2.1.17

ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Παπά-Ναούμ



Ένας λόγιος Καστοριανός στη Λειψία

Η ζωή και το έργο του. Η ευεργετική επίδραση, που είχε επάνω του ο αδελφός του Κωνσταντίνος, επίσης ξενιτεμένος στη Λειψία.


Δυστυχές εἰναι τό έθνος ἐκείνο, τό προσδοκῶν τήν πρόοδον καί τήν εὐημερίαν του παρά τῶν ξένων καί ἐναποθέτον τάς ἐλπίδας του εἰς τήν μεγαθυμίαν αὐτών. Τῶν ἀσθενῶν ἡ φωνή, ἀν καί δικαία, σπανίως ἀντηχεῖ εἰς τά δώματα τῶν δυνατῶν, ἀλλ΄οὐδέ τά δεινά τῶν κινούν ποτε εἰς συμπάθειαν αὐτούς, διό παρά μόνου τοῦ ΄Υψίστου ὁφείλομεν νά προσδοκῶμεν τῆς εἰμαρμένης ἡμών ἡμέρας αἱθριωτέρας καί παρά τἢς θείας αὐτού ἐπινεύσεως τόν φωτισμόν ἡμῶν πρός τά καλά καί λαοσῶα.
Π.Π.Ναούμ, Αυτοβιογραφία,1873

Ένας άγνωστος στους πολλούς αλλά διαπρεπής Καστοριανός λόγιος ήταν ο Παναγιώτης Παπά-Ναούμ.

Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1810. Πατέρας του ήταν ο παπάς Ναούμ και μητέρα του η Βενετή. Κατοικούσαν στην πλατεία Ντολτσό, περιοχή Πετρίτη, όπως λέγανε τη γειτονιά εκείνο τον καιρό. Ο πατέρας του λειτουργούσε στον Άγιο Νικόλαο Πετρίτη (Ενορία Δραγωτά). Ήταν το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας, από τα οποία μόνο τα τέσσερα επέζησαν. Ο μεγαλύτερος γιός ο Κωνσταντίνος είχε κιόλας ξενιτευτεί πριν γεννηθεί ο Παναγιώτης. Ήταν έμπορος γουναρικών στη Βιέννη αρχικά, εγκαταστάθηκε όμως έπειτα στη Λειψία. Εκεί ίδρυσε δικό του εμπορικό οίκο. Στη συνέχεια επεκτείνει τις επιχειρήσεις του και στην Κωνσταντινούπολη.

Για τον Κωνσταντίνο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά, με πολλούς επαίνους για το έργο του. Για το εξαιρετικό έμπρακτο ενδιαφέρον του για την τουρκοκρατούμενη τότε Ελλάδα και κυρίως για την πόλη της Καστοριάς. Σώζεται μάλιστα ένα γράμμα του από τη Λειψία στη Μητρόπολη της Καστοριάς. Σ’ αυτό το γράμμα μεταξύ πολλών άλλων εκφράζει τη βαθειά του επιθυμία, να συντελέσει με κάθε δυνατό τρόπο και με τη συμμετοχή των συμπατριωτών του στην αναβάθμιση της ποιότητας της παιδείας στην πόλη. Το γράμμα αυτό χρονολογείται από 4 Ιουλίου 1839.

Ο Παναγιώτης, όταν πήγε κοντά του στη Λειψία, μας τον περιγράφει ευπαρουσίαστο και πολύ ελκυστικό με ευγενική καρδιά, με σπάνια πατριωτικά αισθήματα. Είχε μιά μεγαλοπρέπεια και σοβαρότητα, μιά πολύ καλή ψυχή, φιλογενής και θιασώτης της Ελληνικής παιδείας. Με ευφράδεια στο λόγο. Με φαντασία και φοβερή μνήμη όσο και επιδεξιότητα σε όλα. Γνώριζε εκτός από τα Ελληνικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά και Τούρκικα.

Στον Κωνσταντίνο Παπά-Ναούμ άλλωστε ο γνωστός Μαργαρίτης Δήμητσας αφιέρωσε το 1860 τη μετάφραση του βιβλίου του γερμανού καθηγητή Otho Abel: «Η μέχρι Φιλίππου Αρχαία Ιστορία της Μακεδονίας». Ο δε Γεράσιμος Βώκος έγραφε: «...Πρόθυμη υποδοχή στο σπιτικό του Ναούμ βρίσκουν και πολλοί άνθρωποι των Γραμμάτων και της Τέχνης περαστικοί από τη Λειψία. Ανάμεσά τους και ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός». Ο Κωνσταντίνος βοήθησε τον Ρίζο Νερουλό μέσω ενός γάλλου φίλου του, πολύ μορφωμένου, του Vigne, να εκδώσει στα γαλλικά την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Ωστόσο οι πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Παναγιώτη Παπά-Ναούμ, αδελφού του Κωνσταντίνου, προκύπτουν από την «Αυτοβιογραφία» του, την οποία διάβασα πριν δύο χρόνια  όταν ευγενικά μου την προσέφερε μαζί με το γενεαλογικό δέντρο της οικογενείας, ο συγγενής του Ιωάννης Α. Παππάς, ομότιμος καθηγητής της Βιομηχανικής Οργανώσεως του Ε.Μ.Π. αποσπάσματα του κειμένου αυτού, το οποίο αρχίζει με τη φράση: «Ἐγεννήθην ἐν Καστορίᾳ πάλαι Κέλετρον καλουμένην...», έχουν δημοσιευθεί διανθισμένα με εύστοχα σχόλια το 1964 στο περιοδικό «Εποχές» από τον ομότιμο καθηγητή του Α.Π.Θ. και γνωστό συγγραφέα Παν. Μουλλά με τον τίτλο: «Ένας Μακεδόνας απόδημος στην Κεντρική Ευρώπη».

