22.2.16

111 χρόνια μετά τον θάνατο του Μελά



Στην Καστοριά της δεκαετίας του ‘60, με αφηγήτρια την Ειρήνη Δαμοπούλου*…


Μέσα στον Αύγουστο είχαμε την τύχη να μας επισκεφτεί και φέτος η φίλη μας η Ειρήνη που ζει στον Καναδά∙ μιλώ για τύχη και κυριολεκτώ, γιατί η συζήτηση με αυτήν τη γυναίκα που έχει ζήσει τόσα πολλά και συγκλονιστικά έχει στ’ αλήθεια περιεχόμενο. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό σε μιαν εποχή όπου η φλυαρία κι η πολυλογία έχουν δυστυχώς περισσέψει τόσο που συχνά προσπαθείς να αποτιμήσεις την αξία πολύωρων συζητήσεων και καταλήγεις στο τίποτα ή στο σχεδόν τίποτα. Δυστυχώς.

Οι ολοζώντανες αφηγήσεις της, που δίνουν ιδιαίτερο χρώμα στο καλοκαίρι μας, αφορούν χρόνια δύσκολα της ιστορίας της Πατρίδας μας. Κι έχουν άλλο ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό: συμπληρώνονται έξοχα με τις καίριες διευκρινίσεις και συμπληρώσεις του συζύγου της κι αγαπητού μας Αργύρη, που, λόγω της δυνατής του μνήμης, θυμάται αμέτρητα γεγονότα σημαντικών ιστορικών στιγμών της Πατρίδας μας και όχι μόνον αυτά.

Έπιασε, λοιπόν, η Ειρήνη εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα να μας διηγείται ένα περιστατικό που έζησε όταν ήταν αρχηγός στο Σπίτι Παιδιού εδώ στην περιοχή μας. Ήταν τέλος Αυγούστου ή ίσως αρχές Σεπτεμβρίου του 1967 ή ίσως και ένα-δυο χρόνια νωρίτερα κι η Ειρήνη Δαμοπούλου, κοπελίτσα κάτω των 30 χρονών, είχε την ευθύνη να ετοιμάσει εγκαίρως το νέο οίκημα του Σπιτιού του Παιδιού στη Βασιλειάδα, ώστε να είναι όλα τέλεια στην τελετή των εγκαινίων. Καταφθάνει, λοιπόν, ο νομάρχης για τα εγκαίνια και, μπροστά στους επίσημους και στον κόσμο, παρατηρεί την υπεύθυνη όχι για ασήμαντη, αλλά για ανύπαρκτη αφορμή. Στο πλαίσιο της παρατήρησής του την προσβάλλει ακόμη περισσότερο:
-Δε μου λες εσύ, από πού είσαι;
-Από τον Άγιο Δημήτριο, κ. νομάρχα. (Το χωριό αυτό ήταν δίπλα στην Ιεροπηγή, που έδωσε μεγάλο αριθμό ηρώων στον Μακεδονικό Αγώνα -πολλοί από τους ήρωες προέρχονται από την οικογένεια του παπα-Γερμανού Γούλιου, παππού της Ειρήνης-, σήμερα δεν υπάρχει πια.)
-Α, κατάλαβα. Είσαι από το χωριό που είναι όλοι Βούλγαροι και δεν έχουν μυαλό!
Χωρίς να τα χάσει η κοπέλα, υψώνει το ανάστημά της και του απαντάει με θάρρος:
-Οι Βούλγαροι ζούνε στη Βουλγαρία, εδώ στη Μακεδονία δεν υπάρχουν Βούλγαροι!

Αληθινά σπουδαία η απάντησή της, αλλά την πήρε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει γιατί πολύ της κακοφάνηκε αυτό που της ειπώθηκε και με το δίκιο της! Άλλωστε η Ειρήνη είχε δώσει μάχες στο παραπέτασμα όπου την είχε πάει το παιδομάζωμα -κι όχι παιδοφύλαγ μα-, είχε αντισταθεί σθεναρότατα στην προπαγάνδα που έκαναν στα παιδιά του Παιδομαζώματος οι υπεύθυνοι του ΚΚΕ που προσπαθούσαν να τα πείσουν πως δεν είναι Ελληνόπουλα, αλλά Σλαβομακεδόνες και είχε υποστεί διάφορα μαρτύρια για να μην απαρνηθεί την Πατρίδα της την Ελλάδα, στα οποία θα είχε λυγίσει, όπως η ίδια παραδέχεται παλικαρίσια, αν δεν είχε την ηρωίδα μάνα που είχε, την κόρη του ήρωα παπα-Γερμανού, συνεργάτη του Γερμανού Καραβαγγέλη στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, Ελπίδα . Αλλά πού να ξέρει ο νομάρχης!... Αυτός ήξερε μόνο την προκατάληψη που αδικούσε τους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, καθώς έκρινε τη συνείδησή τους με μόνο κριτήριο τη γλώσσα που μιλούσαν, δεν είχε καμία ιδέα –ενώ όφειλε να έχει- για τους γραικομάνους Μακεδόνες, που πλήρωσαν με το αίμα τους την υπόθεση της λευτεριάς της ιερής γης της Μακεδονίας.

