ΟΔΟΣ 21.10.2022 | 1100 |
Ο μύλος, αρκετά έξω από την πόλη· αν δεν διέθετε κάποιος δικό του γαϊδουράκι ή μουλάρι, μπορούσε να εξυπηρετηθεί από τον καραγωγέα, ο οποίος φόρτωνε τα σακιά περνώντας από όλες τις γειτονιές...
Τρέλα είχα με το μύλο. Η πρόσκληση να με πάρει μαζί του, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου προσφέρει ο πατέρας, κάθε φορά που χρειαζόταν να πάει μέχρι εκεί για να του αλέσουν το σιτάρι. Ο μυλωνάς καλός του φίλος, τον περίμενε πώς και πώς. Έπιαναν τότε την κουβέντα και ξεχνούσαν και το σακί με το στάρι και τη μικρή κόρη, εμένα δηλαδή, που άλλο τίποτα δεν ήθελα παρά τη μοναδική αυτή ευκαιρία για εξερεύνηση κάθε γωνιάς του κτίσματος. Να σκαρφαλώσω στην απότομη, πέτρινη σκάλα και να θαυμάσω από κοντά τον οδοντωτό τροχό που δεν σταματούσε να γυρίζει και να εκσφενδονίζει το νερό του μυλαύλακα μέχρι ψηλά στο τσιμεντένιο βάθρο και να με πιτσιλά.
Ο μύλος, αρκετά έξω από την πόλη· αν δεν διέθετε κάποιος δικό του γαϊδουράκι ή μουλάρι, μπορούσε να εξυπηρετηθεί από τον καραγωγέα, ο οποίος φόρτωνε τα σακιά περνώντας από όλες τις γειτονιές και, όταν τέλειωνε το άλεσμα, επέστρεφε το αλεύρι στους ιδιοκτήτες, κατά σειρά παραγγελίας και φόρτωσης. Ο πατέρας μου πάντως, είχε βρει μια πολύ πιο πρωτότυπη λύση: ένα παμπάλαιο ποδήλατο, που ήταν πεταμένο σε ένα παρακείμενο, αφύλακτο οικόπεδο. Πολύ επιδέξιος στη μαστορική, φρόντισε να το επισκευάσει, να κολλήσει τις τρύπες στα λάστιχα, να ευθυγραμμίσει το τιμόνι, να το βάψει με κόκκινη λαδομπογιά, και να ‘σου το μεταφορικό του μέσο. Όχι βέβαια, για να ποδηλατεί ο ίδιος. Εμένα έβαζε στη μπαλωμένη σέλα· φόρτωνε πίσω σε μια αυτοσχέδια, πελώρια σχάρα το σακί και τσουλώντας το σιγά σιγά φτάναμε στο μύλο. Καμάρωνα σ´ όλη τη διαδρομή, μισή ώρα και, καθώς ο πατέρας χαιρετούσε γνωστούς και φίλους. Τους κοίταζα αφ’ υψηλού και χαμογελούσα λες και ήμουν η πριγκίπισσα του παραμυθιού.
Μόλις ξεπέζευα, έτρεχα βιαστικά στην είσοδο. Εκεί στεκόταν ο μυλωνάς, ένας πανύψηλος, κοιλαράς, με άσπρο σκούφο στο ολοστρόγγυλο κεφάλι του και μια πελώρια άσπρη ποδιά, η οποία σκέπαζε όλο του το κορμί και τα πόδια μέχρι τη μέση της κνήμης. Του έδινα όλο χαρά το σημείωμα που είχα γράψει με μολύβι στο μικρό απόκομμα χαρτιού· το έκοβε από τα αλευρωμένα τεφτέρια του και μου έδινε ένα κομμάτι σε κάθε μας επίσκεψη. Χωρίς να πω ούτε μία κουβέντα, κατευθυνόμουν, σωστή βολίδα, στα πέτρινα σκαλοπάτια. Εκείνος το ξεδίπλωνε όλο περιέργεια και, μόλις διάβαζε την γραπτή πρότασή μου, άρχιζε να γελά με την ψυχή του. «Βρε, βρε, το κορτσούδι μου, έμαθε όλα τα κατατόπια του μύλου απ’ έξω κι ανακατωτά!». Ετοίμαζε αμέσως μετά ένα άλλο μικροσκοπικό χαρτάκι, μου το έχωνε στην τσέπη της ζακέτας μου και λέγοντας πως περίμενε το επόμενο γράμμα μου, στρεφόταν προς τον πατέρα μου και έπιαναν ψιλή κουβέντα. Δεν ξέρω τι έλεγαν οι δυο τους. Εμένα, ωστόσο, ούτε που γύριζαν να με δουν. Σιγά σιγά, είχα μάθει όλα τα εξαρτήματα του μύλου με το όνομά τους και αυτά ήταν που κατέγραφα στο χαρτί, εξηγώντας βέβαια και τη χρήση του καθενός τους. Αν λάβει κανείς υπ’ όψη, ότι μόλις είχα τελειώσει την πρώτη δημοτικού, δεν ήταν μικρό κατόρθωμα. Εδώ η σκάφη, πιο κάτω οι μυλόπετρες,το πατάρι και ο όνος, το ακτινωτό τύμπανο, ο οδοντωτός τροχός και... και...