29.5.23

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: 6 Νοεμβρίου 1912: Το Μοναστήρι μένει έξω από τον χάρτη της Ελλάδος


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


Ενώ εμείς εδώ -δόξα τω Θεώ- γιορτάζουμε την απελευθέρωσή μας…


«Το Μοναστήρι σέρβικο, ποιος να το φανταζόταν», όπως λέει στο ποίημά του ο Πέτρος Κυριαζής», σημειώνει η Βιολέττα Παπαθανασίου, αθάνατη πρόεδρος του Συνδέσμου Μοναστηριωτών «Η Καρτερία», με έδρα τη Θεσ/νίκη. Και συνεχίζει: «Η παράδοση της πόλης στους Σέρβους γίνεται με τον ερχομό του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου. Γαλανόλευκη η πόλη. Μια φλόγα ελπίδας ο ερχομός του. Λαοθάλασσα, ζητωκραυγές και ξαφνικά απόλυτη σιωπή. Ακούγεται η τρεμάμενη φωνή: “Σας ευχαριστώ δια την θερμότατην υποδοχήν την οποίαν μου επιφυλάξατε. Από σήμερα θα είστε καλοί Σέρβοι πολίτες”. Ω, τι συμφορά! Γιατί; Γιατί; Και τώρα;

Έτσι πήραν τη μεγάλη απόφαση οι Μοναστηριώτες να αφήσουν την πατρίδα τους. Δεύτερος ξεριζωμός. Την πρώτη φορά όταν ήρθαν απ’ τη Μοσχόπολη και τώρα πού;
Δεμένοι με μια άδικη μοίρα, σκορπίστηκαν οι Μοναστηριώτες σ’ όλη την ελεύθερη Μακεδονία, περίπου 600 οικογένειες στη Φλώρινα, οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη, 8.000, με την ελπίδα του γυρισμού να σέρνεται κάτω από τη θλίψη της προσφυγιάς, ενός γυρισμού που δεν ήρθε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ξανάπιασαν τη ζωή τους σε αυτές τις πόλεις που δεν μπορούσαν ν’ αποκτήσουν ποτέ τη μυρωδιά της δικής τους πατρίδας, στις οποίες έμελλε να γεννήσουν και ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους καθώς το όνειρο ξεθώριαζε.

Δεν αφέθηκαν στους καιρούς. Φορείς μιας ζωντανής και δημιουργικής κουλτούρας καλλιεργημένης για αιώνες αναμείχθηκαν με τους γηγενείς, κατόρθωσαν όμως να μεταφέρουν αυτούσιους τους χαρακτήρες αλλοτινής ζωής τους επηρεάζοντας έντονα τόσο την πολιτισμική όσο και την εμπορική φυσιογνωμία των πόλεων που τους δέχτηκαν, κυρίως τη Θεσ/ νίκη [...]», γράφει η Βιολέττα, και κλείνει με τη δυνατή φράση-σύνθημα «Ό,τι θυμάμαι ζει».

Ποιο, όμως, είναι το Μοναστήρι; Μεταφέρουμε από την ίδια πηγή:
«Αν ξεκινήσουμε απ’ την περιοχή της Πελαγονίας, την αρχαία Ηράκλεια -την πολιτεία που έχτισε ο Φίλιππος το 349 π.Χ. προς τιμήν του Ηρακλή- θα φτάσουμε στους πρόποδες του Περιστερίου, αγκαλιάζοντας με το βλέμμα μας την απέραντη πεδιάδα που ποτίζεται από τον ποταμό Εριγώνα, παραπόταμο του Αξιού. Από εκεί θα μας παραλάβει ο Δραγόρης (από το ελληνικό Υδραγόρας), παραπόταμος του Εριγώνα, που θα μας πάει μέχρι την καρδιά του Μοναστηρίου κι εκεί θα μας αιχμαλωτίσει η μαγεία μιας πολιτείας που έσφυζε ολοζώντανη. 

Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν γι’ αυτή το όνομα “Βουτέλιον” και κατά παραφθορά “Βιτώλια” [...]. Τελικά η ονομασία που επικράτησε και την οποία δέχτηκαν και οι Τούρκοι στα χρόνια της σκλαβιάς είναι Μοναστήριον και με αυτή την ονομασία αναφέρονταν στην πόλη οι Ευρωπαίοι γεωγράφοι [...]».
Ο περιηγητής Victor Berard περιγράφει το Μοναστήρι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα: «Στη χριστιανική συνοικία του Μοναστηριού είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον Έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα και τα τζάμια, τα bow-windows, τα πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του Έλληνα για τον ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες της Αθήνας. Το σπίτι του Έλληνα στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα, μπορεί να είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο, τόσο επιθυμητό στον διαβάτη».

