2.2.16

ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ: Η αλεπού της σκάλας του Ηλία Παπαμόσχου

Τα διηγήματα του Παπαμόσχου είναι στον αντίποδα της υπερεξήγησης που δύο λογιών πεζά κείμενα προσφέρουν αφειδώς: τα «ψυχολογικά» και τα ανοικονόμητα. Τα διαβάζεις και πιάνεις τον εαυτό σου να πρέπει συνεχώς να συμπληρώνει λειψά νοήματα, όπου πάντοτε κατιτίς μένει ανείπωτο, και μισές προτάσεις που σαν να έχουν πάντοτε κάτι άγραφο, μ’ αντιστροφές λέξεων «στην κόψη» και μ’ αδρή ποίηση στη σύνταξή τους και στην επιλογή της καθεμίας λέξης.
Η ελλειπτικότητά τους φτάνει ως και να ξεπερνάει αραιά και πού ένα όριο, και νιώθεις σαν να σηκώνεσαι από τραπέζι όπου το φαΐ ήταν έξοχο, χωρίς ακόμη να ’χεις χορτάσει –ωστόσο, αυτή η ελλειπτικότητα δεν είναι κείνη η ονειρική η θραυσμένη, που απαντάται σε πεζά κείμενα σκόρπια μέσα σε συλλογές ποιητών.
Ο Παπαμόσχος είναι ατόφιος διηγηματογράφος (και, κάποτε, αναβρύζει από τα κείμενά του ως κι ένας γνήσιος λαϊκός λυρισμός, όπως στο «Κοτσύφι» ή στα «Χείλη της Παναγίας»), μα όχι παραμυθάς που αρχινά μ’ άρρητο το «Μια φορά…» και κλείνει, μ’ αφημένο άρρητο επίσης, με το «…κι εμείς καλύτερα» (ή «…χειρότερα») –μ’ αρχή, μέση, τέλος. Παίρνει κάτι, ένα γεγονός, ένα πορτρέτο ανθρώπου, μια εικόνα, μια περιγραφή ζώου, ένα τοπίο εξωτερικό και ψυχικό συνάμα («Η σπηλιά»), κάπως το συνταιριάζει με μιαν άλλην εικόνα ή ένα άλλο συμβάν, με μια λογική άλλοτε πιο φανερή και άλλοτε υπόγεια, λοξεύει κάπως την πυξίδα προς τη μεριά του μύθου, και πλάθει αυτά του τα διηγήματα με το ασυνήθιστό τους βάθος το απογυμνωμένο από τους αρμούς και τις αντηρίδες μιας αρχιτεκτονημένης ιστορίας. Και, με τούτο το κρυφό συνταίριασμα δημιουργείται τριβή και πετιόνται –σπίθες– απροσδόκητες εικόνες με πυκνότητα ποιητική• «μικροποιήματα», θα τις αποκαλούσα.
Να, δύο πρόχειρα παραδείγματα: Στο ομότιτλο διήγημα, που λέει ο συγγραφέας πώς ο πατέρας σκότωσε την αλεπού («ο τόπος μες στα μάτια της μαύρισε σαν ώριμο σταφύλι») και την ταρίχευσε, «το δάχτυλο που απελευθέρωσε το μολύβι είχε ένα νύχι χαραγμένο πέρα πέρα, έμοιαζε σαν διπλωμένο ψαριού λέπι, έτσι κι η ύπαρξή της, στα δυο χωρίστηκε». Νιώθω, πως διαισθητικά ο Παπαμόσχος αφήνει την εικόνα να τον πάει μέχρις ένα τέλος, άγνωστο ως και στον ίδιο ακόμα, και πως έτσι διαισθητικά καταλαβαίνει πού, συχνά πριν από κει που μια ιστορία συνήθως «ολοκληρώνεται», πρέπει ο ίδιος να σταματήσει• λες και, με το να τραβάει απότομα την εικόνα του από μπροστά απ’ τα μάτια του αναγνώστη, αφήνει βαθύτερο το μετείκασμά της. Κι ένα δεύτερο παράδειγμα, στο διήγημα «Η θεία», όπου «πιασμένη είναι τώρα στον ιστό των αινιγμάτων, στο κέντρο του παραμονεύει ο καθρέφτης, συμπυκνωμένη άμμος ερήμου». Τούτη η μικρή φράση, ότι ένας καθρέφτης είναι «συμπυκνωμένη άμμος ερήμου», δίνει μιαν ιδέα για τα μικροτόνια που πιάνει το συγγραφικό αφτί του Παπαμόσχου στη μουσική των διηγημάτων του. Δεν είναι διηγήματα όπως συνήθως εννοείται ένα διήγημα, μα –είκοσι τρία συνολικά– είναι τα γράμματα μιας ολωσδιόλου προσωπικής, μαγικής αλφαβήτας.


Αναδημοσιεύθηκε από το Φρέαρ στην ΟΔΟ στις 24 Σεπτεμβρίου 2015, αρ. φύλλου 804.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