Όλα σας λέω. Η πρόταση της καταγραφής έγινε από το μυλωνά, που φαίνεται πως έτσι ήθελε να απαλλαγεί από τις συνεχείς μου ερωτήσεις. Μου είχε κάνει ένα πρόχειρο σχέδιο, όπου ανέφερε τα πάντα. Το στοίχημά μας ήταν να γράφω στα χαρτάκια ένα εξάρτημα κάθε φορά, μαζί με τη χρήση του. Γι’ αυτήν με βοηθούσε στη σύνταξη ο μπαμπάς. Μου έκανε εντύπωση ότι κάθε φορά άλλαζε τη σειρά των λέξεων, αλλά η απάντησή του ήταν, «έτσι για να μπερδεύουμε το μυλωνά» και έκανα ό, τι μου έλεγε.
Όταν κατέφτασαν οι Ιταλοί καραμπινιέροι την ώρα που βρισκόμουν στο βάθρο, ψηλά στο σκαλοστάσι και έβαλαν τις αγριοφωνάρες τους, δεν κατάλαβα τι είχε γίνει. Είδα όμως να έχουν πιάσει τον πατέρα και το μυλωνά και να τους σπρώχνουν βίαια έξω από το μύλο. Κατέβηκα όπως-όπως και όταν βγήκα έξω, τους είχαν οδηγήσει δεμένους πισθάγκωνα στο μέρος, όπου έστεκε ακουμπισμένο στον τοίχο του μύλου το ποδήλατο. «Λα μπισικλέτα!», ούρλιαζαν και οι τέσσερις και έλεγαν και άλλα πολλά. Άρχισα τότε να κλαίω γοερά, χωρίς να καταλαβαίνω τι γίνεται. Ένας νέος άντρας που τους συνόδευε με πλησίασε και προσπάθησε να με καθησυχάσει σε σπαστά ελληνικά. Ο πατέρας τού εξήγησε τότε πως ήμουν η κόρη του και βρισκόμουν ψηλά στο πατάρι για να παρακολουθώ την κίνηση του τροχού. Πήραν το ποδήλατο, πήραν και τον πατέρα με το μυλωνά και έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση, πάνω σε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο. Ο νεαρός άντρας με πήρε από το χέρι και με οδήγησε σπίτι μου, ενώ συνέχιζα να κλαίω, με αναφιλητά τώρα.
Η μητέρα προσπάθησε να με ηρεμήσει, κάθε άλλο παρά ήρεμη η ίδια. Μάθαμε ότι ο πατέρας φυλακίστηκε, επειδή δεν είχε δηλώσει το ποδήλατο στο ιταλικό φρουραρχείο. Ο μυλωνάς αφέθηκε ελεύθερος τρεις μέρες αργότερα. Ο πατέρας γλύτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα, μετά από παρέμβαση των τοπικών αρχόντων, οι οποίοι κατάφεραν να πείσουν τον φρούραρχο ότι το ποδήλατο ήταν άχρηστο για κανονική οδήγηση.
Εκείνο που μου εκμυστηρεύτηκε ο γονιός μου, όταν πια είχαμε απελευθερωθεί από τα εχθρικά στρατεύματα, ήταν πως τα χαρτάκια που έγραφα ήταν μηνύματα για τους αντάρτες που δρούσαν στα γύρω χωριά. Συνεργάτης της αντίστασης ο μυλωνάς. Σύνδεσμος κατά του εχθρού εγώ, στα επτά μου χρόνια... Για φαντάσου!
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Οκτωβρίου 2021, αρ. φύλλου 1100.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.