ) 31 Ιουλίου 2013. Από το βιβλίο του Τζέραλντ Ντάρελ: Birds, Beasts and Relatives (Πουλιά, Ζώα και συγγενείς)

* * * 

Κουκουβάγιες 

και Αριστοκρατία




Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ έφτασε. Το καθετί είχε τη μυρωδιά του καπνού από τις φωτιές από ξύλα ελιάς. Τα εξώφυλλα έτριζαν και χτυπούσαν τα πλευρά του σπιτιού καθώς τα κουνούσε ο άνεμος και τα πουλιά και τα φύλλα ακροβατούσαν με φόντο ένα σκούρο και συννεφιασμένο ουρανό. Τα καφετιά βουνά της στεριάς φορούσαν κουρελιασμένα καπελάκια από χιόνι και η βροχή γέμιζε τις διαβρωμένες βραχώδεις κοιλάδες μετατρέποντάς τις σε αφρίζοντες χειμάρρους, που έτρεχαν βιαστικά προς τη θάλασσα κουβαλώντας μαζί τους λάσπη και συντρίμματα. Όταν έφταναν στη θάλασσα, απλώνονταν σαν κίτρινες φλέβες μέσα στο μπλέ νερό, και η επιφάνεια κηλιδώνονταν από βολβούς σκιλλοκρεμμύδας(1), κούτσουρα και στραβά κλαριά, νεκρά σκαθάρια και πεταλούδες, σβώλους από καφετιά χόρτα και σπασμένα καλάμια. Καταιγίδες γεννιόνταν ανάμεσα στις άσπρες κορυφές των Αλβανικών βουνών και κυλούσαν απέναντι προς εμάς, μεγάλοι μαύροι σωροί σύννεφα με αστραπές που άνθιζαν και έσβηναν στον ουρανό σαν κίτρινες φτέρες.

Ήταν αρχές του Χειμώνα όταν έλαβα ένα γράμμα.

Αγαπητέ Τζέραλντ Ντάρρελ,
Κατάλαβα από τον κοινό μας φίλο, Δρα Στεφανίδη, ότι είστε φανατικός φυσιοδίφης και κατέχετε μερικά ζωάκια. Διερωτόμουν ως εκ τούτου, εάν θα σας ενδιέφερε να έχετε μιά άσπρη κουκουβάγια, που οι εργάτες μου βρήκαν σε ένα παλιό υπόστεγο, που κατεδάφιζαν. Έχει, δυστυχώς, μιά σπασμένη φτερούγα, αλλά κατά τα άλλα έχει καλή υγεία και τρέφεται καλά. Εάν θα τη θέλατε, σας προτείνω να έλθετε για γεύμα την Παρασκευή και να την πάρετε μαζί σας όταν γυρίσετε στο σπίτι. Ίσως θα είχατε την καλοσύνη, να μου το γνωρίσετε. Μία παρά τέταρτο ή μία ακριβώς θα ήταν κατάλληλη ώρα.

Ειλικρινώς Υμετέρα
Κόμησσα Μαυροδάκη

Αυτό το γράμμα με ενθουσίασε για δύο λόγους. Πρώτα γιατί πάντοτε ήθελα μια κουκουβάγια των στάβλων, γιατί αυτού του είδους ήταν προφανώς αυτή, και δεύτερον γιατί όλη η κοινωνία της Κέρκυρας είχε προσπαθήσει χωρίς επιτυχία επί χρόνια να γνωρίσει την Κόμησσα. Αυτή ήταν εξαιρετικά μοναχική. Πάμπλουτη, ζούσε σε μιά γιγάντια εξοχική βενετσιάνικη βίλα στο βάθος της εξοχής και ποτέ δεν δέχονταν ούτε έβλεπε κανένα εκτός από τους εργάτες του απέραντου κτήματός της. Η γνωριμία της με το Θεόδωρο οφείλονταν απλά στο ότι ήταν ο ιατρικός της σύμβουλος. Η Κοντέσα φημίζονταν, ότι κατείχε μιά μεγάλη και πολύτιμη βιβλιοθήκη και γι αυτό το λόγο ο Λάρρυ είχε προσπαθήσει επίμονα να γίνει δεκτός στη βίλα της, αλλά χωρίς επιτυχία.
«Θεέ μου!» είπε πικρόχολα, όταν του έδειξα την πρόσκλησή μου, «εδώ εγώ έχω προσπαθήσει επί μήνες να κάνω αυτή τη γριά Άρπυια να με αφήσει να δω τα βιβλία της κι αυτή προσκαλεί εσένα για γεύμα. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο».
Είπα ότι μετά το γεύμα με την Κοντέσα ίσως τη ρωτούσα, αν θα μπορούσε αυτός να δει τα βιβλία της.
«Μετά από ένα γεύμα μαζί σου δεν νομίζω ότι θα ήταν πρόθυμη να μου δείξει ούτε ένα αντίτυπο των «Τάιμς» κι άσε τη βιβλιοθήκη» είπε ο Λάρρυ μαραμένα.
Εντούτοις, παρά την κακή γνώμη του αδελφού μου γα τις κοινωνικές μου αρετές, ήμουν αποφασισμένος να πω έναν καλό λόγο γι’ αυτόν, εάν έβλεπα μιά κατάλληλη ευκαιρία. Ήταν, ένιωθα, μιά σπουδαία κι ακόμη και επίσημη περίπτωση και έτσι ντύθηκα με προσοχή. Το πουκάμισο και το κοντό μου παντελόνι είχαν με επιμέλεια πλυθεί και είχα καταφέρει τη μητέρα μου να μου αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι σανδάλια και ένα καινούργιο ψάθινο καπέλο. Καβαλίκεψα πάνω στη Σάλυ (2) -που είχε μιά καινούργια κουβέρτα στο σαμάρι προς τιμήν της περίστασης- γιατί το κτήμα της Κόμησσας ήταν σε κάποια απόσταση μακριά. 

Η μέρα ήταν σκοτεινή και το έδαφος λασπώδες κάτω απ’ τα πόδια. Φαίνονταν, ότι θα είχαμε καταιγίδα, αλλά ήλπιζα ότι αυτό δεν θα γινόταν παρά αφού θα είχα φτάσει, γιατί η βροχή θα κατάστρεφε την εύθραυστη λευκότητα του πουκαμίσου μου. Καθώς ανεβοκατεβαίναμε ανάμεσα στις ελιές και κάποιος τυχαίος τσαλαπετεινός ξεπετιόνταν μπροστά μας από τις μυρτιές, γινόμουν όλο και περισσότερο νευρικός. Διαπίστωσα ότι δεν ήμουν καλά προετοιμασμένος για την περίσταση. Και πρώτα πρώτα είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το κοτοπουλάκι με τα τέσσερα πόδια, που είχα στο οινόπνευμα. Είχα τη βεβαιότητα, ότι η Κόμησσα θα ήθελε να το δει και εν πάση περιπτώσει είχα την αίσθηση, ότι αυτό θα παρείχε θέμα συζήτησης, που θα μας βοηθούσε στο αρχικό αμήχανο στάδιο της συνάντησής μας. Δεύτερον, είχα ξεχάσει να συμβουλευθώ κάποιον για τον σωστό τρόπο που απευθύνονται σε μιά Κόμησσα. «Μεγαλειοτάτη» θα ήταν πολύ επίσημο, σκέφτηκα, ιδιαίτερα αφού μου έδινε μιά κουκουβάγια; Ίσως «Υψηλοτάτη» θα ήταν καλύτερα ή ίσως ένα απλό «Μαντάμ»;

