31.7.23

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Επίλογος σε ένα όνειρο…


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 23.2.2023 | 1163

Για το βιβλίο «Η θεία Αλεξάνδρα & άλλα αφηγήματα» 
του Γιάννη Ηλιάδη

Έλαβα με το ταχυδρομείο –φροντίδι του αγαπητού φίλου Π. Μπαϊρακτάρη και προσφορά του συγγραφέα τους– το βιβλίο με «αφηγήματα» του Γιάννη Ηλιάδη που τυπώθηκε το φθινόπωρο του 2022.

Η ολιγοσέλιδη συλλογή (33 μόλις σελίδων) περιλαμβάνει πέντε μικρά διηγήματα («Η θεία Αλεξάνδρα», «Ο Λάκης ο περιπτεράς», «Ο σηκωμένος», «Ο Σαράντης», «Ο Πάντης») και εικονογραφείται από τον Κώστα Λάκη που δημιούργησε πέντε εξαιρετικής έμπνευσης σχέδια (ένα για κάθε αφήγημα). Ένα από τα σχέδια αυτά («Η θεία Αλεξάνδρα») ως λεπτομέρεια χρησιμεύει και στη σύνθεση του εξωφύλλου ενώ, ολόκληρο, σε μικρότερο μέγεθος, κοσμεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου. 

Τα αφηγήματα με καλό ρυθμό και ζωηρή γλώσσα, με περιορισμένη χρήση ζωντανών ιδιωματισμών της περιοχής, ενσωματώνουν βιωματικά-αυτο- βιογραφικά στοιχεία από τη ζωή στη Λιθιά —γενέθλιο τόπο του συγγραφέα— και διανθίζονται με ποικίλα ευτράπελα μυθοπλαστικά στοιχεία (προσεγγίζοντας την «τερατολογία», τη λυτρωτική δηλαδή γκροτέσκα υπερβολή). Ξεχωρίζω για την ωριμότητα, τη λιτότητα και ατμοσφαιρικότητά του, το διήγημα «Ο Σαράντης» στο οποίο ο εκατοντάχρονος νεκρός, επιβιώσας τραυματίας του μικρασιατικού πολέμου, προβοδιέται στο ξόδι του ως γαμπρός αξιέραστος μ’ ένα λατρευτικό σχεδόν ερωτικό φιλί στο μέτωπο. Τα υπόλοιπα αφηγήματα της συλλογής, με εξαίρεση την «Θεία Αλεξάνδρα» και τον συμπαθητικά πείσμονα και σκληρό χαρακτήρα της, όλα τα είχαμε κατά καιρούς ακούσει (όσοι οι καλοτυχισμένοι…), από πρώτο χέρι και διά στόματος Γιάννη, «μεταξύ τυρού και αχλαδίου», στον ονειρεμένο «χώρο εστίασης και πολιτισμού “Η Αγκάλη”» που με τόση αγάπη και μεράκι είχε δημιουργήσει ο ίδιος στο χωριό του ψηλά στο λόφο της Αγίας Παρασκευής. 

Το υλικό λοιπόν του βιβλίου αυτού αποτελούν οι προφορικές διηγήσεις ενός φύσει ταλαντούχου παραμυθά που πέρασαν τώρα και στο χαρτί με σχετική αμεσότητα και επιτυχία, περισώζοντας πάντως σε μεγάλο μέρος την αρχική τους μορφή και γοητεία (αυτήν που ηχητικά τουλάχιστον είχε διασωθεί μέσα μας). Μου έλειπε φυσικά από όλα αυτά η κινησιολογία και οι μορφασμοί, η χροιά και ο τόνος της ζεστής φωνής του Γιάννη, όμως, ό,τι προϋπήρχε στη μνήμη κατάφερνε να εξισορροπηθεί μ’ εκείνο που διάβαζα. Κάποιοι ίσως είχαν ακούσει τον Γιάννη να παρασταίνει (διαβάζοντάς τα ο ίδιος) πριν λίγα μόλις χρόνια τα «αφηγήματά» του στο αρχοντικό Τσιατσιαπά, σε εκδήλωση του πλέον αξιομνημόνευτου πολιτισμικού κυττάρου της πόλης της Καστοριάς «Σπασμένο ρόδι» που συνεχίζει με συγκινητικό τρόπο να υφίσταται και να προσφέρει στους άνυδρους καιρούς...

