10.1.17

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: «Τo Καστοριανό σημειωματάρι» της Άννας Παπαδοπούλου-Μελά [ΙΙ]


ΟΔΟΣ 7.7.2016 | 843

Μέρος 2ο 

[...] Η μάννα μου δεν μ’ έκαμε παρά γυναίκα, δεν μπόρεσα με το τουφέκι να εκδικηθώ τον Παύλον, αλλά ομολογώ πως ηθικώς μέσα στο βάθος της ψυχής αισθάνομαι ζωντανή την εκδίκησι, αφού πατώ ελευθέρα την τότε σκλαβωμένη γη […].

Στο Καστοριανό σημειωματάρι, όπως αποκαλεί η ίδια η ΑΠΜ τις ημερολογιακές της σημειώσεις από την Καστοριά, συμπεριλαμβάνονται εννέα συνολικά εγγραφές δημοσιευμένες στο έργο που επιμελήθηκε Α.Θ. Σταυρίδης. Η πρώτη παρατίθεται με ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου 1912 και η τελευταία με την ένδειξη Ιανουάριος 1913. Εν τω νοσοκομείω. Η προτελευταία εγγραφή φέρει την ημερομηνία 22 Ιανουαρίου 1913. Η πρώτη επόμενη -εκτός Καστοριάς- εγγραφή είναι από τον οικισμό Κοτόρτσι του Ν. Ιωαννίνων [1] και με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1913.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι στην Καστοριά ο Στρατός είχε εγκαταστήσει την νοσοκομειακή του μονάδα για περίπου δυο μήνες. Τόσο επομένως θα πρέπει να διήρκεσε και η παραμονή της ΑΠΜ στην πόλη αφού μετά συνέχισε με τον στρατό προς το Σαραντάπορο. Οι εγγραφές αφορούν πέντε «ημερολόγια» και τέσσερις επιστολές [2].
Στην συνέχεια γίνεται ανθολόγηση μερικών -και συχνά εκτενών- αποσπασμάτων:


Χθες βράδυ τους έκαμα ένα δενδράκι.

Η πρώτη εγγραφή από την Καστοριά στο «σημειωματάρι» της ΑΠΜ –ανήμερα Χριστουγέννων του 1912- απέχει 20 περίπου μέρες από την προηγούμενη (εκείνην της Κλεισούρας). Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει έχει προφανώς ολοκληρωθεί η εγκατάσταση της νοσοκομειακής στρατιωτικής μονάδας σε κτίριο που έχει επιλεγεί, κριθεί κατάλληλο και επιταχθεί ώστε να μπορέσει αυτό να χρησιμοποιηθεί σαν Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Από μια και μοναδική αναφορά στις σημειώσεις της ΑΠΜ είμαστε σε θέση να υποψιασθούμε ότι πρόκειται για κάποιο εν χρήσει σχολικό κτίριο:
 […] Όταν γίνουν καλά οι τραυματίαι μας και αδειάσει το νυν νοσοκομείον, θα επαναλάβουν τα παιδιά τα μαθήματά των ουχί πλέον υπό αυτές τις συνθήκες […].

O καθηγητής Πάνος Τσολάκης στο σημαντικό βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς» [3] αναφέρει ότι η Μεγάλη Ελληνική Σχολή ήταν το κτίριο που χρησιμοποιήθηκε σαν στρατιωτικό νοσοκομείο στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ήταν ένα εντυπωσιακό λιθόκτιστο διώροφο κτίσμα με υπόγειο, στην περιοχή του Αγίου Μηνά, που κατασκευάσθηκε επί Τουρκοκρατίας από τον Βογατσιώτη μηχανικό Γεώργιο Καρύδη [έτος θεμελίωσης το 1885/ έτος λειτουργίας το 1888] . Το κτίριο δυστυχώς κατεδαφίστηκε το 1950 και τη θέση κατέλαβε μια κατασκευή από οπλισμένο μπετόν όπου στεγάστηκε και λειτουργεί ως τις μέρες μας το 2ο Δημοτικό Σχολείο.

