ΟΔΟΣ 19.1.2023 1158 |
Tη συναντούσες κάθε μέρα, γύρω στις έντεκα το πρωί, στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μια όμορφη κοπελούδα, γύρω στα δεκατρία, με δυο μακριές πλεξούδες, μια ζακέτα χιλιομπαλωμένη, δυο τενεκέδες νερό να κρέμονται από ένα χοντρό ξύλο περασμένο στον λαιμό της κι ένα μεταλλικό τάσι στο χέρι. «Εδώ το δροσερό νερό! Μόλις το γέμισα από την πηγή!», διαλαλούσε η Ελπίδα το εμπόρευμά της, και έτεινε το τάσι προς τα ανοιχτά παράθυρα του τρένου. Την ξανάβλεπες νωρίς το απόγευμα στο ίδιο σημείο, με την ίδια ενδυμασία και το ίδιο εμπόρευμα. Την ήξεραν όλοι οι σταθμάρχες, όλοι οι μηχανοδηγοί, όλοι οι κλειδούχοι, όλο το προσωπικό του σταθμού.
Ήταν ο καινούργιος προϊστάμενος, ένας μεσήλικας γκριζομάλλης, που θέλησε να μάθει περισσότερα για την ανήλικη νερουλού του σταθμού. Για το πάντα χαμογελαστό προσωπάκι, το οποίο, ωστόσο, δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία του μήπως και δεν αδειάσει το περιεχόμενο των τενεκέδων, μήπως τα έσοδά της από την πώληση του νερού δεν θα ήταν αρκετά για την προμήθεια του ψωμιού της ημέρας. Πατέρας, δεν υπήρχε· κανένας δεν είχε ακούσει ή πληροφορηθεί κάτι γι’ αυτόν. Η μάνα «ξενοδούλευε», σχολίασαν συνωμοτικά οι συνάδελφοί του.
Ο ίδιος άκληρος, ζούσε με τη φιλάσθενη γυναίκα του σε μια μονοκατοικία, την οποία του είχε παραχωρήσει η υπηρεσία και βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από τον σταθμό. Δεν ήταν μόνο οι ώρες στο γραφείο. Έπρεπε να φροντίζει για τα ψώνια, την καθαριότητα του σπιτιού, τη λάντζα κάθε βράδυ. Έπαιρνε μία παραδουλεύτρα για να συγυρίζει και να κάνει γενική καθαριότητα μια φορά τον μήνα, αλλά η καθημερινότητά του ήταν φορτωμένη. Έτσι του ήρθε η ιδέα να πάρει τη νερουλού σαν ψυχοκόρη. Να βοηθάει στο σπίτι, να κάνει τα μικρά ψώνια και να κρατάει συντροφιά στη γυναίκα του. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια. Η μητέρα της, δεν είχε καμία αντίρρηση. Μάλλον ένιωσε ανακουφισμένη που δε θα είχε πια την έγνοια της και θα τσέπωνε και μία, μικρή έστω, αποζημίωση για την «παραχώρηση» της κόρης σε άξια χέρια.
Η Ελπίδα στην αρχή αντέδρασε. Να μένει σπίτι όλη μέρα χωρίς επικοινωνία με όλους τους ταξιδιώτες; Τι ζωή θα ήταν αυτή; Υποχώρηση από τον προϊστάμενο: θα μπορούσε, νωρίς το απόγευμα, να πηγαίνει στον σταθμό για μισή ώρα όταν θα έφευγε το τρένο και να χαιρετά τον κόσμο· όχι όμως να πουλάει νερό.
Σύντομα συνήθισε το νέο της σπιτικό και τις καινούργιες υποχρεώσεις της. Οι οποίες, δεν περιορίστηκαν στη λάτρα και στα ψώνια. Σύντομα το αφεντικό επισκεπτόταν το δωμάτιο της ψυχοκόρης και μεταμεσονύχτιες ώρες. Σύντομα άρχισε να στρογγυλεύει η κοιλιά της, οπότε για το καλό της αλλά και της οικογένειας που την προστάτευε βεβαίως, περιορίστηκαν οι επισκέψεις στον σταθμό. Γιόρτασαν την απόκτηση του πρώτου τους παιδιού ο σιδηροδρομικός και η γυναίκα του. Η οποία, όλως παραδόξως, συνήλθε από τη μόνιμη αδιαθεσία της και έγινε μια στοργική «μαμά». Η Ελπίδα μας, βοηθούσε, φυσικά, στο μεγάλωμα της κόρης, ή μάλλον φρόντιζε σχεδόν αποκλειστικά τη νεογέννητη.
Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η ιστορία επαναλήφθηκε. Τώρα, ήρθε στην οικογένεια και διάδοχος. Κεράσματα σε όλο το προσωπικό. Περήφανος πατέρας ο κύριος προϊστάμενος, τους κάλεσε όλους στα βαφτίσια των παιδιών του. Όλο καμάρι και η σύζυγος για τα «αποκτήματά» της. Ρόλο νταντάς η Ελπίδα. Τον δέχτηκε αδιαμαρτύρητα. Μέχρι που τα παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο. Τότε, δεν χρειάζονταν πια την επιτήρησή της και, με μια ισχνή αποζημίωση, την έδιωξαν για ανοίκεια συμπεριφορά απέναντι στην κυρία του σπιτιού και κακή επιρροή στα ανήλικα τέκνα...
Η εφηβεία είχε ήδη περάσει. Πολύ μεγάλη για να προσφέρει νερό στους ταξιδιώτες. Ναι, αλλά χρειαζόταν κάποια δουλειά για να εξασφαλίζει και πάλι το ψωμί της ημέρας. Η δική της μάνα, άφαντη. Άρχισε τότε να πουλάει φακελάκια με μπαχαρικά. «Εδώ τα γνήσια μπαχαρικά της Ανατολής, μόλις έφτασαν από το τελωνείο!», και έτεινε τα φακελάκια στα παράθυρα του τρένου, ενώ ο σταθμάρχης σφύριζε ήδη την αναχώρησή του. Μια πολύ γλυκιά κοπέλα, με μακριές πάντα πλεξούδες, με μια παλιά, αλλά πεντακάθαρη ζακέτα και ένα αφοπλιστικό χαμόγελο.
Αυτή τη φορά, την πρόσεξε ο σταθμάρχης. Μάλλον την ερωτεύτηκε, έτσι όμορφη και τροφαντή που την έβλεπε όταν ο συρμός έμπαινε ή έβγαινε από τον σταθμό. Παντρεμένος ο ίδιος, «εν διαστάσει» ωστόσο, εδώ και κάποια χρόνια. Η γυναίκα του είχε ήδη εγκατασταθεί στο σπίτι του εραστή της, αλλά διαζύγιο δεν ήθελε να πάρει. Στον μισθό και αργότερα στη σύνταξη του σταθμάρχη προσέβλεπε. Αδιέξοδο. Πρότεινε ο ίδιος στη νερουλού να εγκατασταθεί στο σπίτι του, εξηγώντας της όμως, πως δεν ήταν δυνατόν ακόμη να την παντρευτεί. Τον ερωτεύτηκε και η Ελπίδα. Ήταν ομορφονιός, ευγενικός, καλαμπουρτζής και αγαπητός απ’ όλους τους συναδέλφους του. Δεν της στερούσε τίποτα, εκτός βέβαια, από το στεφάνι. Γόνιμη η ίδια του χάρισε και δυο παιδιά. Γέμισε το σπίτι γέλια και χαρές. Με την ειδική κάρτα εισόδου ψώνιζε τα πάντα από το πρατήριο των σιδηροδρομικών. Γεμάτο το σπίτι από τρόφιμα και ρουχισμό. Μερακλής ο ίδιος, την ήθελε πάντα κομψή και περιποιημένη. Και με την παραμικρή αφορμή τη γέμιζε χρυσαφικά. Σε πελάγη ευτυχίας η Ελπίδα μας. Του ζήτησε την ίδια χάρη: να πηγαίνει κάθε απόγευμα μία βόλτα μέχρι τον σταθμό, να βλέπει και να χαιρετάει τους επιβάτες που έστεκαν στα παράθυρα του τρένου. Μάλλον την καμάρωνε, όταν εκείνη χαμογελαστή κατευόδωνε τους ταξιδιώτες.
Το αναπάντεχο ήρθε ένα απόγευμα που κάθονταν όλοι στο τραπέζι και απολάμβαναν τις γλυκές νοστιμιές της Ελπίδας. Έπεσε πάνω στο πιάτο του ο σταθμάρχης. Ούτε κιχ δεν άκουσαν. Η Ελπίδα είπε στα παιδιά να ετοιμαστούν, να πάρουν τις μεγάλες τσάντες και να παν μαζί της, όσο γίνεται γρηγορότερα, στο πρατήριο. Τις γέμισαν μέχρι επάνω με όλα τα καλά. Επέστρεψαν φορτωμένοι στο σπίτι. Βρήκαν τον μπαμπά τους στην ίδια θέση. Τα έβαλε για ύπνο. Έπειτα, χτύπησε το κουδούνι της γειτόνισσας και ζήτησε βοήθεια. Ο Θωμάς είχε αφήσει την τελευταία του πνοή την ώρα που έτρωγε το γλυκό του.