Μπερδεμένος πάνω στις πολυπλοκότητες του πρωτοκόλλου είχα αφήσει τη Σάλυ να κάνει του κεφαλιού της και έτσι αυτή σύντομα έπεσε σε ένα γαϊδουρινό λήθαργο. Από όλα τα μεταφορικά υποζύγια το γαϊδούρι είναι το μόνο, που φαίνεται ικανό να πέφτει σε ύπνο ενώ εξακολουθεί να κινείται. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι πλησίασε πολύ κοντά στο χαντάκι στην άκρη του δρόμου, ξαφνικά σκόνταψε, έγειρε στο πλάι και εγώ, βυθισμένος στις σκέψεις έπεσα από τη ράχη της μέσα σε έξι ίντσες νερό και λάσπη. Η Σάλυ με κοιτούσε από πάνω με μιά έκφραση έκπληξης και κατηγορίας, που έπαιρνε, όταν ήξερε ότι είχε άδικο. Ήμουν έξαλλος, θα μπορούσα να τη στραγγαλίσω. Τα καινούργια μου πέδιλα έσταζαν λάσπη, το σορτς και το πουκάμισο -το σο ευαίσθητα, τόσο καθαρά και τόσο καθώς πρέπει μιά στιγμή πρίν-τώρα ήταν λερωμένα με λάσπη και κομμάτια από σάπια φύκια. Θα μπορούσα να έχω κλάψει με λύσσα και απογοήτευση. Ήμαστε πολύ μακριά από το σπίτι, για να ξαναπάρουμε το δρόμο πίσω, ώστε να μπορέσω να αλλάξω, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνω γι’ αυτό παρά να συνεχίσω, βρεγμένος και άθλιος, πεπεισμένος τώρα πιά, ότι δεν είχε σημασία πως θα απευθυνόμουν στην Κοντέσσα. Αυτή, ήμουν σίγουρος, θα έριχνε μιά ματιά στη γύφτικη εμφάνισή μου και θα με διέταζε να γυρίσω στο σπίτι. Όχι μόνο την κουκουβάγια μου θα έχανα, αλλά και κάθε ευκαιρία, που είχα να πετύχω για το Λάρρυ να δει τη βιβλιοθήκη της. Ήμουν τρελός, σκεφτόμουν πικρά, έπρεπε να είχα πεζοπορήσει, αντί να εμπιστευθώ τον εαυτό μου σ’ αυτό το απελπιστικό πλάσμα, που τώρα τριπόδιζε με γρήγορο βήμα και τα αυτιά ορθωμένα, σαν δυό τριχωτά κρίνα δρακοντιάς(άρου).

Τελικά φτάσαμε στη βίλα της Κόμησσας, που βρίσκονταν βαθιά μέσα στους ελαιώνες και προσεγγίζονταν από ένα καρόδρομο πλαισιωμένο από ψηλούς ευκαλύπτους με πράσινους και ροζ κορμούς. Η είσοδος στο δρόμο φυλάσσονταν από δύο στήλες πάνω στις οποίες κάθονταν ένα ζευγάρι άσπρα φτερωτά λιοντάρια, που κοίταζαν περιφρονητικά τη Σάλυ και εμένα καθώς προχωρούσαμε προς το δρόμο. Το σπίτι ήταν τεράστιο, χτισμένο σε ένα τετράγωνο κοίλωμα. Είχε κάποτε ένα θαυμάσιο, πλούσιο βενετσάνικο κόκκινο χρώμα, αλλά αυτό είχε τώρα ξεθωριάσει σε ένα αχνό ροζ, οι σοβάδες είχαν φουσκώσει και σκάσει κατά τόπους από την υγρασία και πρόσεξα, ότι κάποια καφετιά κεραμίδια έλλειπαν από τη στέγη. Οι μαρκίζες είχαν κρεμασμένες από κάτω τους περισσότερες χελιδονοφωλιές -άδειες τώρα σαν μικροί, ξεχασμένοι, καφετιοί φούρνοι- από όσες έχω πρωτύτερα δει μαζεμένες σε ένα μέρος.

Έδεσα τη Σάλυ κάτω από ένα βολικό δέντρο και προχώρησα προς την αψιδωτή πόρτα, που οδηγούσε στην κεντρική αυλή. Εκεί κρέμονταν μιά σκουριασμένη αλυσίδα και όταν την τράβηξα άκουσα ένα ασθενικό ήχο κουδουνιού από κάπου βαθιά μέσα στο σπίτι. Περίμενα υπομονετικά λίγη ώρα και ήμουν έτοιμος να ξαναχτυπήσω το κουδούνι, όταν οι βαριές ξύλινες πόρτες άνοιξαν. Εκεί στέκονταν ένας άνδρας, που μου φάνηκε ακριβώς σαν ένας ληστής. Ήταν ψηλός και δυνατός με μιά μεγάλη προεξέχουσα γερακίσια μύτη, παχιά φανταχτερά άσπρα μουστάκια και μιά χαίτη από κατσαρά άσπρα μαλλιά. Φορούσε ένα άλικο κόκκινο φέσι, μιά φαρδιά άσπρη μπλούζα όμορφα κεντημένη με κόκκινη και χρυσή κλωστή, σακουλιαστό πλισέ μαύρο παντελόνι και στα πόδια του τσαρούχια κυρτά προς τα πάνω στολισμένα με τεράστιες κόκκινες και άσπρες φούντες. Το μελαχρινό του πρόσωπο έσπασε σε ένα χαμόγελο και είδα, ότι όλα τα δόντια του ήταν χρυσά. Ήταν σαν να κοίταζα μέσα σε ένα νομισματοκοπείο. 

«Κύριε Ντάρρελ;» ρώτησε «Καλωσορίσατε»
Τον ακολούθησα μέσα από την αυλή, τη γεμάτη από μανόλιες και εγκαταλειμμένα χειμωνιάτικα παρτέρια για άνθη και μέσα στο σπίτι. Με οδήγησε μέσα από ένα μακρύ διάδρομο με μπλέ και κόκκινα πλακάκια, άνοιξε μιά πόρτα και με έβαλε σε ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο σκεπασμένο από το ταβάνι ως το πάτωμα με βιβλιοθήκες. Σε μιά πλευρά ήταν ένα μεγάλο τζάκι, που μέσα του μιά φλόγα φτερούγιζε και σφύριζε και έτριζε. Πάνω από το τζάκι ήταν ένας τεράστιος καθρέφτης με χρυσό πλαίσιο σχεδόν μαυρισμένος από τα χρόνια. Καθισμένη κοντά στη φωτιά σε ένα ανάκλιντρο σχεδόν εξαφανισμένη από πολύχρωμα σάλια και μαξιλάρια, ήταν η Κόμησσα.

Δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο όπως την περίμενα. Την είχα φανταστεί σαν ψηλή, λιπόσαρκη και μάλλον αποκρουστική, αλλά καθώς σηκώθηκε όρθια και διέσχισε με χορευτικό βήμα το δωμάτιο προς εμένα είδα ότι ήταν μικροσκοπική, πολύ παχιά με δίπλες και ροδαλή σαν τριαντάφυλλο. Τα μαλλιά της στο χρώμα του μελιού ήταν χτενισμένα ψηλά στο κεφάλι σε στιλ Πομπαδούρ και τα μάτια της κάτω από καμαρωτά και έκπληκτα φρύδια ήταν τόσο πράσινα και αστραφτερά σαν άγουρες ελιές. Πήρε το χέρι μου στα δυό της ζεστά, μικρά κοντόχοντρα χέρια και το έσφιξε στο πλούσιο στήθος της.