Εξάλλου ο υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρ. Κ. Καπνουκάγιας δημοσίευσε το 1933 στο: «Ημερολόγιο Δυτικής Μακεδονίας» (εκδόσεις Βορείου Ελλάδος, Κοζάνη) άρθρο με τίτλο: «Η Αυτοβιογραφία του Παναγιώτου Ναούμ». Το άρθρο αυτό αρχίζει με τη χαρακτηριστική φράση: «Εἰς τὸ αρχοντικὸν σπίτι τοῦ φιλοφρονεστάτου Γενικοῦ Προξένου μας ἐν Λειψίᾳ κ. Πέτρου Παπαγεωργίου, Auenstrasse 9, διατηρεῖται θαυμάσια ἡ Αὑτοβιογραφία ἑνὸς ἐπιλέκτου τέκνου τῆς Μακεδονίας, τοῦ Καστοριέως, Παναγιώτου Παπαναούμ, πάππου πρὸς μητρὸς τοῦ φίλου μας Προξένου» [1] .


Το εξώφυλλο του βιβλίου του Παναγιώτη Παπαναούμ
«Διάλογος δύο φίλων - Περί των κοινών της Ελλάδος ιδίως
και των γενικών της Ευρώπης πραγμάτων»
που εκδόθηκε στη Λειψία το 1851

Ο Παναγιώτης έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Καστοριά με δάσκαλο τον παπά Παύλο. Ο πατέρας του ο παπάς Ναούμ ήταν αυστηρός και αυταρχικός. Συνήθιζε δε πρω ί-πρωί να τον παίρνει μαζί του στην εκκλησία για να τον βοηθάει. Η απουσία ξεκούρασης στην παιδική του ηλικία αλλά και η ανεπαρκής μάθηση κατά τη διάρκεια της στοιχειώδους εκπαίδευσης αποτελούσε ένα παράπονο, που τον συνόδευε σ’ όλη του τη ζωή.

Μολαταύτα, σε ό,τι αφορά την παιδεία στην Καστοριά της εποχής εκείνης, ο Παν. Μουλλάς παρατηρεί, ότι όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν να την εμφανίσουν ως κέντρο με αξιόλογη προοδευτική παράδοση από τον 17ο αιώνα. Γνωρίζουμε κιόλας μερικά σημαντικά στοιχεία. Στις 20 Μαΐου 1682, μ’ ένα γράμμα προς τους συμπολίτες τους οι Καστοριανοί της Πόλης υπόσχονται να βοηθήσουν τη γενέτειρά τους στην καταπολέμηση της αμάθειας. Το γράμμα αυτό έχει ως εξής:

«Επειδή και όσα καλά εις τους ανθρώπους ευρίσκονται, η σοφία τα επενόησεν και ευρήκεν... Είναι λοιπόν μεγάλη μας αγνωσία, όπου οι μεν άλλοι άνθρωποι να ποτίζωνται από την πηγήν της πατρίδος μας και η εδική μας πατρίς να μένει διψασμένη και σκοτισμένη από την σκότωσιν της αμαθείας και από την δίψαν των μαθημάτων. Εσυμφωνήσαμεν λοιπόν και ημείς να σταθούμε όλοι κοινώς με όλην μας την προθυμίαν, να καταστήσωμεν και εις την ειδικήν μας πατρίδα το λαμπρότατον τούτο και πολυωφελέστατον φως των γρμμάτων». «Στην πραγματοποίηση ενός τέτοιου σκοπού», συνεχίζει ο Παν. Μουλλάς, «πρέπει ιδιαίτερα να εξαρθεί η συμβολή του περιφήμου μεγαλέμπορα γουναρικών Μανωλάκη του Καστοριανού, που ιδρυτής μιάς σειράς σχολείων και σε διάφορες άλλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Χίος, Άρτα, Ανατολικό), φυσικά «δεν ήθελεν παραλέιψει την ιδιαιτέραν του πατρίδα Καστορίαν και στερήσει αυτήν του ευεργετήματος τούτου».

Με τέτοιες προϋποθέσεις η Καστοριά έχει να επιδείξει αξιόλογη πνευματική άνθιση στις αρχές του 18ου αιώνα το Ελληνικό Σχολείο κτισμένο μετά το 1711 στον Άγιο Νικόλαο του Πετρίτη, θα λειτουργήσει ομαλά στο ίδιο κτίριο έως το 1888. Εξάλλου ο Γεώργιος Καστριώτης, επιφανής καστοριανός, που έφτασε ως το αξίωμα του Μεγάλου Κομίσου, ίδρυσε το 1705 στη συνοικία Μουζεβίκη την Εκκλησιαστική του Σχολή. Αλλά και ένας άλλος γόνος της Καστοριάς, ο πλούσιος έμπορος Γεώργιος Κυρίτσης, δημιούργησε την περίφημη ομώνυμη Σχολή του ενισχύοντας οικονομικά το κοινό σχολείο της πατρίδας του, ενώ οι εκλεκτότεροι δάσκαλοι της εποχής εκείνης, ντόπιοι και ξένοι, δίδαξαν στα σχολεία της Καστοριάς καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα.

* * *

Γύρω στα 1710 ήρθε και ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής Κυρίτση ο Μεθόδιος Ανθρακίτης από τα Γιάννενα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα τον ακολούθησε ο συμπατριώτης του Αναστάσιος Βασιλόπουλος. Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν ο Σεβαστός Λεοντιάδης (1726-28) και αργότερα το 1738 ο γνωστός Καστοριανός ιατροφιλόσοφος Θωμάς Μανδακάσης (1765-70) και ο Θωμάς Οικονόμος, μαθητής του Αμφιλοχίου Παρασκευά, που διετέλεσε σχολάριος περί τα τέλη του 18ου αιώνα. Εφόσον λοιπόν οι ξενιτεμένοι Καστοριανοί, δημιουργοί και χρηματοδότες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της πόλης, δεν διέκοψαν ποτέ τις παροχές τους, δεν μπορεί να πιστέψει κανείς, κατά την άποψη του Παν. Μουλλά, ότι όλη αυτή η πλούσια παράδοση ήταν δυνατόν να διακοπεί ξαφνικά στην αυγή του 19ου αιώνα.