Η ΑΠΜ δεν είχε αντικρίσει ποτέ, μέχρι αυτήν τη στιγμή, τον τάφο του αδερφού της που σκοτώθηκε πριν 8 χρόνια στην Στάτιστα [σημερινό Μελά της Φλώρινας] και είχε ταφεί ακέφαλος με τις δέουσες τιμές από τον Γερμανό Καραβαγγέλη μερικες ημέρες αργότερα. Τον τάφο του αδερφού της η ΑΠΜ τον επισκέπτεται συχνά. Στο ημερολόγιό της προφανώς αναφέρεται στον αρχικό τάφο -από το 1907 πλέον απλό κενοτάφιο- του Παύλου Μελά έξω από την Μητρόπολη. Τον κανονικό τάφο του ήρωα αποτελούσε μια κρύπτη κάτω από την Αγία Τραπεζα του βυζαντινού παρεκκλησίου των Ταξιάρχων πολύ κοντά στη Μητρόπολη. Γύρω από το κενοτάφιο κατά την περίοδο αυτήν φαίνεται ότι θάβονται και πολεμιστές που πεθαίνουν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Με συγκίνηση γράφει η ΑΠΜ γι’ αυτήν της την εμπειρία. Ισχυρότατη συγκίνηση όμως μας προσφέρει όταν με αδρές γραμμές περιγράφει την προσπάθειά της να μετατρέψει σε εορταστικό το κλίμα στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Συγκλονιστικές επίσης είναι κι οι σκέψεις της για τις συνέπειες ενός [έστω και «ιερού»] πολέμου.




Καστοριά, 25 Δεκεμβρίου 1912

Αυτήν τη στιγμή που παίρνω το Καστοριανό μου σημειωματάρι να σημειώσω τις εντυπώσεις μου, κτυπά η καμπάνα δια την δήθεν μεσονύκτιον λειτουργίαν. Αλλά είμαι μόνη με τους τραυματίας μου. Όσοι ξύπνησαν, θυμήθηκαν τα σπίτια τους, τις μανάδες, τις γυναίκες του. Προσπαθώ να μην εκφράζουν δυνατά τα αισθήματα αυτά, τα συζυγικά!! Ιδίως δια να μη ξυπνήσουν και οι άλλοι. Ευτυχώς έχω τον καφέ εδώ στο γραφείο και τους δίδω μαζί με ένα σιγάρο και έτσι πάνε οι καημοί οι στεναγμοί τους. Μου κοστίζει πολύ και μένα που δια Δευτέρα φορά θα είμαι μακριά από τα παιδιά μου και τον Απόστολον. Πέρσυ πέρασα τις εορτές μου με τον Δημούλη στο Μόναχον, εφέτος τις περνώ ουχί σαν περιηγήτρια αλλά σαν στρατιώτης, σαν συνάδελφος όλων των αφοσιωμένων στο καθήκον τους. Ομολογώ πως περνά τόσο γρήγορα ο καιρός, ώστε δεν προφθαίνω να αποθυμώ το σπίτι μου παρά μόνον όταν πάγω να κοιμηθώ και το πρωί όταν ανοίξω τα μάτια μου τους συλλογίζομαι. Συλλογίζομαι τους φίλους, συλλογίζομαι τους δικούς μου όλους, που μ’ άφησαν ελεύθερη να εκπληρώσω το προς την Πατρίδα μου καθήκον. Η μάννα μου δεν μ’ έκαμε παρά γυναίκα, δεν μπόρεσα με το τουφέκι να εκδικηθώ τον Παύλον, αλλά ομολογώ πως ηθικώς μέσα στο βάθος της ψυχής αισθάνομαι ζωντανή την εκδίκησι, αφού πατώ ελεύθερα την τότε σκλαβωμένη γη. Το αίσθημα αυτό είναι έτι μεγαλύτερο όταν πηγαίνω επάνω εις τον τάφον του. Όταν συλλογίζομαι με τί προφυλάξεις νύκτα, σκοτάδι, με φανάρια τυλιγμένα σε πανιά τον έθαψε ο Καραβαγγέλης [4] δια να μη ταράξουν οι εχθροί την ιεράν αυτή ταφή του θυσιάσαντος την ζωή του δια την σήμερα ελευθερωμένη Μακεδονία, με σφίγγεται η καρδιά μου, ιδίως όταν γίνεται ο ενταφιασμός των στρατιωτών μας, όταν ακούω τους πυροβολισμούς, όταν μόνη μου σηκώνω την σημαία που καλύπτει τα πτώματά των δια να κατεβούν και αυτοί στην ποτισμένη δια δακρύων γη, αισθάνομαι στην λύπη μου μέσα μια παρηγοριά και που δεν πήγε ο Παύλος μόνον δια την Πατρίδα. Στο κοιμητήριο του Μελά, όπως το ονομάζουν, τώρα κυματίζει ελεύθερα η ελληνική σημαία.