Ο καρπός της εκδοτικής αυτής προσπάθειας είναι συμπαθητικός και στην ουσία του άκρως συγκινητικός ως συνολικό αποτέλεσμα με τις προσλαμβάνουσές του. Ο Γιάννης μ’ αυτό του το βιβλίο θαρρώ πως δεν σκόπευε να διαρρήξει το λογοτεχνικό πεδίο ούτε να φανερωθεί δρέποντας δάφνες διηγηματογράφου παρά διάλεξε με χειροπιαστό τρόπο να σφραγίσει ενυπογράφως τον αποχαιρετισμό του σε ένα «στάδιον» της ζωής του μεταβαίνοντας σε ένα άλλο. Το βιβλίο αυτό αποτελεί τον επίλογο μιας ωραίας, επί είκοσι και πλέον συναπτά χρόνια διακονημένης, προσπάθειας αφού η τριετής υγειονομική κρίση μαζί με την οικονομική καταστροφή της ευρύτερης περιοχής της Καστοριάς, που σοβεί πολύ περισσότερο καιρό, σφράγισε το τέλος της «Αγκάλης» όπως τουλάχιστον την γνωρίσαμε. 

Η έκδοση είναι αφιερωμένη στη μνήμη της μητέρας του Γιάννη, Όλγας Ηλιάδου, ψυχής του χώρου για όσο άντεχαν οι δυνάμεις της και όσο κράτησε το μάκρος της ζωής της. Ποιος μπορεί να λησμονήσει το ανεπανάληπτο αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, τα φασόλια γίγαντες στον ταβά και τις θαυμάσιες πίτες της… Ευλογημένη ας είναι εκεί που βρίσκεται η αγία και καλοσυνάτη γυναίκα. 

Διαβάζω τους χαιρετισμούς-προλογίσματα και βρίσκω να αποπνέουν αγάπη και ανυπόκριτα φίλα αισθήματα των συγγραφέων τους προς τον Γιάννη. Ξεχωρίζω από το κείμενο της Μαρίας Φαραντούρη που καταχωρείται πρώτο:
«Άνθρωποι σαν τον Γιάννη Ηλιάδη κρατούν τη φλόγα της ελπίδας αναμμένη, με τον ενθουσιασμό τους και με την εσωτερική τους ανάγκη για δημιουργία και προσφορά στο κοινωνικό σύνολο».

Η μέγιστη αοιδός στάθηκε και νονά του χώρου (χάρισε το όνομα «αγκάλη», από Σολωμικούς στίχους) και τον ευεργέτησε με την παρουσία της και το τραγούδι της μετά τα «Πρέσπεια» του 2000. Φθονώ ζηλοτύπως και από βάθους καρδίας όσους ευτύχησαν να την ακούσουν τότε στο λιλιπούτειο αμφιθέατρο («το αλώνι της Βεατρίκης», όπως εύστοχα γράφει στο μικρό της ποίημα η Πόπη Φανούλη-Νάτου στις εισαγωγικές σελίδες του βιβλίου) που είχε κατασκευάσει ο Γιάννης με θέα τον κάμπο και την ασημωτή λίμνη Ορεστίδα της Καστοριάς στο βάθος. 