ΟMichel Palliares ήταν Γάλλος, όχι γεωγράφος, μα δημοσιογράφος, που είχε σταλεί στη Μακεδονία στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα ως ανταποκριτής και μας άφησε ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο, «Η Μακεδονική θύελλα - Τα πύρινα χρόνια 1903 -1907». Στο πολύ σημαντικό αυτό βιβλίο γράφει, μεταξύ άλλων, για το Μοναστήρι:

«Το Μοναστήρι είναι το κέντρο κάθε σκευωρίας. Εδώ διασταυρώνονται και συγκρούονται όλες οι προπαγάνδες. Οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι υπονομεύουν από κοινού τις δυνάμεις του Ελληνισμού. Οι Αυστριακοί, οι Ιταλοί και οι Ρώσοι προσπαθούν να υπερισχύσουν. Το Μοναστήρι ελέγχει όλα τα περάσματα∙ βασιλεύει στις λίμνες της Αχρίδας, της Πρέσπας και της Καστοριάς∙ περιορίζει τις από Βορρά εισβολές∙ επιβάλλει τη βούλησή του στον κάμπο της Θεσ/νίκης∙ αποτρέπει τις αλβανικές επιδρομές. Γι’ αυτό ακριβώς η Εσωτερική Οργάνωση του έδωσε καίρια σημασία. Από δω η Μεγάλη Βουλγαρία θα ασκήσει τρομακτική πίεση στην Ελλάδα, κόβοντάς της τα φτερά, κλείνοντας όλες τις πόρτες της Ανατολής, υψώνοντας ένα αδιαπέραστο τείχος από τη Δοϊράνη και τη Γευγελή ως τη θάλασσα με μια γερή αλυσίδα στρατηγικών κέντρων [...]. Οι πιο ένθερμοι και φανατικοί υποστηρικτές των ανταρτών είναι οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες: όχι μόνο τους δίνουν πληροφορίες, τους φιλοξενούν και τους ενισχύουν, αλλά επιπλέον μάχονται γενναία στο πλευρό τους. Η περιοχή του Μοριχόβου, που κατοικείται αποκλειστικά από σλαβόφωνους, έγινε το οχυρό του Ελληνισμού [...]».

Κι εμείς αρκεί να θυμηθούμε, εκτός από το Μοναστήρι του Ίωνος Δραγούμη, των Θεόδωρου και Γεωργίου Μόδη, του Φίλιππου Καπετανόπουλου, του Μητροπολίτη Ιωακείμ Φορόπουλου και τόσων άλλων σπουδαίων ηρώων, αρκεί, λοιπόν, να θυμηθούμε το Κρούσοβο, που στην ψευδοεπανάσταση του Ίλιντεν πνίγηκε στο αίμα, το ηρωικό Μορίχοβο, τη Γραδέσνιτσα, την πόλη με τα ηρωικά παιδιά που «μικρή Αθήνα του Βορρά» την αποκαλούσαν οι Μακεδονομάχοι, για να καταλάβουμε για άλλη μια φορά πως για μιαν ακόμη δυνατή Ελλάδα μιλάμε όταν αναφερόμαστε στα μέρη αυτά… 

Και συνεχίζει ο Michel Palliares: «Ο επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου Lazaresco Lecanta παραδέχτηκε σε υπόμνημά του στα 1901 το υψηλό επίπεδο της ελληνικής παιδείας στη Μακεδονία. Αναμφισβήτητα οι Έλληνες κρατούν τα σκήπτρα του Μοναστηριού, όπως λέει ο Victor Berard. Έχουν ένα θαυμάσιο λύκειο και μια πολύ καλή ανώτερη σχολή θηλέων, με 2.275 μαθητές συνολικά. Είναι οι μόνοι χριστιανοί που διαθέτουν νοσοκομείο, όπως άλλωστε και στη Θεσ/νίκη και στις Σέρρες. Στους 23 γιατρούς της πόλης οι 20 είναι Έλληνες. Όλα τα ευρωπαϊκά προξενεία παραδέχονται πως η ελληνική κοινότητα με τις 20.000 ψυχές είναι η πιο ισχυρή και η πιο ακμαία. Ο ελληνισμός, παρ’ όλα τα ύπουλα χτυπήματα εναντίον του, στα οποία ίσως κάποιοι άλλοι θα υπέκυπταν, παραμένει ανώτερος απ’ τις άλλες εθνότητες και διαθέτει θαυμαστή ζωτικότητα [...]».

Γι’ αυτό και ήταν άδικο το ότι έμεινε εκτός Ελλάδας το 1912, εξαιτίας μιας ατυχίας που τελείως συνοπτικά έχει ως εξής: «Δυστυχώς, τμήμα τουρκικού στρατού που είχε εμφανιστεί έξω από το χωριό Κλειδί, στο ανατολικό μέρος της Φλώρινας, έξω από το Αμύνταιο, και που είχε αντισταθεί, καθυστέρησε την επέλαση του ελληνικού στρατού, ο οποίος, αφού ακολούθως αντέκρουσε τον τουρκικό στρατό, πέτυχε, με κάποια καθυστέρηση, να εισέλθει μεν, με επικεφαλής τον Ιωάννη Άρτη, πρώτος στη Φλώρινα, στις 7 Νοεμβρίου 1912, ωστόσο, παράλληλα, είχαν προλάβει να εισέλθουν πρώτοι οι Σέρβοι στο Μοναστήρι, στα Σκόπια, στην Αχρίδα κλπ και στη συνέχεια να στραφούν προς τη Φλώρινα, όπου όμως, βρίσκοντας εκεί τον ελληνικό στρατό, σταμάτησαν κατά τη συμφωνία τους. Έκτοτε το Μοναστήρι, η Αχρίδα κλπ παρέμειναν στα χέρια της Σερβίας».Γι’ αυτό ακριβώς δεν έγινε αποδεκτή η απόφαση να μείνει το Μοναστήρι εκτός Ελλάδας. Γι’ αυτό και οι πρόκριτοι του Μοναστηρίου, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Πελαγονίας Χρυσόστομο, έκαναν έκκληση προς τον τότε Βασιλέα Κωνσταντίνο, με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1913, στην οποία μεταξύ άλλων έγραφαν: «Έκκληση της Κοινότητος Μοναστηρίου προς τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο τον Βουλγαροκτόνο.

