29.7.22

Μακεδονικές ιστορίες: Ναούμης πάει στη Φλώρινα του Γεωργίου Μόδη [I]



Συγγραφέας του διηγήματος είναι ο μοναστηριώτης μακεδονομάχος και συγγραφέας Γεώργιος Μόδης. Το διήγημα ανήκει στην συλλογή "Μακεδονικές ιστορίες: Πάντεφ ο δυναμιτιστής" σελ. 19-25, εκδόσεις Πάπυρος.

* * *

Επιμέλεια: Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Ο Καπετάν Ναούμης ήταν ένας κλεφταρματολός, που έδρασε στην Δυτική Μακεδονία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η ζωή του και τα κατορθώματά του μπερδεύονται στους θρύλους και την ιστορία. Ανήκει και αυτός στους τελευταίους της Κλεφτουριάς. Το όνομά του ήταν Ναούμ Ορλίνης και γεννήθηκε στο χωριό Ιεροπηγή, που βρίσκεται στον νομό Καστοριάς. 

Ο Ναούμης Ορλίνης, όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο, άρχισε να εργάζεται σε ένα συνεργείο χτιστών. Οι χτίστες ήταν συγχωριανοί του και δούλευαν στην Αθήνα. Τον χειμώνα επέστρεφαν στο χωριό τους. Όταν ο Ναούμης έγινε δεκαέξι χρονών εργαζόταν, ως βοηθός χτίστη στην Αθήνα. Σε ένα διάλειμμα άκουσε κάποιους εργάτες να συζητούν και να λένε να παρατήσουν την δουλειά και να φύγουν πίσω στην Μακεδονία, για να ζήσουν από την ληστεία. Ο Ναούμης πέταξε τα εργαλεία, αποχαιρέτησε τους συγχωριανούς του και έφυγε με τους υποψήφιους κλέφτες. 

Ο Ναούμης ήταν γενναίος, αλλά είχε και ηγετικά προσόντα. Έγινε καπετάνιος μιας μεγάλης ομάδας κλεφτών και έγινε γνωστός σε όλη την Δυτική Μακεδονία. Ήταν ο προστάτης των χριστιανών και στα χωριά τον δέχονταν με ενθουσιασμό. Ήταν ο «Αετός των βουνών», όρο που τον δανείστηκε πολύ αργότερα και ο Παύλος Μελάς, και όλους τους παλιούς κλέφτες της Δυτικής Μακεδονίας, τους ονόμαζε «Σταυραετούς».

Ο Καπετάν Ναούμης έμεινε στην ιστορία της Φλώρινας από την απαγωγή του Tούρκου Καϊμακάμη. Ένας θρύλος, που έγινε τραγούδι. Ένα τραγούδι που τραγουδιέται πολύ ακόμη και σήμερα σε εκδηλώσεις στη Φλώρινα, αλλά είναι προπαντός ένα τραγούδι που έχουμε τραγουδήσει όλοι όσοι υπήρξαμε μαθητές στα σχολεία αυτής της πόλης, καθώς η απαγωγή του καϊμακάμη υπήρξε πολύ σπουδαίο κατόρθωμα, που έμεινε στην ιστορία της περιοχής.
 
Η Νύχτα Ραμαζανιού στη Φλώρινα τον Ιούνιο του 1881. Όλη η Τουρκιά –και ήταν τότε πολλή- είχε ξεχυθή έξω. Τα καφενεία πλημμυρισμένα. Άλλοι κάθονταν σε καρέκλες και μεντερλίκια και άλλοι σε απλές ψάθες καταγής. Ροφούσαν καφέδες, τσιγάρα και ναργκιλέδες και κουβέντιαζαν με την άφθαστη εκείνη σοβαρότητα των Τούρκων που τους έκαμνε Ρωμαίους συγκλητικούς κι όταν συζητούσαν για τα αρλουμποειδέστερα των πραγμάτων. Πού και πού ακουόταν κανένας αμανές ή ντέφι. Και πάνω απ’ την πόλι αγρυπνούσαν οι μιναρέδες. Η λεπτή και φωτισμένη σιλουέτα τους ανέβαινε προς τα ύψη σαν λόγχη φρουρού και προσευχή μουεζίνη. Οι γιρλάντες των από αναμμένες κανδύλες έμοιαζαν φωτερά στεφάνια που έστελνε απ’ τα σκοτεινά βάθη του ουρανού ο μεγαλόψυχος Προφήτης για τους πιστούς του.
Στο σπήτι του καϊμακάμη (επάρχου) βασίλευε εκείνη τη βραδυά εξαιρετική κίνηση. Είχε σε τραπέζι (σουφούρ) τους εντόπιους μπέηδες και αγάδες.

