15.2.16

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Παρασκευή απόγευμα στον Βράχο του νομού Καστοριάς

Είναι αλήθεια ότι χρειάστηκε να ανηφορίσουμε πολύ για να φτάσουμε ως εκεί, καθώς το υψόμετρο, σύμφωνα με την πινακίδα έξω από το καφενείο στο κέντρο του χωριού, είναι 1.070 μέτρα. Ανεβαίνοντας όμως περάσαμε από το Φράγμα του Βράχου, το ζευγάρι που μας φιλοξένησε, ο Χρήστος κι η Τασούλα του, εκτός από φανατικοί λάτρεις της Πατρίδας τους, είναι και φανατικοί κολυμβητές στο Φράγμα. Και πώς να μην είναι, αφού, κολυμπώντας εκεί, βλέπεις το βραχοστεφανωμένο βουνό, τα Όντρια, που προσωπικά γνώριζα από τον υμνητή τους, τον Κώστα τον Δούφλια, που μαζί τους υμνεί και τη βουνίσια ψυχή, τη γεμάτη λεβεντιά και περηφάνια, ενώ, βλέποντάς τα, νιώθεις αμέσως γιατί τ’ αγαπάνε όλοι τους τόσο.

Θυμήθηκα αμέσως αυτά που διάβαζα τις προάλλες στο εξαιρετικά εμπεριστατωμένο και πλούσιο βιβλίο «Το δημοτικό τραγούδι» (εκδ. Γαβριηλίδης) που έγραψαν η Νίκη Σαλπαδήμου με τον Στέλιο Ματζούρη για την υπεροχή των βουνών έναντι του κάμπου μες στα δημοτικά μας τραγούδια. Δεν μπορούμε εδώ να αναφέρουμε όλα τα υπέρ τους επιχειρήματα που περιέχονται στο βιβλίο. Τα λέει όλα το τραγούδι που παρατίθεται από τους συγγραφείς:

Μάνα μ’ εκακοπάντρεψες 
και μ’ έδωκες ‘ς τους κάμπους
κ’ εγώ ‘ς τους κάμπους δε βαστώ, 
ζεστό νερό δεν πίνω.
Εδώ τρυγόνα δε λαλεί 
και κούκος δε φωνάζει,
μα κράζ’ ο κούκος ‘ς τα βουνά 
κ’ η πέρδικα ‘ς τα δάση.

Θαυμάσαμε λοιπόν στην αρχή τη φύση και τον Δημιουργό της. Και δεν αργήσαμε να θαυμάσουμε και το τελειότερο δημιούργημά Του, τον άνθρωπο∙ «ως χαρίεν άνθρωπος, όταν άνθρωπος η». Και είχαμε μπροστά μας έναν αληθινά χαριτωμένο άνθρωπο, που, μες στην απλότητά του και με το τρελό του μεράκι, είχε φτιάξει και άλλα θαύματα.

Το Σχολείο του Βράχου-σήμερα Λαογραφικό Μουσείο του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού- δεν το είχε φωτογραφίσει κανείς για την σπουδαία έκθεση του π. Ιουνίου με θέμα τα εγκαταλελειμμένα σχολεία και μάλλον δεν ήταν τυχαίο, γιατί αυτό τουλάχιστον είχε τον σωτήρα του: τον κ. Χρήστο Αδαμόπουλο, που, επιστρέφοντας πριν από 30 περίπου χρόνια από τις ΗΠΑ όπου ζούσε κι εργαζόταν το βρήκε γιαπί και άσχημα λεηλατημένο.

Καθώς ήταν στη γειτονιά του, το υιοθέτησε θαρρείς και, δίχως να λυπηθεί ούτε χρήματα ούτε κόπο, το κράτησε όρθιο επισκευάζοντάς το και το ζωντάνεψε αρχίζοντας να συγκεντρώνει σπουδαίο υλικό για λαογραφικό κι αγροτικό κι ενδυματολογικό κι ιστορικό μουσείο με τις ταμπελίτσες πάνω σε κάθε έκθεμα όπου αναγράφεται ο δωρητής του. Πολύ υλικό και σπάνιο-θα δυσκολευόταν κάποιος να εκτιμήσει ποιο είναι το πιο «ακριβό» πράγμα που φυλάσσεται εκεί.

