23.5.23

ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΕΙΟΥΣΗ: Oδός Κυρίτση


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς | Σοφία Κλειούση
ΟΔΟΣ 1.12.2022 | 1151

«Κάνατε την καλύτερη επιλογή, κυρία Πάνου. Είμαι βέβαιη ότι θα ευχαριστηθείτε τη διαμονή σας στο σπίτι αυτό. Και πιστέψτε με, αξίζει πολλά περισσότερα από την τιμή που το αγοράσατε».
 «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό…», συμφώνησα σχεδόν ψιθυριστά. Ούτε που με άκουσε. Άλλωστε μιλούσαμε για αξίες διαφορετικές…
Δώσαμε τα χέρια. Η συμφωνία έκλεισε. Η υπεύθυνη του μεσιτικού γραφείου φόρεσε το τυπικό επαγγελματικό της χαμόγελο και με συνόδευσε ως την πόρτα.
«Εις το επανιδείν, κυρία Πάνου».
«Εις στο επανιδείν».

Βγήκα έξω στην κάψα του αυγουστιάτικου απομεσήμερου. Δεν κοντοστάθηκα διόλου. Ανυπομονούσα να ξαναδώ το σπίτι της Κυρίτση. Άλλωστε τώρα πια ήμουν η νόμιμη κάτοχος.
Δεν πήρα το αυτοκίνητο. Θα έκανα μια μακρινή βόλτα διασχίζοντας όλη τη βόρεια παραλία, για να χωθώ έπειτα στα σοκάκια του Απόζαρι. Άγιος Παντελεήμονας, ανηφόρι, στα δεξιά του Φαναριώτη ποιητή το σπίτι, που χάσκει με χίλια στόματα, λίγο παραπάνω το νεοκλασικό της Ρήνκως –τι να γίνεται άραγε τώρα η γαλλοθρεμμένη κυρά;– ξανά ανηφόρι και στο βάθος η Κυρίτση, λιθόστρωτη πλέον, γραφική…
Κοιτάζω γύρω μου. Έχουν εντυπωσιακά πληθύνει οι νεόκτιστες πολυτελείς μονοκατοικίες με τους ευθυγραμμισμένους κήπους και τις ευρύχωρες αυλές. Και ανάμεσά τους σπίτια παλιά, στοιχειωδώς συντηρημένα και στοιχειωδώς κατοικήσιμα και κάποια άλλα ρημαγμένα, παρατημένα στο έλεος του χρόνου και των… κληρονομικών αντιδικιών.
Καλοκαιρινή σιέστα. Στο δρόμο, ερημιά. Αραιά και πού κάποιο αυτοκίνητο. Ανοιγμένα παραθυρόφυλλα, πνιχτά γέλια και ανεμόφερτοι ψίθυροι.
Περνώ μπροστά από τα πέτρινα σκαλοπατάκια που οδηγούν στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, αγίων αρρενωπών και στρατιωτικών. Φρεσκοασβεστωμένοι τοίχοι, χαμηλά σιδερόφρακτα παραθυράκια και η παλιά μου γνώριμη κορομηλιά στο μικρό περίβολο.
Παραδίπλα το σπίτι του Μπότη. Το έχουν πνίξει τ’ αγριόχορτα. Ερείπιο, ξεχαρβαλωμένο. Φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα του ατίθασου αλητάμπουρα της τετάρτης δημοτικού. Ο πατέρας του έκανε χαμαλίκες στις μεταφορικές. Η μάνα άφαντη τον περισσότερο καιρό. Τον φάγανε το Μπότη στα δεκάξι του η πρέζα και το αλκοολίκι. Φύγανε έπειτα και οι γέροι του. Δεν τους ξανάδε κανείς.
