27.3.11

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Ο γερο-Λέμας

Ο γερο-Λέμας έκανε μια ζωή οικονομία. Ξενιτεύτηκε στην Αμερική, έφτιαξε περιουσία, παντρεύτηκε, αλλά δεν χάρηκε παιδιά. Γύρισε γέρος στην πατρίδα για να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να επισκευάσει το πατρικό σπίτι.
Αμα εγκαταστάθηκαν εκεί με τη γυναίκα του, πήγαιναν κι έπαιρναν φαΐ από μια ταβέρνα που 'ταν κοντά, κάνοντας και τη βόλτα τους• λίγα πράματα, δυο κεσεδάκια, μια μερίδα φαΐ και σαλάτα. Πιάνονταν χέρι χέρι, εκείνη περπατούσε τόσο προσεκτικά που 'λεγες πως ήταν από γυαλί - έσπασε πρώτη. Αφότου χήρεψε ο γερο-Λέμας, άρχισε να μαζεύει, να διπλώνει, το κεφάλι του σαν να χωνόταν μέρα τη μέρα ανάμεσα στις κλείδες και τα πλευρά. Φορούσε ένα παμπάλαιο κοντό μπουφάν, που το λάστιχό του είχε χαλαρώσει εντελώς και το τελείωμά του, ξεχειλωμένο κι άκαμπτο, στεκόταν λες και είχε μέσα τσέρκι βαρελιού. Κάποιος είπε πως ώς και το σώμα του τσιγκουνευόταν να δώσει στον θάνατο και πως θα σωνόταν, ούτως ώστε να αποφύγει το πιο περιττό απ' όλα έξοδο, πως μια ζωή έκανε το σκατό παξιμάδι και τώρα θα γινόταν παξιμάδι ο ίδιος για να τον θρυμματίσουν πάνω απ' τη σκαμμένη γη.
Οι επισκέψεις των συγγενών πλήθυναν προς το τέλος, ο γερο-Λέμας τούς υποδεχόταν -τρόπος τού λέγειν- ξαπλωμένος στον καναπέ, διπλωμένος σαν γερασμένο έμβρυο, σουφρωμένος σαν ξερός καρπός που πασχίζει μάταια να βαστηχτεί στο κλαρί. Εκείνοι μιλούσαν σ' έναν τόνο προσποιητά μειλίχιο, γλυκερό, ψεύτικο, τότε ο γερο-Λέμας έμοιαζε σαν μουσικός που ετοιμάζεται να χορδίσει μια αόρατη άρπα.
Ο γερο-Λέμας πέθανε Μεγάλη Εβδομάδα. Τα παντζούρια του σπιτιού του ανεβαίνοντας απότομα έσκισαν τη νυχτερινή ησυχία ώρες πριν από τη συνηθισμένη. Το βράδυ της ανάστασης, στον δρόμο που περνούσε μπρος απ' το σπίτι του, άναψαν οι γιρλάντες με τα εορταστικά λαμπιόνια. Στο σπίτι του γερο-Λέμα όλα ήταν κλειστά, η αλλοδαπή γυναίκα που τον κοίταζε τελευταία, κατέβασε τα παντζούρια κι έψαξε αλλού για δουλειά. Η πρόσοψη του σπιτιού εντελώς λιτή, σαν τα σπίτια που ζωγραφίζουν τα παιδιά, λυπημένα παιδιά όμως, να 'χει δυο παράθυρα για μάτια και μια πόρτα σαν στόμα, κλειστά. Το σπίτι, σαν παιδί που 'ρθε στα γεράματα κι ορφάνεψε γρήγορα.
Τα κοράκια πύκνωσαν τις επισκέψεις τους στο σπίτι του γερο-Λέμα, κάποια περπατούν πάνω στη στέγη του, μοιάζουν σαν προβληματισμένα, μοιάζουν σαν να ψάχνουν τρόπους να πείσουν, να δελεάσουν• άλλα, σαν ζωντανά ακροκέραμα• και είναι κι ένα μεγάλο που όλο πετάει πάνω από τη στέγη, περίλυπο, γιατί θα ξυπνήσει λες παιδάκι απ' το τελευταίο του όνειρο.


Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