Ο τάφος του [5] έχει τα ελληνικά χρώματα, οι σταυροί των στρατιωτών μας είναι μπλού, όλο μαζί κάμει την σημαία μας, το ιερό μας σύμβολο που πάντοτε δια μένα προξένησε ιδιαιτέρα συγκίνησι και σεβασμό. Αύριον θα ιδούν και οι μαθηταί του σχολείου των να κυματίζη στον εξώστη τους η κυανόλευκός μας. Ηθέλησα εγώ πρώτη να τους την χαρίσω, ήθελα του Παύλου την επιθυμία να την εκτελέσω εγώ. Χθες βράδυ, όταν γύρισα στο νοσοκομείον, είδα που την είχαν κρεμάσει δια να την εύρω την επιθυμία μου εκτελεσμένη. Όταν γίνουν καλά οι τραυματίαι μας και αδειάσει το νυν νοσοκομείον, θα επαναλάβουν τα παιδιά τα μαθήματά των ουχί πλέον υπό αυτές τις συνθήκες. Περήφανα θα πηγαίνουν στο σχολείο τους, θα τραγουδούν τον ύμνο τους επί τέλους που δεν τους επετρέπετο να ψάλλουν ελεύθερα. Θα χαρούν, θα αισθανθούν την ελευθερία με θάρρος, με χαρά. Παύω, ξημέρωσε, πάγω τώρα σπίτι να ιδώ και τα άλλα μου παιδιά και τον «θετόν συμβίον μου». Πάγω, να ζεσταθώ! Και πού να ζεσταθώ; Κρύο διαβολεμένο κάμνει εκεί μέσα, μας διάλεξαν το πιο κρύο σπίτι της Καστοριάς, στην ωραιότερα τοποθεσία μεν, αλλά δεν σκέφθηκαν οι άνθρωποι πως δεν είναι κανείς από μας εις θέσιν να απολαμβάνη τις καλλονές της ωραίας ποιητικής, ηρέμου Λίμνης Καστοριάς!! Χθες βράδυ τους έκαμα ένα δενδράκι. Θέλησα να θυμηθούμε όλοι μας τα σπίτια μας. Τίποτε δεν ήτο, η ιδέα ήτο, όπως το κάθε τι στον κόσμο, τον μάταιο κόσμο αυτό. Ματαιότης, τα πάντα ματαιότης. Αφού στα μάτια μας μπροστά έχομε τεκμήρια αυτής, θύματα πολέμου, όσο και να θέλωμε να πείσωμε τον εαυτόν μας πως είναι ιερός ο πόλεμός μας, όταν είναι δια να ελευθερώσωμεν τα σκλαβωμένα αδέλφια μας, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσωμεν ότι η μικρά μας πατρίδα θέλησε και αυτή να μεγαλώση, να αισθανθεί μεγάλη και να θυσιάσει τα παιδιά της. Τετιμημένον θάνατον τους πρόσφερε, αυτό θα είναι η μόνη παρηγοριά στις μαννάδες και στα ορφανά.


Τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια 
δεν υπάρχουν!