Σκέφτομαι εκείνο το πολύβουο σμάρι που αλώνιζε στην Κυρίτση και στα πέριξ· από τον Αϊ-Γιώργη του Βουνού, έναν παράδεισο σωστό, όλο κόχες και κρύπτες, ξεκινούσε η δασωμένη βουνοπλαγιά που έβγαζε στον Προφήτη-Ηλία και διάνοιγε πεδίο δόξας λαμπρό για… παράτολμους εξερευνητές. Φαγώθηκαν πολλές σόλες και γδάρθηκαν ακόμη περισσότερα γόνατα εκεί…
Υπήρχαν βέβαια και οι πιο γαλήνιες στιγμές: κατά το σούρουπο συνήθως σήμαινε η κατάπαυση των εχθροπραξιών· και τότε όλοι μας, φίλοι κι εχθροί κάναμε ανακωχή και πιάναμε την ψιλή κουβεντούλα στα παγκάκια της αλάνας με φόντο το παλιό σιδεράδικο του Γόλα. Και σιγά-σιγά άρχιζαν να καταφθάνουν και οι πατεράδες μας που σκεβρώνανε από το πρωί στα εργαστήρια γουναρικής που πολλαπλασιάζονταν με ρυθμούς γεωμετρικούς τα χρόνια εκείνα στην πόλη μας· κοφτάδες, χρωματιστές, σταματωτάδες, μηχανικοί… Ορμούσαμε καταπάνω τους, μόλις ξεπρόβαλλαν στη γωνία Βιτσίου και Κυρίτση, με τα βλέμματά μας στυλωμένα στις σακούλες που κομίζανε, περήφανοι κουβαλητές της φαμίλιας τους· καρπούζια, ροδάκινα και μοσχάτα σταφύλια. Κάποτε ο θησαυρός κρυβόταν στις τσέπες τους. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που μας κέρναγε από ένα λουκούμι, το τρόπαιο της κολτσίνας, τις βραδιές που μετά τη δουλειά σταμάταγε στον καφενέ του Γκιόνη με την παλιοπαρέα.
Ατέλειωτα βράδια του καλοκαιριού! Δεν σου έκανε καρδιά ν’ αφήσεις την αλάνα! Μα, ήταν εκείνες οι μακρόσυρτες, τραγουδιστές φωνές –Μαριανθουούλαα, Βασιλααάκηη!– με χροιά επιτακτική, που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Βάζαμε τότε την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και γυρνούσαμε στα… κονάκια μας. Εκεί μας περιμένανε χέρια επιδέξια, δουλεμένα, σαν αντρικά, και ολάνθιστες λινές ρόμπες. Μας ξεβρόμιζαν, μας τάιζαν και μας έστελναν στα κρεβάτια μας χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς κανακέματα.
Δεν τους έμενε χρόνος για τέτοια. Δουλεύανε σκληρά οι μανάδες μας. Δεν ήταν μόνο το νοικοκυριό και το μεγάλωμα των παιδιών τους. Έπρεπε ακόμη να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα. Σε κάποια ανήλιαγη αποθηκούλα στα δαιδαλώδη εκείνα παλιόσπιτα στηνόταν… η μηχανή της κυράς. Κομμάτι κομμάτι έραβαν τις περίφημες φασκιές, η αλλιώς μπάντες, και όταν έσπαγαν το βελόνι, βλασφημούσαν χαμηλόφωνα, μην τις ακούσουν τα παιδιά. 
Ένα δυνατό επίμονο κορνάρισμα εισβάλλει ασεβώς στην κοίτη των μνημονικών μου ανακλήσεων. Αλαφιάζομαι. Προφανώς βρίσκομαι από ώρα στη μέση του δρόμου. Τινάζομαι για να παραμερίσω με μια κίνηση μάλλον κωμική.
Κοιτάζω αριστερά μου. Χωρίς να το καταλάβω ήδη έχω φτάσει στο σπίτι. Στο παλιό σπίτι της Κυρίτση. Στο σπίτι μου…

Εικοσιπέντε χρόνια μετά επέστρεφα εκεί. Όταν ξενοικιάσαμε, τελείωνα την έκτη δημοτικού. Το νέο σπίτι βρισκόταν στο κέντρο, στο Τσαρσί, κοντά στα εμπορικά μαγαζιά, κοντά και στο Γυμνάσιο με την Παναγιά την Κουμπελίδικη στην αγκαλιά του.