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα το Ελληνικό Σχολείο διατηρούνταν θαυμάσια και μάλιστα κατά τον Βακαλόπουλο, «πλουτισμένο με πολλά αφιερώματα  των Α. και Ε. Μπατρίνου, Κ. Μιχαήλ, και Δ. Μπετζή». Κι’ ακόμα γνωρίζουμε ότι ο σιατιστινός  Αργύριος Παπά Ρίζου, που δίδαξε στην Καστοριά από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα μέχρι το 1831, δεν ήταν καθόλου τυχαίος δάσκαλος.

Ωστόσο,  δεν ήταν αδικαιολόγητο το παράπονο, που εξέφρασε ο Παναγιώτης Παπά-Ναούμ. Διότι, άν και υπήρχαν πράγματι αυτά τα σχολεία, που βρίσκονταν στο επίπεδο του σημερινού Γυμνασίου, ενδεχομένως δε και του Λυκείου, η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν εντελώς ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να μπαίνουν τα παιδιά απευθείας στα «βαθιά νερά». Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της επιστολής, που έστειλε από τη Λειψία ο αδελφός του, ο Κωνσταντίνος, στο Μητροπολίτη Καστοριάς την 4η Ιουλίου 1839:

«...Ἀλλὰ μᾶς ἔλλειπε μέχρι τοῦδε Σχολὴ, ἐν ᾗ διδάσκονται αἱ Στοιχειώδεις καὶ προκαταρκτικαὶ γνώσεις, αἱ ὁποῖαι ἀναγκαιόταται εἶναι, ὄχι μόνον εἰς ὅσους παῖδας τῆς πατρίδος μας δὲν δύνανται νὰ ἀκούσωσιν ὑψηλότερα μαθήματα, καθὼς λέγεται, ἀλλά καὶ εἰς αὐτούς, οἵτινες εἰς τὸν Ναὸν τῆς Παιδείας θέλουν νὰ εισαχθῶσι, διότι γίνονται ἐπιτηδειότεροι εἰς ακρόασιν ὑψηλοτέρων μαθημάτων χωρίς χρονοδαπάνην καὶ δὲν ἐξομοιοῦνται μὲ ἐκείνους οἵτινες “ὑπερβάθμιον αἵρουσι πόδα”».

Μολαταύτα, ο Ναούμ είχε και ευχάριστες αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια στην Καστοριά και τις αναπολούσε εκεί στα ξένα. Θυμόνταν τις ομορφιές της πόλης του και τα παρα μύθια, που είχε ακούσει. Θυμόνταν επίσης πόσο μεγάλη εντύπωση είχε κάνει σ’ αυτόν και τους φίλους του η επίσκεψη του Πουκεβίλ στην Καστοριά εκείνων των χρόνων. Ο Πουκεβίλ, ο οποίος ήταν τότε πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα τους εντυπωσίασε με την ευρωπαϊκή φορεσιά του, που τότε έβλεπαν για πρώτη φορά, πράγμα, που τους έκανε να τον αποκαλούν «φραγκοφορεμένο περιηγητή».

Όλα τα παιδιά τον ακολουθούσαν στις επισκέψεις του στις εκκλησίες, στα τζαμιά και τις συναγωγές της Καστοριάς. Ήταν πολύ ευγενικός μαζί τους και τους ρωτούσε διάφορα πράγματα. Εικόνες από την Καστοριά επίσης ζωντανεύουν στη μνήμη του Παναγιώτη και τις περιγράφει πολύ ωραία. Όπως την ύπαρξη μικρού οροπεδίου στο ψηλότερο σημείο του βουνού της και την ύπαρξη των ερειπίων του ναού του Αγίου Αθανασίου, που διακρίνονται. Επίσης για την παράδοση, πως ο Ναός αυτός ερειπώθηκε, γιατί κάποιος Οθωμανός μετά την άλωση της πόλης είχε αποπατήσει μέσα στο ιερό βήμα.

«Ανατολικά και όχι πολύ μακριά από το παραπάνω ερείπιο, μιά αρκετά μεγάλη κοιλάδα περιφράσσονταν παλαιά από κυκλώπειο τείχος, του οποίου οι μεγάλοι λίθοι βρίσκονται ακόμη και σήμερα σε μιά γραμμή, πράγμα, που μαρτυρεί την αρχαία ύπαρξη και το σκοπό για τον οποίο κτίστηκε. Μέσα σ’ αυτό το φρούριο υπήρχε, λένε, ένα πηγάδι, που ο πυθμένας του κατέληγε στη λίμνη. Τα λίγα, που έχουν γραφεί μέχρι σήμερα για την Καστοριά, τόσο από παλαιούς όσο και από νεώτερους  δεν κάνουν μνεία για το παραπάνω φρούριο. Αρχεία η πατρίδα μου δεν έχει, ώστε να είναι δυνατόν να φωτισθεί το μυστήριο των κολοσσιαίων λίθων- του φρουρίου και των αρχιτεκτόνων του, που πριν από αμνημονεύτους χρόνους έχει καλύψει το σκοτάδι» γράφει.

«Το βουνό της Καστοριάς, δεν έχει μιά ονομασία, είναι βραχώδες, πετρώδες, γεμάτο αγκάθια. Εδώ και εκεί γύρω στις όχθες της λίμνης υπάρχουν πικραμυγδαλιές, αγριοαχλαδιές, αγριομηλιές κτλ. Φυτρώνουν δε στο βουνό σπάνια και πολύτιμα κατά τη γνώμη μου βότανα, που είναι άγνωστα ακόμη στον κόσμο της βοτανολογίας, χωρίς όνομα. Κατά το μήνα Μάιο, όταν η Φύση στολίζεται με τα πολύχρωμα λουλούδια της, αυτός που θα περιπλανηθεί στο βουνό της Καστοριάς νοιώθει την ύπαρξή τους από τα αρώματα, που μοσκοβολούν». Κι εύχεται «κάποτε οι βοτανολόγοι να τα ανακαλύψουν και να γίνει διάσημο στον κόσμο το βουνό αυτό, που το προίκισε η φύση από καταβολής κόσμου και παραμένουν ατυχώς άγνωστες οι ιδιότητές του».

