11.2.16

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η Χιονάτη και τα τέσσερα γεράνια




Το παράθυρο βρισκόταν στο ανώγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας, σε μία πάροδο που έπρεπε να διασχίζω καθημερινά για να πάω από τον περιφραγμένο χώρο στάθμευσης, όπου άφηνα το αυτοκίνητό μου, μέχρι το κτήριο στο οποίο βρισκόταν το γραφείο μου. Η πολυκατοικία της δεκαετίας του ‘50, ήταν ακόμη πολύ καλοδιατηρημένη, αν και είχε πάρει το σκούρο γκρίζο χρώμα, όπως όλες όσες είχαν εξωτερικό επίχρισμα αρτιφισιέλ. Μασίφ σκαλιστά κάγκελα στα μικρά του μπαλκόνια και σιδερένιο κιγκλίδωμα, ύψους περίπου σαράντα εκατοστών, στα περβάζια των παραθύρων του ανωγείου. Κεντρική είσοδο επίσης σιδερένια με σκαλιστό κιγκλίδωμα και κρυστάλλινους υαλοπίνακες• ο εργολάβος δεν φείστηκε χρημάτων για την κατασκευή της. Υψηλής αισθητικής επίσης, όπως πολλά κτήρια της εποχής εκείνης. Στο περβάζι αυτού του παραθύρου λοιπόν, ήταν αραδιασμένες στη σειρά τέσσερις ομοιόμορφες πήλινες γλάστρες με γεράνια σε όλα τα χρώματα: κόκκινα, ροζ, φούξια και άσπρα. Εντύπωση μου έκανε πως ποτέ δεν είδα μαραμένα άνθη ή φύλλα. Σ` όποιον ή όποια ανήκαν, τα φρόντιζε καθημερινά με σχολαστικότητα επαγγελματία κηπουρού. Και τα θαύμαζα κάθε φορά, ακριβώς γι αυτόν τον λόγο. Αλλά την ώρα που περνούσα, νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα, ποτέ δεν είδα το μερακλή αυτόν νοικοκύρη. Η είσοδος του κτηρίου ήταν στη μέση• ένθεν και ένθεν δύο παράθυρα και δύο μπαλκονόπορτες. Κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι επρόκειτο για δύο μεγάλα, ή τέσσερα μικρά διαμερίσματα. Γλάστρες, πάντως, έβλεπες μόνο στο συγκεκριμένο περβάζι• σ’ όλα τα άλλα, όπως και στα μπαλκόνια, ούτε ίχνος φυτικής ζωής• ζωής γενικά.

Ώσπου, ένα απόγευμα, καθώς κατευθυνόμουν προς το χώρο στάθμευσης, κάτι άκουσα από το παρακείμενο μπαλκόνι. Κάτι σαν κλάμα μωρού. Πλησίασα, κι εκεί, κουλουριασμένο στην άκρη του χαμηλού στηθαίου, κούρνιαζε ένα γατάκι, μια σταλιά πράμα! Κοντοστάθηκα. Εκείνο γύρισε το προσωπάκι του προς το μέρος μου και άρχισε να νιαουρίζει με την αδύναμη φωνούλα του, λες και ήθελε κάτι να μου πει. Χωρίς να το σκεφτώ και πολύ, έτρεξα ως το διπλανό περίπτερο και αγόρασα ένα μπουκαλάκι γάλα και έναν κεσέ γιαούρτι. Άδειασα το γιαούρτι στον κάδο στη γωνία και γύρισα βιαστικά στο μπαλκόνι με το γατάκι. Αυτό, εξακολουθούσε να νιαουρίζει. Έχυσα το γάλα στο κεσεδάκι και το τοποθέτησα προσεκτικά στο μπαλκόνι. Το γατάκι, κάτασπρη μπάλα, πλησίασε διστακτικά στο κεσεδάκι και, αφού μου έριξε μια εξεταστική ματιά, άρχισε σιγά-σιγά να πίνει. Στάθηκα και το χάζευα. Περίμενα δε, μήπως και φανεί κάποιος από το εσωτερικό του δωματίου να ενδιαφερθεί για τα τεκταινόμενα στο μπαλκόνι του. Η ώρα περνούσε, τα γατάκι συνέχισε να πίνει και ταυτόχρονα να με παρατηρεί εξεταστικά. Στο τέλος, χώθηκε πάλι στη γωνιά του• είχε σταματήσει ωστόσο, το κλαψούρισμα. Απομακρύνθηκα. Εκείνο σήκωνε το κεφαλάκι και νιαούριζε κατά τακτά διαστήματα• μάλλον για να με χαιρετήσει κι εγώ του ανταπέδιδα το χαιρετισμό με ένα γνέψιμο του χεριού, μέχρι που έστριψα στη γωνία.