Έχασα τα μονοπάτια δίπλα στη λίμνη. Η ζωή μας περιορίστηκε σ’ ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου με σαλοτραπεζαρία, ένα στενόχωρο μπαλκονάκι και γειτονόπουλα καλοβαλμένα, που το απόγευμα πηγαίνανε στο γυμναστήριο και μαθαίνανε γαλλικά.
Πολύ σπάνια περνούσα όλα αυτά τα χρόνια από την οδό Κυρίτση. Όχι ότι το απόφευγα συνειδητά. Απλώς δεν τύχαινε. Ήρθαν εξάλλου μετά οι σπουδές, η απαιτητική δουλειά, ο γάμος, το παιδί, το διαζύγιο. Την ακτίνα της δράσης μου ορίζανε πλέον δρόμοι λιγότερο απόκεντροι…
Και το δίπατο σπίτι της Κυρίτση ρήμαζε χρόνο με το χρόνο. Τις ελάχιστες φορές που συγκυριακά βρέθηκα εκεί, ήταν αρκετή μια επιπόλαια, φευγαλέα ματιά να πιστοποιήσει τη φθορά.

Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια –δώδεκα τα μέτραγα τότε, ένα ένα– που οδηγούν στη σιδερένια αυλόπορτα. Χαμογελώ σε μια απρόσμενη θύμηση: Το σπίτι, χτισμένο σε ανισόπεδη τοποθεσία –από τη μια δρόμος, βουνό από την άλλη– φάνταζε κάποτε, στα παιδικά μου μάτια, μυστήριο ακατάληπτο· μου φαινόταν αδιανόητο πώς μπορούσες να μπαίνεις από την κεντρική είσοδο, στο επίπεδο του δρόμου, ν’ ανεβαίνεις με την εσωτερική σκάλα στον πρώτο όροφο και βγαίνοντας από την πίσω πόρτα που έβγαζε στην πάνω αυλή να βρίσκεσαι στο ύψος του στενού δρομίσκου που ανηφόριζε στον Προφήτη-Ηλία, να έχεις δηλαδή και πάλι την αίσθηση του ισογείου.
Περνώ στο εσωτερικό του. Αναστηλωμένο, ανακαινισμένο, φρεσκαρισμένο. Νέα υλικά σε παλιό σκαρί. Παρ’ όλες ωστόσο τις παρεμβάσεις και τις εκτεταμένες αλλαγές, έμειναν στη θέση τους, ακριβώς όπως τα θυμόμουν, τα πιο θελκτικά σημεία, όσα επιλεκτικά κράτησε και ανατροφοδότησε η μνήμη μου από την παιδική μου ηλικία στην Κυρίτση.
Πρώτα-πρώτα η βορεινή κάμαρη. Εκεί, τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες, τυλιγμένη στις κόκκινες βελέντζες έτρεφα τη φαντασία μου με τις αγριευτικές ριπές του αγέρα και τους διαλόγους από το θέατρο της Δευτέρας, που ακούγονταν από τη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση του καθιστικού.
Έπειτα, το γωνιακό υπόγειο δωματιάκι· χώρος πολλαπλών χρήσεων· υποτυπώδες εργαστήρι γουναρικής και αποθήκη μαζί, όπου έβρισκες ατάκτως ερριμμένα πράγματα ετερόκλητα: τα σύνεργα ψαρικής του πατέρα, άχρηστα μαγειρικά σκεύη, παλιά βιβλία και κούτες με χαλασμένα παιχνίδια.
