13.1.17

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: «Τo Καστοριανό σημειωματάρι» της Άννας Παπαδοπούλου-Μελά [III]


ΟΔΟΣ 14.7.2016 | 844

Μέρος 3ο 

Οι επιχειρήσεις του στρατού εξελίσσονται πια στην Ήπειρο. Το πρόχειρο στρατιωτικό Νοσοκομείο [«των μετόπισθεν»] βρίσκεται στην Καστοριά για 10 περίπου μέρες ακόμη. Στεγάζεται στην «Μεγάλη ελληνική Σχολή» που επιτάχθηκε για τον σκοπό αυτόν ως καταλληλότερο κτίσμα. Η Άννα Παπαδοπούλου-Μελά συνεχίζει να σημειώνει στο ημερολόγιό της γεγονότα και σκέψεις, χωρίς ούτε στιγμή να παραλείπει και την αλληλογραφία της…

τα καημένα τα παιδιά…

Στον φίλο της Γ. Τσοκόπουλο [δημοσιογράφο και συγγραφέα] με ημερομηνία 7 Ιανουαρίου 1913 γράφει, ξεκινώντας την επιστολή της με ανυπόκριτο θυμό και απέχθεια, για την τακτική να μεταφέρονται προς περίθαλψη οι τραυματίες στο έσχατο στάδιο της εξάντλησης και καταπόνησης στο νοσοκομείο. Εντύπωση προκαλεί η αποστροφή της επιστολής, όπου η ΑΠΜ γράφει ότι θα προτιμούσε να δει να πέφτουν νεκροί «εν τιμή στο πεδίο της μάχης» όλοι αυτοί που πεθαίνουν μ’ αυτόν τον άθλιο θάνατο εξαντλημένοι, αβοήθητοι και χωρίς ουσιαστική ιατρική φροντίδα. Κλείνει με ευτράπελη διάθεση προσπαθώντας να ελαφρύνει κάπως το βάρος της… λίαν αιματηράς αφηγήσεως που έχει προηγηθεί:

Εκείνο που είναι ασυγχώρητον […] είναι που αποστέλλονται τα καημένα τα παιδιά, μόνον όταν σύρονται στα πόδια, στο νοσοκομείον. Αυτό είναι κάτι περισσότερον από βαρβαρότητα […]
[…] Αυτό δίδει μια ιδέα εις τί κατάστασι έρχονται, όσο να θελήσεις να τους φυσήξεις μέσα τους ζωή, δεν κατορθώνεται, τους βλέπεις συχνά με πόνο καρδιάς από την μεγάλη εξάντλησί τους να πεθαίνουν στα χέρια σου, αντί να πέσουν στο τετιμημένον μας πεδίον της μάχης. […] Έστω και αν δεν έγινε όπως το ήθελα, 
δηλαδή να είμαι στην μάχη, κοντά στα πρώτα χειρουργεία. Δεν είδα μάχη, ευτύχησα δε να μην ιδώ δικούς μας φυγάδας και έτσι το γόητρόν μου έμεινε άθικτον […].

Μην νομίζεις Τσοκόπουλε, πως σου μεγαλώνω τα αισθήματά μου, όχι, και εγώ η ίδια δεν καταλαμβάνω πως αφοσιώθηκα στα αγαπητά μου ευζωνάκια και στα δειλά αυτά ακόμη κερκυραϊκά όντα που αναιδέστατα στον μικρότερό τους πόνο σου λέγουν: δείλιασα!! Είδα κόψιμο χεριού, είδα δυό πόδια να κοπούν από τον Μακκά με τέτοια περίεργον λεπτότητα, που μ’ έκαμαν να λησμονήσω, να ακουμπήσω κάτω εκείνο που μ’ έμεινε στα χέρια. Είδα νεκροψία, τί περιέχει η κοιλιά μας. Φρίκη! Αλλά είδα και το λεπτότερο, τον εγκέφαλο, να περιέχει […] που προξένησε τον αιφνίδιον θάνατον σ’ ένα φαντάρο μας. Ωραίο πράγμα, θα παρέλθη βεβαίως καιρός να ξαναφάγω μυαλά. Θα γελάσης, Τσοκόπουλε, εν τούτοις ήθελα να τα ζυγιάσω, να ιδώ εάν αληθώς είναι τετρακόσια δράμια. Ζυγαριά δεν ευρέθη και έμεινα με την πεποίθηση ότι αφού τόσα λέγουν, τόσα πρέπει να είναι. Έστω και αν έχω αμφιβολία δια το βάρος του δικού μου μυαλού.