Ήταν ο καϊμακάμης αυτός νεαρός μπέης που είχε σταλή απ’ την Πόλι κατ’ ευθεία στη Φλώρινα με την εντολή να ξεκάμη τους γκιαούρηδες λησταντάρτες που είχαν προβάλη σαν λύκοι στην αντάρα μόλις παρουσιάσθηκαν ντράβαλα στα νότια σύνορα της Θεόσωστης Αυτοκρατορίας. Ο σπουδαιότερος ήταν ο Ναούμης απ’ το Κωστενέτσι (Ιεροπηγή). Ο καϊμακάμης του παράγγειλε ναρθή μέσα σε δέκα μέρες και να προσκυνήση ή να γκρεμοτσακισθή και να φύγη στο Γιουνάν (Ελλάδα) που τον ξαπέστειλε. Άμα περνούσαν δέκα μέρες και δέκα λεπτά θα ήταν πια πολύ αργά γι’ αυτόν. Ο Ναούμης αποκρίθηκε πως θα σκεφθή και θ’ απαντήση. 

Είχαν περάση απ’ το τελεσίγραφο του καϊμακάμη 14 μέρες. Τ’ αποσπάσματα ήσαν τώρα στις θέσεις τους στα βουνά και τα χωριά ανάμεσα Φλώρινα και Καστορία όπου ο Ναούμης είχε τα λημέρια του. Ο καϊμακάμης από στιγμή σε στιγμή περίμενε τη μεγάλη είδησι. Είχε υποσχεθή 50 λίρες σ’ εκείνον που θα του έφερνε το κεφάλι του Ναούμη και ανά τρεις λίρες για τον καθένα απ’ τους συντρόφους του.

Εκείνη τη νύχτα είχε ξεχάση και το Ναούμη και τους συντρόφους του. Εννοούσε να εορτάση το ραμαζάνι σαν καλός μουσουλμάνος και να δείξη στους επαρχιώτες πασσάδες, μπέηδες και αγάδες με δωδεκάδα φαγητών και γλυκύσματα τη μεγαλοπρέπεια των πρωτευουσιάνων. Είχε φέρη απ’ την Πόλι και δικό του μάγειρα που τον είχε προβιβάση χωροφύλακα για να πλερώνη ο Σουλτάνος το μισθό του. 
Όλο το σπήτι έπλεε στα φώτα. Κάθε δωμάτιο είχε 2-3 μεγάλες λάμπες. Ο δήμαρχος είχε προθυμοποιηθή να στήση φανάρια και έξω στην πόρτα και στο δρόμο. 

Δυο χωροφύλακες νεοσύλλεκτοι μα γηραλέοι κάθονταν σταυροπόδι κατάχαμα έξω στην πόρτα για να φρουρούν και να υποδέχουνται τους καλεσμένους. Τα όπλα τους τα είχαν αφίση μέσα στο μαγειρείο όπου αυτόκλητοι έκαμναν συχνές τις επισκέψεις. Ήσαν τόσο μπόλικα τα φαγητά!...
Ο ένας πίσω απ’ τον άλλο είχαν έλθη αρκετοί μπέηδες και αγάδες. Χαιρετούσαν με βαθείς τεμενάδες τον καϊμακάμη και έπαιρναν θέσι στον σοφά. Όπου νάταν θα έφθαναν και ο Ιζέτ πασάς με την παρέα του. Η ώρα του δείπνου εσίμωνε. 

Την ίδια ώρα σκιές γλυστρούσαν απ’ το βουνό που είναι πάνω από τη Φλώρινα και σιγά και αθόρυβα εκύκλωναν το σπίτι. Κανείς δεν τις πρόσεξε. Όλοι ήσαν απορροφημένοι απ’ την ετοιμασία της πανδαισίας. Μοναχά ένα αηδόνι χωμένο μέσα στα κλαδιά άρχισε να ξελαρυγγίζεται σαν να έκαμνε εκείνη την ώρα τους γάμους του. Η φωνή του ανέβηκε όλη την κλίμακα στη διαπασών. 

