17.1.17

Marilena Nik: Στη θερινή ραστώνη…




Ένα βουητό σαν μελίσσι ξεχύθηκε στα δρομάκια του χωριού. Οι γέροντες που κάθονταν στο καφενείο της μικρής πλατείας γελούσαν κάτω απ’ τα μουστάκια τους «τελευταία μέρα του σχολείου» έλεγαν μεταξύ τους. Σε λίγο τα πιτσιρίκια έψαχναν με το βλέμμα, τον παππού τους. Κουνούσαν περήφανα τα ενδεικτικά που τους έδωσε ο δάσκαλος και καρτερούσαν το κέρασμα τους, το πρώτο τους παγωτό. Τα παιδιά της έκτης, δυο κορίτσια και τρία αγόρια κάθησαν σ’ ένα τραπέζι και περίμεναν τον δάσκαλο τους. Η ψυχή του χωριού ήταν αυτός ο δάσκαλος που αγαπούσε πρώτα απ’ όλα τους μαθητές του. Κοίταξε τα πέντε παιδιά στα μάτια, ένα ένα... «Είστε και οι πέντε πολύ καλοί μαθητές» τους είπε «θα συνεχίσετε στο γυμνάσιο;». Σιωπή έπεσε , όλοι κοιτούσαν τα παιδιά… ένα μελαγχρινό κι αδύνατο αγόρι είπε σοβαρά… «όλοι θα πάμε». Η καρδιά του δάσκαλου χόρευε σαν τρελή, αλλά … θυμωμένες κουβέντες άρχισαν να σκορπίζονται στον αέρα... «Άκου γυμνάσιο!»... «Ποιος θα μας βοηθάει στα ζώα και στα χωράφια;»… «Απ’αύριο δουλειά»... «Φτάνουν τα γράμματα»... «Αρκετά τεμπέλιασαν»...

«Το δικό μου το εγγόνι θα πάει, ο Ορέστης μου θα πάει γυμνάσιο. Καταλάβετέ το ωρέ, δεν θέλουμε χέρια, έχουμε αρκετά, μας φτάνουν» ... κι έδειξε τα ροζιασμένα χέρια του ... «γραμματιζούμενους θέλουμε, να μάθουν την ιστορία της πατρίδας μας και του τόπου μας για να γίνουν σωστά ελληνόπουλα. Να κάνουν περήφανο το χωριό μας και ν’ απαντάνε με θάρρος και γνώση σ’ αυτούς, στη πόλη που θα πάνε, που θα τους λένε και σλάβους και τούρκους.» Κάθησε κι έστριψε καμαρωτός το μουστάκι του, ο παππούς του Ορέστη, αυτουνού του μελαγχρινού μικρού παλληκαριού , που τον κοιτούσε χαμογελώντας. «Θα σας γράψω όλους στο γυμνάσιο» είπε ο δάσκαλος « πηγαίνετε να παίξετε τώρα κι έχω πολλά να πω με τους δικούς σας».

Από μέρες τα παιδιά είχαν κανονίσει , αν έκανε λιακάδα αυτή τη μέρα, να πάνε για κολύμπι στο ποτάμι. Τα γέλια και οι φωνές τους κυλούσαν σαν τσέρκι στο χωματένιο δρόμο, πετούσαν ανάμεσα στις λαχταριστές κερασιές που με τη σειρά τους τις έστελναν στα δρύινα δάση. Μάζεψαν κεράσια, τα κορίτσια τα έκαναν σκουλαρίκια γελώντας και κουνώντας το κεφάλι τους. Έβαλαν το καλάθι με τα κεράσια στο παγωμένο νερό του ποταμιού, θα τα φάνε δροσερά... μουσκεμένα και κουρασμένα από το κολύμπι ξάπλωσαν στον ήλιο, κι όλα με μια φωνή είπαν... «Ορέστη πες μας την ιστορία με τ’ όνομά σου» … κι αυτός δεν ήθελε και πολλά παρακάλια για να ξεκινήσει μια ιστορία , που ήταν διαφορετική κάθε φορά.

«Όταν ο παππούς μου ήταν στην ηλικία μας, γινόταν πόλεμος στα μέρη μας, όπως ξέρουμε, για να ελευθερωθούμε από τους Βούλγαρους και τους Τούρκους. Έτσι σταμάτησε το σχολείο και βοηθούσε στον αγώνα. Μια μέρα που πήγαινε φαγητό στον Παύλο Μελά και τους άντρες του»... κοίταξε τα ορθάνοιχτα μάτια των φίλων του κι ευχαριστημένος συνέχισε ...«τον έπιασε μπόρα, κεραυνοί κι αστραπές αυλάκωναν τον μαύρο ουρανό και φοβισμένος κρύφτηκε για να προφυλαχθεί σε μια κουφάλα δέντρου. Ποδοβολητά αλόγων ακούστηκαν και χώθηκε πιο βαθειά στην αγκαλιά του πλατανιού,κομιτατζήδες ήταν»... τα μάτια των παιδιών άνοιξαν περισσότερο…«Όταν τέλειωσε η καταιγίδα βγήκε από τον κρυψώνα του και συνέχισε μέσα απ’ το πυκνό δάσος κι όχι απ‘ το μονοπάτι.