Ακόμα θυμάται πως μέσα στην πόλη της Καστοριάς και κοντά στο ύψωμα, που λέγεται Άγιος Αθανάσιος, φαίνονται ακόμη και σήμερα ερείπια βυζαντινής εποχής. Από τη θέση αυτή αντικρίζεις όλη την πόλη. Κάποτε περιβάλλονταν η περιοχή από φρούριο, που έπιανε μεγάλη έκταση. Κατά την παράδοση και από διηγήσεις των γιαγιάδων της πόλης, μέσα στο φρούριο υπήρχαν τα παλάτια των ηγεμόνων της Καστοριάς και όταν η πόλη κινδύνευε να αλωθεί από τους Αγαρηνούς, η βασιλοπούλα για να μην αιχμαλωτισθεί πήδησε κάτω από ένα παράθυρο του παλατιού και σκοτώθηκε.

Η αλήθεια είναι, ότι στην περιοχή Άγιος Αθανάσιος υπήρχαν κατά τη βυζαντινή εποχή τα δημόσια κτίρια της πόλης, τα οποία περιφράσσονταν από τείχος για την ασφάλεια αυτών, που κατοικούσαν σ’ αυτά. κατά καιρούς δε τα παιδιά των ηγεμόνων της αυτοκρατορικής οικογένειας ήταν και διοικητές στην Καστοριά. Όταν όμως κατέλαβαν την πόλη οι Οθωμανοί, αντί να διατηρήσουν τα δημόσια εκείνα κτίρια, τα άφησαν να μετατραπούν σε ερείπια και στη θέση τους έκτισαν τζαμί. Περιγράφει επίσης τα βυζαντινά τείχη στην είσοδο της πόλης, που επεκτείνονται και από τις δύο πλευρές μέχρι τη λίμνη.

* * *

Το 1822 ο Παναγιώτης Ναούμ (Παπά-Ναούμ) ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του αδελφού του Κωνσταντίνου, ο οποίος τον ήθελε κοντά του για να τον προστατεύσει, πήρε το δρόμο της αποδημίας προς τη Λειψία. Ξεκίνησε, όταν οι γονείς του κατάφεραν να του εξασφαλίσουν την κατάλληλη συνοδεία από την Καστοριά μέχρι το Βελιγράδι. Με τα μεταφορικά μέσα της εποχής εκείνης το ταξίδι διαρκούσε πολλές μέρες και συνοδεύονταν από απερίγραπτες περιπέτειες, αλλά μερικές φορές και από κωμικές εκπλήξεις. Στο δρόμο του συναντούσε φίλους του αδελφού του και τους έδειχνε τις συστατικές επιστολές, που του είχε προμηθεύσει εκείνος. όλοι αυτοί τον προστάτευαν και τον βοηθούσαν με κάθε τρόπο.

Ο ίδιος, όταν είχε μεγαλώσει πια, αναπολούσε και περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο όλα όσα συνάντησε κατά τη διαδρομή εκείνη. Μέχρι τα σύνορα της Σερβίας έμοιαζαν όλα με την άγρια ερημιά της Αφρικής. Η εικόνα ήταν άχαρη, αφού καθ’ όλη την πορεία στο ύπαιθρο δεν συναντούσε κανείς ψυχή ζωντανή. Εκείνη την εποχή οι ντόπιοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, γιατί φοβούνταν μήπως συναντήσουν έξω ανθρώπους της εξουσίας και χάσουν τη ζωή τους. Αυτοί που συνταξίδευαν μαζί του έμοιαζαν τρομαγμένοι και ήταν σκυφτοί και αμίλητοι. συγκρατούσαν ακόμη και την αναπνοή τους από φόβο μήπως αναδυθούν από τα Τάρταρα οι Άρπυιες και τους φάνε.

Κάθε κούνημα φύλλου, κάθε θόρυβος από μακρινό ρυάκι, από κλαρί ή από τυχαίο κατρακύλισμα λιθαριού τους έκανε να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής τους. δωδεκάχρονο παιδί εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να κατανοήσει την αιτία αυτής της βαρυθυμιάς, που επικρατούσε μεταξύ των ανθρώπων εκείνου του τόπου. Όμως όταν στη συνέχεια, καθώς προχωρούσαν, του έδειξαν τους τόπους , όπου γίνονταν οι αποκεφαλισμοί και απαγχονισμοί των χριστιανών προκρίτων και ιερέων, τότε μόνο κατανόησε γιατί κυριαρχούσε ο φόβος μεταξύ των συνοδοιπόρων του.

Καθώς όμως προχωρούσαν η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται. Συνταξιδεύει για την Πέστη με άλλον ένα άνδρα και τρείς κοπέλες, που ήταν ντυμένοι με σύγχρονα ευρωπαϊκά ρούχα. εκείνοι παραξενεύονται με τα ρούχα του Παναγιώτη, διασκεδάζουν και γελούν. Γελάει κι’ εκείνος μαζί τους χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει γιατί τους φαίνονται αστεία τα ρούχα του. Ωστόσο καθώς ταξίδευε για την Πέστη άρχισε να αισθάνεται ασφαλής γιατί ανέλαβε να τον συνοδεύσει και να τον προστατεύσει κάποιος φίλος του αδελφού του από τη Νύσσα.

