24.7.23

ΧΑΡΙΛΑΟΥ Γ. ΓΚΟΥΤΟΥ: Από την ιστορία της Γράμμοστας

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 2.2.2023 | 1160

Α.- Οἰκωνύμιο, τοποθεσία, συνοικίες

Ὁ οἰκισμός, τοῦ ὁποίου τό παρελθόν ἱστορεῖται δῶ μέ μιά πρώτη πληρέστερη σύνθεση διάσπαρτων γραπτῶν πηγῶν καί στοματικῶν παραδόσεων, ὀνομάζεται ὡς ἑξῆς στίς παλαιότερες γραπτές πηγές: α) Γράμμος, σέ δύο φορολογικά κατάστιχα τῶν ἐτῶν 1530 καί 1568. β) Γράμμοστη τῆς ἐπαρχίας Καστοριᾶς, στόν κώδικα τῆς μονῆς Ζάβορδας γιά κάποιο ἔτος τῆς περιόδου 1534-1692. γ) Γράμμοστη, τό 1602 στήν πρόθεση τῆς μονῆς Σπαρμοῦ τοῦ Ὀλύμπου. δ) Γράμμοστη, τό 1613 στήν πρόθεση τῆς μονῆς Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων. ε) Γράμμοστα τῆς Χρούπιστας τό 1621 καί τό 1622 σέ δύο ἔγγραφα. στ) Γράμοστη καί Γράμοστα, τό 1645 καί τό 1656 σέ ἐπιγραφές γραμμένες ἀπό χωριανούς ζωγράφους. ζ) Γράμοστα τοῦ καζᾶ τῆς Χρούπιστας (Ἄργους Ὀρεστικοῦ), τό 1650 σέ ἔγγραφο τοῦ ἱεροδικαστικοῦ ἀρχείου τῆς Λάρισας. η) Γράμμόστα, τό 1775 στήν πρόθεση τοῦ Μεγάλου Μετεώρου [1].

Ὁ οἰκισμός βρίσκεται σέ κοιλάδα τοῦ ὄρους Γράμμος, κοντά στήν κορυφογραμμή του σέ ὑψόμετρο 1350 μέτρων. Σήμερα ἡ περιοχή του ὑπάγεται στόν νομό Καστοριᾶς καί γειτονεύει μέ τήν ἐπαρχία Κόνιτσας καί μέ τήν Ἀλβανία. Πλησίον του ὑπῆρχαν οἱ οἰκισμοί Λινοτόπι και Φούσια καί ἡ μονή Ἁγίου Ζαχαρία πού κτίσθηκε τό 1671 [2].

Σέ ὀθωμανικό φορολογικό κατάστιχο τοῦ 1568,καταγράφηκαν τρεῖς συνοικίες τοῦ οἰκισμοῦ Γράμμος: βασική συνοικία μέ 148 οἰκίες (ἐγγάμων 106, ἀγάμων 42), ἡ συνοικία Μίτσι μέ 156 οἰκίες (ἐγγάμων 107, ἀγάμων 49) καί ἡ συνοικία Μίνα μέ 197 οἰκίες (ἐγγάμων 113, ἀγάμων 84). Σύμφωνα μέ στοματική παράδοση, ὁ οἰκισμός τό 1760 εἶχε τρεῖς συνοικίες μέ ὀνομασίες ἀντίστοιχες μέ τά ἐπώνυμα πού εἶχαν τά γένη (φάρες) πού κυρίως κατοικοῦσαν σέ αὐτές: α) τοῦ Χατζηστέργιου, κεντρική, ὅπου καί οἱ ναοί τῆς Παναγίας καί τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, β) τοῦ Πισιώτα, ὅπου ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καί γ) τοῦ Πατσιούρα ἥ Πατσιαούρα. Στόν δρόμο πρός τό Ντέντσικο (Ἀετομηλίτσα), ὑπῆρχε ὁ οἰκισμός Πισκοχώρι [3].