Σχέδιο της Θάλειας Φλωρά-Καραβία
“Τραυματίαι”,
Φιλιππιάς 1913, μολύβι σε χαρτί 309Χ45


Στο ημερολόγιό της με ένδειξη Καστοριά, 15 Ιανουαρίου 1913 σημειώνει:

Εις το νοσoκομείον την πέρασα την νύκτα μου, στο απομονωτήριο με τον καημένο τον Τζώρτζο μου [1]. Δεν είναι καλά ο δυστυχής, του υπεσχέθην να μείνω και έμεινα. Παραμιλεί διαρκώς, βλέπει μπροστά του όλους του συγγενείς του. Φωνάζει πως ένας στρατιώτης μπήκε το απόγευμα και του άρπαξε τα πόδια του [2]. Τον λυπούμαι πολύ, πάρα πολύ. Μου θυμίζει θλιβερές ημέρες και νύκτες πλησίον του καημένου του Λέοντος [3]. Σήμερα το απόγευμα έφυγαν με άδεια τριάντα τραυματίαι μας. Ελυπήθηκα που έφευγαν, όσο εχαιρόμην δι’ αυτούς. Πάντοτε με συγκινεί όταν χωρίζονται. Φιλιούνται, λέγουν το καλές αντάμωσες με τέτοια ειλικρίνεια, με τέτοια βεβαιότητα, που να συγκινεί πολύ, ιδίως εκείνοι που δεν είναι δια να πάρουν άδεια και ξέρουν πως θα γυρίσουν στα σώματά των. Αυτοί δεν κρύπτουν την δικαίαν των ζήλεια. Τους φωτογράφησα προχθές [4] και σήμερα τους έδωσα τα μούτρα τους. Τί χαρά τους προξένησε […]

Στο ημερολόγιο πάλι συνεχίζει:

[…] να πάγω μόνον όταν ελευθερωθεί η πατρίδα μου


Καστοριά, 16 Ιανουαρίου 1913

[...] Επείσθημεν πλέον πως δεν θα μείνωμεν τρεις μήνες εδώ. Το είχαμε μεγάλο φόβο, ιδίως ο Μαθιός [Μακκάς]. Δόξα τω Θεώ μπορώ να πω πως η εκστρατεία μας υπό όλας τας συνθήκας είναι ευνοϊκή. Ήθελα να δω τον τάφο του Παύλου, το κατόρθωσα, χάριν βεβαίως στο Μαθιό που εζήτησε από τον Αναστασόπουλο την γενική μας μετάθεσι από τα Βοδενά. Ήθελα να υπάγω στα Ιωάννινα. Θα πάγω, θα τα ιδώ και αυτά. Θα ιδώ την πατρίδα μου ελευθερωμένη, τί ευτυχία, τί συγκίνησις δια μένα. Θυμούμαι στα 1891 όταν πήγα στην Άρτα με τον καημένο τον πατέρα μου και τον Λέοντα. Θυμούμαι που μας είπε: « Εσείς παιδιά περάσετε την γέφυρα [σημ. το θρυλικό γεφύρι της πόλης], πηγαίνετε να πατήσετε την σκλαβωμένη Ήπειρο, εγώ σας περιμένω εδώ στο πλάτανο, έκαμα όρκο από παιδί να πάγω μόνον όταν ελευθερωθή η Πατρίδα μου». Θυμούμαι την λύπη που μας έκαμε και στους δυό μας όταν γυρίσαμε και είδαμε τον καημένο τον γέρο [5] να κλαίη. Ναι έκλαιε με παράπονο πατριώτου, περήφανα, σιωπηλά, χωρίς να πει λέξι.