«Τι ευγενικό, πόσο ευγενικό εκ μέρους σας να έρθετε» αναφώνησε με μιά μουσική φωνή μικρού κοριτσιού, διαχέοντας ένα δυνατό άρωμα από βιολέτα της Πάρμας και μπράντι σε ίσες ποσότητες. «Πόσο πολύ, πολύ ευγενικό! Μπορώ να σε λέω Τζέρρυ; Φυσικά μπορώ. Οι φίλοι μου με φωνάζουν Ματίλντα… δεν είναι το πραγματικό μου όνομα, φυσικά. Αυτό είναι Στεφανία Ζίνια… ένα άξεστο —σαν ιατρική συνταγή. Προτιμώ πάρα πολύ το Ματίλντα. Εσείς;»
Είπα επιφυλακτικά, ότι νόμιζα ότι το Ματίλντα ήταν ένα πολύ ωραίο όνομα.
«Ναι ένα άνετο παλιομοδίτικο όνομα. Τα ονόματα έχουν τόση σημασία, δεν νομίζετε; Τώρα αυτός εκεί», είπε κάνοντας μιά χειρονομία προς τον άνθρωπο, που με είχε βάλει μέσα, «ονομάζει τον εαυτό του Δημήτριο. Εγώ τον λέω Μουσταφά». 

Έριξε μιά ματιά στον άνθρωπο και μετά έσκυψε μπροστά σχεδόν προκαλώντας μου ασφυξία από το μπράντι και τη βιολέτα της Πάρμας και μου σφύριξε ξαφνικά στα Ελληνικά «είναι ένας μπάσταρδος Τούρκος».
Το πρόσωπο του ανθρώπου έγινε κατακόκκινο και το μουστάκι του κυμάτισε, κάνοντάς τον να φαίνεται σαν ληστής περισσότερο παρά ποτέ. «Δεν είμαι Τούρκος» ούρλιαξε «λες ψέματα».
«Είσαι Τούρκος και το όνομά σου είναι Μουσταφάς» ανταπάντησε αυτή».
«Δεν είνα... δεν είμαΙ...  δεν είναι... δεν είμαι,» είπε ο άνθρωπος σχεδόν με ασυνάρτητη λύσσα. «Λέτε ψέματα».
«Δεν είμαι» «Είσαι», «Δεν είμαι», «Είσαι», «Δεν είμαι. Είσαι μιά καταραμένη γριά ψεύτρα»
«Γριά...» έσκουξε αυτή με το πρόσωπό της να γίνεται κατακόκκινο, «τολμάς να με λες γριά εσύ… εσύ …εσύ Τούρκε»
«Είσαι γριά και είσαι χοντρή» είπε ο Δημήτριος Μουσταφάς ψυχρά.
«Αυτό πάει πολύ» έσκουξε αυτή. «Γριά… χοντρή … αυτό πάει πολύ… απολύεσαι. Πάρε προειδοποίηση ενός μήνα. Όχι φύγε τούτη τη στιγμή, γιέ μπάσταρδου Τούρκου».
Ο Δημήτριος Μουσταφάς ορθώθηκε βασιλικά. «Πολύ καλά» είπε «Επιθυμείτε να σερβίρω τα ποτά και το φαγητό πριν φύγω;»
«Φυσικά» είπε αυτή.

Σιωπηλά διέσχισε το δωμάτιο και έβγαλε μιά μπουκάλα σαμπάνια από έναν κουβά με πάγο πίσω από τον καναπέ. Την άνοιξε και έβαλε ίσες ποσότητες από μπράντι και σαμπάνια σε τρία μεγάλα ποτήρια. Μας έδωσε στο χέρι από ένα και σήκωσε το τρίτο ο ίδιος.
«Θα κάνουμε μιά πρόποση» είπε προς εμένα επίσημα, «θα πιούμε στην υγειά μιας χοντρής, γριάς ψεύτρας».

Βρέθηκα σε δίλημμα. Εάν έπινα στην πρόποση, θα σήμαινε ότι υιοθετούσα τη γνώμη του για την Κοντέσσα κι αυτό δεν θα φαίνονταν καθόλου ευγενικό κι απ’ την άλλη, εάν δεν έπινα στην πρόποση φαίνονταν αρκετά ικανός να με χτυπήσει. Καθώς δίσταζα η Κοντέσσα, προς έκπληξή μου, ξέσπασε σε χαρούμενα γέλια, με τα λεία παχιά της μάγουλα να διπλώνονται χαριτωμένα.
«Δεν πρέπει να πειράζεις τον καλεσμένο μας, Μουσταφά. Αλλά θα πρέπει να παραδεχτώ, ότι η πρόποση ήταν ένα καλό πείραγμα» είπε ρουφώντας το ποτό της.
Ο Δημήτριος—Μουσταφάς μου χαμογέλασε με τα δόντια του να γυαλίζουν και να γνεύουν στο φως της φωτιάς.
«Πιείτε, Κύριε,» είπε «Μη μας δίνετε σημασία. Αυτή ζει για το φαγητό, το ποτό και τον καβγά και η δουλειά μου είναι να προσφέρω και τα τρία».
«Ανοησίες» είπε η Κοντέσσα παίρνοντας το χέρι μου και οδηγώντας με στον καναπέ, έτσι που αισθάνθηκα σαν να ήμουν δεμένος σ’ ένα μικρό, παχύ, ροζ σύννεφο. «Ανοησίες, ζω για ένα σωρό πράγματα, ένα σωρό πράγματα. Λοιπόν, μη στέκεσαι εκεί πίνοντας το ποτό μου, μεθύστακα. Πήγαινε και κοίταξε το φαγητό». Ο Δημήτριος-Μουσταφάς στράγγιξε το ποτήρι του και έφυγε από το δωμάτιο, ενώ η Κόμησσα κάθισε στον καναπέ σφίγγοντας το χέρι μου στα δικά της και με κοίταξε χαρούμενη.
«Είναι ευχάριστο», είπε ευχαριστημένη. «Ακριβώς εσύ κι εγώ. Για πες μου, πάντα φοράς λάσπη παντού στα ρούχα σου;»
Βιαστικά και αμήχανα της εξήγησα για τη Σάλυ.
«Ώστε ήρθες με γαϊδουράκι», είπε, κάνοντάς το να ακούγεται σαν ένα πολύ εξωτικό μέσο μεταφοράς. «Πόσο σοφό από μέρους σου. Όσο για μένα δεν εμπιστεύομαι τα αυτοκίνητα, θορυβώδη, μη ελεγχόμενα. Αναξιόπιστα.

Θυμάμαι, ότι είχαμε ένα όταν ζούσε ο άντρας μου, ένα μεγάλο, κίτρινο. Αλλά, αγαπητέ μου ήταν ένα κτήνος. Θα υπάκουε στον άντρα μου, αλλά δεν έκανε ούτε ένα πράγμα από ό,τι του έλεγα να κάνει. Μιά μέρα επίτηδες έκανε όπισθεν σε ένα μεγάλο παράπηγμα που είχε φρούτα και λαχανικά -παρ’ όλα όσα προσπαθούσα να κάνω για να το σταματήσω -και μετά πήγε στην άκρη του λιμανιού και έπεσε στη θάλασσα. Όταν βγήκα από το Νοσοκομείο είπα στον άντρα μου, «Ανρί» είπα -αυτό ήταν το όνομά του— ένα τόσο συμπαθητικό αστικό όνομα, δεν νομίζετε; Πού ήμαστε; Α! ναι. Λοιπόν “Ανρί” του είπα, “αυτό το αυτοκίνητο είναι κακόβουλο.” του είπα. “Κατέχεται από ένα δαιμονικό πνεύμα. Πρέπει να το πουλήσεις”. Και έτσι έκανε».