Από την Πέστη προς τη Βιέννη τον συνοδεύει ο καστοριανός Γεώργιος Δράσκας. Στο προαναφερθέν έργο του ο Μουλλάς σημειώνει, ότι στην Πέστη ο Παναγιώτης στάθηκε τυχερός, γιατί στο «Καφενείο των Γραικών» συνάντησε τον Καστοριανό Γεώργιο Δράσκα, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, που του προσέφερε τη στοργική του φροντίδα και την ευκαιρία να ακούσει «την γλυκείαν φωνήν της μητρικής γλώσσης». Εξάλλου στη Βιέννη δέχτηκε τη φιλοξενία και τις περιποιήσεις του Καστοριανού Δημητρίου Μπετζή, ο οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος από τον αδελφό του νεαρού ταξιδιώτη Κωνσταντίνο να τον κρατήσει στην Πρωτεύουσα των Αψβούργων επί 15 μέρες.


Όταν τελικά στις έξι η ώρα το πρωί μιάς Πέμπτης του Οκτώβρη του 1822 έφθασε στη Λειψία, οδηγήθηκε στο σπίτι του αδελφού του. Εκεί ο θυρωρός τον ανέβασε στον τρίτο όροφο, όπου κατοικούσε ένας άλλος Καστοριανός, ο Γεώργιος Θεοχάρης. Όπως ο ίδιος περιγράφει στη βιογραφία του αντίκρισε ένα σεβάσμιο άνδρα με άσπρα γένια να διαβάζει εφημερίδα. Τον καλημέρισε με υπόκλιση και εκείνος τον προσφώνησε με τη φράση: «Βρέ, καλώς το, το φυντάνι  της Καστοριάς. Εσύ είσαι ο Παναγιώτης, ο αδελφός του Κωνσταντίνου;» «Μάλιστα», απάντησε εκείνος. Και ο κύριος Θεοχάρης τον ρώτησε αν τον γνωρίζει, μόνο από το όνομα, απ’ όσα έχω ακούσει γι’ αυτόν και από τα γράμματα προς τους γονείς μας, αποκρίθηκε.

Τότε κάλεσε τη γυναίκα, που τον φρόντιζε να προσφέρει καφέ στον επισκέπτη τους ενώ εκείνος πήγε στο διαμέρισμα του Κωνσταντίνου να του φέρει την είδηση, πως ήρθε ο αδερφός του. Μετά από λίγο είδε να μπαίνει στο διαμέρισμα του Θεοχάρη ένας άντρας ντυμένος με τα νυχτικά του. Είχε χαρούμενο πρόσωπο  και γαλήνια όψη  με τα χαρακτηριστικά της οικογένειας Παπα-Ναούμ. Τον πήρε στην αγκαλιά του , τον φίλησε και σε λίγο τον οδήγησε στο διαμέρισμά του.

Από τις πρώτες φροντίδες του Κωνσταντίνου- μετά την άφιξη του Παναγιώτη στη Λειψία ήταν η αλλαγή της ενδυμασίας του και εκμάθηση της Γερμανικής γλώσσας. Εκτός από την εκμάθηση της γλώσσας έκανε σπουδές στα μαθηματικά, στη φυσική και στην αστρονομία.

Η Λειψία τον γοήτευσε και ο Κωνσταντίνος ασκούσε επάνω του μιά στοργική επιρροή, που κράτησε σε όλη τη ζωή του. Μετά από οκτώ χρόνια ο Παναγιώτης πήγε στο Βερολίνο, όπου κατατάχτηκε στη σωματοφυλακή του βασιλιά της Πρωσίας, ενώ παράλληλα σπούδαζε, γυμναζόταν και διεύρυνε τον κύκλο των γνωριμιών του. Τελικά μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών, όπου ολοκλήρωσε τη θεωρητική του κατάρτιση.

* * *

Δεν είναι λίγοι οι Έλληνες φοιτητές, που με προτροπή του ίδιου ήρθαν στη Λειψία να σπουδάσουν και να βρουν πρόθυμη φιλοξενία στο ανοιχτό σπιτικό των Παπά-Ναούμ.Ο Ιωάννης Γεννάδιος, ο Γεώργιος Παγώνης, ο Σταμάτης Κλεάνθης, ο Κωνσταντίνος Μιμής, (γιατρός), ο Ιωάννης Βενθύζος (φιλόλογος), ο Αχελωίδης (γιατρός), ο Δαμιανός Γεωργίου (γιατρός, αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) και ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης (θεολόγος) είναι μερικοί από αυτούς. ΄

Επί του προκειμένου ο συγγραφέας και ζωγράφος Γεράσιμος Βώκος γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: «...Σκηνή συγκινητικωτάτη διαδραματισθείσα εν τη οικία του Μακεδόνος Ναούμ διαμένοντος εις Λειψίαν και όπου οι Έλληνες εώρταζον εορτήν τινα...». Όλοι αυτοί, όταν τελείωσαν τις σπουδές των επέστρεψαν στην Ελλάδα και προσέφεραν πάρα πολλά στην πατρίδα.

Το Σεπτέμβρη του 1833 ο Παναγιώτης παραιτήθηκε από την Πρωσική στρατιωτική υπηρεσία, ενώ είχε γίνει ήδη ανθυπολοχαγός του μηχανικού, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι. Εκεί στην πόλη με τα θέλγητρα και τους πειρασμούς, κάνει επισκέψεις στα αξιοθέατα και διαθέτει χρόνο για κοσμική ζωή και υψηλές γνωριμίες. Όταν κάποια κυρία τον κάλεσε σε δείπνο, εκείνος δέχτηκε την πρόσκληση με ενθουσιασμό. Να τί γράφει ο ίδιος σχετικά:

