5.2.16

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Το παλιό και το καινούριο…




Ειπώθηκε στην προεκλογική περίοδο, όπου, όπως ξέρουμε όλοι πια, μπορεί να λέγεται οτιδήποτε χωρίς την παραμικρή συνέπεια. Και μολονότι νομίζω πως ειπώθηκε έτσι: «να ξεμπερδεύουμε με τους παλιούς», προσωπικά δέχτηκα την εξήγηση (;) πως στο παλιό και σαθρό σύστημα αναφερόταν η φράση κι όχι στους παλιούς ανθρώπους της πολιτικής. Επίσης, θέλω να προσθέσω ότι συμφωνώ απολύτως πως είναι αναγκαίο να τελειώνει το παλιό που συμπίπτει με το διεφθαρμένο και σάπιο. Στην πραγματικότητα έπρεπε να είχαμε ξεμπερδέψει ήδη με αυτό και με την άρρωστη νοοτροπία της διαφθοράς, που είχε κατακτήσει όχι μόνο υψηλά ιστάμενους πολίτες αυτής της χώρας, αλλά και πολλούς από τους πολίτες που και σε «χαμηλότερες» θέσεις πάλευαν να πλουτίσουν σε βάρος των άλλων, θεωρώντας τους εαυτούς τους έξυπνους και περνώντας τους λίγους που πορεύονταν με τον σταυρό στο χέρι βλάκες και ηλιθίους.

Θα ήμουν, λοιπόν, ήσυχη και δε θα με απασχολούσε το θέμα, που μέσα μου είχε κλείσει, αν δεν άκουγα στο μεταξύ κάποια μετεκλογικά σχόλια του τύπου» «Και ποιος δε θα προτιμούσε να τον κυβερνάει ένα φρέσκο κι όμορφο πρόσωπο κι όχι το πρόσωπο ενός μεσόκοπου υποψήφιου;». Εκεί ήταν που αναστατώθηκα κι έβαλα τον εαυτό μου σε σκέψεις. Αν είναι δυνατόν να επιλέγεις τον άνθρωπο που θα κυβερνήσει μια ολόκληρη χώρα, την Πατρίδα σου εν προκειμένω, με κριτήριο την ομορφιά και τη νιότη του!...

Δε λέω πως έτσι νίκησε ο νικητής των εκλογών κι ούτε θα σταθώ στο πώς νίκησε. Αυτό δεν το ξέρω. Κι ούτε θίχτηκα γιατί ταυτίστηκα με τον μεσόκοπο ηττημένο, επειδή τυχαίνει να είμαι κι εγώ μεσόκοπη, όσο κι αν αυτό δημιουργεί θέμα στην πλειονότητα των γυναικών. Προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα με την ηλικία μου και το ξέρουν όσοι με γνωρίζουν. Θα έλεγα μάλιστα πως το πρόβλημα με την ηλικία μου το έχουν κυρίως οι άλλοι που επιμένουν να θεωρούν «αφρόντιστη κι αφημένη» τη γυναίκα που, χωρίς να είναι ατημέλητη, επιμένει να μην πτοείται από το γκριζάρισμα των μαλλιών της, τη γυναίκα που όλο αυτό το χρώμα που σκεπάζει τα μαλλιά των ομοφύλων της την αφήνει παγερά αδιάφορη.

Το ζήτημα είναι άλλο. Το πώς να μη νιώθει μειονεκτικά ο παλιός μες σ’ έναν κόσμο όπου η αιώνια νεότητα είναι ύψιστο ιδανικό, γι’ αυτό και όλο και περισσότεροι –και κυρίως περισσότερες- την επιδιώκουν πάση θυσία. Και με όποιο κόστος και δεν εννοώ μόνον οικονομικό. Αυτό το βλέπεις πια παντού κι όχι μονάχα στον χώρο της σόουμπιζ, όπως συνέβαινε παλιότερα. Σήμερα όλες οι τηλεθεάτριες θέλουν να μεγαλώσουν όπως οι «άχρονες» σταρ-πρότυπά τους και δεν κάνουν κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα στον χώρο του θεάματος, που έχει τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του, και στον χώρο της ζωής, όπου ζούμε οι περισσότερες.

Κι όμως! Πριν από τέσσερα μόλις χρόνια ήταν που το BBC αντικατέστησε 53χρονη παρουσιάστριά του με νεότερη, η οποία υπερείχε γιατί ήταν αρυτίδιαστη! Η παλιότερη, όμως, δεν το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα: προσέφυγε στο δικαστήριο και δικαιώθηκε, καθώς απαγορεύονται –στα χαρτιά τουλάχιστον- οι διακρίσεις που αφορούν την ηλικία και το (γυναικείο εννοείται) φύλο. Κι είναι σημαντικό το παρασκήνιο της υπόθεσης: οι πιέσεις που είχε αρχίσει να δέχεται η παρουσιάστρια να κάνει botox και το ίδιο πάντοτε επιχείρημα: «πόσο χάλια φαινόταν στις τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας»… Αλλ’ ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός πως σχετικές έρευνες που είχαν προηγηθεί της υπόθεσης αυτής έδειξαν ότι η συντριπτική πλειονότητα των τηλεθεατών διψά για ώριμες δημοσιογράφους στο γυαλί (Καθημερινή, 23/1/2011)-προς Θεού μη φανταστείτε πως έχω στον νου μου την Όλγα Τρέμη!...

Έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα και σας ομολογώ ότι φοβάμαι πως ίσως μια σημερινή έρευνα να μην κατέληγε στα ίδια αποτελέσματα. Γιατί στο μεταξύ η νεότητα υμνείται πια ακόμη περισσότερο και η ωριμότητα κι ειδικά το γήρας σπρώχνεται ακόμα πιο πολύ στο περιθώριο, γιατί χαλάει την ιλουστρασιόν εικόνα που θέλουμε όλοι, όχι μόνο στον χώρο του θεάματος, αλλά εξίσου πολύ και στον χώρο της ζωής και της καθημερινότητας.

Δεν έφταιγε, λοιπόν, η 8χρονη μαθήτριά μου που, κάθε φορά που λέγαμε το τραγούδι των γενεθλίων μέσα στην τάξη και φτάναμε στους στίχους «μεγάλος να γίνεις/με άσπρα μαλλιά», χτυπούσε ξύλο, αλλά δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει όταν ρωτούσα πώς γίνεται να θέλουμε όλοι να ζήσουμε πολλά χρόνια, αλλά να μη θέλουμε να ασπρίσουμε, γίνεται αυτό;
Αυτή είναι η επιθυμία πολλών, αυτό έκανε τη μικρή να μη θέλει ποτέ της να ασπρίσει ούτε η ίδια ούτε οι άλλοι, όμως αυτό γίνεται;

Γι’ αυτό και αναπόφευκτα καταλήγουμε στη μία και μόνη λύση, αυτήν που απορρέει από την εξής σοφή κουβέντα: «Το γήρας δεν αρχίζει από το άσπρισμα των μαλλιών, αλλ’ από το μαύρισμα της καρδιάς». Έτσι, λοιπόν, εύκολα παρατηρεί κανείς μεγαλύτερους σε ηλικία με νεανικές ιδέες και κέφι πρωτάρη στη δουλειά, μα και το αντίθετο: πρόωρα γερασμένους νέους με παρωχημένες ιδέες και συμπεριφορές, που και προβληματικές είναι και στην πρόοδο του συνόλου δε συντελούν. Ούτε του εαυτού τους φυσικά.

Καθώς, όμως, ζούμε στην εποχή όπου θριαμβεύει η ρηχότητα και η τελείως επιφανειακή θεώρηση των πραγμάτων, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων κρίνει με βάση το εξωτερικό περιτύλιγμα. Κι εδώ νιώθω την ανάγκη να καταθέσω ένα προσωπικό μου βίωμα που πολύ με πίκρανε στιγμιαία:

Παρακολουθούσα ένα επιμορφωτικό σεμινάριο για τους δασκάλους της περιοχής μας, όταν ο επιμορφωτής, πανεπιστημιακός δάσκαλος, προτείνοντας μια καινοτόμο δράση μέσα στον χώρο του σχολείου, με κοίταξε και έσπευσε να κάνει αναφορά στους λίγο πριν από την έξοδο δασκάλους τους οποίους απέκλεισε από την πρότασή του. Κι όμως, μιλούσε για κάτι που προσωπικά συνηθίζω να κάνω εδώ και πολλά χρόνια κι έχω πολλές αποδείξεις γι’ αυτό. Και δε μίλησα. Πώς να μιλούσα για τον εαυτό μου; Κι άλλωστε μια ματιά ήταν που τον πρόδωσε, θα το αρνιόταν οπωσδήποτε αν το έκανα θέμα.

Τα φαινόμενα απατούν και θ’ απατούν για πάντα. Τη μέσα σου ζωτικότητα δεν μπορεί να τη διακρίνει κάποιος παντελώς άγνωστός σου μέσα σε ένα μόνο λεπτό. Αρκεί, όμως, όχι να τη διακρίνουν, αλλά να τη ζουν και να τη χαίρονται οι άνθρωποι που ζούνε κοντά σου. Και που καταφέρνεις να τους επηρεάζεις, δίνοντάς τους μια ώθηση προς τα μπρος. Και προς τα πάνω. Προς το αληθινά μπροστά και προς το πραγματικά επάνω, όχι προς αυτό που νομίζουμε πως μας οδηγεί εκεί.