Σηκώθηκε, μπήκαμε στο αμάξι και γυρίσαμε. Θυμούμαι την εντύπωσιν λύπης και αγανακτήσεως του καημένου του Λέοντος, σαν να ήθελε να τον παρηγορήση τον γέρο μας, να του φωνάξη πως θα ιδή γρήγορα το όνειρό του εκπληρωμένο. Ατυχώς ήλθε και το ατυχέστατο 1897 να συμπληρώση την απογοήτευση του γέρου μας. Με τί λύπη, τί παράπονο έφίλησε τον Παύλον όταν ήλθε και μας είδε στην ανακωχή. 

Στο κατακόρυφο έφθασε η λύπη του όταν επανείδε τότε τον Κοκό επιστρέφοντα εκ Πρεβέζης, τον δε Γεώργη που ήρχετο από την Ήπειρο από τα Πέντε Πηγάδια.Ησθάνετο βαθειά αγανάκτησι εναντίον του Μάνου Θρασυβούλου, υπαιτίου όλου του κακού. Στα Ιωάννινα περίμενε ο Στρατός μας, σημαίες ελληνικές είχαν ετοιμασθή και εκρύπτοντο στα σπίτια τα ελληνικά, που περίμεναν πως και πως να ελευθερωθούν από τον Τούρκο. Δεν ανεπετάσθησαν, έμειναν κρυμμένες χρόνια και χρόνια έκτοτε, και τώρα, πολύ γρήγορα αν θελήση ο Θεός θα δούμε πραγματοποιημένο το όνειρο κάθε Ηπειρώτου, κάθε πατριώτου. Αυτοί που πέθαναν με καημό για την σκλαβωμένη Ήπειρο και δια την Μακεδονία έπρεπε να ζουν τώρα, να χαρούν.

Στον συντάκτη της αθηναϊκής εφημερίδας «Νέα Ημέρα» [μεταφέρθηκε από την Τεργέστη] γράφει στις 22 Ιανουαρίου 1913, κλείνοντας με την εξής εκπληκτική παραίνεση:

[...] Ας μου επιτραπεί να ζητήσω ως χάρι στις εφημερίδες να αποσιωπούν τελείως τη γυναικεία δράσι, και να είναι βέβαιες πως δια της σιωπής όλες θα χαρούν, διότι η ρεκλάμα δεν ευχαριστεί, ούτε ανυψώνει μια γυναίκα. Πιστεύω, φίλε κ. Συντάκτα, συμφωνούμε μαζί.


Λυπούμαι που φεύγω από την Καστοριά [...]

Ιανουάριος 1913, Εν τω νοσοκομείω [Καστοριά]

Σήμερα φεύγομεν επί τέλους, πάμε για την Ήπειρο, τίς οίδε αν δεν πέσουν τα Ιωάννινα έως που θα φθάσωμε. Εάν οι ειδήσεις οι σημερινές είναι ακριβείς και αληθώς υπεχώρησαν τα σκυλιά, αφήνοντες τριακόσιους νεκρούς, τότε καλά. Θα πη πως οι κανονιές που ηκούοντο εδώ προχθές, τους έδωσαν και κατάλαβαν τους μασκαράδες. Αμάν να ελευθερωθούν τα Ιωάννινα και να μας ξαποστείλουν στην Θράκη. Λυπούμαι που φεύγω από την Καστοριά, πάνω από έξ εβδομάδες μείναμε εδώ. Αν και δεν κατόρθωσα ακόμη να προσανατολίζωμαι, και να συνηθίσω στα καλντερίμια της ομολογώ πως λυπούμαι να αφήσω την τιμημένη αυτή χώρα. Είχα συνηθίσει, δεν μου έκαμνε πλέον τόση εντύπωσι ο τάφος του Παύλου! όταν πήγαινα στο κοιμητήριο της Αγίας Τριάδος, περισσότερο μ’ απορροφούσαν τη σκέψι μου όλα αυτά τα κυανόλευκα σταυρουδάκια, που ημέρα την ημέρα ηύξαναν ατυχώς. 