Καθώς, λοιπόν, η Ειρήνη δεν μπόρεσε να κρύψει την ταραχή της, την πλησιάζει ο οδηγός του και της λέει:
-Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι. Στο γυμνάσιο δε σου έκαναν παρατήρηση;
-Όχι, ποτέ! ήταν η απάντηση της προσβεβλημένης Ελληνίδας από τον Αη-Δημήτρη της Καστοριάς που δεν υπάρχει πια.
Το θέμα για την κοπέλα που τόλμησε να υψώσει φωνή σε ολόκληρο νομάρχη συζητήθηκε στην πόλη κι ένιωσαν δικαιωμένοι και άλλοι συντοπίτες που μέσα τους ξεχείλιζε η αγάπη για την Ελλάδα ανεξάρτητα από ταμπέλες που άλλοι τους είχαν φορέσει στο κούτελο για να τους υποτιμούν, νιώθοντας οι ίδιοι ανώτεροί τους χωρίς καθόλου να είναι. Κι ο νομάρχης –άγνωστος ο ακριβής λόγος- έφυγε σε ένα μήνα από την περιοχή μας.

Μα την επόμενη ακριβώς ημέρα επισκέφτηκε το Σπίτι Παιδιού στη Βασιλειάδα η Πρόεδρος όλων των Σπιτιών του Παιδιού, η Αλεξάνδρα Μελά. Αυτή ήξερε. Ήξερε τη συνταρακτική ιστορία της κοπέλας, ήξερε και πολύ περισσότερα για την Ιστορία γενικώς. Όταν εμφανίστηκε μπροστά της, η Ειρήνη ένιωσε άβολα, ιδίως όταν η Αλεξάνδρα άρχισε να τη ρωτάει απέξω απέξω για τα όσα είχαν διαδραματιστεί την προηγούμενη ημέρα. Έτσι η κοπέλα ένιωσε την ανάγκη να της πει:
-Ζητώ συγγνώμη, κ. Μελά, ίσως και να παραφέρθηκα χτες, αλλά με αποκάλεσε Βουλγάρα.
-Καθόλου δεν παραφέρθηκες! Και λίγα του είπες! Κανονικά έπρεπε να του δείξεις την πόρτα και να φύγει!
Γιατί η κ. Μελά ήξερε, δεν σκεφτόταν σαν τον νομάρχη που είχε τοποθετηθεί στην Καστοριά, έχοντας πλήρη άγνοια και φοβερή προκατάληψη σε βάρος των ανθρώπων που είχε έρθει να διοικήσει.

Αλλ’ αρκετά με τον νομάρχη, που απλώς αποτελεί τυπικό δείγμα του πώς σκέφτονταν για τους Μακεδόνες οι άλλοι Έλληνες, που δεν είχαν ιδέα από τους Μακεδόνες σαν τον καπετάν Κώττα από τη Ρούλια, ο οποίος δεν μπορούσε να μιλήσει ελληνικά κι έλεγε χαρακτηριστικά: «Το καρδιά ελληνικό, αλλά το άτιμο το γλώσσα ντεν μπορεί» (Ι. Μπουγά «Η φωνή της Ειρήνης», εκδ. Ερωδιός). Και για να κλείσουμε το θέμα, παραθέτουμε αυτό που έγραψε το 1920 ο Α. Σβώλος που γνώριζε καλά:
«Γι’ αυτό ο αναγνώστης των διηγημάτων του Γ. Μόδη, όταν κατάγεται από την παλαιά Ελλάδα, πρέπει να μεταφερθεί αρκετά μακριά απ’ τον αστικό τύπο του ελεύθερου Έλληνος, για να νιώσει τους μακεδονικούς τύπους της νέας Ελλάδας. Ιδίως θα πρέπει να προσέξει να μη συγχύσει ποτέ γλώσσα κι εθνική συνείδηση στον Μακεδονικό λαό, ο οποίος, κι όταν ακόμη δεν μπορούσε να προφέρει την λέξη «Έλλην», εσφάζετο με δάκρυα χαράς δια την Ελληνική Ιδέα (…)».

Κι η κουβέντα επικεντρώνεται στη μορφή της Αλεξάνδρας Μελά, της γυναίκας που η Ειρήνη είδε πολλές φορές στη ζωή της, μια που ήταν υπεύθυνη για τα Σπίτια Παιδιού, και όσες φορές την είδε φορούσε στρατιωτική στολή, λόγω της Φανέλας του Στρατιώτη, στην οποία ήταν Πρόεδρος.

