6.10.17

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Φάροι


ΟΔΟΣ | Εφημερίδα της Καστοριάς | Χρυσούλα Πατρώνου
ΟΔΟΣ 23.3.2017 | 878

Παραλλαγές σ’ ένα σύμφωνο
εμπνευσμένες από λεύκωμα του Γιάννη Σκουλά


“Φάροι, Πέτρα και Φως”. Ξεφυλλίζω και γεμίζει το μάτι μου φως, φουρτουνιασμένες θάλασσες, φόβο η ψυχή μου, φαντασία το μυαλό μου. Και πέτρα παντού. Βράχια τραχιά κι ανάμεσά τους μερικές αυθάδικες, παράτολμες τούφες πράσινων θάμνων· τι θέλουν και πάνε και φυτρώνουν στου βράχου τις σχισμάδες; Φάροι, άλλοι κυλινδρικοί, άλλοι τετράγωνοι δεν λείπουν οι οκτάγωνοι, όλοι στημένοι σε κάποιο θαλασσινό σταυροδρόμι ή κάβο φαρμακερό, να ξεχωρίζουν φωτισμένοι τη νύχτα, πιο λαμπεροί κι απ’το φεγγάρι, φως φυσικό τη μέρα, όταν ο ήλιος λάμπει στα ουράνια.
Όλοι τους, όμως, μόνοι, απόμεροι, απόμακροι, απόντες για τους αραχτούς, φορείς ελπίδας, βοήθεια φέροντες, με νόημα μόνο για τους επιβάτες και τους ναυτικούς, που νυχτιάτικα εγκλωβίστηκαν σε θάλασσα αφρισμένη και για σωσμό από πνιγμό παρακαλούν. Εκείνος ο φάρος στους Οθωνούς, στο πιο μακρινό κομμάτι της Ελλάδας δυτικά, με το μεταλλικό φανό να στέκει σε μια στενή λωρίδα γης και παντού γύρω φαιά νερά να ανταμώνουν με ένα τοίχος σύννεφα αδιαπέραστα, κι εσύ να σκέφτεσαι μια βάρκα καρυδότσουφλο, γεμάτη φτωχούς φυγάδες, το κίτρινο φως του να προσδοκούν να φτάσουν -ή να φοβούνται μήπως σε τούτο το σημείο θα τελειώσει η λαχτάρα για μια καλύτερη ζωή; Κι ο Οδυσσέας; Φάτσα μπροστά του η θάλασσα, στων Οθωνών τα βράχια, στο γιαλό σκυφτός να κάθεται, τα βλέφαρά του μια φωτιές να βγάζουν απ’το κλάμα, μια με ελπίδα φορτωμένα να’ναι, πως σύντομα στην ποθητή πατρίδα του θα φτάσει, μια “κι η ξωθιά καμιά χαρά δεν του ‘δινε”. 

Κι από κει στην άλλη άκρη, στη Στρογγύλη του Καστελόριζου· σε συγκινεί η απεραντοσύνη του γαλάζιου στο πέλαγος και στον καταγάλανο ουρανό. Το πράσινο φύλλωμα δυο δέντρων δίνει μια νότα ελπίδας για κάτι πιο επίγειο σε όσους τον αντικρίζουν· κι από κοντά, οι πέτρες με τα άσπρα φρύδια ενδιάμεσα, φιλοξενία κι αρχοντιά προδίδουν. Να προχωρήσω λέω προς τα νότια, στη Γαύδο φτάνω, φέγγει ακόμη, τα μοβ και πορτοκαλί του ορίζοντα δίνουν άλλη μορφή στο βάθος, όπου στο πιο ψηλό σημείο τον έρημο και ρημαγμένο πύργο ξεχωρίζω, αυτόν που οι Γερμανοί στον πόλεμο κατέστρεψαν. Τι φόβο ανομολόγητο το φως του φάρου αυτού θα τους πλημμύριζε, ή μήπως πίστευαν πως καταστρέφοντάς τον, εξάλειφαν κάθε κίνδυνο από τα νώτα τους; Πέτρες μονάχα βλέπεις σήμερα, κάθετες κι οριζόντιες και στην κορφή το σκοτεινό, το σιδερένιο φάρο. 

