12.8.18

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ο καημός του Χριστάκη




Και να ‘ταν μόνο ένας!
Χρόνια ολόκληρα για τους καημούς του μου μιλούσε. Που κανένας τους δεν αφορούσε τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του. Για την κατάντια του τόπου του, για τα ανεκπλήρωτα όνειρα, για τους χαμένους αγώνες που έκανε με τους συντρόφους του, μήπως και κατάφερναν να φέρουν τα πάνω κάτω, να σηκωθούν, μαζί με όλους τους καταφρονεμένους, λίγο ψηλότερα. Κι όλο και γυρόφερνε στο μυαλό του, κι όλο και σιγοτραγουδούσε τους στίχους του Σεφέρη:
Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν.

Έτσι πέρασε τη ζωή του όλη. Καθόλου, μα καθόλου εύκολα χρόνια, από μικρή ακόμη ηλικία. Προστάτης της οικογένειας, όταν ο πατέρας ξενιτεύτηκε στην Αμερική για δεύτερη φορά, μήπως και έκανε εκεί την τύχη του, και άφησε πίσω γυναίκα με δύο κόρες και τον γιο του, αμούστακο ακόμη παλικάρι. Και πού δεν είχε δουλέψει ο μπάρμπα-Γιώργης. Από τα ορυχεία μέχρι τον σιδηρόδρομο, γραμμές να στρώνει για να περνούν τα τρένα που άνοιγαν το δρόμο προς τη Δύση, μέσα από εδάφη κακοτράχαλα, από ερημιές πρωτόγνωρες και φόβιες. Με όσα δολάρια είχε μαζέψει από το πρώτο του ταξίδι, κατάφερε, και οικόπεδο σε κεντρικό σημείο της γενέτειρας να αγοράσει και σπίτι να βάλει να του κτίσουν, επιβλητικό και με όλες τις σύγχρονες για την εποχή εκείνη ανέσεις. Σ’ αυτό εγκατέστησε γυναίκα και δυο κόρες, σκάρωσε και τον γιο, και μπάρκαρε για δεύτερη φορά για να εξασφαλίσει τώρα πια τα προικιά των θυγατέρων και τα γεράματα τα δικά του και της κυράς. Σίγουρα να μορφώσει ήθελε και το στερνοπαίδι του, τον μικρό Χριστάκη. Μεγάλη η πείρα απ’ το παρθενικό ταξίδι, ήξερε τώρα πού και πώς, χωρίς τον άγριο κάματο που είχε υποφέρει στα πρώτα χρόνια της ξενιτιάς. Δεν τα κατάφερε και άσχημα. Η μεγαλούπολη, η Νέα Υόρκη, είχε κιόλας καλοδεχτεί πολλούς συμπατριώτες· όλοι πρόθυμοι για βοήθεια και πολύ πιο εύκολο το μεροκάματο. Κατάφερε να βάλει αρκετά στην άκρη.

 Με το πουγγί γεμάτο γύρισε πάλι στην πατρίδα. Τα ομορφοκόριτσά του, περιζήτητα. Με το κομπόδεμα του Αμερικάνου να τις συνοδεύει, τα προξενιά δεν σταματούσαν. Μπορούσαν να διαλέξουν τον καλύτερο. Διάλεξε η μεγάλη τον ομορφότερο, σκάρτος ο χαρακτήρας του. Σκάρτη ζωή πέρασε η ίδια, φαρμάκια πότιζε ο γαμπρός τον γέρο Αμερικάνο, κι όλο το χέρι άπλωνε, όλο “εξυπηρετήσεις”, συνήθως οικονομικές, ζητούσε· απαιτήσεις τις έκανε σιγά-σιγά. Κατάπινε αυτός τη μία πίκρα μετά την άλλη, μαράζωνε η μάνα που έβλεπε την πρώτη θυγατέρα όλο προσβολές να δέχεται από τον άξεστο ομορφονιό της. Της δεύτερης η τύχη βγήκε καλύτερη. Αυτή συμπαραστεκόταν τους βασανισμένους της γονείς, τον πόνο τους να απαλύνει προσπαθούσε.
 Μεγάλωσε κι ο γιος. Για τα γράμματα, κανένας δεν μπόρεσε να προσδιορίσει: Αυτός τα αγαπούσε τόσο, ή αυτά σε ησυχία δεν τον άφηναν; Τα γράμματα του άνοιξαν τα μάτια, μαζί με τις ορμήνιες του μπάρμπα-Γιώργη, που κάθε λίγο και λιγάκι του έλεγε: “Ρουσφέτια ποτέ να μην ζητάς. Ακριβό το τίμημά τους. To δίκαιο, όμως και να το επιζητάς και να το πράττεις.” Έμαθε για τον κόσμο όλο, τις αδικίες και τους αγώνες των λαών και των φτωχών ανθρώπων για να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Σε δύσκολες, φουρτουνιασμένες εποχές μεγάλωσε, πάντα το δίκιο να εφαρμόσει σε κάθε του πράξη προσπαθούσε και να τα βγάζει πέρα μόνος. Ρουσφέτι από κανέναν δεν ζητούσε.