«Οι Γάλλοι ευγενείς τρώνε συνήθως στις 6 μ.μ. εμφανίστηκα κι’ εγώ στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής της κυρίας, που με τίμησε και βρέθηκα περιστοιχισμένος από τις πιο διάσημες οικογένειες και πρόσωπα των Παρισίων. Στο τραπέζι ευτύχησα να έχω δεξιά μου μιά ωραιότατη βαρώνη και αριστερά μου μιά δεσποινίδα, κόρη γερουσιαστού γοητευτική, χαριτωμένη και με ηγεμονική εμφάνιση. Στο τραπέζι είμασταν καλεσμένοι 64 περίπου άτομα. Το δείπνο παρατάθηκε μέχρι τις 10 το βράδυ. Τα ωραία λουλούδια πάνω στο τραπέζι και το άρωμά τους, η αρμονία στο στόλισμα της διακόσμησης, τα εξαιρετικά μαγειρεμένα φαγητά, τα διάφορα κρασιά και η σαμπάνια μας γέμισαν ευθυμία και ευχαρίστηση. Τα έξοχα στη γεύση και ωραιότατα φρούτα και πλήθος γλυκά συμπλήρωναν το δείπνο.

»Πάνω απ’ όλα όμως η ομορφιά των κυριών και δεσποινίδων, που κάθονταν στο τραπέζι με τα υπέροχα φορέματά τους, έδιναν εκείνη τη λαμπρή και μαγευτική νύχτα για μένα μιά εξαίσια εικόνα. Μετά το δείπνο πήγαμε όλοι στη μεγάλη αίθουσα του καφέ, όπου υπήρχε ένα μεγαλοπρεπές πιάνο. Στο μεταξύ κατέφθασαν και πολλά άλλα πρόσωπα από τα διακεκριμένα εκείνης της μεγαλούπολης. Ανάμεσά τους την προσοχή τραβούσαν οι μουσικοί Τζοακίνο Ροσσίνι, ο Ωμπέρ, που ζούσε ακόμα και η αοιδός κυρία Μαλιμπράν. 

»Με την εξαιρετική ευκαιρία της παρουσίας τους οι καλεσμένοι παρεκάλεσαν τον Τζοακίνο Ροσσίνι και την Μαλιμπράν να θέλξουν τη συντροφιά με τις θείες μελωδίες τους. τότε ο Ροσσίνι πήρε θέση στο πιάνο και η Μαλιμπράν όρθια κοντά του και άρχισαν μαζί τα μουσικά τους θαύματα. Εγώ καταλήφτηκα από τέτοιο ενθουσιασμό-, όταν άκουσα τους γλυκούς και ηδονικούς λαρυγγισμούς της αοιδού, ώστε φώναξα πάνω στην έκστασή μου. “Θεέ, δόσ’ μου δύο ακόμη αυτιά για να χορτάσει η ψυχή μου με τις γλυκές αυτές μελωδίες”».

Στο Παρίσι γνωρίζει επίσης τον Φαβιέρο και ενθουσιάζεται με την γνωριμία του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος περνούσε τότε από εκεί με κατεύθυνση προς το Λονδίνο. Ο ενθουσιασμός του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε δεν έβλεπε την ώρα να κατεβεί στην Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο αναδημιουργούμενο κράτος.

Έχει ολοκληρώσει πλέον τις σπουδές του ως μηχανικός και επιστρέφει στη Λειψία μέσω Στρασβούργου και Μονάχου. Στο Μόναχο συναντάει τον Παρρασιάδη τον εκεί διευθυντή του Ελληνικού Λυκείου με τον οποίο θα επισκεφθεί όλα τα αξιοθέατα και θα γνωρίσει από κοντά το σοφό Θείρσιο. Στο μεταξύ ωριμάζει μέσα του η ιδέα για το γυρισμό του στην Ελλάδα. Και όντως το ταξίδι αυτό πραγματοποιείται με πρώτο σταθμό τη Βιέννη, όπου συναντάται με Έλληνες εμπόρους της Αυστριακής πρωτεύουσας και πολλούς φίλους του αδελφού του Κωνσταντίνου.

Στη συνέχεια περνάει από την Τεργέστη, όπου γνωρίζεται με τον Κούμα και τον Οικονόμο, που τυχαία εκείνες τις μέρες βρέθηκε σ’ αυτή την πόλη. Μετά από ολιγοήμερη επίσκεψη στη Βενετία, όπου σημειώνει: «...είδον και το κατάστημα του Γλυκύ του εξ Ιωαννίνων...», επιστρέφει στην Τεργέστη για να ταξιδέψει με το «ιστιοταχύπλουν» του Φεράλδη προς το Ναύπλιο, όπου φθάνει στις 15 Μαΐου 1834.

Ήταν τότε ο Ναούμ 25 χρονών. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, μέχρι να αποφασίσει την επιστροφή του στην Ελλάδα, διακατέχονταν ολόκληρος από μιά διαρκή αναμονή για την έκβαση του Αγώνα. Σ’ αυτό συντελούσε και η ισχυρή επίδραση, που είχε εξασκήσει επάνω του η συνάντησή του στο Παρίσι με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Γι’ αυτές τις πρώτες μέρες του γυρισμού εκφράζει πίκρα ανάμικτη με απογοήτευση. Περιγράφει πάντως πολύ παραστατικά τις εντυπώσεις του από την εικόνα της Ελλάδας εκείνης της εποχής, όσο και την κατάσταση, που επικρατούσε στον Ελληνικό χώρο.

Το Ναύπλιο ήταν ο πρώτος σταθμός. Γράφει πως ήταν μιά πρωτεύουσα ταπεινή και ότι η αναρχία επικρατούσε παντού. Αναφέρει την επανάσταση του Γκρίτζαλη και του Μητροπέτροβα, που είχε αναστατώσει το Μοριά, για τη δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, τη διένεξη μεταξύ Στάικου και Κολοκοτρώνη και διακρίνει γενικά μιά βαθύτερη σήψη. Ο ίδιος δεν αργεί να έρθει σε σύγκρουση με τους Βαυαρούς. Μιά διαταγή του Φρουράρχου Ναυπλίας και Παλαμηδίου, σχετικά με το κλείσιμο της πύλης στις 6 μ.μ. προκαλεί ένα βίαιο σχόλιο του Ναούμ στην «Αθηνά». «...Εντεύθεν προήλθε κατόπιν η κατ’ εμού μήνις των Βαυαρών..».