Πάλι βρέθηκε στους δρόμους η νερουλού μας. Αυτή τη φορά μάλιστα με δυο ανήλικα παιδιά. Όλοι θεώρησαν ότι τόσο το σπίτι όσο και η σύνταξη του μακαρίτη θα πήγαιναν στη νόμιμη σύζυγο… Η Ελπίδα δεν έσκυψε το κεφάλι. Μάζεψε τα συμπράγκαλά της, μάζεψε και τα παιδιά της και βρήκε στέγη στο παλιό τσαντίρι της μάνας της. Το περιποιήθηκε, το γέμισε με όσα πρόφτασε να πάρει από το σπίτι του Θωμά της και άρχισε πάλι να πουλάει ό,τι μπορούσε να προμηθευτεί από χοντρεμπόρους και ό,τι θεωρούσε πως θα αγόραζαν οι ταξιδιώτες και οι περαστικοί του σταθμού.
Εκείνο που δεν είχε προβλέψει ήταν η αγάπη του μακαρίτη, του Θωμά, τόσο για την ίδια, όσο και για τα παιδιά του. Το φτωχικό διώροφο περιήλθε, μετά το άνοιγμα της διαθήκης, στα αγόρια τους. Είχε φροντίσει, λες και διαισθανόταν τη μοίρα του, να νομιμοποιήσει την πατρότητά τους και το μεγαλύτερο μέρος της σύνταξής του σ’ αυτά περιήλθε.
Πάλι μετακόμιση. Τώρα, μόνιμα πια. Μεγάλη ανακούφιση, μεγάλο ξαλάφρωμα. Της ερχόταν ώρες-ώρες να βάλει τα κλάματα· όχι γιατί έχασε τον αγαπημένο της, γι’ αυτόν έκλαιγε μπροστά στα παιδιά του. Έκλαιγαν κι αυτά μαζί για την απώλεια του καλού, του καλότατου μπαμπά τους.
Για τα άλλα δυο παιδιά της, ο κόμπος στον λαιμό. Γι’ αυτά που δεν της επέτρεπαν εδώ και χρόνια να δει, να χαϊδέψει, να καμαρώσει… Λες και είχε φερθεί η ίδια άσχημα. Λες και δεν τα είχε αγαπήσει, δεν είχαν βυζάξει το δικό της γάλα, δεν τα κοίμιζε στη δική της αγκαλιά… Μέχρι και μικρομάνα την αποκαλούσαν. Το «μαμά» απαγορευόταν. Έτσι χαρακτήριζαν τη μάνα που είχε καταγραφεί στο ληξιαρχείο. Έμαθε πως ο κύριος προϊστάμενος είχε μετατεθεί, μετά από αίτησή του, στην άλλη άκρη της χώρας. Και ήξερε πολύ καλά γιατί. Αυτό ακριβώς ήταν που την πονούσε, που ήθελε να βάλει τα κλάματα. Πόσο να ψήλωσαν, πώς ομόρφυναν, –άραγε θα της έμοιαζαν καθόλου–; Ειδικά η κορούλα της; Τι χαριτωμένο κοριτσάκι που ήταν, τι καλόβολο και χαμογελαστό! Όλα τα άλλα, αρσενικά. Ζωή να ‘χουν μόνο. Καλά να είναι όλα και ας στερείται την παρουσία τους. Τώρα, θα πρέπει να έχουν μεγαλώσει. Και σίγουρα θα τα στέλνουν στα καλύτερα σχολεία, με ξένες γλώσσες, με πιάνα και αθλήματα. Τα δυο παιδιά του Θωμά, ζωηρά μεν, αλλά πρόθυμα και αγαπητά στη γειτονιά. Όπως κι η ίδια, άλλωστε.
Μόνο να: τώρα τελευταία, βλέπουν οι γειτόνισσες να μπαινοβγαίνει σπίτι της, βραδινές ώρες κυρίως, όταν έχει γυρίσει από το μεροκάματο και τα παιδιά έχουν συμμαζευτεί επίσης, ένας μεσήλικας. Κλείνουν το μάτι η μία στην άλλη και όλο και κάτι ψιθυρίζουν. Είναι η πιο ηλικιωμένη, αλλά και η πιο έμπιστή της, που τη φωνάζει ένα απόγευμα και της εξηγεί τον λόγο της πρόσκλησης. Για τα σχόλια που κυκλοφορούν, για τα πιθανολογήματα ως προς το ποιος και από πού...
Χωρίς δισταγμό κανέναν εξηγεί η Ελπίδα στην καλή της σύμβουλο τα πάντα. Σιδηροδρομικός κι αυτός, κλειδούχος αυτή τη φορά και χήρος. Εκεί, στον σταθμό τη γνώρισε. Εκεί που δεν έπαψε να πηγαίνει σχεδόν καθημερινά, να κλέβει λίγο απ’ τη δουλειά της για να χαιρετήσει τους επιβάτες στα παράθυρα. Αδύνατον να κόψει τη συνήθεια. Είναι σαν να της στερούν τα παιδικά της χρόνια, λέει η νερουλού και βαριαναστενάζει.
