ΟΔΟΣ 31.10.2019 | 1007 |
Δηλαδή, πρώτα τιμούμε «την φοβερή προστασία και παρουσία της Παναγίας το 1940;» Και μετά όλα τα υπόλοιπα;
Αγαπητή ΟΔΟΣ,
Με κάθε επισημότητα εορτάστηκε το ιστορικό «Όχι» που είπε ο Ιωάννης Μεταξάς στην εισβολή των φασιστών της Ιταλίας με ταυτόχρονη απόδοση φόρου τιμής σ’ όσους έδωσαν την ζωή τους υπέρ της συγκεκριμένης εθνικής απόφασης-αντίστασης στα βουνά της Πίνδου και της Β. Ηπείρου. Παρ’ όλο που μετά από έξι μήνες, η ελληνική αντίσταση στην ιταλική εισβολή κάμφθηκε από τις ναζιστικές δυνάμεις.
Γιατί καλό θα είναι να επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο της κάθε εθνικής εορτής, μιας κι έχει γίνει της «μόδας» να συγχέονται —κυρίως από τις αδιάφορες και νεότερες γενιές— οι δύο μεγάλες εθνικές εορτές, εκείνη του 1821 μ’ αυτήν του 1940.
Ας μην θυμηθούμε καλύτερα την 28η Οκτωβρίου του 1840, που ειπώθηκε πέρσι μετά την παρέλαση της Καστοριάς από τοπική βουλευτή.
Όπως λοιπόν στα μεγάλα αστικά κέντρα, έτσι και στις ανά την επικράτεια περιφέρειες, πραγματοποιήθηκαν τόσο στρατιωτικές όσο και μαθητικές παρελάσεις. Κι όχι μόνο. Αφού πλέον έχει καθιερωθεί η παρέλαση και κάθε λογής συλλόγου, πέρα των πλέον επιβεβλημένων όπως του Ερυθρού Σταυρού και λοιπών επίσημων εμπλεκόμενων φορέων με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Στο τέλος της οποίας ως είθισται γίνονται και δηλώσεις των τοπικών αρχών, τόσο σε κοσμικό επίπεδο όσο και σε κληρικό. Το ίδιο συνέβη και στην Καστοριά. Και μάλιστα, πρώτος-πρώτος στις κάμερες και τα μικρόφωνα στάθηκε για δηλώσεις ο μητροπολίτης Καστοριάς. «Πολύ καλά έκανε» θα έλεγαν κάποιοι, παρ’ όλο που θα διαφωνούσα μαζί τους. Όχι τόσο για το γεγονός πως τον χορό των εθιμοτυπικών «ίδιων και επαναλαμβανόμενων» δηλώσεων άνοιξε ο εκπρόσωπος του κλήρου της Καστοριάς και επίσκοπός της, όσο για το περιεχόμενο των δηλώσεων που επέλεξε.
«Θυμόμαστε σήμερα την φοβερή προστασία και παρουσία της Παναγίας το 1940...», αναφερόμενος φυσικά στην συνέχεια και την μνήμη όσων έδωσαν τη ζωή τους, με αυτοθυσία στον πόλεμο. Δεν θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά θα προσέθετα. Εννοώ, να μην αναφερθεί στους πεσόντες για την ελευθερία.
Αλλά για στάσου μια στιγμή, αγαπητή ΟΔΟΣ. Κανονικά ανάποδα δεν θα έπρεπε να διατυπωθεί η δήλωση;
Δηλαδή, πρώτα τιμούμε «την φοβερή προστασία και παρουσία της Παναγίας το 1940;» Και μετά όλα τα υπόλοιπα; Όπως το «Όχι» του Μεταξά και τους θυσιασθέντες στα πεδία της μάχης;
Όχι βέβαια πως αμφισβητώ ενδεχόμενη παρουσία και προστασία Της καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου κι όχι μόνο. Προς Θεού. Υποθέτω όμως ότι κανονικά η Παναγία είναι παρούσα συνεχώς. Και στην καταστροφή της Σμύρνης και στην Άλωση της Πόλης. Κι΄ας μην είναι ημέρα εθνικής γιορτής δηλαδή.
Πρέπει βέβαια να διευκρινίσω πως δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω την συμβολή της Εκκλησίας —και της πίστεως— στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αλλά μάλλον οι περισσότεροι Έλληνες έχουν συνδέσει την παρουσία του κλήρου και των εκπροσώπων του με την επανάσταση του 1821 κι όχι μ’ αυτήν του 1940.
Που δεν ήταν και λίγοι με μία πρώτη σκέψη εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην επανάσταση της 25ης Μαρτίου 1821. Πάντως, είναι πολύ πιθανό, η παρουσία της Εκκλησίας να συνδέεται τότε επειδή η ίδια μέρα (25η Μαρτίου) είναι και μεγάλη εκκλησιαστική εορτή. Και γιορτάζονται ταυτόχρονα, από δύο διαφορετικές οπτικές, που γίνονται μία.