Κι όταν στις εκλογές, που θεωρούσε ότι κάτι έκρυβαν, δεν πήγε να ψηφίσει, έδωσε στίγμα στον μεγάλο του γαμπρό για να τον καταδώσει. Σε μακρινό νησί βρέθηκε. Εκεί τα έβαλε με άλλους εξορισμένους, που δεν έδειξαν σεβασμό στον γυναικείο πληθυσμό των ξενιτεμένων ναυτικών και φρόντιζαν να καλοπερνούν. Αγνώμονες στη φιλοξενία. Λες και τους χρωστούσαν χάρη οι ντόπιοι. Εκείνος, δεν έπαυε να καταγγέλλει τη συμπεριφορά τους. Αποτέλεσμα: όλο και τον απέφευγαν οι άλλοι, γελούσαν μάλιστα με τα μαθήματά του περί ηθικής. Πήγαινε και στην εκκλησία κάθε Κυριακή, ή όποτε κατάφερνε να ρθει παπάς από άλλο κοντινό νησί. Τον κοίταζαν περίεργα, αν όχι κοροϊδευτικά οι άλλοι. “Δεν είμαι κομουνιστής”,  έλεγε, “δεν είμαι άθεος. Για το δίκαιο πολέμησα και πολεμώ, γι αυτό δίνω και την ψυχή μου”.

Κάποτε γύρισε σπίτι, στρώθηκε στη δουλειά, πρόκοψε. Κοντά στους γέρους πια γονείς, πήρε προσφυγοπούλα για γυναίκα και άρχισε τη νέα του, όσο το δυνατόν, φιλήσυχη ζωή. Με το βιβλίο, αυτό να λέγεται, παραμάσχαλα. Νοικοκυρά εκείνη από τις λίγες, φρόντιζε για την ανατροφή των παιδιών και το κουμάντο του σπιτιού. Κουβαλητής ο ίδιος. Οι πόρτες για δουλειές στον τόπο, όπου κι ο πατέρας είχε κάποτε προσφύγει, άνοιξαν για πολλούς συμπατριώτες. Κι ο Χριστάκης μαζί. Σαν έμπορος αυτός, όχι σαν τον σχωρεμένο πια πατέρα του εργάτης, με μεροκάματο του τρόμου. Προσκύνημα πάντως, στα μέρη εκείνα που αγωνίστηκε ο γεννήτορας, φρόντισε οπωσδήποτε να κάνει. Τα παιδιά του, δυο γιοι και μία κόρη, η μικρότερη, άριστοι στο σχολείο, τέλειωσαν τις σπουδές, δικές τους οικογένειες έκαναν και έμεινε ο Χριστάκης με τη γυναίκα του μόνος στο σπίτι. Η πόρτα πάντα ανοιχτή για παιδιά και εγγόνια. Ευχαριστημένος ο ίδιος, με όσα στη ζωή του πέτυχε, χωρίς ποτέ κανέναν άνθρωπο να βλάψει. Κυρίως, όμως, χωρίς ποτέ ρουσφέτι από κανέναν να ζητήσει.

Ποτέ; Ναι, αλλά να που χρειάστηκε να το κάνει κι αυτό: η κόρη, ήδη μητέρα δύο μικρών παιδιών, σε κάποιο μέρος μακρυά από το σπίτι της διορίστηκε. Δύσκολη η καθημερινότητα. Επέμενε τότε η γυναίκα του, να πάει να παρακαλέσει τον βουλευτή του τόπου, που τόσο είχε βοηθήσει στην προεκλογική του εκστρατεία, επειδή τον θεωρούσε σωστό και δίκαιο, να την αποσπάσει κοντά στο σπίτι της, να τη βολέψει κι αυτήν με δυο λόγια, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι. Πήγε ο Χριστάκης μετά από επίμονες προτροπές και παρακλήσεις της μάνας με βαριά καρδιά, στο γραφείο του βουλευτή. Έλειπε ο ίδιος, ζήτησε η γραμματέας του να μάθει τον λόγο της επίσκεψης. “Κάτι θα ήθελα να του πω”, απάντησε και έφυγε πριν συνεχίσει η άλλη τις ερωτήσεις. Το μεσημέρι, μόλις είχε σηκωθεί απ’ το τραπέζι, χτυπάει το τηλέφωνο. Ο βουλευτής ο ίδιος ρωτά τον Χριστάκη σε τι μπορεί να τον εξυπηρετήσει. “Πρώτη φορά επισκεφτήκατε το γραφείο μου μετά τις εκλογές”. “Αχ, τίποτα, μια καλημέρα μόνο ήθελα να σου πω...”. Κατέβασε το ακουστικό και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. “Πώς κατάντησα έτσι! Να ζητώ ρουσφέτια, που μια ζωή κατηγορούσα όλους, όσους το έκαναν...”.
Η κόρη μετατέθηκε μετά από δύο χρόνια. Ο Χριστάκης ποτέ του δεν ξέχασε την ταπεινωτική γι αυτόν επίσκεψη στο γραφείο του βουλευτή. Που ευτυχώς για τον ίδιο, απουσίαζε την ώρα εκείνη. Το “αχ τίποτα, μια καλημέρα μόνο ήθελα να σου πω...” μου αφηγείται τώρα μεταξύ δακρύων και χαμόγελου ανακούφισης, σιγοτραγουδώντας: “Λίγο ακόμα να ιδούμε...”

 Εις μνήμην...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 8 Μαρτίου 2018, αρ. φύλλου 926

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