Στο μεταξύ περιμένοντας τον διορισμό του στο σώμα των μηχανικών, πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο και στα γειτονικά νησιά. Έχει άλλωστε εξαιρετικά ενδιαφέροντα όσο και γνώσεις αρχαιολογίας. Θέλει να δει αρχαιολογικά μνημεία, να επισκεφθεί τους τόπους των μαχών και να γνωρίσει αγωνιστές της Επαναστάσεως.

Στο Άργος γνωρίζει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και το στρατηγό Τσόκρη. Ο Μαυρομιχάλης απέδιδε τη νίκη των Ελλήνων κυρίως στη βοήθεια της Θείας Πρόνοιας. Η πληροφορία αυτή του συγγραφέα [2], ανέφερε σε άρθρο του το 1933 ο καθηγητής Καπνουκάγιας, ήταν σημαντική προκειμένου να κατανοήσει κανείς την ψυχολογία των πρωτεργατών της ελληνικής επανάστασης. Στον Μυστρά τον δέχεται ο παιδικός του φίλος, Δαμιανός Γεωργίου, αργότερα καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις Σπέτσες τον φιλοξενεί εγκάρδια η οικογένεια Ορλώφ. Στην Κόρινθο τον δέχεται ο Χρηστάκης Ράγκος, ο άνθρωπος που έχει μεταφράσει τα φιλελληνικά ποιήματα του Λουδοβίκου , βασιλιά της Βαυαρίας και πατέρα του Όθωνα.

Επισκέπτεται τα Δερβενάκια και τον γοητεύει ιδιαίτερα η τοποθεσία τους. Κάνει επίσης ενδιάμεσες περιγραφές για τους αρχαιολογικούς χώρους, που επισκέπτεται, όπως και για τις προσπάθειές του να εντοπίσει το μαντείο του Τροφωνίου Διός βασιζόμενος στις υποδείξεις του Παυσανία. Στην Αθήνα συναντιέται με το Γερμανό φίλο του, τον μηχανικό Τσίλερ, αυτόν που στόλισε την πρωτεύουσα με τα γνωστά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Ο Ναούμ κάνει επίσης μιά διεξοδική περιγραφή του Παρθενώνα.

Στις 20 Μαΐου του 1835, από ένα τρεχαντήρι στη Σαλαμίνα, ο Ναούμ παρακολουθεί την επίσημη τελετή της ενθρόνισης του Όθωνα στην Αθήνα. Εκεί στη Σαλαμίνα έχει μιά ενδιαφέρουσα συνομιλία με τον Λάζαρο Κουντουριώτη. Τον Ιούνιο του 1835 ο Ναούμ ύστερα από διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών διορίζεται στην Αταλάντη ως μηχανικός με τον βαθμό Γεωμέτρου Πρώτης Τάξεως. Την ίδια χρονιά τον στέλνουν να χαράξει τα όρια ενός συνοικισμού Μακεδόνων, της «Πέλλας». Μέλος της επιτροπής ήταν και ο Θεοφάνης ο Σιατιστεύς.

Τον Απρίλιο του 1836 με νέα διαταγή του Υπουργείου κατευθύνεται προς την Άμφισσα. Τότε επισκέπτεται και τους Δελφούς με τον Παυσανία πάντοτε στο χέρι και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, αρχίζει στην Ιτέα τις εργασίες σχεδιαγράφησης μιάς νέας πόλης. Παίρνει όμως διαταγή να εγκατασταθεί στη Λειβαδιά, παραλαμβάνοντας τα έγγραφα και τις μηχανές του Βαυαρού γεωμέτρη, που είχε πεθάνει πριν από λίγο. Στη Λειβαδιά θα μείνει μιά ολόκληρη δεκαετία.

ύο χρόνια μετά την άφιξή του στην Ελλάδα παντρεύεται την Ευδοκία Μωραΐτου από την Τρίπολη. Την ίδια χρονιά .όμως το θέμα της απόφασης αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδος, που ανήκε στην περιοχή δικαιοδοσίας του Ναούμ, τον φέρνει πάλι αντιμέτωπο με τους αρμόδιους Βαυαρούς.

Είναι παραγκωνισμένος εν τέλει εξ αιτίας της διαφωνίας, που είχε μαζί τους. υποβάλλει την έκθεσή του απευθείας στον Όθωνα. Δικαιώθηκε όμως αργότερα, ύστερα από τον έλεγχο διαφόρων επιτροπών. Ωστόσο οι Βαυαροί δεν θα του το συγχωρήσουν. Το 1846 λοιπόν θα τερματίσει τη σταδιοδρομία του. Εργάστηκε σε όλο αυτό το διάστημα ευσυνείδητα και μ’ όλη την ψυχή του και έφερε σε πέρας κάθε τι, που του ανέθεταν. Στο εξής θα ζει άλλοτε στη Λειψία και άλλοτε στην Αθήνα.

Το 1846 επί πρωθυπουργίας Ιωάννου Κωλέττη βγήκε ένας νόμος της Εθνοσυνέλευσης «περί των σφόδρα αυτοχθόνων», όπως γράφει ο Ναούμ και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα αρχικά. Είχαν στο μεταξύ τα τρία παιδιά τους, τον Φωκίωνα, γεννημένο το 1838, την Ευφροσύνη [3] το 1843, και την Αγλαΐα-Ελένη γεννημένη το 1845. Το τέταρτο παιδί τους ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Λειψία το 1848. Η γυναίκα του Παναγιώτη Ναούμ, η Ευδοκία Μωραΐτου δυστυχώς τον Οκτώβριο του 1853 πέθανε.