Χθες όλο μου το πρωί εκεί το πέρασα και αν ο Μαθιός δεν ήρχετο με το καλό και πάντα συμπαθητικό του ύφος να με υπενθυμίση την ώρα του προγεύματος, εκεί θα έμενα. Αποτελείωσα το μπογιάτισμα των σταυρών, εσήκωσα με γύφτο τον πεσμένο τοίχον. Ίσως ντραπούν τώρα αι αρχαί και διατάξη ο Έπαρχος να διορθωθή το περίφραγμα που εν τη βαρβαρότητί των κατέστρεφαν οι Τούρκοι και [...] βεβαίως μαζί των τα Γραικόπουλα της Καστοριάς. Χθες βράδυ πολύ, μα πολύ, λυπημένη ήμουν. Μου κοστίζει να φύγω, να αφήσω τους στρατιώτας μα ιδίως τον Τζωρτζή. Τίς οίδε τί έχει να τραβήξει, έφθασε στο αμήν και πάλι ζωντάνευσε, κρίμα την χαρά μου προχθές, που νόμιζα ότι θα πεθάνη και εχαιρόμην, διότι ολιγώτερο ήθελε υποφέρη [6], δια να ζήση ελπίς δεν υπάρχει. Και τί ζωή χωρίς πόδια; 

Αληθινή ψύχωσις δια μένα η εγκατάλειψη του Τζωρτζή. Το βράδυ μου δώσανε δύο ποιήματα που κάμανε οι ασθενείς, το ένα δια την μνήμη του Παύλου, το άλλο προς τιμήν αρχιάτρου, Μαθιού και εμού. Με λύπησε ο Τσιτσιμπίκος, το αγαπημένο ευζωνάκι της Καστοριάς, όταν ωμολόγησε την λύπην του δια την αναχώρησί μου. Παρηγοριέμαι ότι μ’ όλον ότι είμαι δυσάρεστη στους υγιείς, κατορθώνω και με συμπαθούν οι άρρωστοι, αυτός ήτο ο προορισμός και η επιθυμία μου, αν δεν κατόρθωσα το πρώτο μ’ όλη την καλήν διάθεσι που είχα, βεβαίως το δεύτερον το κατάφερα.


...έφθασα στο σημείον  να με διώχνουν.

[...] Από το 1912,13,14,19,20,21 υπηρετώ τον Στρατόν, ουδέποτε εδέχθην προσβολήν από ανώτερον ούτε κατώτερον, κι ομολογώ πως δεν περίμενα ποτέ ο στρατηγός Παπούλας, όστις με έβλεπε πως ηργαζόμην στη Ήπειρο να με διώξη!! ως τη τελευταία υπηρέτρια, πρώτη τυχούσα νοσοκόμα. Να του υπενθυμίσης πως είμαι αδελφή του Παύλου Μελά και είμαι κυρία, δεν πάγω δια βαθμό, ούτε δια πληρωμή και ούτε δια «ευχαριστώ». Μέχρι της σήμερον δεν έχω απολύτως τίποτε στην συνείδησί μου και ακριβώς δι’ αυτό σου τα έγραψα αυτά όλα, διότι το μόνο που θα βαρύνη την καρδιά μου, θα ήτο να στερήσω τον Στρατόν από την μητρική αγάπη που του δεικνύω ανεξαιρέτως, χάριν ενός αξιωματικού! Είναι αληθώς πάρα πολύ βαρειά προσβολή αυτή και δύσκολα μπορώ να την ανεχθώ! Δεν πταίει κανείς, πταίω εγώ που άφησα το σπίτι μου δια τον Στρατόν και έφθασα στο σημείον να με διώχνουν σαν την τελευταία υπηρέτρια. […] παρακαλώ τον κ. Παπούλα να πάρη πίσω μία πολύ μεγάλη προσβολή που μου έκαμε διότι ο ίδιος θα έλθη η στιγμή να μετανοιώσει δι’ αυτό. Θεωρώ τον εαυτό μου ανήκουσαν στον Στρατόν, αλλά είμαι γυναίκα και δεν δέχομαι προσβολή».
[Επιστολή προς Κων. Πάλλη, 9.9.1921]