Ανηφορίζοντας από την Κρήτη, στα Αντικύθηρα, στο ακρωτήρι Απολυτάραις, πέτρες, βουνά ολόκληρα, φιλοδοξούν στον ουρανό να φτάσουν• σ’αυτά τα βράχια επάνω στέκει πανύψηλος ο φάρος ο πέτρινος, ο φουντουκί στο χρώμα. Σίγουρα ξεχωρίζει από μίλια μακρυά για όσους νύχτα τη ρότα τους ν’ακολουθήσουν ψάχνουν. Εκεί, σ` αυτήν την ερημιά, πέρασε τη μισή ζωή του ο Ρώσος ναύαρχος Νικόλαος Φιλοσοφώφ, “ο ομορφάντρας ο ψηλός, κόκκινος-κόκκινος, ξανθός”, που φαροφύλακα τον έκανε το κράτος το ελληνικό, όταν απ’την πατρίδα του να φύγει θέλησε και με τον Άτλαντα του Φαρικού Δικτύου όλου του κόσμου, τα φώτα του σ’όσους ζητούσαν έδινε και φυσικά, αδιάκοπα φιλοσοφούσε.

Με ποίηση φιλοσοφεί ο Εμπειρίκος, τον φάρο πάλι υμνεί:

Η φωτεινή θρυαλλίς έγινε φάρος
Τα κρύσταλλά του μας μιλούν
 Κάποτε μοιάζουμε με τις αχτίδες του
 Κάποτε μοιάζουμε με την μακρινή φωνή του
 Στεκόμαστε ορθοί μες’στις αναλαμπές του
 Το σώμα του μας κυβερνά
 Το φως του μας δυναμώνει
 Η καρδιά μας πάλλεται μαζί του
 Οι λογισμοί που αντιπαρέρχονται είναι καράβια
 Και η θάλασσα είναι στα πόδια μας
 Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του
 Καθένας πορεύεται και απομακρύνεται
 προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του
 Η γη που τα σκεπάζει είναι στα σπλάχνα μας
 Οι πόθοι μας συναγελάζονται
 Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται
 Τα στόματά τους φιλιούνται
 Τα χέρια τους μας σφίγγουν
 Και η σφιγξ μάς συνθλίβει επί του στήθους της
 Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου.

Γεμάτη φάρους, η νησιωτική πατρίδα· αν ο φωτογράφος σωστά τους μέτρησε, τους 114 φτάνουν.  Νιώθω τον πειρασμό να πάρω τον “κατήφορο”, να φτάσω στης Αιγύπτου τα νερά, το φάρο της Αλεξάνδρειας να ψάξω. Στο νησάκι Φάρος κατασκευάστηκε, στα επτά θαύματα της αρχαιότητας συγκαταλέγεται, το όνομά του δάνεισε το νησί στο κτίσμα το πρωτοφανές σε ύψος, με τα εκατόν σαράντα μέτρα του, για να το βλέπουν από μακρυά, καθρέφτης αντανακλούσε το φως του ήλιου τη μέρα, φλόγα έκαιγε τη νύχτα, φανέρωνε στους ναυτικούς το σημείο του λιμανιού της Αλεξάνδρειας για πάνω από χίλια χρόνια. Κομψό αρχιτεκτόνημα, με αναλογίες θαυμαστές, τετράγωνα, οκτάγωνα, κυλινδρικά σχήματα συνδυάζει, κάτασπρη πέτρα το υλικό του, χάρμα οφθαλμών, απόλυτη λειτουργικότητα. Και η φύση, που δικά της μέτρα ομορφιάς διαθέτει, που τις ανησυχίες των ανθρώπων για κακοτοπιές δεν χαμπαρίζει, δίνει ένα ταρακούνημα γενναίο και τον ισοπεδώνει. Έμεινε ωστόσο τ’ όνομα του φάρου για όλα εκείνα τα στημένα σ’ επικίνδυνα περάσματα της θάλασσας ψηλόλιγνα κτίσματα, και τώρα πια, που η τεχνολογία φως άλλου είδους παρέχει, σχεδόν καθόλου δεν φωτίζονται. Να συγκινούν δεν παύουν με την ομορφιά τους την παρηγορητική τους ναυτικούς και όσους κάποτε σε αφρισμένες θάλασσες ταξίδεψαν...

Φωτογραφία: Γιάννης Σκουλάς

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Μαρτίου 2017, αρ. φύλλου 878. 
Σχετικά:



1 σχόλιο:

  1. Το Σκάκι9/10/17

    Σας ευχαριστούμε κυρία Πατρώνου-Παπατέρπου για το νοερό ταξίδι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