2.8.22

Μακεδονικές ιστορίες: Ναούμης πάει στη Φλώρινα του Γεωργίου Μόδη [II]



Συγγραφέας του διηγήματος είναι ο μοναστηριώτης μακεδονομάχος και συγγραφέας Γεώργιος Μόδης. Το διήγημα ανήκει στην συλλογή "Μακεδονικές ιστορίες: Πάντεφ ο δυναμιτιστής" σελ. 19-25, εκδόσεις Πάπυρος.

* * *

Επιμέλεια: Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Ανάμεσα απ’ αυτούς αποσπάσθηκε ένας άλλος άνδρας ψηλός και πλούσιος επίσης σε γέννεια και ασημικά, ο καπετάν Ζούρκας και λέγει με θυμό τούρκικα:
-Άκου, ορέ καϊμακάμη. Δεν ήρθαμε να παραδοθούμε μα να παραδοθής. Είσαι σκλάβος μας. Μαζί μας θα κάμης και το ραμαζάνι και το μπαϊράμι σου... Το κατάλαβες;...

Έστρεψε έπειτα στους άλλους Τούρκους.
-Και σεις θαρθήτε μαζύ μας. Θ’ αλλάξετε κλίμα...
Εκείνοι έσκυψαν ακόμα παραπάνω τα σκυμμένα κεφάλια τους.
-Κι ο Ιζέτ πασσάς; Πού είνε; Δεν είνε καλεσμένος; ερώτησε ο Ζούρκας. 
-Δεν πρόφθασε ναρθή, καπετάνε, του αποκρίθηκαν.
-Κρίμα! Χάσαμε, καπετάν Ναούμη, το παχύτερο κριάρι, τον Ιζέτ πασά.
-Ας είνε, καπετάν Ζούρκα. Καλοί κι οι άλλοι. Εμένα μου φθάνει ο καϊμακάμης. Μα αλήθεια πώς δεν ήρθαν ακόμα οι άλλοι;!
-Μπας και μας πρόδωσαν και τους το σφύριξαν;!
-Δεν το πιστεύω. Ας ρωτήσουμε τον καϊμακάμη.
-Αυτούς μονάχα είχες καλεσμένους, καϊμακάμ βέη;
-Όχι. Και άλλους.
-Και γιατί δεν ήρθαν; Δεν το κατεδέχθηκαν οι μασκαράδες; Σ’ ένα καϊμακάμη;!
-Ενωρίς είνε για το σουφούρ, καπετάν εφένδη.
-Ενωρίς;!
-Τώχα ειπή εγώ να περιμέναμε λιγάκι ακόμα, ακούστηκε κάποιος απ’ τους άνδρες που στριμώγνουνταν στη θύρα. Οι τουρκαλάδες στο ραμαζάνι αργούν.

Ο Ζούρκας σήκωσε το χαντζάρι απειλητικά.
-Μωρέ τι νωρίς;! Κοντεύουν μεσάνυχτα. Θέλετε σφάξιμο, παλιόσκυλλα, μόνο γι’ αυτή την αναποδιά σας. 
-Ραμαζάνι, καπετάνε. 
-Να σας … το ραμαζάνι σας και το μπαϊράμι.
-Ακούστε, μπέηδες και αγάδες, είπε ο Ναούμης. Αν ήσαστε περισσότεροι, θα μπορούσαμε να κάνουμε εκλογή. Τώρα θαρθήτε όλοι μαζύ μας. Ο Ιζέτ πασάς και οι άλλοι θα μείνουν για άλλη φορά.
-Πού θα μας πάτε, καπετάν εφέντη; ερώτησε με αφέλεια ο πρωτόπειρος καϊμακάμης. 

Ο Ναούμης γέλασε.
-Στο βουνό. Έχω ετοιμάσει και εγώ σουφούρι. Θα σας περιποιηθώ. Αν καμμιά φορά θάχουμε ραμαζάνι και νηστεία όχι μονάχα την ημέρα μα και τη νύχτα, δεν πειράζει. Θα συνηθίσετε. Τώρα δεν έχομε καιρό για χάσιμο. 