Το επόμενο πρωί, όταν έφτασα στο ύψος του μπαλκονιού, περίμενα να ακούσω το γνωστό παραπονιάρικο νιαούρισμα, να δω το χιονάτο πραματάκι. Ούτε ίχνος! Σκέφτηκα πως θα το πήραν οι ένοικοι στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Το απόγευμα όμως, κατά την επιστροφή μου, επαναλήφθηκε το σκηνικό της προηγούμενης μέρας. Το γατάκι, μόλις με είδε, άρχισε να σηκώνεται όρθιο, και ήμουν σίγουρος, να παρακαλεί για το κεσεδάκι με το γάλα. Οι ίδιες κινήσεις και από τους δυο μας, η ίδια κατάληξη στο τέλος της πράξης! Εντύπωση μου έκανε παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι το χτεσινό κεσεδάκι βρισκόταν στη θέση του. Συνεχίστηκε η ίδια χορογραφία για περίπου δέκα μέρες. Το γατάκι, εν τω μεταξύ, είχε μεγαλώσει αρκετά και άπλωνε τα ποδαράκια του, όταν του έβαζα το κεσεδάκι, να με χαϊδέψει. Οι σχέσεις μας γίνονταν πιο τρυφερές. Η απορία μου, ως προς τους μυστηριώδεις ιδιοκτήτες, τόσο της μικρής γατούλας, όσο και του ολάνθιστου διπλανού παραθύρου, δεν έλεγε να βρει απάντηση. Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι παράθυρο και μπαλκονόπορτα ανήκαν στο ίδιο διαμέρισμα, και πως οι ένοικοι έβγαζαν το γατάκι έξω το απόγευμα, όταν οι ίδιοι ίσως έλειπαν στη δουλειά. Οι εκτιμήσεις μου διαψεύστηκαν ένα απόγευμα, που ο ουρανός είχε πάρει το μελανί εκείνο χρώμα, το οποίο προμηνύει καταιγίδα. Άνοιξα το βήμα μου για να μην με πιάσει η μπόρα στο δρόμο και, όταν έφτασα στην οικοδομή, είδα το γατάκι ανεβασμένο ανάμεσα στις γλάστρες με τα γεράνια να νιαουρίζει και να κινείται αλαφιασμένο. Η απόσταση μεταξύ της μπαλκονόπορτας και του παραθύρου δεν ήταν μεγάλη• το μυστήριο πολύ μεγαλύτερο. Πώς βρέθηκε εκεί, τι το έκανε να τρομάξει τόσο; Μόλις με αντιλήφτηκε, άρχισε να νιαουρίζει ακόμη πιο δυνατά. Προσπάθησα να το ησυχάσω, του μιλούσα ήρεμα, και ταυτόχρονα σκεφτόμουν, μήπως έπρεπε να χτυπήσω κάποιο κουδούνι στην πολυκατοικία. Να δώσω μία λύση στην περίεργη κατάσταση που βρεθήκαμε, τόσο το γατάκι όσο κι εγώ. Είδα τότε ξαφνικά μία ηλικιωμένη γυναίκα να ανοίγει το παράθυρο και να κοιτάζει απορημένη τον απρόσκλητο μουσαφίρη της. Ο ουρανός όλο και χαμήλωνε, όπου να ‘ταν θα ξεσπούσε η καταιγίδα. Μου εξήγησε, πως μόνο τα γεράνια τής ανήκαν, όχι το γατί. Επίσης ανέφερε, ότι δεν είχε ιδέα ποιος έμενε στο διπλανό διαμέρισμα• μάλλον φοιτητές, τους οποίους ποτέ της δεν είχε δει, αλλά και δεν έβγαινε η ίδια έξω, γιατί τα πόδια της δεν βοηθούσαν. Η μόνη συντροφιά της, τα γεράνια στο παράθυρο και η ιδιοκτήτρια του γειτονικού μίνι μάρκετ που της έφερνε τα ψώνια. Δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση για τον απρόσκλητο επισκέπτη. Χωρίς δεύτερη σκέψη, την παρακάλεσα να με αφήσει να τον πάρω μαζί μου. Καμία αντίρρηση.

Το πανέμορφο γατάκι έγινε ο αχώριστος σύντροφός μου. Χιονάτη, τη φωνάζω και, όταν επιστρέφω σπίτι, τρέχει να με δεχτεί γουργουρίζοντας χαρούμενα. Μόνο όταν βροντάει και σκοτεινιάζει, ζαρώνει στο καλαθάκι της και δεν κουνιέται καθόλου. Ο χαμηλός ουρανός την έκανε να αποτολμήσει το άλμα στο παράθυρο με τα γεράνια. Μήπως κάποια άλλη καταιγίδα ήταν αιτία να καταφύγει, μέσα στον πανικό της, στο ξένο μπαλκόνι; Ή κάποιο σχολιαρόπαιδο βρήκε την Χιονάτη αδέσποτη να κλαίει, και σοφίστηκε να την ανεβάσει εκεί για να της παράσχει ένα είδος προστασίας; Καλύτερη εξέλιξη, εγώ τουλάχιστον, δεν ήταν δυνατόν να φανταστώ. Και το πιο ωραίο απ’ όλα: κάθε απόγευμα που γυρίζω απ’ τη δουλειά, στέκεται στο παράθυρο με τα γεράνια η γηραιά κυρία και ρωτάει να μάθει, τι κάνει η Χιονάτη. Βρέθηκε και γι αυτήν ένας νέος τρόπος επικοινωνίας!


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Σεπτεμβρίου 2015, αρ. φύλλου 804

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