Το μπράντι με τη σαμπάνια σε άδειο στομάχι συνδυασμένα με τη φωτιά με χαλάρωσαν εξαιρετικά. Το κεφάλι μου γύριζε ευχάριστα και έγνεφα και χαμογελούσα ενώ η Κοντέσσα συνέχιζε να φλυαρεί ζωηρά.
«Ο άνδρας μου ήταν πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος πραγματικά. Συνέλεγε βιβλία, ξέρετε. Βιβλία, πίνακες, γραμματόσημα, καπάκια από μπουκάλια μπύρας και οτιδήποτε καλλιεργημένο τον προσέλκυε. Λίγο πριν πεθάνει άρχισε να συλλέγει προτομές του Ναπολέοντα. Θα εκπλαγείτε πόσες πολλές προτομές είχαν κάνει αυτού του φρικτού μικρού Κορσικανού. Ο άνδρας μου είχε πεντακόσιες ογδόντα δύο. “Ανρί” του είπα, “Ανρί, αυτό πρέπει να σταματήσει. Ή θα πάψεις να συλλέγεις προτομές του Ναπολέοντα ή θα σε αφήσω και θα πάω στην Αγία Ελένη.” Το είπα για αστείο, και ξέρετε τί μου είπε;! Είπε ότι σκέπτονταν να πάμε στην Αγία Ελένη για διακοπές με όλες τις προτομές. Θεέ μου τί αφοσίωση! Δεν ήταν να γεννηθεί! Πιστεύω σε λίγη κουλτούρα στη θέση του, αλλά όχι και να σου γίνει εμμονή».

Ο Δημήτριος-Μουσταφάς ήρθε μέσα στο δωμάτιο, ξαναγέμισε τα ποτήρια μας και είπε: «το γεύμα σε πέντε λεπτά» και έφυγε πάλι.
«Ήταν αυτό, που θα μπορούσατε να ονομάσετε καταναγκαστικός συλλέκτης, αγαπητέ μου. Υπήρχαν φορές, που έτρεμα, όταν έβλεπα εκείνη τη φανατική λάμψη στα μάτια του. Σε μιά κρατική έκθεση μιά φορά είδε μιά θεριζοαλωνιστική κομπίνα, που ήταν απλά τεράστια και μπόρεσα να δω αυτή τη χαρακτηριστική λάμψη στα μάτια του, αλλά πάτησα πόδι. “Ανρί” του είπα, “Ανρί, δεν πρόκειται να έχουμε αλωνιστικές μηχανές παντού εδώ σ’ όλον τον τόπο. Εάν πρέπει να συλλέγεις, γιατί όχι κάτι λογικό; Κοσμήματα ή γούνες ή κάτι τέτοιο;” Μπορεί να φαίνεται σκληρό, αγαπητέ μου, αλλά τί μπορούσα να κάνω; Εάν είχα υποχωρήσει για μιά στιγμή, θα είχε γεμίσει όλο το σπίτι φίσκα με γεωργικά μηχανήματα»

Ο Δημήτριος-Μουσταφάς ήρθε μέσα στο δωμάτιο πάλι. «Το γεύμα είναι έτοιμο» είπε. Συνεχίζοντας να φλυαρεί, η Κόμησσα με οδήγησε από το χέρι έξω από το δωμάτιο σε έναν πλακόστρωτο διάδρομο και μετά κάτω με μιά ξύλινη σκάλα, που έτριζε σε μιά τεράστια κουζίνα στο κελάρι. Η κουζίνα στη βίλα μας ήταν αρκετά υπερμεγέθης αλλά ετούτη η κουζίνα την έκανε να φαίνεται απλά νάνος. Ήταν πλακόστρωτη και στη μιά πλευρά μιά σίγουρη συστοιχία από εστίες φωτιάς με κάρβουνο, έλαμπαν και ένευαν κάτω από κοχλάζουσες κατσαρόλες.Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με μεγάλη ποικιλία χάλκινων σκευών, κατσαρόλες, πιατέλες, καφετιέρες, μπρίκια, τεράστιους δίσκους σερβιρίσματος, σουπιέρες. Όλα αυτά έλαμπαν με μιά ροδοκόκκινη ανταύγεια από το φώς της φωτιάς και γυάλιζαν και ένευαν σαν καραβίδες. Στο κέντρο του δωματίου ήταν ένα τραπέζι φαγητού δώδεκα πόδια μακρύ, από ωραία γυαλισμένη καρυδιά. Αυτό είχε με επιμέλεια στρωθεί για δύο άτομα με χιονάτες άσπρες πετσέτες και αστραφτερά σερβίτσια. Στο κέντρο του τραπεζιού δύο γιγάντια ασημένια κηροπήγια βαστούσαν ένα άσπρο δάσος από αναμμένα κεριά. Όλο το σκηνικό μιάς κουζίνας συνδυασμένης με μιά πολυτελή τραπεζαρία ήταν πολύ παράξενο. Ήταν πολύ ζεστά και τόσο αρωματισμένα με λιχούδικες μυρωδιές που σχεδόν κάλυπταν το άρωμα της Κοντέσσας.

«Ελπίζω να μη σας πειράζει να φάμε στην κουζίνα» είπε η Κοντέσσα κάνοντάς το να ακούγεται σαν πράγματι να ήταν το πιο υποβαθμισμένο πράγμα να τρώει κανείς σε τόσο ταπεινό περιβάλλον.
Είπα, ότι είχα τη γνώμη ότι το να τρώει κανείς στη κουζίνα ήταν η πιο λογική ιδέα, ιδιαίτερα το Χειμώνα , γιατί ήταν πιό ζεστά. 
«Πολύ σωστά» είπε η Κοντέσσα ενώ κάθιζε και ο Δημήτριος-Μουσταφάς της κρατούσε την καρέκλα. «Και βλέπετε, εάν τρώγαμε επάνω θα είχα παράπονα από αυτόν τον γερο-Τούρκο για το πόσο μακριά θα ήταν αναγκασμένος να βαδίζει».
«Δεν είναι η απόσταση, για την οποία παραπονιέμαι, είναι το βάρος της τροφής» είπε ο Δημήτριος-Μουσταφάς χύνοντας ένα ωχρό πρασινόχρυσο κρασί στα ποτήρια μας. «Εάν δεν τρώγατε τόσο πολύ, δεν θα ήταν και τόσο κακό».
«Ω! πάψε να παραπονείσαι και συνέχισε να σερβίρεις» είπε η Κόμησσα διαμαρτυρόμενη, στηρίζοντας την πετσέτα της προσεκτικά κάτω από το διπλοσάγονο της.

Εγώ γεμάτος από σαμπάνια και μπράντι ήμουν τώρα περισσότερο από ένας μικρός μεθυσμένος και αδηφάγα πεινασμένος. Έβλεπα με τρόμο τον αριθμό των σερβίτσιων, που περιστοίχιζαν το πιάτο μου, γιατί δεν ήμουν αρκετά σίγουρος ποιό θα χρησιμοποιήσω πρώτα. Θυμόμουν τον κανόνα της μητέρας μου, ότι αρχίζεις από έξω και προχωράς προς τα μέσα, αλλά εδώ ήταν τόσα πολλά μαχαιροπήρουνα, που ήμουν ανήσυχος. Αποφάσισα να περιμένω να δω τί θα χρησιμοποιήσει η Κόμησσα και να ακολουθήσω το ίδιο. Ήταν μιά ασύνετη απόφαση γιατί γρήγορα ανακάλυψα ότι αυτή χρησιμοποιούσε κάθε μαχαίρι, πιρούνι ή κουτάλι με μιά φίνα έλλειψη διακρίσεως και έτσι σε λίγο ήμουν τόσο θολωμένος, που έκανα και εγώ το ίδιο.