                                         
Καστοριά, 29 Δεκεμβρίου 1912

[...] Αν ήμουν εις Αθήνας τώρα δεν θα ήμουν ευτυχισμένη. Εις όλες τις γωνιές της Ελλάδος μας, την φανταγμένης αυτής γης θα κλαίνε μαννάδες τα χαμένα τους παιδιά. Όσα λόγια παρηγοριάς και αν ακούσουν, τον πόνον τους δεν θα σκεπάσουν. Θυμούμαι όαν χάσαμε τον Παύλο μας και μς έλεγαν «δεν πέθανε, η ψυχή του ζη και χαίρεται», μου ήρχετο να φωνάξω δυνατά «κακά τα ψεύματα». Έτσι είναι κανείς δεν θα αμφισβητήση το αίσθημα αυτό. Δι’ αυτό λέγω πως θεωρώ ευτυχή τον εαυτόν μου και τότε μόνον, όταν γυρίσω στην παλιά Ελλάδα θα καταλάβω και πάλι πως τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια δεν υπάρχουν. Από μια μεριά ελευθερία! Από την άλλη ορφάνια και πτώχια. Αυτός είναι ο κόσμος. Προσπαθώ να φιλοσοφήσω κι εγώ, να περιφρονώ της ζωής την ματαιότητα, αλλά τι τα θέλετε, αληθής αναγέννησις έγινε μέσα μου και παλαίουν δύο αισθήματα: χαράς, λύπης. Αισθήματα που χωρίς να το θέλης σε κάμνουν καλή. Αυτό και εγώ ήθελα. Αν εξαιρέσω ολίγες μου στιγμές κακίας, αισθάνομαι ευχαριστημένη διότι εκπληρώ ένα ιερό καθήκον […]

[...] Είμαι καλά, ιδίως ψυχικώς, δεν με ταράσσει πλέον κανένα δυσάρεστον αίσθημα. Σαν μαύρο σκοτεινό σύννεφο βλέπω από πολύ μακρυά μια στενόχωρον περίοδον του βίου μου. Σταματώ, δεν θέλω να δώσω ζωήν σε τέτοια θλιβερά εικόνα. Θυμούμαι τον Περικλή στο Μόναχον που δεν μ’ άφηνε να την χρωματίζω, ας μείνει λοιπόν χαραγμένη μόνον με το κάρβουνο. Με τον πόλεμον όλα τα ξέχασα, διότι θέλησα να τα ξεχάσω.





[…] ξενυκτώ τον κερκυραίον μου

Καστοριά, 29-30 Δεκεμβρίου 1912

Ευρίσκομαι στο νοσοκομείον, ξενυκτώ τον κερκυραίον μου, μ’ όλην την κούρασιν και την επιθυμία που είχα να ήμουν στο κρεβάτι, ή μάλλον στο στρώμα μου κατά γης στην γωνία του δωματίου μου. Του υπεσχέθην το απόγευμα, όταν ήμουν εδώ πως θα είμαι την νύκτα κοντά του, τον λόγον μου έπρεπε να κρατήσω. Το πρωί ο Μακκάς του έκοψε τα δυο πόδια. Ήμουν στην εγχείρησιν, έκαμα ότι είχα να κάμω, δεν μου εφάνη τόσο σκληρό το θέαμα αυτό. Δείλιασα χωρίς να το δείξω, όταν μου έμεινε στα χέρια το κομμένο πόδι. Δεν αρνούμαι πως η ταχύτης και δεξιότης του Μακκά με κάμνουν μάλλον στην τέχνη του να αφιερώνω τον εαυτόν μου. Προσπαθώ ευτυχώς και σφίγγω την καρδιά μου και πείθομαι πως αφού γίνεται η εγχείρησις θα πει πως πρέπει να γίνη. Αυτό ο δυστυχής χίλιες φορές καλύτερα να είχε σκοτωθεί στην μάχη επάνω, παρά να βασανισθή από το κρύο το προκαλέσαν γάγγραιναν εκ ψύξεως. Μέρες πέρασαν, όλο ήλπιζε ο Μαθιός πως θα του τα γλίτωνε, αλλά το πεπρωμένον δεν εμποδίζεται. «Γραφτό μου ήταν αδελφούλα μου, ήταν να μην τα χάσω στο πόλεμο». Μ’ όλην την αντιπάθεια που έχω δια την ανανδρεία των Κερκυραίων, αυτόν τον δυστυχή τον λυπούμαι με την καρδιά μου. Είναι απαίσιον να ζήση χωρίς πόδια! […]


Ευγνωμονώ 
που εστάλημεν ενταύθα!