Ο Ναούμ υπήρξε λόγιος. Δοκίμασε να εκφραστεί με στίχους και ήταν μυημένος στην τέχνη των στοχαστικών προσαρμογών το 1846 τυπώνεται στην Αθήνα μιά μετάφρασή του από τα γαλλικά με τίτλο : «Ενιαύσιος περίοδος του Ναπολεοντείου βίου». Το 1851 τυπώνεται στη Λειψία το βιβλίο του: «Διάλογος δύο φίλων περί των κοινών της Ελλάδος ιδίως και των γενικών της Ευρώπης πραγμάτων».

Έγραψε κριτικές έργων των ποιητών και συγγραφέων της εποχής του όπως και εύστοχες παρατηρήσεις για πρόσωπα και πράγματα. Υπήρξε άνθρωπος με κοινωνική επιφάνεια. Πρόξενος της Ελλάδος στη Λειψία μετά την παραίτηση του αδελφού του Κωνσταντίνου (1852). Κάποιο διάστημα, στα 1861-1862, βρέθηκε ως πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, μας πληροφορεί ο καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς.

Έμεινε πάντα ένας: «Έλλην την τε καταγωγήν και την καρδίαν». Αγωνίστηκε να συντηρήσει το όραμά του κυρίως δε να κρατήσει τις ρίζες του. Υπήρξε ένας ακόμη αναπνευστικός πνεύμονας της νεότερης αστικής μας τάξης, όπως πολύ εύστοχα τον χαρακτηρίζει ο καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς, στην εξαιρετική εργασία του για τον Ναούμ.

 Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, όταν επισκέφτηκε τη Λειψία, τον Οκτώβρη του 1850, πέρασε από το σπίτι του Ναούμ. Αναφέρει ο ίδιος ο Ραγκαβής: «Σχέσιν εν Λειψία ουδεμίαν είχον εγώ πλην της γνωριμίας του κυρίου Παναγιώτου Ναούμ, όν είχα ιδεί, όταν επεδήμει εις Αθήνας, όπου νομίζω ότι και οικίαν προυτίθετο να αγοράσει ή και αγόρασε και μετά ταύτα την εξεποίησε». Ο Ναούμ έκανε ξενάγηση στα αξιοθέατα της πόλης στον Ραγκαβή και το ίδιο βράδυ του διάβασε 500 στίχους του. Το 1863 εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στη Λειψία. Πέθανε το 1872.

Όσο για την «Αυτοβιογραφία» του, που το χειρόγραφό της βρίσκεται στα χέρια των απογόνων του συγγραφέα στο Mainz am Rhein της Γερμανίας, είναι ένα κείμενο ικανό να χρησιμεύσει κυρίως ως ιστορική πηγή, σαν μιά χαρακτηριστική μαρτυρία απ’ την περιοχή του αποδήμου μακεδονικού ελληνισμού του 19ου αιώνα. Απόγονοι του Π. Ναούμ υπάρχουν πολλοί και στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Ξεχωριστές προσωπικότητες όλοι τους. διέπρεψαν και διαπρέπουν και σήμερα στις επιστήμες, στις τέχνες και στις επιχειρήσεις. Εντυπωσιακή φυσιογνωμία για την καλλιέργεια και κομψότητα η δισέγγονη του Ναούμ, από την κόρη του την Ευφροσύνη, η Αθηναία κυρία Έλζα Λαμπράκη† [4] . Λαμπρές προσωπικότητες και τα παιδιά της.



Ευχαριστίες:
-Στην ευγενική Κα Λόλα Κανελλοπούλου σύζυγο απογόνου του Ναούμ.
-Στον καθηγητή του Ε.Μ.Π. Βιομηχανικής Οργανώσεως, κύριο Ιωάννη Παππά, απόγονο του Χριστόδουλου Ναούμ. ( Ο Χριστόδουλος Ναούμ, ήταν ανεψιός του Π. Ναούμ, επίσης ξενιτεμένος στη Λειψία. Βλ. ΟΔΟΣ αρ. φύλ.261/20-5-2004)


1. Η Ευφροσύνη παντρεύτηκε τον Καστοριανό έμπορο στη Βιέννη Μιχάλη Παπαγεωργίου. Γιός της ήταν ο Πέτρος Παπαγεωργίου ο Πρόξενος στη Λειψία.
2. Δηλαδή του Παναγιώτη Παπά-Ναούμ συγγραφέα της Αυτοβιογραφίας του.
3. Η Ευφροσύνη παντρεύτηκε τον Καστοριανό έμπορο στη Βιέννη Μιχάλη Παπαγεωργίου. Γιός της ήταν ο Πέτρος Παπαγεωργίου ο Πρόξενος στη Λειψία, που αναφέρθηκε προηγουμένως.
4.  Εγγονή της Ευφροσύνης, θυγατέρας του Παναγιώτη παπά-Ναούμ και μητέρα του αξέχαστου Χρήστου Λαμπράκη†, του γνωστού εκδότη (ΔΟΛ) και προέδρου του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.


Το κείμενο αναδημοσιεύεται (φύλλα: 841/23.6.2016, 842/30.6.2016, 843/7.7.2016,  845/21.7.2016) εμπλουτισμένο και με νέες πληροφορίες δέκα χρόνια μετά από την α’ δημοσίευση στην ΟΔΟ στις 18 Μαΐου 2006. (αρ. 351).



1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος3/1/17

    Η κυρία Ελένη χρόνια τώρα , αθόρυβα και μεθοδικά, μας προσφέρει εξαιρετικές μελέτες ειδικά για τους απόδημους Καστοριανούς. Πάντα δε, βοηθά όποιον καταπιάνεται με ανάλογα θέματα. Εύχομαι να μοιράζεται μαζί μας τους κόπους της για πολύ καιρό.
    Ρωμύλος Μαντζούρας

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