Το πρώτο πιάτο, που έβαλε μπροστά μας ο Δημήτριος-Μουσταφάς ήταν μιά φίνα διαυγής σούπα διακοσμημένη με μικροσκοπικές χρυσές φυσαλίδες λίπους με κρουτόν στο μέγεθος νυχιού, που έπλεαν σαν μικρές εύθραυστες σχεδίες σε μιά κεχριμπαρένια θάλασσα. Ήταν πολύ γευστική και η Κοντέσσα πήρε δύο πιάτα, τραγανίζοντας τα κρουτόν με τον ήχο κάποιου, που περπατάει πάνω σε εύθραυστα (ξερά) φύλλα. Ο Δημήτριος-Μουσταφάς γέμισε τα ποτήρια μας με περισσότερο από το ανοιχτόχρωμο μοσχάτο κρασί και έβαλε μπροστά μας μιά πιατέλα με μικρά νεαρά ψαράκια όλα τηγανισμένα χρυσά καφετιά. Τα συνόδευαν ένας μεγάλος δίσκος με φέτες κιτρινοπράσινου λεμονιού και μιά σαλτσιέρα ξέχειλη με κάποια εξωτική σάλτσα άγνωστη σε μένα. Η Κοντέσσα σώριασε το πιάτο της ως απάνω με ψάρια, πρόσθεσε ένα ποτάμι λάβας από σάλτσα και μετά έστυψε πλουσιοπάροχα χυμό λεμονιού πάνω στα ψάρια, το τραπέζι και την ίδια. Με κοίταξε με το πρόσωπο τώρα ανοιχτό ροζ και το μέτωπο στολισμένο με χάνδρες ιδρώτα. Η καταπληκτική της όρεξη δεν φαίνονταν να βλάπτει ούτε κατά «ιώτα εν» τις ομιλητικές της δυνάμεις, γιατί μιλούσε ακατάπαυστα.
«Δεν σας αρέσουν αυτά τα μικρά ψαράκια; Είναι υπέροχα! Φυσικά είναι τόσο κρίμα, που έπρεπε να πεθάνουν τόσο νέα, αλλά τίνα κάνουμε. Είναι τόσο ευχάριστο να μπορείς να τα τρως όλα χωρίς να νοιάζεσαι για τα κόκαλα. Τέτοια ανακούφιση! Ο Ανρί ο άντρας μου, ξέρετε, άρχισε κάποτε να συλλέγει σκελετούς. Αγαπητέ μου, το σπίτι έμοιαζε και μύριζε σαν νεκροτομείο. «Ανρί» του είπα, «Ανρί, αυτό πρέπει να σταματήσει. Είναι μιά ανθυγιεινή και θανατηφόρα συνήθεια αυτή, που ανέπτυξες. Πρέπει να πας να δεις έναν ψυχίατρο».

Ο Δημήτριος-Μουσταφάς απομάκρυνε τα άδεια μας πιάτα, σέρβιρε για μας ένα κόκκινο κρασί, σκούρο σαν την καρδιά του δράκου και μετά έβαλε μπροστά μας ένα δίσκο μέσα στον οποίο ήταν μπεκατσίνια με τα κεφάλια τους στριμμένα έτσι ώστε τα μακριά τους ράμφη να μπορούν να καρφώνουν τον εαυτό τους και οι άδειες κόγχες των ματιών τους μας κοίταζαν κατηγορώντας μας. Ήταν παχουλά και καφετιά από το μαγείρεμα και είχε το καθένα το δικό του μικρό τετράγωνο τοστ. Ήταν τριγυρισμένα από λεπτές φέτες τηγανητές πατάτες σαν σωρούς από φθινοπωρινά φύλλα, ανοιχτόχρωμα πρασινόασπρα στελέχη από σπαράγγια και μικρά μπιζέλια.


Ο Δημήτριος-Μουσταφάς απομάκρυνε τα άδεια μας πιάτα, σέρβιρε για μας ένα κόκκινο κρασί, σκούρο σαν την καρδιά του δράκου και μετά έβαλε μπροστά μας ένα δίσκο μέσα στον οποίο ήταν μπεκατσίνια με τα κεφάλια τους στριμμένα έτσι ώστε τα μακριά τους ράμφη να μπορούν να καρφώνουν τον εαυτό τους και οι άδειες κόγχες των ματιών τους μας κοίταζαν κατηγορώντας μας. Ήταν παχουλά και καφετιά από το μαγείρεμα και είχε το καθένα το δικό του μικρό τετράγωνο τοστ. Ήταν τριγυρισμένα από λεπτές φέτες τηγανητές πατάτες σαν σωρούς από φθινοπωρινά φύλλα, ανοιχτόχρωμα πρασινόασπρα στελέχη από σπαράγγια και μικρά μπιζέλια.

«Απλά δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους, που είναι φυτοφάγοι» είπε η Κοντέσσα χτυπώντας με δύναμη με το πιρούνι της το κρανίο από ένα μπεκατσίνι, ώστε να σπάσει και να πάρει το μυαλό. «Ο Ανρί μιά φορά προσπάθησε να γίνει φυτοφάγος. Θα το πιστεύατε; Αλλά δεν μπορούσα να το υποφέρω.”Ανρί” του είπα, “αυτό πρέπει να σταματήσει. Έχουμε αρκετά τρόφιμα στο κελάρι να φάει μιά στρατιά και δεν μπορώ να τρώω μονόπλευρα”. Φαντασθείτε, αγαπητέ μου, είχα μόλις παραγγείλει δυό ντουζίνες λαγούς. “Ανρί” είπα “πρέπει να εγκαταλείψεις αυτή την ανόητη μανία”.
Μου έκανε εντύπωση, ότι ο Ανρί, καίτοι προφανώς λιγάκι δοκιμασμένος ως σύζυγος, είχε διάγει εντούτοις μιά πολύ απογοητευτική ύπαρξη.

Ο Δημήτριος-Μουσταφάς καθάρισε τα υπολείμματα από τα μπεκατσίνια και έβαλε κι’ άλλο κρασί. Είχα αρχίσει να αισθάνομαι φουσκωμένος από το φαγητό και έλπιζα, ότι δεν υπήρχαν πολλά περισσότερα να έρθουν. Αλλά υπήρχαν ακόμη μιά στρατιά μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια αχρησιμοποίητα δίπλα στο πιάτο μου, έτσι είδα με τρόμο τον Δημήτριο-Μουσταφά να πλησιάζει από τη σκοτεινή κουζίνα κουβαλώντας έναν τεράστιο δίσκο.
«Α!» είπε η Κοντέσσα σηκώνοντας τα παχουλά της χέρια με έξαψη «το κύριο πιάτο! Τί είναι, Μουσταφά, τί είναι;»
«Το αγριογούρουνο, που έστειλε ο Μακρογιάννης» είπε ο Δημήτριος-Μουσταφάς.
«Ω! το αγριογούρουνο, το αγριογούρουνο!» τσίριξε η Κοντέσσα σφίγγοντας τα μάγουλά της στα χέρια της. «Ω! θαυμάσια! Το είχα εντελώς ξεχάσει. Σας αρέσει το αγριογούρουνο ελπίζω;»
Είπα ότι ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα μου κρέατα, πράγμα, που ήταν αλήθεια, αλλά θα μπορούσα να έχω μιά πολύ μικρή μερίδα, παρακαλώ;
«Μα φυσικά θα έχεις» είπε αυτή σκύβοντας επάνω από το μεγάλο καφετί γυαλιστερό από τη σάλτσα μπούτι και αρχίζοντας να κόβει παχιές ροζ φέτες απ’ αυτό. Έβαλε τρεις απ’ αυτές σ’ ένα πιάτο -προφανώς με την εντύπωση, ότι αυτό ήταν με οποιουδήποτε τα μέτρα (στάνταρ) μιά μικρή μερίδα- και μετά προχώρησε να το περιβάλλει με τα συνοδευτικά. Υπήρχαν σωροί από θαυμάσια μικρά χρυσά άγρια μανιτάρια, σαντερέλες, με την ντελικάτη σχεδόν κρασάτη γεύση τους, μικρά κολοκυθάκια γεμισμένα με κρέμα γάλακτος και κάπαρη, πατάτες ψημένες με τη φλούδα τους ανοιγμένες με επιμέλεια και αλειμμένες με βούτυρο, καρότα κόκκινα σαν παγωμένος χειμωνιάτικος ήλιος, και μεγάλα στελέχη από άσπρα πράσα ποσέ με κρέμα. Επιθεώρησα αυτό το πιάτο το φαγητό και κρυφά ξεκούμπωσα τα τρία πάνω κουμπιά από το σορτς μου. 