Η Αλεξάνδρα Μελά ήταν η νύφη του Παύλου και της Ναταλίας Μελά, η σύζυγος του Μίκη Μελά. Μία από τις φροντίδες της ήταν τα Σπίτια Παιδιού να ανταποκρίνονται όσο καλύτερα γινόταν στον κυριότερο λόγο της ύπαρξής τους, την κάλυψη των αναγκών τους, οι οποίες ήταν μεγάλες και πολλές. Έτσι, οι κοπέλες που δούλευαν εκεί έραβαν ρούχα για τους ανθρώπους του χωριού, αλλά και παρέδιδαν μαθήματα ραπτικής, υφαντουργίας, ταπητουργίας,… Η νύφη, λοιπόν, του Παύλου Μελά ακολουθούσε το παράδειγμα της Ναταλίας, αυτής της πολύ σημαντικής γυναίκας που η ιδιότητα της συζύγου του μεγάλου ήρωα έχει καλύψει τη σπουδαία προσωπικότητά της, καθώς μετά τον πρόωρο θάνατο του λατρεμένου της συζύγου, ανάμεσα σε άλλα σημαντικά που έκανε, δημιούργησε σχολές χειροτεχνημάτων στο αγαπημένο και πολύπαθο Μοναστήρι, στη Θεσ/νίκη, στα Σέρβια και συνέβαλε στην ίδρυση σχολείων στη Δράμα και στη Νέα Ζίχνη Σερρών.

Η Αλεξάνδρα Μελά, λοιπόν, ενσάρκωσε στην εντέλεια την ξεχασμένη σοφή μας παροιμία «Η νύφη που θα γεννηθεί στην πεθερά της μοιάζει», που έχει τη λογική της εξήγηση, αλλά συνήθιζε να λέει με πολύ πολύ καμάρι κάτι εξαιρετικά σπουδαίο, που αξίζει να καταγραφεί:
-Και ο άντρας μου ο Μίκης και ο γιος μου δεν λένε ποτέ πως είναι από την Αθήνα. Από τη Στάτιστα λένε πως είναι, τη Στάτιστα και την Καστοριά έχουν πατρίδα τους!

Γι’ αυτό και όταν συνάντησε για πρώτη φορά την Ειρήνη Δαμοπούλου από τον Άγιο Δημήτριο της Καστοριάς εκεί στη μακρινή Κωνστάντζα της Ρουμανίας, το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε ήταν αν ήξερε να χορεύει τον χορό της Καστοριάς. Κι όταν η Ειρήνη είπε πως δεν τον ήξερε, η Αλεξάνδρα Μελά (προερχόμενη από την παλιά αθηναϊκή οικογένεια των Πεσμαζόγλου) σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει τη Ρουσούλαινα με τη χάρη και τη λεβεντιά Καστοριανής αρχόντισσας. Αυτή η αρχόντισσα, λοιπόν, που από την Αθήνα προερχόταν αλλά Καστοριανή δήλωνε, δεν δεχόταν να τη βοηθήσει κανείς, ακόμη και όταν είχε μεγαλώσει αρκετά και δυσκολευόταν ν’ ανεβαίνει στο τζιπάκι που τη μετέφερε, λέγοντας:
-Όχι, εγώ δεν είμαι γριά, για να χρειάζομαι βοήθεια.

Αυτή ήταν η Αλεξάνδρα Μελά, η νύφη του Παύλου Μελά, που επισκεπτόταν κάθε μήνα, σύμφωνα με την αφηγήτριά μας Ειρήνη Δαμοπούλου, την περιοχή μας για να παρακολουθεί από κοντά το έργο που πρόσφεραν στους κατοίκους τα Σπίτια του Παιδιού στα οποία προΐστατο και αγαπούσε την Καστοριά σαν να ήταν η γενέθλια γη της.

Γιατί πατρίδα είναι ο τόπος όπου έχει αγκυροβολήσει η καρδιά σου και αυτό δεν μπορεί να το ορίσει κανείς παρά μόνο ο ίδιος ο εαυτός σου∙ όπου κι αν έχεις γεννηθεί και σ’ όποια γωνιά της γης κι αν κατοικείς…


*Η Ειρήνη Δαμοπούλου, εκτός από αφηγήτρια της ιστορίας που περιγράφεται στο σημερινό άρθρο, είναι και η ηρωίδα του αξιοθαύμαστα τεκμηριωμένου βιβλίου του Ιωάννη Μπουγά «Η φωνή της Ειρήνης», εκδ. Ερωδιός, το οποίο αξίζει να διαβαστεί από κάθε σημερινό Έλληνα που ενδιαφέρεται για την ιστορία της πολύπαθης –εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων λαθών μας- Πατρίδας μας.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Οκτωβρίου 2015, αρ. φύλλου 807


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