Β.- Πληθυσμός

Πιθανολογεῖται ὅτι ἡ Γράμμοστα, ὅταν ἄκμαζε (μᾶλλον ἀπό τόν 17ο αἰώνα μέχρι τά μέσα τοῦ 18ου), εἶχε 3.000 οἰκογένειες (15.000 κατοίκους), ἤ, κατ’ ἄλλη γνώμη, εἶχε 5.000 οἰκογένειες (40.000 κατοίκους) καί ἦταν τό μεγαλύτερο βλαχοχώρι μετά τήν Μοσχόπολη [4]. Στίς εἰδικές δημογραφικές πληροφορίες περιλαμβάνονται οἱ ἀκόλουθες, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως μερικές ὑπολογίζουν κατά προσέγγιση τά ποσοτικά μεγέθη τῶν οἰκογενειῶν ἤ τῶν κατοίκων.

Σέ φορολογικό ὀθωμανικό κατάστιχο τοῦ 1530, μεταξύ τῶν οἰκισμῶν τοῦ καζᾶ τοῦ Astin (μετέπειτα καζᾶ τῆς Χρούπιστας), ἀναγράφεται καί ὁ οἰκισμός Γκράμους (Γράμμος), ὁ ὁποῖος εἶχε 87 οἰκογένειες ἐγγάμων χριστιανῶν καί 28 οἰκογένειες ἀγάμων ἤ χήρων χριστιανῶν (σύνολο 115 οἰκογένειες). Σέ ἄλλο τέτοιο κατάστιχο τοῦ 1568 γιά τόν ναχιγιέ τῆς Χρούπιστας πού ἀνῆκε στόν καζᾶ τῆς Κορυτσᾶς, ἀναγράφηκε ὅτι στίς ἀναφερθείσες παραπάνω τρεῖς συνοικίες τοῦ χωριοῦ Γκράμους ὑπῆρχαν συνολικά 326 οἰκογένειες ἐγγάμων χριστιανῶν καί 175 οἰκογένειες ἀγάμων ἤ χήρων χριστιανῶν [5].

Ὁ Π. Ἀραβαντινός τό 1862 ἔγραψε ὅτι ἡ Γράμμοστα τῆς ἐπαρχίας Χρούπιστας εἶχε τότε 400 οἰκογένειες. Κατά τόν Ν. Σχινᾶ, τό 1886 τό χωριό εἶχε 50 οἰκογένειες χριστιανῶν καί τρεῖς ἐκκλησίες. Σύμφωνα μέ ἄλλους, τό χωριό εἶχε: τό 1889 50 οἰκογένειες ἤ 300 κατοίκους, τό 1895 500 ἤ 300 κατοίκους, τό 1900 160 κατοίκους, τό 1905 450 κατοίκους, τό 1913 567 κατοίκους, τό 1928 60 οἰκογένειες ἤ 13 κατοίκους (Οἱ ἄλλοι ἴσως ἦσαν στά χειμαδιά), τό 1940 55 κατοίκους, τό 2010 28 κατοίκους [6].


Γ.- Ἐπαγγέλματα, σχολεῖα

Στό φορολογικό ὀθωμανικό κατάστιχο τοῦ 1568 καταγράφηκαν οἱ φόροι πού ἦσαν καταβλητέοι ἀπό τό χωριό λόγω τῶν γεωργικῶν, ὑπό εὐρεία ἔννοια, ἔργων καί εἰσοδημάτων τῶν κατοίκων του, ὄχι καί λόγω τῶν κτηνοτροφικῶν καί τῶν ἐμπορικῶν ἔργων καί εἰσοδημάτων τους, τά ὁποῖα ἴσως ἐφορολογοῦντο χωριστά ἤ ἦσαν ἀφορολόγητα de jure ἤ de facto. Οἱ γεωργικές δραστηριότητες τῶν κατοίκων ἐφορολογήθηκαν γιά τίς ἑξῆς εἰδικές αἰτίες: γιά τήν καλλιέργεια ἀγρῶν καί κήπων, γιά τήν παραγωγή σιταριοῦ (150 κιλά), κριθαριοῦ (100 κιλά), βρίζας (100 κιλά), βρώμης (10 κιλά) καί κανναβιοῦ, γιά τήν μελισσοκομία, γιά τούς θερινούς βοσκότοπους, γιά τήν λειτουργία 12 νερόμυλων, γιά τήν ἀγορά κρασιοῦ, γιά τήν ἀποθήκευση προϊόντων, γιά τήν ἀπόκτηση τίτλων ἰδιοκτησίας, γιά τήν σφαγή χοίρων τά Χριστούγεννα, γιά τήν τέλεση γάμων, γιά τήν διάπραξη ἀδικημάτων. Ὁ συνολικός φόρος τοῦ χωριοῦ συνίστατο σέ 16.000 ἄσπρα (εἶδος νομίσματος) καί ἀνῆκε ἐξ ἡμισείας στόν διοικητή τοῦ βιλαετιοῦ καί στόν σπαχή τοῦ χωριοῦ [7].