Ακόμη και βιβλίο φερμένο από τον Πόντο ηλικίας 1.300 χρονών είδαμε και θαυμάσαμε, αλλά προσωπικά τον απόλυτο θαυμασμό μου κέρδισε ο τρόπος που η ανιδιοτελέστατη ψυχή του μικρού μουσείου-τόσο υλικό θα ήταν ιδανικό να απλωνόταν σε μεγαλύτερο χώρο- «συναρμολόγησε» τις παλιές φωτογραφίες που φιλοξενούνται στους σχολικούς τοίχους: ο κ. Χρήστος έφτιαξε ζευγάρια φωτογραφίες που μια πρώτη βιαστική ματιά θα θεωρούσε αντίθετες.

Έβαλε τον χωροφύλακα δίπλα στον αντάρτη-θύματα και οι δυο της ίδιου φοβερού πολέμου, του εμφύλιου, και, ξεναγώντας μας, «Δυο γιους είχες, μανούλα μου» ψιθύριζε κι εγώ στη Μάνα Ελλάδα ένιωθα πως απευθυνόταν. Τρυφερότατη κίνηση και τρυφερότατη σκέψη. Γι’ αυτό και δεν ένιωσα έκπληξη βλέποντας τους δίσκους του Θεοδωράκη σε περίοπτη θέση, όταν φεύγοντας από το σχολείο πήγαμε στο σπίτι του, άλλο ένα μικρό μουσείο, που κάποια εκθέματά του μας φανέρωσαν προς τα πού γέρνει η καρδιά του. Εκπλαγήκαμε, λοιπόν, βλέποντας τα αριστερά του είδωλα στον προσωπικό του χώρο, γιατί εμείς τον κ. Αδαμόπουλο τον γνωρίσαμε εδώ και λίγα χρόνια εξαιτίας ενός θέματος πολύ απλού και αυτονόητου για το οποίο παλεύει, συναντώντας εμπόδια ακατανόητα κι απίστευτα:

Ο κ. Χρήστος Αδαμόπουλος, λοιπόν, μετά από προσωπική έρευνα έχει συλλέξει ακλόνητα στοιχεία για τους Μακεδονομάχους του χωριού του, του Βράχου, και η ψυχή του δεν μπορεί να ησυχάσει καθώς το ξέρει, όπως το ξέρουν κι άλλοι, ότι η περιοχή εκείνη υπήρξε πεδίο ένδοξων μαχών και υπήρξε ηρωικός τόπος, το ξέρει και το αποδεικνύει πως το χωριό του έχει τους δικούς του ξεχωριστούς ήρωες και του απομένει να δει να πραγματοποιείται κάτι τόσο αυτονόητο όσο η ανάσα του: να δει μια πλάκα με τα ονόματά τους κάπου στο κέντρο του χωριού, εκεί που κάθε χωριό έχει το ηρώο του, για να τους αποδοθεί η τιμή που τους πρέπει και που τους αξίζει.

Κι όσο αυτό δε γίνεται, γιατί κάποιοι, για τους δικούς τους τελείως ακατανόητους λόγους, το εμποδίζουν τόσο ο κ. Χρήστος απορεί και εξίσταται. Και λυπάται. Και προσπαθεί. Και περιμένει. Περιμένει να καταλάβουν κι άλλοι ότι το να τιμάς τους προγόνους που θυσιάστηκαν για τη δική σου λευτεριά είναι χρέος, μα και τιμή γι’ αυτόν που ξέρει να τιμά. Κυρίως για τον ίδιο. Οι τιμώμενοι το χρέος τους το έκαμαν, δεν έχουν ανάγκη τις τιμές τις δικές μας. Εμείς έχουμε ανάγκη το παράδειγμά τους. Κι εμείς οφείλουμε να γνωρίζουμε πως η τιμή επιστρέφει σε αυτόν που ξέρει να τιμά με την καρδιά του.

Τον παρακολουθούσαμε, λοιπόν, ο Χρυσός, η δροσερή της παρέας κι όμορφη Γεωργία κι η γράφουσα, αυτόν τον άνθρωπο με το καθαρό πρόσωπο να μιλάει φανερώνοντας ένα σπάνιο για την επίπεδη εποχή μας πάθος και θαυμάζαμε και την τρυφερότητά του, που φάνηκε σε στιγμές σαν αυτήν που μας έλεγε πώς του εμπιστεύτηκαν το πετραχήλι τού επί πάρα πολλά χρόνια ιερέα του χωριού τους, το πετραχήλι του παπα-Γιάννη, πάνω στο οποίο ακούμπησαν όλα τα παιδιά που αυτός βάφτισε, όλα τα παιδιά του Βράχου που τώρα είναι πια πολύ μεγάλα παιδιά…