«Συνήθως είχαμε αγριογούρουνο ένα σωρό φορές όσο ζούσε ο Ανρί. Πήγαινε στην Αλβανία και τα χτυπούσε, ξέρετε. Αλλά τώρα σπάνια έχουμε. Τί φαγητό! Μήπως θέλετε λίγα μανιτάρια ακόμη; Όχι; Είναι αρκετό ένα; Μετά από αυτό νομίζω ότι θα έχουμε ένα διάλειμμα. Θεωρώ πάντοτε, ότι ένα διάλειμμα είναι ουσιαστικό, για την καλή πέψη» είπε η Κοντέσσα, προσθέτοντας με αφέλεια «και σε κάνει ικανό να φας πολύ περισσότερο». 
Το αγριογούρουνο ήταν μυρωδάτο και ζουμερό, είχε μαριναριστεί με κρασί αρωματισμένο με αρωματικά φυτά και με μπηγμένες σκελίδες σκόρδο, αλλά και έτσι μόλις κατάφερα να το τελειώσω. Η Κοντέσσα πήρε δύο μερίδες και τις δύο ίδιες σε ποσότητα και μετά έγειρε πίσω με το πρόσωπο συμφορημένο με ένα αχνό καστανοκόκκινο χρώμα και σκούπιζε το ιδρώτα από το μέτωπό της με ένα ανεπαρκές δαντελένιο μαντήλι.

«Διάλειμμα, ε!» είπε βαριά, χαμογελώντας σε μένα «διάλειμμα να ανασυντάξουμε τις εφεδρείες μας»
Αισθανόμουν, ότι δεν είχα καμία εφεδρεία να επιστρατεύσω αλλά δεν ήθελα να το πω. Συγκατένευσα και χαμογέλασα και ξεκούμπωσα και όλα τα υπόλοιπα κουμπιά του σόρτς μου.
Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος η Κοντέσσα κάπνισε ένα λεπτό μακρύ πούρο και έφαγε αλατισμένα φιστίκια φλυαρώντας αδιάκοπα για τον άντρα της. Το διάλειμμα μου έκανε καλό. Αισθάνθηκα λιγότερο βαρύς και νυσταλέος από το φαγητό. Όταν η Κοντέσσα τελικά αποφάσισε, ότι είχαμε αρκετά ξεκουράσει τα εσωτερικά μας όργανα, κάλεσε για το επόμενο πιάτο και ο Δημήτριος-Μουσταφάς έκανε δύο, ευτυχώς μικρές, ομελέτες τραγανές και καφετιές στο εξωτερικό, αλλά υγρές και χυμώδεις στο εσωτερικό γεμιστές με μικρές ροζ γαρίδες.
«Τί έχεις για γλυκό;» ρώτησε η Κοντέσσα με το στόμα γεμάτο με ομελέτα.
«Δεν έφτιαξα» είπε ο Δημήτριος-Μουσταφάς.
Της Κοντέσσας τα μάτια έγιναν στρογγυλά και ακίνητα.
«Δεν έκανες γλυκό;!» είπε με τόνο φρίκης σαν αυτός να εξομολογούνταν ένα στυγερό έγκλημα.
«Δεν είχα το χρόνο» είπε ο Δημήτριος-Μουσταφάς « δεν μπορείτε να περιμένετε από μένα να κάνω όλη αυτή τη μαγειρική και όλες τις δουλειές του σπιτιού». 
«Αλλά χωρίς γλυκό» είπε η Κοντέσσα απελπισμένη. «Δεν μπορείς να έχεις γεύμα χωρίς ένα γλυκό». 
«Σας αγόρασα μερικές μαρέγκες» είπε ο Μουσταφάς «θα πρέπει να βολευτείτε με αυτές»
«Ω! θαυμάσια!» είπε η Κοντέσσα λάμποντας και χαρούμενη πάλι «ακριβώς ό,τι χρειάζεται».

 Ήταν το τελευταίο πράγμα, που χρειαζόμουν. Οι μαρέγκες ήταν μεγάλες, άσπρες και τραγανές σαν κοράλλια και γεμισμένες με κρέμα, που ξεχείλιζε. Ευχόμουν διακαώς να είχα φέρει το Ρότζερ μαζί μου, γιατί θα μπορούσε να είχε καθίσει κάτω από το τραπέζι και να δεχτεί το μισό από το φαγητό μου, αφού η Κοντέσσα ήταν πραγματικά πάρα πολύ απασχολημένη με το δικό της πιάτο και τις αναμνήσεις της για να συγκεντρώσει την προσοχή της επάνω μου.
«Λοιπόν» είπε στο τέλος, καταπίνοντας την τελευταία μπουκιά της μαρέγκας και σκουπίζοντας τα λευκά τρίμματα από το σαγόνι της, «Τώρα, αισθάνεσαι χορτάτος; ή θα ήθελες κάτι τι επιπλέον; ένα φρούτο ίσως; Όχι ότι υπάρχουν και πολλά αυτή την εποχή του έτους»
Είπα όχι, ευχαριστώ πάρα πολύ, είχα φάει αρκετά.

Η Κοντέσσα αναστέναξε και με κοίταξε καλόψυχα. Νομίζω, ότι τίποτε δεν θα την ευχαριστούσε περισσότερο από το να με περιποιηθεί με άλλα δύο ή τρία πιάτα.
«Δεν τρως αρκετά» είπε. « Ένα παιδί σαν εσένα πρέπει να τρώει περισσότερο. Είσαι πολύ ασθενικός για την ηλικία σου. Δεν σε τρέφει σωστά η μητέρα σου;»
Θα μπορούσα να φανταστώ την οργή της Μητέρας, εάν είχε ακούσει αυτό το υπονοούμενο. Είπα ναι, η Μητέρα ήταν πολύ καλή μαγείρισσα και όλοι μας τρώγαμε σαν λόρδοι.
«Χαίρομαι, που το ακούω αυτό» είπε η Κόμησσα, «αλλά ακόμη μου φαίνεσαι λιγάκι καχεκτικός».
Δεν θα μπορούσα να το πω αυτό, αλλά ο λόγος, που άρχισα να φαίνομαι καχεκτικός ήταν, ότι η επίθεση του φαγητού εναντίον του στομαχιού μου είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή. Είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, ότι νόμιζα πως έπρεπε να γυρίσω σπίτι.

Είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, ότι νόμιζα πως έπρεπε να γυρίσω σπίτι.
«Μα φυσικά, αγαπητέ μου» είπε η Κόμησσα. «Αγαπητέ μου, είναι κιόλας τέσσερις και τέταρτο. Πώς περνάει η ώρα!»
Αναστέναξε στη σκέψη και μετά φωτίστηκε ξαφνικά.
«Εντούτοις είναι σχεδόν ώρα για το τσάι. Είστε σίγουρος, ότι δεν θέλατε να μείνετε και να πάρετε κάτι;»
Είπα όχι γιατί η Μητέρα θα ανησυχεί για μένα.
«Λοιπόν, για να δούμε» είπε η Κόμησσα «γιατί ήρθατε; Α! ναι, για την κουκουβάγια. Μουσταφά, φέρε στο παιδί την κουκουβάγια του και φέρε και σε μένα έναν καφέ και μερικά από κείνα τα ωραία λουκούμια πάνω στην ξαπλώστρα».