Και η πιο ευχάριστη έκπληξη: Τα υπόλευκα πλακάκια της κουζίνας με απεικονίσεις βουκολικής έμπνευσης –ξανθόμαλλα βοσκόπουλα με τις φλογέρες τους, κρυφές αγαπητικές κάτω από φουντωμένα δέντρα, κριάρια κι ελαφίνες– δεν ξηλώθηκαν αλλά παρέμειναν ενσωματωμένα στο νέο σκηνικό.
Στέκομαι και παρατηρώ λεπτομέρειες στο ζωγραφικό διάκοσμο της κουζίνας, λεπτομέρειες που τότε προφανώς μου είχαν διαφύγει, και λίγο-λίγο αποδρώ· γεμίζει ο χώρος από τις μαγειρικές προσταγές της μαμάς –ανακάτεψε τον κιμά, Αλεξάνδρα και μη χαζεύεις!– και από καμπανιστές φωνές με έντονα συριστικά· ήταν οι καλοκαιρινοί μας συνδαιτυμόνες, συγγενείς από χώρες διαφορετικού γεωγραφικού, και όχι μόνο, κλίματος, που κατέφθαναν κάθε Αύγουστο για το μεγάλο αντάμωμα στο χωριό του πατέρα, ερημωμένο από τον καιρό του εμφυλίου…
Οι φωνές όμως που ξεχύνονται από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας ανήκουν σίγουρα στην… περίγυρη πραγματικότητα. Κοιτάζω έξω. Η κουζίνα βρίσκεται στην πίσω πλευρά που βλέπει προς το βουνό. Ένα χωμάτινο μονοπάτι, όπως και τότε, χωρίζει το σπίτι μου από το χαμηλό μονώροφο του κυρίου Δαμιανού, του συνταξιούχου μαθηματικού. Υπολογίζω πως αν ο ηλικιωμένος παλιός μας γείτονας βρίσκεται ακόμη εν ζωή, θα έχει οπωσδήποτε υπερβεί τα ενενήντα χρόνια. Τον θυμάμαι άνθρωπο ιδιόρρυθμο, μοναχικό. Με το ζόρι ψέλλιζε την καλημέρα. Δεν είχε εν τούτοις κατεβάσει τα ρολά στον έξω κόσμο. Τα απογεύματα βοηθούσε, απ’ ό,τι λεγόταν αφιλοκερδώς, αδύναμους μαθητές του γυμνασίου. Σίνους-Κόσινους τον φωνάζανε, ημίτονο-συνημίτονο ελληνιστί. Είχε σπουδάσει στη Ρουμανία και η μαθηματική ορολογία του έβγαινε φυσικότερα… λατινοπρεπώς. 
Οι φωνές δυναμώνουν. Κυριαρχεί η αντρική. Της γυναίκας, με προφορά ξενική, πνίγεται στ’ αναφιλητά. Προέρχονται αναμφίβολα από το σπίτι του μαθηματικού, που αναδίδει εγκατάλειψη και αφροντισιά. Ο άντρας βγαίνει έξω με ορμή. Είναι παχύς, στρογγυλοπρόσωπος και με απεριποίητο μούσι. Σε λίγο βλέπω τη γυναίκα να πλησιάζει στην πόρτα. Κοιτάζει φοβισμένα ολόγυρά της. Κοντά στα σαράντα, αν και μπορεί να μεγαλοδείχνει. Μικροκαμωμένη, ξανθά κακοβαμμένα μαλλιά, που έχουν πάρει να κιτρινίζουν κι ένα λινό φόρεμα, ξεθωριασμένο τουρκουάζ. Την προσοχή μου αιχμαλωτίζουν τα μάτια της· μάτια λαδοπράσινα, αμυγδαλωτά, με μια λάμψη εξαίσια, νεανική, ασύμβατη με την ατημέλητη και ταλαιπωρημένη της όψη.
Κάποια στιγμή στρέφει τη ματιά της προς το μέρος μου. Κάνω δυο βήματα πίσω. Νιώθω αδιάκριτη. Ίσως βέβαια να μη με πρόσεξε καθόλου.