Αλλά τι να πρωτοαναφέρει κανείς από τα πολλά που περιέχονται μέσα σ’ αυτό το πανέμορφο πέτρινο σχολείο που τώρα είναι μουσείο!... Σε μία από τις διάφορες φωτογραφίες θα ήθελα να σταθώ ιδιαιτέρως και να σας μεταφέρω την πληροφορία πως και ο Βράχος έχει το δικό του παλληκάρι που ήρθε εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους από τις ΗΠΑ και σκοτώθηκε στη μάχη της Δοϊράνης το 1918-Γρηγόριο Νάτση τον λένε…Και πώς να μην τον βάλεις στον χορό των άλλων παλληκαριών από την πόλη της Καστοριάς που έκαναν ό,τι κι ο ίδιος και πώς να μην ακουστεί και το δικό του όνομα έστω μία φορά έξω από το χωριό του και πώς να τον αφήσεις να πέσει στην αφάνεια επειδή εμείς οι σημερινοί άνθρωποι πάσχουμε από τη φοβερή ασθένεια της λήθης και δεν το έχουμε χωνέψει ότι λαός που ξεχνάει την ιστορία του ή που δεν έχει αναγνωρίσει τα όποια λάθη του, δεν τα έχει αποδεχτεί και δεν έχει συμφιλιωθεί μαζί τους έχει ελάχιστες πιθανότητες να μην τα επαναλάβει και ακόμη πιο ελάχιστες να τραβήξει την ανηφόρα.

Παρασκευή απόγευμα, λοιπόν, πριν από τις (απανωτές) εκλογές πήραμε τον ανήφορο και βρεθήκαμε στον Βράχο των 12 μόνιμων κατοίκων τον χειμώνα, των περισσότερων το καλοκαίρι. Τη λίγη ώρα που καθίσαμε στο μπαλκόνι του πέτρινου σπιτιού (*) του Χρήστου Αδαμόπουλου και της Τασούλας του είχαμε την τύχη να ακούσουμε να μπλέκονται αρμονικά η φωνή του μελωδού που κρεμόταν από πάνω μας με τις φωνές των προβάτων του κοπαδιού που έβοσκε κάπου κοντά μας, αλλά ξαφνιαστήκαμε ακούγοντας και μιαν ανθρώπινη φωνή.

Γιατί το σπίτι αυτό βρισκόταν στην άκρη του χωριού και όλο αυτό το ασυνήθιστα ήσυχο σκηνικό, καθώς το ξέραμε πόσο ψηλά βρισκόμασταν, μας έκανε να νιώθουμε πως έστω και μόνο σήμερα, έστω και για ένα μόνο απόγευμα, είχαμε βρεθεί αρκετά πιο κοντά στον ουρανό. Σ’ αυτόν τον ουρανό που όλοι μας ονειρευόμαστε, στον ουρανό που, δίχως του, η ζωή χάνει την ομορφιά της και την αξία της.

Γιατί, όσο κι αν είμαστε φτιαγμένοι από χώμα, δεν θα πάψουμε ποτέ να σηκώνουμε τα μάτια μας ψηλά και να διψάμε για ουρανό... Αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί άνθρωποι…



(*) Πόσο πολύ ξεστρατίσαμε, τελικά, όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, όταν ξεσηκώναμε τα σχέδια σπιτιών άσχετων με τον δικό μας τόπο και χτίζαμε έτσι τα δικά μας σπίτια!... Και πόσο θαυμάσια οι άνθρωποι στον Βράχο έφτιαχναν τα σπίτια τους με την πέτρα που ήταν άφθονη στον περιοχή τους!... Και πόσο θαυμαστά έδεναν αυτά τα σπίτια με τον τόπο και πόσο αρμονικά ενταγμένα στο περιβάλλον τους ήτανε και είναι ακόμα!... Και πώς παρασύρθηκαν οι πιο κοντά στο σήμερα ένοικοί τους κι έκρυψαν την πέτρα με άσπρο σοβά, αγνοώντας πως «όταν σκεπάζεις την πέτρα είναι σαν να σκεπάζεις την πλατίνα με καλάι», όπως πολύ εύστοχα μας είπε ο κ. Χρήστος. Αλλά ευτυχώς που κάποιοι δεν το έκαναν και άλλοι τα ξεσκέπασαν, για να υπάρχουν ακόμη ως αποδείξεις της αίσθησης του ωραίου που είχαν οι παλιοί και του ματαίου που πολλοί από εμάς τους σημερινούς είχαμε και μακάρι να μην έχουμε πια… 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 17 Σεπτεμβρίου 2015, αρ. φύλλου 803

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