* * *

Έζησα πάντοτε δια τους άλλους,
όχι δια τον εαυτόν μου,
αυτός λίγο μ’ ενδιέφερε.
Ας είναι.
Όλα γηράζουν, περνούν, λησμονούνται,
αλλά η καρδιά ζή και θα ζή
ώσπου να σταματήσει ο αβίωτος βίος.

Από ημερολογιακή καταγραφή της ΑΠΜ επί του υπερωκεανείου «Ριτσονάκι» στις 3 Νοεμβρίου 1921 καθώς επιστρέφει στις Ροβιές της Εύβοιας. Έχει μόλις «αποταχθεί», αν και «άμισθη έφεδρος νοσοκόμος» από το 1912 στις τάξεις του ελληνικού στρατού, για την άσκηση πολιτικής / φιλοβενιζελικής προπαγάνδας [αργότερα θα μάθει ότι υπεύθυνος για τούτο υπήρξε ο …ιδιαίτερος «χαρακτήρ» της!] με προσωπική εντολή του συμμαθητή στη Σχολή ευελπίδων και φίλου του αδερφού της Παύλου, μακεδονομάχου αξιωματικού και νυν αρχιστρατήγου Αναστάσιου Παπούλα* Διοικητή της Στρατιάς στην Μικρά Ασία στη θέση του αποστρατευθέντος Γ. Χατζανέστη**. Η ΑΠΜ διώχτηκε με σκληρό τρόπο από το μέτωπο στο οποίο παρά τις επίμονες και θερμές της παρακλήσεις -στα όρια του αυτοεξευτελισμού- προς τον Αρχιστράτηγο, τον Πατριάρχη, τον «σκοτεινό» Ύπατο Αρμοστή στη Σμύρνη Στεργιάδη, τον εθνομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης, τον Γερμανό Καραβαγγέλη και πολλούς άλλους, δεν θα επιστρέψει ποτέ…