Κατά τήν στοματική παράδοση, ἀρχικά οἱ περισσότεροι κάτοικοι ἦσαν γεωργοκτηνοτρόφοι καί ὑλοτόμοι, ἐνῶ ἔπειτα ἔγιναν ἡμινομάδες κτηνοτρόφοι, πολλοί δέ ἀσχολήθηκαν μέ τήν τυροκομία, τήν ὑφαντουργία, τήν δερματοποιΐα, τήν μαχαιροποιΐα, τίς μεταφορές (ἀγωγιάτες) καί τό μεταπρατικό ἐμπόριο [8].

Ὁἱ ἡμινομάδες παραχείμαζαν συνήθως στήν Ἀνατ. Θεσσαλία καί στό Ἄργος Ὀρεστικό (ὅπου εἶχαν δική τους συνοικία), ἀπό δέ τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα καί στήν Κεντρική Μακεδονία μέχρι τήν Χαλκιδική. Σέ ἔγγραφο τοῦ 1650 γίνεται λόγος γιά «βοσκούς ἀπό τήν Γράμμοστα πού διαμένουν σέ μάντρες στήν Λάρισα καί στό Βελεστίνο». Ἔγγραφο τοῦ 1802 ἀναφέρει ὅτι βλάχοι Γραμμοστιανοί παραχείμαζαν σέ τσιφλίκι τοῦ Ἀλῆ πασᾶ κοντά στήν Βέροια. Τό 1911 παραχείμαζαν στό Ἄργος Ὀρεστικό [9]. Οἱ Πιτσιωταῖοι εἶχαν τσελιγκάτο μέ χιλιάδες αἰγοπρόβατα καί παραχείμαζαν στό Βελεστίνο, ὅπου ἔγιναν κουμπάροι μέ τόν πατέρα τοῦ Ρήγα Φεραίου. Οἱ Πατσιουραῖοι εἶχαν τόσα κοπάδια καί τόσο μεγάλη παραγωγή γάλακτος, ὥστε κατασκεύασαν πήλινες σωληνώσεις πολλῶν χιλιομέτρων γιά τήν μεταφορά τοῦ γάλακτος ἀπό τίς στάνες στό τυροκομεῖο κοντά στό χωριό. (Ὁ πρόγονός τους καταγόταν ἀπό τά Ἄγραφα, ὑπῆρξε ληστής καί πολέμησε στήν Κρήτη). Οἱ Χατζηστεργαῖοι καί οἱ Σταθαῖοι εἶχαν πολυάριθμα φορτηγά ζῶα [10].

Μερικοί Γραμμοστινοί ἦσαν ἁγιογράφοι-ζωγράφοι. Ἀπό αὐτούς, γνωρίζομε: ἕναν πού ἐργάσθηκε τό 1530 στήν περιοχή τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος, δύο πού τό 1603 ἱστόρησαν μονή τῆς περιοχῆς Δέλβινου, δύο πού τό 1645 ἁγιογράφησαν ναό τῆς Διπαλίτσας Πωγωνίου, τρεῖς οἱ ὁποῖοι ἱστόρησαν τό 1656 μονή τῆς Ζίτσας καί κατά τά ἔτη 1662, 1666, 1671, 1672, 1673 τρεῖς ἄλλους ναούς στήν Ἤπειρο καί τέλος ἕναν πού τό 1700 καί τό 1730 ἱστόρησε δύο ναούς σέ χωριό τῆς Ἄρτας καί στό Πισοδέρι [11].