-Τι έπαθε απόψε τ’ αηδόνι! είπε ο καϊμακάμης σ’ ένα σεβάσμιο χότζα, τον Γεσίλ εφέντη, που καθόταν κοντά του.
-Εορτάζει κι αυτό, μπέη εφέντη, αποκρίθηκε εκείνος με το χέρι στο στήθος. Για καλό θάνε.

Έξαφνα ένα σφύριγμα ακούσθηκε. Κι ευθύς αγριάνθρωποι με σπαθιά και τουφέκια στα χέρια πήδησαν απ’ τον τοίχο και το φράκτη. Όσους βρήκαν στην αυλή και το μαγειρειό άνδρες και γυναίκες τους έπιασαν απ’ το λαιμό και έβαλαν τα κεφάλια τους ν’ ακουμπήσουν καταγής. Έξω στην πόρτα έπεσαν μερικές τουφεκιές. Οι δυο χωροφύλακες έγιναν άφαντοι στο σκοτάδι. Ένα τμήμα των αγνώστων ώρμησε στην σκάλα και ανέβηκε βιαστικά στο επάνω πάτωμα όπου βρισκόταν ο καϊμακάμης. Ένας ψηλός και ρωμαλέος άνδρας με γέννεια και γυμνό χαντζάρι στο χέρι βάδιζε μπροστά. Πίσω του οι άλλοι κρατούσαν έτοιμα τα τουφέκια. Μερικοί είχαν στα δόντια τους γυμνά σπαθιά. Πάνω στα στήθια και στις λερές φουστανέλες τους τα τσαπράζια και τ’ άλλα ασημικά σκορπούσαν αστραπές.

Ο καϊμακάμης μαρμαρώθηκε στη θέσι του. Το πρόσωπό του έγινε σουδάρι και τα μάτια του ανοίχθηκαν διάπλατα σαν ναβλεπαν φαντάσματα. Περίμενε καλεσμένους μα όχι και αυτούς τους δαίμονες. Μόνη η εμφάνισή τους ήταν αρκετή να σου παγώση το αίμα. Γύρισε να κυτάξη τους άλλους αγάδες για να τους συμβουλευθή ή να πάρη κουράγιο. Όλοι τους είχαν σκυμμένα τα κεφάλια. Έμοιαζαν όρθιους νεκρούς. Τα γόνατά τους διατηρούσαν κάποια ζωή. Έτρεμαν…

Ο υψηλός γεννειοφόρος με το γυμνό χαντζάρι και τα πολλά ασημικά προχώρησε στη μέση της κάμαρας και είπε αρβανήτικα:
-Καϊμακάμ μπέη. Είμαι ο καπετάν Ναούμης. Μ’ εκάλεσες και ήρθα.
Στο πικραμμένο πρόσωπο του επάρχου άνθισε ένα χαμόγελο ελπίδας.
-Κα… κα… καλώς ήρθες. Κα… καλώς ήρθατε…
-Με συγχωρείς αν άργισα και λιγάκι. Ήμουν μακρυά. 
-Δε… δεν πειράζει. Δεν πειράζει. Μπούγιουρουν. Καθήστε. Αφήστε έξω τ’ άρματα. Ο πολυχρονεμένος ο Σουλτάνος θα σας συγχωρήση όπως τόσους άλλους. Αύριο θα τα πούμε. Στρωθήτε τώρα να φάτε. Έχομε μπόλικο φαγί.
Γέλοια και χάχανα ακούσθηκαν στη θύρα όπου έστεκαν οι άλλοι αντάρτες. 

 - συνεχίζεται - 

 

 Το κείμενο δημοσιεύεται με την επιμέλεια της Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, που, μέσω του τραγουδιού του, γνώρισε τον καπετάν Ναούμη στην πατρίδα της, τη Φλώρινα, αλλά δεν ακούει κάτι γι’ αυτόν στην άλλη της πατρίδα, την Καστοριά, που είναι η γενέτειρά του…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Οκτωβρίου 2021, αρ. φύλλου 1099.

Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