Σε επιστολή της -με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου 1913- προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο, γράφει μεταξύ άλλων:

[…] Ευγνωμονώ που εστάλημεν ενταύθα [εννοεί: στην Καστοριά], πρώτον δια οικογενειακούς λόγους [ίσως εννοεί ότι της δίνεται η ευκαιρία να βρίσκεται κοντά στον Παύλο], δεύτερον διότι ησθάνθημεν περισσότερον παρά ποτέ ότι χρησιμεύσαμεν. Εν πρώτοις μαζεύσαμεν τους ασθενείς μας από τα διάφορα σπίτια. Είχαν καταφύγει εκεί δια να γλιτώσουν από τα χάλια των νοσοκομείων. Πολλοί είχαν πεθάνει από εξάντλησι, φοβερά έλλειψιν τροφής κ.τ.λ. Το χειρότερο που με σύγχυσε ήτο η ταφή των θυμάτων αυτών (διπλά θύματα!) τους σήκωναν γύφτοι!! Καμιά πρέπουσα τιμή δεν τους απεδίδετο, εθάπτοντο εις όλα τα σημεία της Καστοριάς, αντί να ταφώσι όλοι μέσα στου Παύλου το νεκροταφείον, όπως το αποκαλούν έκτοτε. Τη δικαία απαιτήσει μόνον ο αρχίατρος έπεισε τον Μητροπολίτην να θάπτωνται όλοι εκεί. Τώρα τα μνήματα έχουν σταυρούς, ατυχώς τα περισσότερα χωρίς ονόματα. Το βέβαιον είναι πως από την ημέρα που ήλθαμε, χωρίς να θέλω να κολακεύσω τον κ. Παπαδόπουλο, όλα άλλαξαν υπό έποψιν ιατρικήν και πατριωτικήν [...].

[συνεχίζεται]


1. Tο σημερινό χωριό Αετοράχη
2. H πρώτη επιστολή αποστέλλεται προς την οικογένεια Δημούλη, η δεύτερη προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο, η τρίτη προς τον Γεώργιο Τσοκόπουλο και η τελευταία προς την εφημερίδα «Νέα Ημέρα».
3. Ο Mητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης γράφει σε επιστολή του της 22 Νοεμβρίου 1904 προς τον Ίωνα Δραγούμη που βρίσκεται στην Αθήνα:
[…] Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23η του απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. Είναι αδύνατον να περιγράψω ενταύθα την άληστον και ζοφώδη εκείνην ψυχολογικήν στιγμήν. Μικρού δειν έπιπτον λιπόθυμος εν τω Διοικητηρίω και οι κρουνοί των δακρύων μου προύδοσαν εις τους πέριξ την ανεμοζάλην της κλονισθείσης ψυχής μου. Συνελθών εκ της αποτόμου σκοτοδινιάσεως εζήτησα να ενταφιάσω το ιερόν λείψανον του αειμνήστου μας μάρτυρος.
Περί την δύσιν του ηλίου παρεδόθη μοι υπό των Αρχών, αλλά το μεν ένεκα της παρελθούσης ώρας, το δε θέλων να κερδίσω καιρόν προς προετοιμασίαν ανάλογον του μεγάλου ανδρός, κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κειμένης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ εαυτώ όπως με παρηγορήση, ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέος, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν μετάξινον μαντίλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μίαν Εικόνα και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του· πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού και μη υπάρχοντος εν αυτώ νεκροταφείου, μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου, όπως θρηνώ τον αοίδημον ήρωα. Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του. Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον, επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου ανατείλη η ημέρα καθ’ ην η πατρίς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον. Τη 22α τρέχοντος ετελέσθη αθορύβως μνημόσυνον, είθε δε η Θεία Πρόνοια να ευδοκήση μετ’ ου πολύ να τελέσωμεν μνημόσυνον πάνδημον οι πάντες επί το αυτό.
Δεν θα λησμονήσω επί ζωής τας οδυνηράς πικρίας, ας διήλθον τας ημέρας αυτάς, εξακολουθώ δε ευρισκόμενος νοερώς εν μέσω ημών και συνοδυρόμενος υμίν.
Απαρηγόρητος
“Κώστας Γεωργίου”*
[o Καστορίας Γερμανός]
*To ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε στην αλληλογραφία του για τις ανάγκες συνεννόησης του με τις επαναστατικές οργανώσεις & επιτροπές, με αξιωματούχους του ελληνικού Κράτους και τους αρχηγούς των ανταρτικών σωμάτων ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
4. Πάνος Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1999 [η αναφορά και η φωτογραφία από τη σελ. 236, κεφ. Τα παλιά σχολικά κτήρια].
5. Βλέπε παράρτημα, πραγματολογική & ιστορική αναφορά εκτός κειμένου, με τον τίτλο «Οι ταφές του Παύλου Μελά» που παρατίθεται στο παρόν φύλλο της ΟΔΟΥ.