Στά ἔργα τῶν ὡς ἄνω ζωγράφων ὑπάρχουν καί ἐπιγραφές γραμμένες ἀπό τούς ἴδιους. Τοῦτο ὑποδηλώνει ὅτι αὐτοί ἐγνώριζαν ἀνάγνωση καί γραφή, πιθανότατα μετά ἀπό μαθήτευσή τους σέ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ τους. Στήν Γράμμοστα λειτούργησε σχολεῖο τό 1756,τό 1764 καί περί τό 1800 τουλάχιστον. Στό σχολεῖο αὐτό μαθήτευσαν τό 1756 ὁ Ἄνθιμος, πού ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ὀλυμπιώτισσας, καί τό 1765 περίπου ὁ Ἰωάννης Νικολαΐδης, ὁ ὁποῖος μεγάλωσε στήν Κλεισούρα καί ἔγινε ἰατρός καί μέλος τῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας τῆς Βιέννης τό 1781 [12].


Δ.- Δεινοπαθήματα καί ἀποδημίες

Ἀπό τίς ὑπάρχουσες σχετικές πληροφορίες προκύπτει ὅτι ὁ οἰκισμός τῆς Γράμμοστας, παρά τά δεινοπαθήματα πού ὑπέστη κάμποσες φορές τόν 17ο αἰώνα καί μετέπειτα, ἀπόλεσε μέν μέρος τοῦ πληθυσμοῦ του μερικές φορές, ἀλλά ἐξακολούθησε νά κατοικεῖται, ἐκτός ἀπό τά ἔτη 1941-1952 [13]. Ἑπομένως, δέν ἀληθεύουν οἱ γνῶμες ὅτι ἡ Γράμμοστα διαλύθηκε ἤ ἐρημώθηκε τήν περίοδο 1680-1720 μαζί μέ τό Λινοτόπι καί τήν Νικολίτσα ἤ τό 1769 μαζί μέ τήν Μοσχόπολη ἤ κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀλῆ πασᾶ [14]. Ἄλλωστε τό ἑξῆς δημοτικό ἆσμα ἀναφέρεται ὄχι σέ διάλυση-ἐρήμωση τῆς Γράμμοστας, ἀλλά σέ κατάληψή της ἀπό ἐπιδρομεῖς (ἀχρονολόγητη): «Μωρή Γραμμοστανίτισσα κι ἀπό τό Λινοτόπι / τ’ εἶν’ τά ντουφέκια πὄπεφταν πολύ βαθειά βροντοῦσαν... / Μᾶς πάτησαν τή Γράμμοστα κι αὐτό τό Λινοτόπι / πῆραν παιδιά ἀπ’ τό δάσκαλο, κορίτσ’ ἀπ’ τό γκεργκέφι / πῆραν καί τ’ ἀρχοντόπουλο τό γιό τοῦ Πατσιαούρα» (ἤ «πῆραν ἄσπρα, πῆραν φλουριά, πῆραν μαργαριτάρια / πῆραν τή Νικουλάκαινα τή μικροπαντρεμένη») [15].

Κατά τούς αἰῶνες 17ο καί 18ο, ὑπῆρξαν πολλές περιπτώσεις κακοποίησης χωριῶν τῆς Δ. Μακεδονίας καί τῆς ἐπαρχίας Κόνιτσας ἀπό κρατικά ὄργανα ἤ τσιφλικάδες πού αὐθαιρετοῦσαν ἤ ἀπό Ἀλβανούς ἤ Ἕλληνες ληστές ἤ κλεφταρματολούς ἤ ἀπό Ἀλβανούς πού ἀπαιτοῦσαν νά τούς δεχθοῦν τά χωριά ὡς ἔμμισθους προστάτες ἤ ὡς τσιφλικάδες [16]. Ἀπό τίς περιπτώσεις κακοπάθειας τῆς Γράμμοστας, γνωρίζομε τίς ἀκόλουθες:

1621. Ὁ σπαχής καί τσιφλικᾶς τῆς Γράμμοστας ἐπέβαλε στούς κατοίκους ἀγγαρεία καί αὐτοί ἀρνήθηκαν νά ὑπακούσουν, δέν προσῆλθαν στό δικαστήριο καί ἀπείλησαν νά καταφύγουν στά βουνά ἄν ἐπιμείνει στήν ἀγγαρεία.

 1622. Ὁ ἴδιος ἐπέβαλε στούς κατοίκους χρηματικό φόρο καί αὐτοί ἀρνήθηκαν νά τόν πληρώσουν καί μετοίκησαν στήν Μηλόβιστα Μοναστηρίου [17].