Στο χώρο αυτό βρεθήκαμε πολλές φορές προστρέχοντας πεινασμένοι, ζητούντες παρηγοριά, ψυχική ανάπαυση και ανάταση με συνδαιτημόνες φίλους αγαπημένους. Πάντοτε μας αντάμειψε πλουσιοπάροχα η επίσκεψη στο ευλογημένο μέρος που η αγάπη και η αύρα του Γιάννη το καθιστούσε εθιστικά επιθυμητό. Δεν μπορώ να απαριθμήσω τώρα όλα όσα συγκινητικά έζησα εκεί. Ούτε και προλαβαίνω να συγκαταριθμήσω λεπτομερέστερα τα καλά που είχε συγκεντρώσει εκείνος ο χώρος: Το αμπέλι που σε καλωσόριζε στην πλαγιά, το μακεδονίτικο χαγιάτι, τα ακροκέραμα, τις ξυλοδεσιές, τα κρεμαστά γυάλινα φωτιστικά από τη Σύρο, τα διαλεγμένα κεραμικά πλακάκια στο δάπεδο, τα μοναστηριακά έπιπλα, τα φουρούσια στις στέγες, τη λιθοδομή των τοίχων, τα περίτεχνα ξύλινα ταβάνια, τα κειμήλια στους τοίχους, τις ζωγραφιές του Κώστα Λάκη, τις λαϊκές τοιχογραφίες στον πάνω οντά, τη θέα στον κάμπο που έφερνε δάκρυα στα μάτια.

Θυμούμαι λίγες στιγμές εκεί… Με τον εμβληματικό αρχιμάγειρα του Μυλοποτάμου αείμνηστο γέροντα Επιφάνιο, τον θυμόσοφο αείμνηστο αγιορείτη γέροντα Ιερόθεο τον Καρεώτη, τη μάνα μου Ελένη να δίνει ευχαριστημένη εύσημα στη μαγείρισσα, τον Αργύρη Βαϊνά στο μνημόσυνο της δικής του μητέρας, τον Ηλία Παπαμόσχο, τον Πάνο Πούγγουρα, τον Ισίδωρο Ζουργό, τον Στάθη Κοψαχείλη, τον Ηλία Κουτσούκο, την αξέχαστη Νένη Τσαδήλα, τον Παναγιώτη Μπαϊρακτάρη και άλλους φίλους που τους τράβηξα κατά μόνας ή μαζί με τις γυναίκες τους από το μανίκι ως εκεί πάνω, σε βραδιές ή απομεσήμερα που περάσαμε εκεί. Και δεν μπορώ να λησμονήσω, παρά με πόνο ψυχής να αναμνησθώ, πως εκείνος που εικονογραφεί με τόση αγάπη τούτο το μικρό βιβλίο είναι ο Κώστας Λάκης, ένας άλλος ταλαντούχος και αξιαγάπητος άνθρωπος, που με ιερή τρέλα έστησε τον φιλόξενο και ονειρεμένο «Βυσσινόκηπό» του σε ένα άλλο ύψωμα πολύ κοντά στη Καστοριά, δραπετεύοντας κάποτε από την Αθήνα, και στην οποία, δυστυχώς για την πόλη της Καστοριάς και τον πολιτισμό της, επανέκαμψε πριν από καιρό... 

Όμως, επειδή δεν υπάρχει τέλος, («Στο τέλος μου είναι η αρχή μου» έγραφε ο Τόμας Έλιοτ), προτιμώ να κλείσω με το συγκλονιστικό τετράστιχο, το αφιερωμένο στον Γιάννη, από τη σελ. 9 της έκδοσης, της καστοριανής ποιήτριας Μαρίας Σέκιου που είχε και την επιμέλεια του τόμου: 

Πλέεις στο βουνό
Έξαλλο πουλί στα δέντρα σου
Αποξεχνιέσαι στη ορμή
Εκεί που η ελευθερία συνεχίζεται.

Πάντα να ταξιδεύεις Γιάννη ποιητικά και με ιερήν ένταση. 
Ένας ισόβιος θαμών και, «άχρι παρεξηγήσεως», εραστής της «Αγκάλης»... 

Θεσσαλονίκη 26.2.2023, Κυριακή των Αποκρέῳ


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Φεβρουαρίου 2023, αρ. φύλλου .
Φωτογραφία: Ν. Τσίγκας, 2014.


    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