Γιατί το να μπέρδεψε και ο μητροπολίτης τις δύο μεγάλες αυτές εθνικές εορτές, φαντάζει κάπως δύσκολο. Έως αδύνατο. Εκτός κι αν όντως υπήρξε μια μικρή «στιγμούλα» στην δήλωση του.
Μετά τον μητροπολίτη Καστοριάς, σειρά πήρε ο κυβερνητικός βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. Ζ. Τζηκαλάγιας, ο οποίος μέσα στην σπινθηροβόλο δήλωση του —χωρίς κανένα ίχνος ειρωνείας— για την «εποποιία του 1940» κ.ά., ανέφερε για «σκλαβωμένα αδέρφια στην Β. Ήπειρο, την Κωνσταντινούπολη κι οπουδήποτε αλλού».
Αρχικά, το προσπέρασα γοητευμένος από την τόνωση του εθνικού αισθήματος και συνειδήσεως, που δημιουργήθηκαν μέσα από τις συγκεκριμένες δηλώσεις.
Από την άλλη, πάντως η συγκεκριμένη έκφραση με παρέπεμψε αναπόφευκτα σε «βορειομακεδόνικα» τραγούδια που μιλάνε για «σκλαβωμένα αδέρφια στην Ελλάδα», και κάπου εκεί όλο αυτό άρχισε να στριφογυρνά στο μυαλό μου.
Επειδή όμως, όπως έχω ξαναγράψει, «η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως», ξαναέβαλα την δήλωση να παίξει στον υπολογιστή μου. Σαν κάτι να μου έλεγε πως μέσα σ’ όλον αυτόν τον εθνικοπατριωτικό λόγο του βουλευτή, κάτι δεν μ’ ακούστηκε εύηχο.
Κι ήταν πράγματι έτσι. Αφορούσε το σημείο της δήλωσης του περί «σκλαβωμένων αδερφών». Όχι γιατί δεν υπάρχει ενδεχομένως ελληνικό στοιχείο στις περιοχές στις οποίες αναφέρθηκε. Αλλά επειδή, δεν διευκρίνισε με τις δηλώσεις του σε ποιες περιοχές για παράδειγμα, βρίσκονται οι σκλαβωμένοι αδελφοί μας.
Από την άλλη, πάντως η συγκεκριμένη έκφραση με παρέπεμψε αναπόφευκτα σε «βορειομακεδόνικα» τραγούδια που μιλάνε για «σκλαβωμένα αδέρφια στην Ελλάδα», και κάπου εκεί όλο αυτό άρχισε να στριφογυρνά στο μυαλό μου. Ίδια ρητορική σκέφτηκα, ίδιος πολιτικός λόγος, θαρρώ ξεπερασμένος. Και λίγο αργότερα, να σου κι οι Τσάμηδες με την «Μεγάλη» Αλβανία.
Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο αυτό με φόβιζε, θυμίζοντας μου τον αλυτρωτισμό αλλά και τον υπέρμετρο εθνικισμό που εκφράζουν αυτές οι δύο Δυτικοβαλκανικές χώρες και τις επεκτατικές βλέψεις που έχουν εκφράσει κατά καιρούς, έναντι των ελληνικών σνόρων.
Αδυνατούσα να σκεφτώ, τι κοινό μπορεί να έχουν οι Έλληνες πολιτικοί με τους Δυτικοβαλκάνιους. Όταν οι τελευταίοι προβαίνουν κατά καιρούς σε τέτοιου είδους εθνικιστικές δηλώσεις για το εσωτερικό τους ακροατήριο και μόνο. Γιατί αν υπάρχει κάποιος που να πιστεύει σοβαρά πως η Ελλάδα κινδυνεύει στρατιωτικά από τις δύο αυτές χώρες, τότε κάτι δεν πάει καλά.
Από την άλλη, όσοι πάλι πίστευαν πως με την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, θα τελείωναν και τ’ όποια προβλήματα με τους βόρειους γείτονες, απλά (ξε)γελάστηκαν.
Ουσιαστική λύση θα δοθεί μόνο με την μελλοντική ένταξη των δύο -Αλβανίας και Σκοπίων- στην ΕΕ. Κι αυτό έχει γίνει ξεκάθαρο σ’ όλους τους τόνους, προσφέροντας ενδεχομένως και λύσεις -εθνικότητα και γλώσσα- που δεν προέκυψαν ούτε από την συμφωνία των Πρεσπών. Όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί ο νυν πρωθυπουργός. Αρκεί να φανεί πόσο συνεπής θα είναι στις τότε δηλώσεις.
Κι οι τοπικοί άρχοντες από την πλευρά τους, αντί να διπλασιάζουν τις μέρες «βαλκανικής» προπαγάνδας στο ιστορικό κέντρο της Καστοριάς, να ξεκινήσουν τον περιορισμό της με σκοπό την καλύτερη κι -αμφίδρομα- άδολη γειτνίαση.
Δεν θέλει κόπο, τρόπο θέλει. Και τρόποι υπάρχουν. Αρκεί να θέσουν εαυτούς αντιμέτωπους με τα χρόνια ως τώρα κακώς κείμενα.
Ιωάννης Σκόρδας
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 31 Οκτωβρίου 2019, αρ. φύλλου 1007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.