 1650 περίπου. Ὁμάδα κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Γράμμου μετοίκησε στήν Μηλόβιστα, ἴσως ἐπειδή καταπιέζονταν ἀπό ἐξισλαμισμένους Ἀλβανούς τῆς Β. Ἠπείρου πού διεκδικοῦσαν τούς βοσκότοπους τοῦ Γράμμου [18].

 1760. Μετά ἀπό σφοδρή ἐπίθεση Ἀλβανῶν τῆς Κολώνιας στήν Γράμμοστα, οἱ κάτοικοί της μετοίκησαν ἀπό τό λεηλατημένο καί μισοερειπωμένο χωριό τους σέ ἄλλα μέρη τῆς Μακεδονίας, ἐκτός ἀπό τό 1/4 αὐτῶν πού ἐπέστρεψε στό χωριό [19].

 1770. Γραμμοστινοί πού ἐμποδίσθηκαν ἀπό Ἀλβανούς νά χρησιμοποιοῦν τίς βοσκές τῆς πεδιάδας τῆς Μουζακιᾶς, κοντά στό Μπεράτι, μετοίκησαν στό Κρούσοβο [20].

 1790 περίπου. Ἀρχιτσέλιγκας Γραμμοστιανός, ὁ Χατζηστέργιος ἤ ὁ Κουτσοφούσιας, ἀναγκάσθηκε νά ὑποσχεθεῖ στόν Ἀλῆ πασᾶ ὅτι θά στείλει στό χαρέμι του τήν ὄμορφη κόρη του Σιάνα ὅταν ἔλθουν στό χωριό ἀπεσταλμένοι ὁπλίτες τοῦ Ἀλῆ, ἀλλά πρόλαβε νά φύγει μαζί μέ τίς οἰκογένειες τοῦ τσελιγκάτου του πέρα ἀπό τόν Ἀξιό σέ τόπο πού δέν ἐξουσίαζε ὁ Ἀλής. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή, ἡ Σιάνα σκοτώθηκε κατά τίς συγκρούσης τῶν ὁπλιτῶν τοῦ Ἀλῆ πού κατέστρεψαν τό χωριό [21].

 1800. Λόγω ἐπιδρομῆς Ἀλβανῶν στό χωριό, δέκα οἰκογένειες τσελιγκάδων μετοίκησαν στό Μεγάροβο [22].

 1854. Μεταξύ τῶν ἡμινομάδων ἄλλων χωριῶν, στους ὁποίους, στήν Φιλουριά, ἐπιτέθηκαν 350 ἱππεῖς Τουρκομάνοι, πού ἅρπαξαν γυναῖκες καί χίλια πρόβατα, σκότωσαν 80 ἄτομα καί τραυμάτισαν 150, ἦταν καί ὁ Γραμμοστιανός τσέλιγκας Μπίμπος μέ τό κοπάδι του [23].

Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 19ου αἰώνα, ἄρχισαν νά ἐγκαθίστανται στό χωριό καί ἀρβανιτόβλαχοι. Τό 1845 ἕνας Γραμμοστιανός τσέλιγκας ἐγκατεστημένος στό Μεγάροβο κάλεσε 15 οἰκογένειες ἀρβανιτόβλαχων νά μετεγκατασταθοῦν ἀπό τόν Γράμμο στό Μεγάροβο. Ἀπό τό 1850 περίπου, πολλές οἰκογένειες τοῦ χωριοῦ μετοίκησαν μόνιμα στό Ἄργος Ὀρεστικό [24].