Ο Χρήστος της να τη στεφανωθεί θέλει. Μόλις κλείσει χρόνο η σχωρεμένη, θα ντυθεί νύφη η Ελπίδα. Παιδιά δικά του δεν έχει, τα δικά της τα λατρεύει. Πώς να μη χαίρεται και να μην καμαρώνει; Δεν έχει δικαίωμα και ελόγου της σε λίγη ευτυχία; Γι’ αυτό και τη βλέπουν να ανοίγει διάπλατα τα χέρια όταν έρχεται ο Χρήστος και να αναφωνεί: «Ήρθε η χαρά μου, ήρθε η λαχτάρα μου!». Και κάτι ακόμα. Ας μην προσπαθούν να την κοροϊδέψουν οι μεγαλοκοπέλες της γειτονιάς. Όταν, λοιπόν τη ρωτούν πώς και τα καταφέρνει με τους άντρες, τις αποστομώνει λέγοντας: «Αυτό, ή το ‘χετε ή δεν το ‘χετε. Και μη μου λέτε πως δεν μπορείτε να βρείτε έναν άντρα. Ντροπή σας!».
Στεφάνι φόρεσε η Ελπίδα. Και όλο καμάρι, έδειχνε τον χρυσό κρίκο στο δάχτυλο του δεξιού χεριού! Μα, δεν ήταν αυτό το πιο μεγάλο δώρο της ζωής της. Και πού να το φανταζόταν… Όταν, κάποιο μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι και άκουσε τον Χρήστο της να τη φωνάζει: «Έλα, καλή μου, για σένα οι επισκέπτες!» Καλέ μου, καρδιά μου, τα παιδιά της έστεκαν στην πόρτα! Η κόρη, μια όμορφη και κομψή κυρία, ο γιος, η νερουλού σε αρσενική έκδοση, είχαν επιστρέψει στην πατρίδα από τη Γερμανία, όπου είχαν σπουδάσει και εγκατασταθεί μόνιμα. Έψαξαν και τη βρήκαν την αγαπημένη τους «μικρομάνα», όπως συνήθιζαν να την αποκαλούν. Αυτή που τα μεγάλωσε, αλλά, ποτέ της δε θέλησε να φαρμακώσει τη σχέση τους με τους «γονείς» τους και να φανερώσει ποια πραγματικά ήταν. Με δικές τους οικογένειες, προκομένα και όμορφα, μα πόσο όμορφα και τα δύο! Στα σύννεφα η νερουλού. Δεν χόρταινε να τα βλέπει, να τα αγκαλιάζει και να τα φυλάει. Τι μέρα κι αυτή! Την αποχαιρέτησαν με την υπόσχεση να έλθουν και πάλι. Δεν έτυχε να ξανανταμώσουν.
...Έφυγαν και τα παιδιά του σταθμάρχη, δικό τους σπιτικό έφτιαξαν. Έμεινε μόνη με τον Χρήστο. Κι όταν κι εκείνος πήγε ν’ ανταμώσει τη σχωρεμένη, την πρώτη του γυναίκα, όταν οι παλιές γειτόνισσες άδειασαν τα διώροφα σπιτάκια και γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες, όταν δεν ήταν πια σε θέση να χαιρετά τους επιβάτες στα παράθυρα των τρένων, παρέδωσε το σπίτι στα παιδιά, μάζεψε τα μπογαλάκια της και σε γηροκομείο πήγε κι εγκαταστάθηκε. Ο σταθμός, ωστόσο, της έλειπε. Σε όποιον ρωτούσε να μάθει το όνομά της, έλεγε: «Μα δεν με ξέρετε; Είμαι η νερουλού του σταθμού!».
* * *
Την είδαν κάποιοι περαστικοί στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού: μία ηλικιωμένη, με ανοιχτόχρωμο νυχτικό και ένα πλεχτό σάλι από πάνω, με σαγιονάρες –Γενάρη μήνα– και ένα τσίγκινο τάσι στο χέρι, να περιφέρεται διαλαλώντας με ραγισμένη φωνή: «Εδώ το δροσερό νερό! Μόλις το γέμισα από την πηγή!». Όταν την πλησίασε ο αστυνομικός και ρώτησε να μάθει το όνομά της, απάντησε με λυγμούς: «Μα δεν με ξέρετε; Είμαι η νερουλού του σταθμού!».
Αφιερωμένο στη Σάσα Τζημάκα-Νάτσινα.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Ιανουαρίου 2023, αρ. φύλλου 1158.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.