Οι αξίες, λέει ο σοφός, διδάσκονται στα παιδιά και στους νέους από τους μεγάλους. Πώς, όμως, μπορούν να διδαχτούν στους νέους που αποστρέφονται το παλιό και τους παλιούς και τους αποφεύγουν; «Τα βιβλία είναι σαν τους γέρους μας που τους θέλουμε» λέει ο Ουμπέρτο Έκο και κάθε φορά που το σκέφτομαι αναρωτιέμαι πόση ισχύ έχει αυτή του η ρήση σήμερα, όπου, όχι μόνο την τρίτη ηλικία και τους γέρους δεν πολυθέλουμε, ακόμη κι αν είναι υγιείς και μας προσφέρουν ακόμη, αλλά και τους μεσόκοπους αποφεύγουμε, γιατί μας έχουν μάθει να επιλέγουμε με μόνο κριτήριο τη νιότη. Κι όμως…

«Αν κυβερνούσαν τον κόσμο οι νέοι, αυτός θα καταστρεφόταν, καθώς αυτοί δεν έχουν την πολύτιμη πείρα», είπε άλλος σοφός και το επαναλαμβάνω εγώ που το μεγαλύτερο μέρος της ως τώρα ζωής μου το έχω αφιερώσει στην εκπαίδευση των παιδιών. Και το επαναλαμβάνω, ενώ ξέρω καλά πως τα παιδιά μας δεν πάσχουν από έλλειψη εξυπνάδας, αλλά…

«Στον συνωμοσιολογικό τρόπο σκέψης ιδιαίτερα επιρρεπείς εμφανίζονται οι νέοι, που συχνά αμφισβητούν την τεκμηριωμένη εξήγηση, ακόμη κι όταν βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους. Γιατί αυτό τους διδάσκει το σχολείο. Να μιλάνε με γενικότητες και να έχουν πολύ κακή σχέση με τη γνώση, γιατί σύμφωνα με αυτούς η γνώση είναι πολύ κουραστική και φθαρμένη. Δεν πρόκειται για επιλογή τους, αλλά είναι αποτέλεσμα του χαμηλού επιπέδου της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, λέει ο καθηγητής Π. Παναγιωτόπουλος, ενώ ο Ν. Καραπιδάκης επισημαίνει πως οι νέοι, επειδή ακριβώς είναι νέοι, αναζητούν λιγότερο την επιστημονική εξήγηση και επικοινωνούν περισσότερο με ιδέες που δεν είναι απαραίτητα επεξεργασμένες, επιστημονικά ή φιλοσοφικά.

Γεννιούνται από την πρώτη εντύπωση, από τη μεγάλη συσσώρευση πληροφορίας η οποία δεν είναι κριτικά επεξεργασμένη. Επιπλέον, η επιστροφή και η γενίκευση της χρήσης του προφορικού λόγου με την υποχώρηση του γραπτού λόγου, που είναι κατά τεκμήριο πιο κριτικός, ευνοεί πάρα πολύ την υιοθέτηση και εξάπλωση ανεπεξέργαστων ιδεών. Διότι αυτές κυκλοφορούν με μεγάλη ταχύτητα, που δεν αφήνει καθόλου χρόνο στη σκέψη. Η νεολαία, όσο κι αν είναι προχωρημένη, δεν είναι απαραίτητα προετοιμασμένη να επεξεργάζεται κριτικά ό,τι προσλαμβάνει».

Ή, με τον δικό μου απλό τρόπο, επειδή δε γίνεται η αληθινή σοφία, που δε σχετίζεται απολύτως με τη συσσώρευση γνώσεων, αλλά πιο σχετική με την επεξεργασία γνώσεων και βιωμάτων είναι, δεν μπορεί, λοιπόν, η αληθινή σοφία να χαρακτηρίζει έναν νέο, όσο έξυπνος κι αν αυτός είναι, καθώς δεν έχει προλάβει ακόμη να ζήσει. Και, τέλος, πρέπει όλοι μας να το χωνέψουμε ότι ο κόσμος προχωράει μπροστά μόνο με την αλληλεγγύη των γενεών κι όχι με το να στρέφονται οι νέοι εναντίον των παλιών και αντιστρόφως…

 Τα τελευταία χρόνια την 1η Οκτωβρίου κάθε χρόνο γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα της τρίτης ηλικίας. Στα σχολειά μας γιορτάζονται οι παππούδες κι οι γιαγιάδες ανεξαρτήτως ηλικίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής μας, η τρίτη ηλικία ξεκινά από το 76ο έτος της ηλικίας κάθε ανθρώπου. Αλλά το ξέρω πως όλοι οι παππούδες κι όλες οι γιαγιάδες δέχονται με πολλή χαρά τα δώρα των εγγονιών τους, ακόμη κι όταν απέχουν πολύ από τα 76 τους χρόνια κι είναι μονάχα «μεσόκοποι» ή, σωστότερα, ώριμοι… 


Δημοσιεύθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2015, αρ. φύλλου 805




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