Ο Μουσταφάς εμφανίστηκε με ένα χαρτονένιο κουτί δεμένο με σπάγκο και μου το έδωσε στα χέρια.
«Δεν θα το άνοιγα πριν φτάσει στο σπίτι» είπε «είναι άγριο αυτό».
Κυριεύτηκα από την τρομακτική σκέψη, πως αν δεν επέσπευδα την αναχώρησή μου, η Κόμησσα θα μου ζητούσε να πάρω μέρος στα λουκούμια μαζί της. Έτσι ευχαρίστησα ειλικρινά και τους δύο για την κουκουβάγια μου και ξεκίνησα για την εξώπορτα. 
«Λοιπόν», είπε η Κόμησσα «ήταν μαγευτικά, που σας είχα εδώ, απόλυτα μαγευτικό. Θα πρέπει να ξανάρθετε. Να έρθετε την Άνοιξη ή το Καλοκαίρι, που έχουμε μεγαλύτερη επιλογή από φρούτα και λαχανικά. Ο Μουσταφάς έχει έναν τρόπο να μαγειρεύει χταπόδια, που τα κάνει να λειώνουν στο στόμα σου».
Είπα ότι θα χαιρόμουν να ξανάρθω, κάνοντας μέσα μου όρκο, ότι αν το έκανα θα έμενα νηστικός για τρεις μέρες προηγουμένως.
«Ορίστε» είπε η Κόμησσα βάζοντας μου ένα πορτοκάλι στην τσέπη. «Πάρτε το, μπορεί να αισθανθείτε λιγούρα στο δρόμο για το σπίτι». 

Όταν καβάλησα στη Σάλυ και τριπόδιζα κάτω για το δρόμο φώναξε: «Να οδηγείς προσεκτικά». Σοβαρός καθόμουν με την κουκουβάγια σφιγμένη στην αγκαλιά μέχρι, που βγήκαμε από την πύλη του κτήματος της Κοντέσσας. Τότε το κούνημα, που είχα υποστεί στη ράχη της Σάλυ ήταν πάρα πολύ. Ξεπέζεψα, πήγα πίσω από μιά ελιά και έκανα εμετό ανακουφιστικά και μεγαλόπρεπα.

Όταν έφτασα σπίτι, πήρα την κουκουβάγια στο δωμάτιό μου, έλυσα το κουτί και ενώ αγωνίζονταν και χτύπαγε το ράμφος την έβγαλα στο πάτωμα. Τα σκυλιά, που είχαν μαζευτεί γύρω σε κύκλο για να δουν το νέο απόκτημα οπισθοχώρησαν βιαστικά. Ήξεραν τί μπορούσε να κάνει ο Οδυσσέας (3), όταν ήταν στις κακές του και αυτή η κουκουβάγια ήταν τρεις φορές το μπόι του. Ήταν, σκεπτόμουν, ένα από τα πιο όμορφα πουλιά, που είχα δει ποτέ. Το φτέρωμα της ράχης και των πτερύγων ήταν χρυσαφί του μελιού με κηλίδες ανοιχτού σταχτί γκρίζου. Το στήθος της ήταν αψεγάδιαστο άσπρο-κρέμ και η μάσκα των λευκών φτερών γύρω από τα σκούρα παράξενα ανατολίτικα μάτια ήταν τόσο σγουρή σαν καλά κολλαρισμένο Ελισαβετιανό περιλαίμιο.

Η φτερούγα της δεν ήταν τόσο άσχημα, όσο είχα φοβηθεί. Ήταν ένα καθαρό κάταγμα και μετά από μιάς ώρας αγώνα, κατά τον οποίο έβγαλε αίμα σε μερικές περιπτώσεις, της έβαλα νάρθηκα ικανοποιητικό κατά τη γνώμη μου.Η κουκουβάγια, που αποφάσισα να τη λέω Λαμπαδούσα, απλά γιατί μου άρεσε το όνομα, φαίνονταν να είναι μαχητική και φοβισμένη από τα σκυλιά, απρόθυμη να πιάσει φιλία με τον Οδυσσέα και έβλεπε το Αύγουστο Τίκλμπερυ με ανυπόκριτη απέχθεια. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ευτυχέστερη, μέχρι να αποκατασταθεί, σε ένα σκοτεινό απομονωμένο χώρο και έτσι την πήγα στη σοφίτα. Ένα από τα δωμάτια της σοφίτας ήταν πολύ μικρό και φωτίζονταν μόνο από ένα μικρό παράθυρο, που ήταν τόσο σκεπασμένο με αράχνες και σκόνη, ώστε επέτρεπε λίγο φως να μπαίνει στο δωμάτιο. Ήταν ήσυχο και σκοτεινό σαν σπηλιά και σκέφτηκα ότι εκεί η Λαμπαδούσα θα χαίρονταν την ανάρρωσή της. Την έβαλα στο πάτωμα με ένα μεγάλο πιάτο κιμά και κλείδωσα την πόρτα προσεκτικά, ώστε να μην ενοχληθεί. Εκείνο το βράδυ, όταν πήγα να την επισκεφτώ φέρνοντάς της έναν σκοτωμένο ποντικό για δώρο, φαίνονταν πάρα πολύ βελτιωμένη. Είχε φάει τον περισσότερο κιμά και τώρα σφύριζε και χτυπούσε το ράμφος εναντίον μου με ανοιχτές φτερούγες και λαμπερά μάτια καθώς τριγυρνούσε στο πάτωμα. Ενθαρρυμένος από τη φανερή της πρόοδο την άφησα με τον ποντικό και πήγα για ύπνο.

Μερικές ώρες αργότερα ξύπνησα από τον ήχο φωνών, που έρχονταν από το δωμάτιο της Μητέρας. Νυσταλέος, απορώντας, τί στο καλό έκανε η οικογένεια αυτή την ώρα, σηκώθηκα από το κρεβάτι και έβγαλα το κεφάλι μου έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να ακούσω. 
«Σας λέω» έλεγε ο Λάρρυ «είναι ένα καταραμένο φάντασμα».
«Δεν μπορεί να είναι φάντασμα, αγαπητέ» έλεγε η Μητέρα. «Τα φαντάσματα πετάνε πράγματα».
«Λοιπόν, οτιδήποτε κι’ αν είναι, είναι επάνω εκεί και βροντάει τις αλυσίδες του» είπε ο Λάρρυ. «και θέλω να το εξορκίσετε. Εσείς και η Μάργκο υποτίθεται, ότι είστε ειδικές στη μετέπειτα ζωή. Λοιπόν, πηγαίνετε επάνω και κάντε το».
«Δεν πηγαίνω εκεί επάνω» είπε η Μάργκο τρέμοντας «μπορεί να είναι οτιδήποτε, μπορεί να είναι ένα κακό πνεύμα».
«Είναι φοβερά κακό, εντάξει» είπε ο Λάρρυ. «Με έχει αφήσει άγρυπνο την τελευταία ώρα».
«Είσαι σίγουρος, ότι δεν είναι ο αέρας ή κάτι τέτοιο;» ρώτησε η Μητέρα.
«Γνωρίζω τη διαφορά ανάμεσα στον άνεμο και ένα καταραμένο φάντασμα, που παίζει γύρω με αλυσίδες και μπάλες» είπε ο Λάρρυ.
«Ίσως είναι διαρρήκτες» είπε η Μάργκο περισσότερο για να δώσει εμπιστοσύνη στον εαυτό της παρά για κάτι άλλο. «Ίσως είναι διαρρήκτες και πρέπει να ξυπνήσουμε το Λέσλι».