Σ’ ένα του νεύμα χύμησαν οι άνδρες και έδεσαν όλους με τα ζουνάρια τους. 
-Τώρα δρόμο…, διέταξε ο καπετάνιος. 
Γυρίζοντας έπειτα στους Τούρκους τους είπε:
-Να το ξέρετε. Όποιος μείνη πίσω θάχη μια μαχαιριά στο λαιμό. Όποιος δοκιμάση να φύγη θα σκοτωθή σαν σκυλί. 

Οι σκλάβοι στη μέση, οι κλέφτες ολόγυρά τους ξεκίνησαν. Κατέβηκαν την σκάλα και πήραν ίσια τον ανήφορο για το βουνό. Ήταν μια βουβή και πένθιμη πομπή. Οι Τούρκοι είχαν παραδοθή κιόλας στο κισμέτ. Ο Αλλάχ ήταν μεγάλος… Πού και πού τους ξέφευγε κανένας αναστεναγμός. Ο Γεσίλ χότζας ακολουθούσε στις πέτρες και τα κλαδιά του βουνού ξυπόλυτος. Όπως στο τζαμί είχε βγάλει τα κοντά παπούτσια του όταν μπήκε στην κάμαρα του καϊμακάμη. Και τα ξέχασε.

Πίσω έρχονταν οι άνδρες που είχαν πιάση θέσεις ολόγυρα απ’ το σπήτι και την αυλή. Θεώρησαν υποχρέωσι, αφού είχαν τους καλεσμένους μαζύ, να πάρουν όσο περισσότερα φαγητά μπορούσαν. Είχαν φορτωμένα τα χέρια τους κομμάτια κρέας, πίτες, μπακλαβάδες. Ήταν η δική τους λεία. 

Σαν έφθασαν στη βρύσι του Αγίου Παντελεήμονα στάθηκαν ν’ ανασάνουν. Θέλησαν τότε ν’ αποχαιρετήσουν την πόλι με το δικό τους τρόπο. Σαράντα τουφέκια εβρόντησαν δυο φορές. Η Φλώρινα εβούιξε. 

Ένας απ’ τους άνδρες που ήταν από μέσα απ’ την πόλι ανέβηκε σε μια πέτρα και μ’ όλη την δύναμι των πνευμόνων του φώναξε:
-Αι, αι, Τούρκοι Φλωρινιώτες. Πού είσθε; Σας πήραμε τον καϊμακάμη και τους αγάδες σας. Ελάτε να τους γλυτώσετε.

Η πολιτεία κάτω είχε νεκρωθή. Με τις πρώτες τουφεκιές τα φώτα έσβυσαν, τα καφενεία άδειασαν. Οι κανδύλες των μιναρέδων έκαιαν μόνες στα σκοτεινά ύψη σαν νεκρικές λαμπάδες. 

Όλη την άλλη νύχτα ο τηλέγραφος ήταν σε κίνησι. Και το πρωί εξεστράτευσαν τα αποσπάσματα για τα βουνά όπου τα γνώριμα λημέρια του Ναούμη. Εκείνος επροτίμησε να ξεκουρασθή όλη την ημέρα στα χαμόκλαδα μιας ρεμματιάς όχι πολύ μακρυά απ’ τη Φλώρινα. Μόλις βράδυασε πήρε την αντίθετη διεύθυνσι. Παράτησε βουνά και παληά καταφύγια και τράβηξε ανάμεσα απ' τον κάμπο για το Καϊμακτσαλάν και το Μορίχοβο. 

Πάνω απ’ τη μικρή ρεμματιά στον δρόμο προς τα βουνά της Καστοριάς έμειναν τα πτώματα του Γεσίλ Χότζα και ενός άλλου Τούρκου που δεν μπορούσαν να περπατούν. Τ’ αποσπάσματα είχαν μιαν αδιάσειστη απόδειξι πως η συμμορία των ληστανταρτών γύριζε στα τακτικά ορμητήριά της. Πίστευαν πως βρίσκονταν στον καλό δρόμο...