1. Βλ. ἀντιστοίχως: α) Σ. Γκέκας/Σ. Ζήκας, Τό Βόιο καί ἡ περιοχή τοῦ Ἄργους Ὀρεστικοῦ τῆς Δ. Μακεδονίας κατά τήν ὀθωμανική περίοδο, 2014, 27, 48. β-ε) Γ. Τσότσος, Ἱστορική γεωγραφία τῆς Δ. Μακεδονίας, 2011 281, 317, 314, 326. στ) Ἀρ. Καραμπερίδη, εἰς Ἀφιέρωμα στόν Μ. Γαρίδη, 2003 294, 295. ζ) Τσότσος, ὅ.π. 329. η) Β. Σπανός, εἰς Μακεδονικά, τ. 2003-4 311.
2. Βλ. Ἄγγ. Σινάνης, Ὁ Γράμμος καί τά Μαστοροχώρια τῆς Κόνιτσας, 2010 90, 80, 85. Ὁ Ἀν. Εὐθυμίου (Ἠπειρ. Ἑστία, τ. 1960 942-5) κατέγραψε παραμύθι γιά τόν δράκο τῆς Γράμμοστας.
3. Βλ. ἀντιστοίχως: Γκέκας/Ζήκας, ὅ.π. 48, Ἀστ. Κουκούδης, Οἱ μητροπόλεις καί ἡ διασπορά τῶν Βλάχων, 1999 254.
4. Κουκούδης, ὅ.π. 254, 258, Σ. Λιάκος, εἰς Μακεδονική Ζωή, τ. 1972 27, Σινάνης, ὅ.π. 90. Κατά τόν Ν. Σχινᾶ (Ὁδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας… 1886 122) ἦταν «ἄλλοτε μέγα καί καλόν χωρίον, καταστραφέν ὑπό Ἀλβανῶν».
5. Γκέκας/Ζήκας, ὅ.π. 27, 48.
6. Βλ. κατά σειρά: Π. Ἀραβαντινός, Μονογραφία περί κουτσοβλάχων, 1905 51, Σχινᾶς, ὅ.π., Κουκούδης, ὅ.π. 269, Σινάνης, ὅ.π. 96, 97.
7. Γκέκας/Ζήκας, ὅ.π. 49.
8. Κουκούδης, ὅ.π. 253-4, 255, 256, Λιάκος, ὅ.π., A. Wace/M. Thompson, Οἱ νομάδες τῶν Βαλκανίων, 1989 212, Τσότσος, ὅ.π. 488.
9. Κουκούδης, ὅ.π. 256, Τσότσος, ὅ.π. 329, Ἀρχεῖο Ἀλῆ πασᾶ, τ. Β΄ 2007 51, Wace/Thompson, ὅ.π.
10. Ν. Μέρτζος, Ἀρμάνοι. Οἱ Βλάχοι, 2001 123, 194, Θ. Νημᾶς, Δημοτικά τραγούδια τῆς Θεσσαλίας, τ. Α΄ 1983 170, Κουκούδης, ὅ.π. 254-5, ὅπου ἀναφέρει καί ὀνόματα πολλῶν ἄλλων Γραμμοστιανῶν τσελιγκάδων μεγάλων καί μεσαίων.
11. Βλ. Ἀρ. Καραμπερίδη, ὅ.π. 292, Σινάνης, ὅ.π. 101.
12. Κουκούδης, ὅ.π. 255.
13. Χ. Γκοῦτος, Ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἐπαρχίας Κόνιτσας, τ. Α΄ 2017 205.
14. Λιάκος, ὅ.π. 27, 28, Τσότσος, ὅ.π. 488, Σινάνης, ὅ.π. 96, 92, 97.
15. Χ. Ρεμπέλης, Κονιτσιώτικα, 1953 34 (γράφτηκε τό 1926-29), Λιάκος, ὅ.π. 28, Σ. Κυριακίδης, εἰς Μακεδονικά, τ. 1953-55 416.
16. Βλ. Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τῆς Μακεδονίας, 1992 190, 193, 196, 199, 251, 255, 262, 279, 295, 304, Τσότσος, ὅ.π. 432-439, Γκοῦτος, ὅ.π., τ. Α΄ 46-49, 52-54, 205-7, 300, 321-329, τ. Β΄ (2021) 58-60.
17. Γιά τίς δύο παραπάνω περιπτώσεις, βλ. Τσότσος, ὅ.π. 326, 433.
18. Βακαλόπουλος, ὅ.π. 193, Κουκούδης, ὅ.π. 247, 256.
19. Κουκούδης, ὅ.π. 256-7.
20. Β. Γούναρης/Ἀ. Κουκούδης, εἰς Ἵστωρ, τχ 10/1997 106, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 451.
21. Κουκούδης, ὅ.π. 257-8, Γ. Χιονίδης, εἰς Μακεδονικά, τ. 1984 48-49, Σινάνης, ὅ.π. 92.
22. Κουκούδης, ὅ.π. 258.
23. Αὐτόθι 269, Ἀπ. Παπαδημητρίου, Σελίδες ἱστορίας τῶν Γρεβενῶν, τ. Β΄ 2014 112.
24. Κουκούδης, ὅ.π. 270, 269.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Φεβρουαρίου 2023, αρ. φύλλου 1160.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