Μισοκοιμισμένος και ακόμα ζαλισμένος από το ποτό, που κατανάλωσα εκείνη τη μέρα, δεν μπορούσα να σκεφτώ για τί πράγμα μιλούσε η οικογένεια. Φαίνονταν τόσο ελκυστική, όσο οποιαδήποτε από τις άλλες κρίσεις, που φαίνονταν δυνατόν να προκληθούν στις πιο απρόβλεπτες ώρες της μέρας ή της νύχτας, έτσι πήγα στην πόρτα της Μητέρας και κοίταξα μέσα στο δωμάτιο. Ο Λάρρυ βάδιζε πάνω κάτω με τη ρόμπα του να κυματίζει αυτοκρατορικά.
«Κάτι πρέπει να γίνει» είπε. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ με αλυσίδες να βροντάνε πάνω από το κεφάλι μου και αν δεν μπορώ να κοιμηθώ, δεν μπορώ να γράψω».
«Δεν βλέπω τί περιμένεις από μας να κάνουμε γι’ αυτό, αγαπητέ» είπε η Μητέρα. «Είμαι βεβαία, ότι πρέπει να είναι ο άνεμος».
«Ναι, δεν πρέπει να περιμένεις από μας να πάμε εκεί επάνω», είπε η Μάργκο. «Εσύ είσαι άντρας, εσύ να πας».
«Κοίταξε» είπε ο Λάρρυ. « Εσύ είσαι η μόνη, που γύρισες από το Λονδίνο σκεπασμένη με εκτόπλασμα και μιλώντας για το άπειρο. Είναι προφανώς κάποιο κολασμένο πράγμα, που εξόρκισες σε κάποια από τις συνεδρίες σου εκεί. Έχει γίνει το αγαπημένο σου ζώο(pet). Πήγαινε και κανόνισε μαζί του».

Η λέξη pet με διαπέρασε. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να είναι η Λαμπαδούσα; Όπως όλες οι κουκουβάγιες, οι κουκουβάγιες των στάβλων έχουν φτερούγες τόσο απαλές και σιωπηλές σαν οι σπόροι του δαντέλιου. Σίγουρα δεν μπορεί να είναι υπεύθυνη για ένα θόρυβο σαν μπάλλες και αλυσίδες.
Μπήκα μέσα στο δωμάτιο και ρώτησα για ποιό πράγμα συζητούσαν όλοι.
«Είναι μόνο ένα φάντασμα», είπε η Μητέρα. «Ο Λάρρυ βρήκε ένα φάντασμα»
«Είναι στη σοφίτα» είπε η Μάργκο με έξαψη. «Ο Λάρρυ νομίζει, ότι με ακολούθησε από την Αγγλία. Διερωτώμαι μήπως είναι ο Μαώκι»
«Δεν πρόκειται να τα ξεκινήσουμε αυτά πάλι από την αρχή». Είπε η Μητέρα σταθερά.
«Δεν με ενδιαφέρει ποιός είναι». Είπε ο Λάρρυ. «Ποιός από τους ασώματους φίλους σου. Θέλω να απομακρυνθεί».
Είπα, ότι σκέπτομαι, ότι υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα να είναι η Λαμπαδούσα. 
«Τί είναι αυτό;» ρώτησε η Μητέρα.
Εξήγησα, ότι ήταν η κουκουβάγια, που μου είχε δώσει η Κόμησσα.
 «Θα μπορούσα να το ξέρω,» είπε ο Λάρρυ «θα μπορούσα να το ξέρω. Απορώ, πως δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό την ίδια στιγμή. Δεν ξέρω».
«Λοιπόν, λοιπόν, αγαπητέ» είπε η Μητέρα «είναι απλά μιά κουκουβάγια».
«Μόνο μιά κουκουβάγια» είπε ο Λάρρυ. «ακούγεται σαν μιά επιλαρχία τάνκς να συντρίβει τα πάντα εκεί επάνω. Πες του να την πάρει από τη σοφίτα»
Είπα, ότι δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί η Λαμπαδούσα έκανε θόρυβο, αφού οι κουκουβάγιες είναι τα πιο αθόρυβα πλάσματα... είπα, ότι κυλούν μέσα στη νύχτα με σιωπηλά φτερά σαν νιφάδες στάχτης...
«Αυτή η συγκεκριμένη δεν έχει σιωπηλά φτερά» είπε ο Λάρρυ «ακούγεται σαν τζαζ μιάς κουκουβάγιας. Πήγαινε και βγάλτην έξω».

Βιαστικά πήρα μιά λάμπα και πήρα το δρόμο για πάνω στη σοφίτα. Όταν άνοιξα την πόρτα είδα αμέσως τί ήταν η φασαρία. Η Λαμπαδούσα είχε καταβροχθίσει το ποντίκι και μετά ανακάλυψε, ότι υπήρχε ένα μακρύ κομματάκι κρέας ακόμη στο πιάτο. Αυτό κατά τη διάρκεια μιάς μακριάς ζεστής μέρας είχε στερεοποιηθεί και κολλήσει στην επιφάνεια του πιάτου. Η Λαμπαδούσα αισθανόμενη, ότι αυτό το κομματάκι θα της έκανε καλό σαν ένα ελαφρό προσφάγι, να τη στηρίξει μέχρι το πρωί, είχε προσπαθήσει να το πάρει από το πιάτο. Η καμπύλη από το οξύ κεχριμπαρένιο ράμφος της πέρασε μέσα από το κρέας, αλλά το κρέας αρνιόνταν να χωρίσει από τη συντροφιά του πιάτου, έτσι παγιδεύτηκε γερά και φτερουγίζοντας αναποτελεσματικά γύρω στο πάτωμα, χτυπούσε και κυλούσε το πιάτο σε μιά προσπάθεια να απεγκλωβίσει το ράμφος της. Έτσι την απάλλαξα από τη δύσκολη κατάσταση και την πήρα κάτω στο δωμάτιό μου, όπου την έκλεισα στο χάρτινο κουτί για ασφαλή φύλαξη.-


1. Scilla maritima
2. Νεαρή γαϊδουρίτσα, δώρο από τη μητέρα του στον Τζέρρυ για τα γενέθλιά του.
3. Κουκουβάγια άλλου είδους, που είχε ο Τζέρρυ αναθρέψει από νεογέννητο.




Μετάφραση από την αγγλική:  Δημοσθένης Παπανικολάου.
Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην ΟΔΟ στις 28.1.2016 | 821, 25.2.2016 | 824, 3.3.2016 | 825 και  10.3.2016 | 826

.

2 σχόλια:

  1. Ἀναστάσης Κ. Πηχιών1/11/16

    Ἡ οίκογένεια Ντάρελ ἐκτοπίστηκε γιά ἕνα διάστημα στήν Καστοριά κατά τήν διάρκεια τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς λόγω τῆς Ἀγγλικῆς της ὑπηκοότητος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δημοσθένης Παπανικολάου1/11/16

    Τὸ σχόλιο του k. Ἀναστάσης Κ. Πηχιών εἶναι μάλλον ἀνακριβές. Ὁ μὲν Λῶρενς Ντάρελ (Lawrence Durrel), ὁ ὁποἶος εἶχε ἤδη ἐγκαταλείψει την Κέρκυρα καὶ ἐπιστρατευθῆ μαζὶ μὲ τὸν Θεόδωρο Στεφανίδη στὴν Ἀγγλικὴ Πρεσβεία τῆς Ἀθήνας διέφυγε μὲ τὴ σύζυγό του Νάνση καὶ τὴν νεογέννητη θυγατέρα του Πηνελόπη ἀρχικὰ με ἕνα καΐκι ἀπὸ τὴν Καλαμάτα στὴν Κρήτη και στὴ συνέχεια στὴν Αλεξάνδρεια. Κατά μαρτυρίαν του δὲ ὁ Θ. Στεφανίδης συνάντησε στὴν Ἀθήνα τη Λουίζα Ντάρελ με τα τρία ὑπόλοιπa τέκνα της Λέσλι, Μάργκο και Τζέραλντ πρίν τὴν ἰταλικὴ εἰσβολὴ στην Ἑλλάδα ἕτοιμους νὰ ἀναχωρήσουν μὲ ἀτμόπλοιο γιὰ τῆν Ἀγγλία καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Πηγές: Θ.Φ. Στεφανίδη Autumn Gleanings ἔκδοση Durrel School of Corfu καὶ International Lawrence Durrel Sciety 2011 ὁπως καὶ Climax in Crete ἔκδοση Faber&Faber Ltd London, 1945. Προφανῶς θὰ πρόκειται γιὰ συνωνυμία. Εὐχαρίστως θα δοῦμε τὶς πηγὲς του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