Την ξεχνώ γρήγορα τη σκηνή του απέναντι σπιτιού. Μεσολάβησε εξάλλου το τηλεφώνημα και η στοργική επίθεση της μαμάς.
«Άργησες, Αλεξάνδρα, και το παιδί άρχισε να βαριέται…».
«Έβαλα εκτάκτως ένα μάθημα, μαμά. Θα καθυστερήσω κι άλλο».
Βγαίνω στο μπαλκόνι. Είχε συννεφιάσει. Κουφόβραση. Ίσως μέχρι το βράδυ να έπιανε δυνατή νεροποντή, φαινόμενο σύνηθες στην περιοχή τ’ απογεύματα του καλοκαιριού. Κοιτάζω τη λίμνη στον πάτο της εικόνας. Γκριζωπή, ακύμαντη, αδιαφανής.
Στην Κυρίτση η κίνηση έχει πάρει να πυκνώνει. Δυο έφηβες, γύρω στα δεκαπέντε σεργιανίζουν βαριεστημένα. Η μια τους, η ψηλότερη, με τους κατάμαυρους βοστρύχους, που περπατάει καμπουριαστά, είναι το δίχως άλλο κόρη της Χιονίας. Η παιδική μου φίλη εγκατέλειψε στη Δευτέρα Γυμνασίου τα θρανία, για να γευτεί τις χαρές του έγγαμου βίου. Από τις λίγες οικογένειες της παλιάς μου γειτονιά, που έμειναν ριζωμένες στα στενά του Απόζαρι. Πράγματι. τα πρόσωπα που βλέπω να κινούνται στην οδό Κυρίτση όση ώρα χαζεύω από το μπαλκόνι μού είναι άγνωστα.
Ένας γνώριμος μεταλλικός ήχος με αποσπά από την περαντζάδα του δρόμου. Το καμπαναριό του Αϊ-Γιώργη στο βάθος, αριστερά μου… Μετρώ επτά χτυπήματα. Πρέπει να επιστρέψω…
Κλείδωσα την πόρτα του νέου μου, ή μάλλον του παλιού μου σπιτιού και βγήκα στην Κυρίτση. Δεν βιάζομαι να κατηφορίσω προς τον Άγιο Παντελεήμονα. Ο εξάψαλμος της μαμάς μπορεί να περιμένει για λίγο. 
Συνεχίζω στην άνοδο της Κυρίτση με κατεύθυνση τη Βιτσίου. Προορισμός μου, η παλιά αλάνα, ο παράδεισος μιας άλλης εποχής…
Ο χώρος τώρα έχει αξιοποιηθεί: μια φροντισμένη παιδική χαρά κι ένα γήπεδο μίνι ποδοσφαίρου. Τα παιδιά, ελάχιστα. Δυο μικρούλες σέρνουν τα καροτσάκια με τις κούκλες τους και τρία αγοράκια, κοντά στα πέντε, ισορροπούν πάνω σε ποδηλατάκια με βοηθητικές ρόδες.
Οι νεαρές κυρίες που τα συνοδεύουν, οι μαμάδες τους υποθέτω, κάθονται στο κιόσκι κοντά στην είσοδο. Καπνίζουν και κουβεντιάζουν. Ημίξανθες όλες, ντυμένες στην τρίχα, ατσαλάκωτες. Τις καλησπερίζω και κατευθύνομαι στο παραδιπλανό παγκάκι.
Πιο πέρα η συζήτηση των κυριών έχει ανάψει…
«Δύο ώρες με το παιδί σου, ναι, αλλά να είναι, αυτό του λένε ποιοτικός χρόνος», τόνισε μετ’ επιτάσεως η… πολύξερη μαμά.
«Quality time», υπερθεμάτισε με περισπούδαστο ύφος η δεύτερη.
Μάλιστα, αχνογέλασα. Οι πιο προωθημένες τάσεις της σύγχρονης παιδοψυχολογίας έφτασαν στην Κυρίτση.