Μετά από λίγο άκουσε ένα βογγητό, σταμάτησε, κι άλλο βογγητό, κοίταξε γύρω του κι ανάμεσα στις χαμηλές βελανιδιές είδε ένα πληγωμένο παλληκάρι. Πήγε κοντά του να τον βοηθήσει αλλά δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, του έδεσε την πληγή στο πόδι του, άφησε φαγητό και νερό και με νοήματα του είπε πως θα γυρίσει να τον πάρει. Είχε αρχίσει να πέφτει το βράδυ όταν ο παππούς μου μαζί με δυο αρματωμένους άντρες έφτασαν στο σημείο που τον είχε αφήσει αλλά… δεν ήταν εκεί… έψαξαν ένα γύρω… είχε χαθεί… κάτω από μια ματωμένη πέτρα βρήκαν ένα παράξενο σημείωμα.

Όταν γύρισαν, το έδωσαν στον αρχηγό τους κι αυτός μόλις το διάβασε, βούρκωσε κι είπε συγκινημένος... “αυτός ο τόπος είναι ελληνικός και θα ελευθερωθεί”...  ένα “ααα” μακρόσυρτο ακούστηκε...» ...ακριβώς το ίδιο “ααα” ακούστηκε κι όταν ο Ορέστης έβγαλε από τη τσέπη του παλιού πουκαμίσου του ένα κιτρινισμένο χαρτί … σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να διαβάζει δυνατά...
«Εἰμί Ὀρέστης, ἀπόγονος τῶν Ἀτρειδῶν, υἱός τοῦ ἄνακτος Ἀγαμέμνονος καὶ τῆς ἀνάσσης Κλυταιμνήστρας ἐκ Μυκηνῶν. Ἔχω εἰς ἀεί χάριν τοῖς διαβιοῦσιν ἐν τοῖς πολίχνοις οἵ ἐξεινίσαντό με καὶ ἠγάπησόν με καὶ ἐτίμησόν με, δίδοντες τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐν τὸν ἑαυτοῖς τόπον. Ἐπανείσομαι εἰς ἀεί ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις, καὶ καίπερ τιτρώσκομαι ἐν τοῖς πολέμοις, κεῖμαι ἐλεύθερος καὶ ῞Ελλην».*


Αφιερωμένο με πολλή αγάπη στους μαθητές και δασκάλους του Δημοτικού Σχολείου και Νηπιαγωγείου  του Νέου Οικισμού Κορεστείων Καστοριάς. Ευχαριστὠ πολύ τον φιλόλογο Άγγελο Καπέλλο  για την βοήθεια του στο αρχαίο κείμενο.


* «Ονομάζομαι Ορέστης, είμαι απόγονος της βασιλικής οικογένειας των Ατρειδών, γιος του βασιλιά Αγαμέμνονα και της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας των Μυκηνών. Θα είμαι πάντα ευγνώμων στους κατοίκους αυτών των χωριών που με δέχτηκαν, με αγάπησαν και με τίμησαν, δίνοντας τ’ όνομά μου, στο τόπο τους. Πάντα θα γυρίζω σ’ αυτά τα μέρη κι όσο κι αν πληγώνομαι, τόσο θα ελευθερώνομαι, περισσότερο Έλληνας κάθε φορά». 



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Ιουλίου 2016, αρ. φύλλου 845
Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία  να υπογράψει με ψευδώνυμο


Σχετικά: Ζωντανή εικόνα από την Καραϊβική

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος17/1/17

    Με συγκίνησες, είχα και δύσκολη μέρα,αλλά όσο κι αν χανόμαστε σε σκέψεις και προβλήματα , πάντα γυρνώντας τις μνήμες σε περασμένα χρόνια και διαβάζοντας την ιστορία μας παίρνουμε δύναμη και λέμε θα αντέξουμε,δεν λυγίζουν τα σίδερα ,η μόρφωση και η πρόσβαση στην παιδεία όλων των παιδιών είναι υποχρέωση όλων μας,απέναντι στα παιδιά μας και στις επόμενες γενεές.
    Βούλα !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