Φωτογραφίες:
-Η Μεγάλη ελληνική Σχολή της Καστοριάς που χρησιμοποιήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα σαν Στρατιωτικό νοσκομείο κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο [αρχείο Πάνου Τσολάκη].
-«Ο τάφος του ήρωος Π. Μελά». Φωτογραφία του καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου -Αρχείο Γιώργου Γκολομπία. Από το ομώνυμο λεύκωμα που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2005 από το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Ο αείμνηστος ερευνητής και συλλέκτης σχολιάζει για την φωτογραφία αυτήν:  Ο τάφος του Παύλου Μελά. Καστοριά, Νοέμβριος 1904. Η φωτογραφία του δαφνοστεφανωμένου τάφου τραβήχτηκε έναν περίπου μήνα μετά την μυστική ταφή του ακέφαλου σώματος του Μελά στον περίβολο του μικρού ναού των Ταξιαρχών, απέναντι από τη Μητρόπολη της Καστοριάς, και συγκεκριμένα λίγες μόλις ώρες πριν από το προσκύνημα του αδελφού του Κωνσταντίνου και του φίλου τους Κοντογιάννη, που ήταν οι πρώτοι από το συγγενικό περιβάλλον του ήρωα που επισκέφθηκαν τον τάφο. Το προσκύνημα έγινε μεσάνυχτα για λόγους ασφαλείας και ο Κωνσταντίνος Μελάς πήρε μαζί του το ποίημα που φαίνεται αναρτημένο κάτω από τη λαϊκή έντυπη εικόνα του εθνομάρτυρα, για να το διαφυλάξει ως οικογενειακό κειμήλιο.
-Ο τάφος της Άννας Παπαδοπούλου Μελά στο κοιμητήρι της οικογένειας Παπαδόπουλου στις Ροβιές της Εύβοιας [φωτ. Ν. Τσίγκας]. «Βροχή επιτέλους δυνατή, εξακολουθώ να κάνω λάκκους διά τα κυπαρίσσια. Μόνο τον δικό μου λάκκο ήθελα να άνοιγα, να ησυχάσω και να ησυχάσουν όλοι, όλοι […]».  Από το ημερολόγιο της ΑΠΜ (εγγραφή της 14.2.1914, στις Ροβιές). Έχει επιστρέψει από το μέτωπο του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Ζεί απομονωμένη από την οικογένειά της σ’ ένα υποστατικό στο κτήμα μακριά από τους δικούς της. Νιώθει ανεπιθύμητη. Εργάζεται καθημερινά στις ελιές και σε άλλες αγροτικές δουλειές. Παράλληλα συνεχίζει να αλληλογραφεί, να ζωγραφίζει, να μελετά, να φωτογραφίζει ακαταπόνητη.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Ιουλίου 2016, αρ. φύλλου 843

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