Ετοιμάζομαι να φύγω. Είναι εμφανές ότι κι εδώ ακόμη, στην ιδεώδη παιδική μου γειτονιά, έχει ολότελα αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία…
Η λεπτοκαμωμένη όμως φιγούρα που εισέρχεται αργοβάδιστη στο χώρο δεν μου είναι άγνωστη. Κινείται με το βλέμμα χαμηλωμένο. Τραβάει αμέσως την προσοχή της διπλανής γυναικείας παρέας. Βλέμματα επιτιμητικά, περιφρονητικά. Ο τόνος της κουβέντας χαμηλώνει. Ψιθυριστά σχόλια.
Μένω εκεί. Μόλις η γυναίκα περνάει από μπροστά μου, συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για την… πρωταγωνίστρια του απογευματινού καβγά στο σπίτι του μαθηματικού.
Βρίσκει τη θέση της στην απέναντι πλευρά, στο πιο απομακρυσμένο παγκάκι. Δεν μοιάζει να την απασχολεί η ανθρώπινη παρουσία γύρω της. Είναι βυθισμένη στις σκέψεις της. Σε λίγο ανοίγει την τσάντα της. Κόκκινη φθαρμένη δερματίνη. Βγάζει ένα λεπτό βιβλιαράκι σε χρώμα απαλό θαλασσί. Βρίσκει την επίμαχη σελίδα και διαβάζει με ενεργή προσήλωση. Το πρόσωπό της μοιάζει με τσαλακωμένο χαρτί.
Δεν αργώ να την πλησιάσω. Η περιέργειά μου αποδεικνύεται πιο ισχυρή από τη διακριτικότητά μου. Διακρίνω ήδη τη γραφή του τίτλου. Είναι πιθανότατα στα ρωσικά. Κάθομαι δίπλα της. Στρέφεται παραξενεμένη.
«Ζητώ συγνώμη που σας διακόπτω. Ξέρετε, αγαπώ πολύ το διάβασμα. Κοιτούσα τον τίτλο του βιβλίου σας. Δεν γνωρίζω τη γλώσσα…».
«Είναι ρωσικά», μου απαντάει. Το πρόσωπό της γλυκαίνει. «Μαγιακόφσκι. Oblako v shtanah. Θα πει, Σύννεφο με παντελόνια. Ο αγαπημένος μου. Από το Πανεπιστήμιο…».
«Είμαστε λοιπόν συνάδελφοι…».
Σπεύδω να συστηθώ. Μου είπε το όνομά της. Ζαλίνα. Λίγο-λίγο άρχισε να ξανοίγεται. Μια μικρή παγωμένη πόλη βορειοδυτικά της Πετρούπολης, μια πολυμελής φαμίλια, οι σπουδές της στη Λογοτεχνία, δυο αγόρια στην εφηβεία πίσω στη μακρινή πατρίδα, τα χαμηλά μεροκάματα, η ανέχεια, η μετανάστευση, το όνειρο και οι δουλειές του ποδαριού στον… ελληνικό παράδεισο.
Με την κουβέντα η ώρα περνά. Κοιτάζει αναστατωμένη το ρολόι της.
«Ωχ, άργησα. Το αφεντικό φωνάζει».
Τη ρωτάω πού δουλεύει. Τα βράδια κάνει τη λάντζα σε μια ψησταριά. Το πρωί καθαρίζει σκάλες κι ό,τι άλλο βρεθεί…
Με αποχαιρετά. Στρέφει την πλάτη της, μα λίγα βήματα μετά ξαναγυρνάει.
«Το βιβλίο κράτησέ το», μου κάνει εγκάρδια. «Για ενθύμιο…».
«Μα δεν θα ήθελα να σας στερήσω το αγαπημένο σας βιβλίο. Εξάλλου θα γειτονέψουμε. Θα τα λέμε συχνά».
«Κράτησέ το, Αλεξάνδρα», επέμεινε εκείνη. «Εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό θα μείνω στη γειτονιά σου. Σήμερα εδώ, αύριο αλλού…».