Στο νέο λημέρι, στα Κονιαρικά του Μοριχόβου, δούλευαν κάμποσοι νεαροί χριστιανοί εργάτες σ’ ένα υδροπρίονα. Για να τους δοκιμάση φόρεσε το φέσι ενός απ’ τους σκλάβους του, πήρε μαζύ μερικούς απ’ τους συντρόφους του που έμοιαζαν σαν αρβανίτες και έπεσε επάνω στους εργάτες την ώρα που έτρωγαν το λιτό τους δείπνο. Τους έβαλε όλους στη γραμμή. Είπε στο μικρότερο:
-Είμαι ο καπετάν Ραΐφ. Θέλω, βρε γκιαούρ, να γίνης Τούρκος. Θα σου δώσω παράδες. Ακούς;
-Δεν μπορώ, καπετάνε. 
Τον εφιλοδώρησε με κάμποσες δυνατές κοντακιές. Το ίδιο έκαμε και στους άλλους. Κανένας δεν δέχθηκε ν’ αλλαξοπιστήση. 

Έπειτα έσυρε το γιαταγάνι του. 
-Όποιος δέχεται να γίνη Τούρκος ας σηκώση το κεφάλι του. Οι άλλοι ας σκύψουν. Δε θα το ξανασηκώσουν. Όλοι χωρίς κανένα δισταγμό έσκυψαν. Τότε ο Ναούμης τους αγκάλιασε και τους φίλησε. Για αποζημίωση τους μοίρασε λίγα χρήματα. Ήσαν πια οι καλλίτεροι φύλακες και αγγελιαφόροι του. Ο καϊμακάμης και οι άλλοι σκλάβοι αφέθηκαν ελεύθεροι αφού πληρώθηκαν πλούσια λύτρα. 

Ο Ναούμης ένα χρόνο αργότερα σκοτώθηκε. Μα ακόμα τον τραγουδούν και τον χορεύουν (τσάμικο) σ’ όλη την Δυτ. Μακεδονία: 

Ναούμης πάει στην Φλώρινα, 
μωρέ Φλώρινα
άιντε με εξήντα παλικάρια
 γεια σου Ναούμη Καπετάνιε.

Ναούμης πάει στην Φλώρινα, 
μωρέ Φλώρινα
άιντε πιάνει τον καϊμακάμη
γεια σου Ναούμη Καπετάνιε.

Ήτανε μέρα Κυριακή, μωρέ Κυριακή
 άιντε ημέρα ραμαζάνι
γεια σου Ναούμη Καπετάνιε.

Παιδιά, γιατ’ είστε λέροβα, μωρέ λέροβα
άιντε γιατ’ είστε λερωμένα
μέσ’ στ’ ασήμι φορτωμένα

Είμαστε απ’ την κλεφτουριά, 
μωρέ κλεφτουριά
άιντε κι είμαστε λερωμένα
μέσ’ στο αίμα βουτηγμένα».

 - τέλος - 

 

 Το κείμενο δημοσιεύεται με την επιμέλεια της Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, που, μέσω του τραγουδιού του, γνώρισε τον καπετάν Ναούμη στην πατρίδα της, τη Φλώρινα, αλλά δεν ακούει κάτι γι’ αυτόν στην άλλη της πατρίδα, την Καστοριά, που είναι η γενέτειρά του…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Νοεμβρίου 2021,  Οκτωβρίου 2021, αρ. φύλλου 1099.

Σχετικά: 

3 σχόλια:

  1. Το τραγούδι του καπετάν Ναούμη είναι ο εθνικός ύμνος της Φλώρινας, καθώς ακούγεται σε όλες τις εκδηλώσεις της:
    https://www.youtube.com/watch?v=TTF-Nf5DEE8

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Και σε άλλη ωραία εκδοχή:
    https://www.youtube.com/watch?v=ZL3tQSpWf4k

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