* * *


1. Eννοεί τον «προστατευόμενό» της κερκυραίο στρατιώτη που ο χειρουργός Μακκάς έκρινε ότι έπρεπε να του ακρωτηριάσει τα δυο του πόδια [«γάγγραινα εκ ψύξεως» δηλ από κρυοπαγήματα]. 
2. Είναι γνωστή η νευροψυχιατρική κατάσταση μετά από ακρωτηριασμούς, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα [κάποτε ενδέχεται να παραμένει δια βίου] αναπτύσσεται το «σύνδρομο του μέλους φαντάσματος» [limb fantom syndrome]. Ο ασθενής έχει συχνά την αίσθηση/βεβαιότητα ότι το μέλος που ακρωτηριάστηκε εξακολουθεί να βρίσκεται στη θέση του και αυτό γιατί στον εγκέφαλό του εξακολουθεί να υπάρχει η εκπροσώπηση/ προβολή της εικόνας του μέλους. Συμβαίνει μάλιστα συχνά να έχουν την αίσθηση ότι πονούν, έχουν μούδιασμα πάνω στο ακρωτηριασμένο μέλος, προσπαθούν να το ξύσουν να ανακουφιστούν, ότι κινούν τα δάκτυλα κλπ. Είναι πολύ εντυπωσιακή πάντως η εικόνα που περιγράφει εδώ ή ΑΠΜ γιατί συνδυάζεται και με παραλήρημα του νεαρού τραυματία [τοξική-«σηπτική» κατάσταση] όπου αυτός διαμαρτύρεται και ισχυρίζεται ότι … «του έχουν κλέψει τα δυο του πόδια!» 
3. Ο αδελφός της Λέων, που πέθανε από σηψαιμία εξ αιτίας κάποιας φλεγμονής/ λοίμωξης από την οποία προσβλήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού που έκανε στην Καστοριά, προκειμένου να εντοπίσει τον τάφο του νεκρού αδελφού του Παύλου. Προφανώς η ΑΠΜ είχε σταθεί στο πλευρό του αδελφού της κατά τις τελευταίες του ώρες και παραλληλίζει τις στιγμές εκείνες με την τωρινή της εμπειρία «με τον κερκυραίον της» στο νοσοκομείο της Καστοριάς.
4. H AΠΜ υπήρξε και μανιώδης φωτογράφος.
5.  [...] «είδαμε τον καημένο τον γέρο να κλαίει». Το 1891 ο Μιχαήλ Μελάς είναι …58 ετών! Πέθανε 6 χρόνια αργότερα.
6. Πόσο θυμίζει αυτή η φράση την Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα» [χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως είχε οποιαδήποτε σχέση ο χαρακτήρας της ΑΠΜ με την ηρωίδα του Παπαδιαμάντη…].
*Ο Αναστάσιος Παπούλας (1857-1935) προσχώρησε αργότερα στο … «βενιζελικό στρατόπεδο». Το 1935 μετά το αποτυχημένο κίνημα υπέρ του Βενιζέλου καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
** Ο Γ. Χατζανέστης (1863-1922) καταδικάστηκε εις θάνατον στη δίκη των έξη μετά την τραγωδία της Μικράς Ασίας και εκτελέστηκε.


* * *


Το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μίλητος. 


ΑΝΝΑ ΜΕΛΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ:
«Εκεί που δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι»
Επιμέλεια-σχόλια: Σταυρίδης Θ. Αντώνης 
ISBN13 9789608460966, Εκδόσεις Μίλητος Μάρτιος 2008, 
σελίδες 402, Πρόλογος Μέρζτος Ι. Νικόλαος. 

Το βιβλίο τούτο είναι ένα ταξίδι ζωής και, συνάμα, μια συγκλονιστική «κατάθεση» της Άννας Μελά-Παπαδοπούλου η οποία καταχωρήθηκε στην ελληνική μνήμη ως η «Μάννα του Στρατιώτη». Στις σελίδες του αποτυπώνονται θυελλώδεις περίοδοι της ιστορίας, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός, η Μικρασιατική εκστρατεία και η Καταστροφή, η επανάσταση του 1922, το Προσφυγικό και η ατμόσφαιρα του Μεσοπολέμου. Εκτός από τη συμβολή του βιβλίου στην ιστοριογραφία της εποχής, αφού για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα «Τετράδια Εκστρατείας» και το οικογενειακό φωτογραφικό αρχείο της Μελά-Παπαδοπούλου, ο ανά χείρας τόμος έρχεται να αποδώσει την οφειλόμενη τιμή στο παράδειγμα και τη μνήμη της μεγάλης αυτής Ελληνίδας.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Ιουλίου 2016, αρ. φύλλου 844


Σχετικά:

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος3/10/17

    Τέτοιους ανθρώπους έχει ανάγκη η Πατρίδα μας. Ας είναι η μνήμη της αιωνία και το παράδειγμά της ας βρεί μιμητές για να ζήσει και το Έθνος μας όπως του αξίζει. Η Άννα Παπαδοπούλου ήταν βαθύτατα πιστός άνθρωπος, γιατί χωρίς την πίστη στον Χριστό δεν μπορεί κανείς να έχει τόσο μεγαλειώδη ζωή. Ας είναι αναπαυμένη κοντά Του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