Κι έφυγε ανάλαφρη σαν ίσκιος μέσα στο σούρουπο.
Εγώ έστεκα κρατώντας σφιχτά στο στήθος το απρόσμενο δώρο.
«Εσείς δεν είστε η νέα ιδιοκτήτρια του σπιτιού απέναντι από τους Αγίους Θεοδώρους;», με ξάφνιασε μια στριγκιά γυναικεία φωνή. Ήταν μια από τις κυρίες που κουβέντιαζαν στο κιόσκι.
Γνέφω καταφατικά.
«Εγώ και τα κορίτσια, που βλέπεις εκεί», συνέχισε παίρνοντας θάρρητα μένουμε σ’ αυτή τη γειτονιά. πρόσφατα αγοράσαμε τα σπίτια μας. Θα διαπιστώσεις ότι δίπλα στις καθωσπρέπει οικογένειες μένουν και κάποιοι άξεστοι, που δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια τους».
«Το βλέπω», απάντησα ξερά και βιάστηκα ν’ απομακρυνθώ.
Την επόμενη κιόλας μέρα έψαξα και βρήκα σε μετάφραση το «Σύννεφο με παντελόνια» του Ρώσου ποιητή. 
Το κείμενο με συγκλόνισε. Περισσότερο όμως ερέθισαν το ενδιαφέρον μου οι τέσσερις στίχοι που είχε υπογραμμίσει η Ζαλίνα στο πρωτότυπο. Ένιωθα ότι ήταν ένα μήνυμα για μένα, μολονότι ήξερα πως όταν ξεχώριζε η Ρωσίδα τους στίχους αυτούς, δεν είχε ιδέα ότι το βιβλίο της θα κατέληγε στα χέρια μου.
Με τη βοήθεια μια φίλης που γνωρίζει Ρωσικά, βρήκα την απόδοσή τους στην Ελληνική:
«Ερωτευμένος και πάλι
θα ριχτώ σε γλέντια και παιχνίδια
με τη φλόγα μου πυρακτώνοντας
την καμάρα των φρυδιών μου».

Αρχές του Οκτώβρη μετακομίσαμε στην Κυρίτση. Η μικρή προσαρμόστηκε, όπως αναμενόταν, πολύ γρήγορα στην… απλωσιά του νέου της χώρου. Μακάρι, ευχόμουν, μεγαλώνοντας η κόρη μου στην παλιά μου γειτονιά, ν’ ανακάλυπτε, παρέα μ’ ένα τσούρμο ηλιοκαμένα παιδόπουλα όλα τα κρυφά μονοπάτια στο γειτόνεμα της λίμνης και του βουνού. 
Όσο για τη Ζαλίνα, δεν την ξαναείδα ούτε στη γειτονιά, ούτε πουθενά μέσα στην πόλη. Όπως το είπε…
Δεν ξέχασα ωστόσο ποτέ αυτή την πρώτη γνωριμία στην Κυρίτση. Ίσως γιατί μου έμαθε, ακριβώς πάνω στη στιγμή που άλλαζα κεφάλαιο στη ζωή μου, να έχω ανοιχτά τα μάτια μου, οξυμμένη την όρασή μου, να κοιτάζω κάτω από την επιφάνεια και να επιζητώ την ουσία στους ανθρώπους γύρω μου.
Και ήρθανε στιγμές ασήμαντες, καθημερινές, στιγμές μεγάλες, ανταμώματα, χαρές, αποχωρισμοί και το σπίτι της Κυρίτση απέκτησε νέα ζωή, νέες αγαπημένες γωνιές , αντήχησε φωνές αγαπημένες και αφουγκράστηκε πολύτιμα μυστικά… 


Φωτογραφία: Στο Απόζαρι στους Αγίους Αναργύρους, στην διασταύρωση των οδών Αγίων Αναργύρων, Βιτσίου, Γούση και στο βάθος η Κυρίτση.  


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 1 Δεκεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1151.


1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