Η Α.Σ. ο Μητροπολίτης Πελαγονίας κ. Χρυσόστομος συγκαλέσας το παρελθόν Σάββατο την Κοινοτικήν Αντιπροσωπείαν ανακοίνωσεν αυτή κατ’ εντολήν του εκείθεν διελθόντος προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Βενιζέλου ότι το Μοναστήριον, η ωραία μας Πατρίς, χάριν ανωτέρων εθνικών συμφερόντων, παρεχωρήθη οριστικώς εις τους Σέρβους. Η τόσον σκληρά όσον και απότομος αυτή δήλωσις εβύθησεν εις τελείαν απόγνωσιν άπαντα τον τόσον μοχθήσαντα και δεινοπαθήσαντα υπέρ του μεγαλείου του Ελληνι0 κού πληθυσμού του Μοναστηρίου και του υπηγόρευσε μέτρα αυτοκτονίας, ούτως ειπείν, ως εξάγεται εκ των αποφάσεων, ας αμέσως έλαβαν οι ιθύνοντες. Διότι έπαυσαν μεν το διδάσκον προσωπικόν των πολυαρίθμων σχολείων μας, έκαστος δε των προκρίτων δεν εσκέφθη ειμή πώς θα τακτοποιήσει αμέσως τας υποθέσεις του και να φύγει ως τάχιστα μακράν της δυστυχούς πατρίδας του… Περί της ανέκαθεν Ελληνικότητος του Μοναστηρίου εγράψαμε και εν υπομνήματι επιδοθέντι τη Σεβ. Κυβερνήσει περί τα μέσα του παρελθόντος Φεβρουαρίου (σημ. της εφ. Φωνή: προφανώς πρόκειται για το προαναφερθέν υπόμνημα). Περιοριζόμεθα να υπομνήσωμεν ενταύθα ότι και την σήμερον υπό έποψιν πληθυσμού, πολιτισμού και πλούτου, οι Έλληνες Μοναστηρίου κατέχουσιν τα πρωτεία εν αντιθέσει προς τους συμμάχους Σέρβους, οίτινες ουδ’ επί των δακτύλων της μιας χειρός αριθμούνται, κατά την ιδίαν αυτών ομολογίαν… Αλλ’ εκείνο δια το οποίον το Μοναστήριον, η πάλαι Ηράκλεια, η ακρόπολις του βορειοδυτικού Ελληνισμού, ουδέποτε επιστεύουμεν ότι θα κατεδικάζετο εις εθνικόν θάνατον, είναι η πασίγνωστος πρωτοβουλία και δράσις αυτού επί δεκάδες ετών εναντίον του βουλγαρισμού. Μεγαλειότατε, επιτρέψατε ημίν να υπομνήσωμεν ότι το Μοναστήριον υπήρξε η εστία των εθνικών ενεργειών, δι’ ων επροστατεύθη ο Ελληνισμός και αυτής της Φλωρίνης, Μοριχόβου, Σόροβιτς και Βοδενών ακόμη. Μοναστήρι 10 Ιουλίου 1913». 

Στο παραπάνω υπόμνημα, όμως, απάντησε στη Βουλή των Ελλήνων «σχεδόν με οργίλο ύφος» ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, λέγοντας: «Ασφαλώς και θα περιέλθουν εις την κυριαρχίαν των συμμάχων τινές των ελληνικών πληθυσμών. Θα περιέλθουν εις χείρας συμμάχων ένεκα λόγων γεωγραφικών. Και εάν ακόμη μας τα παραχωρούσαν οι σύμμαχοι, δεν θα εδεχόμην να τις λάβωμεν, διότι τούτο είναι επικίνδυνο δια την ασφάλειαν του κράτους, η δημιουργία δηλαδή μιας τόσο μεγάλης ενδοχώρας» (εφ. «Νέα Αλήθεια», 3.3.13).

Αφήνοντας το Μοναστήρι, για την ώρα, παραθέτουμε τη μαρτυρία του Ίωνος Δραγούμη, το οποίο επισκέφτηκε στις 12/25 Νοεμβρίου 1912 και το οποίο έχει συνδεθεί για πάντοτε μαζί του:«Ύστερα από δέκα χρόνια, μετά την πρώτη φορά που ήρθα στο Μοναστήρι, να ‘μαι πάλι! Και είναι οι Σέρβοι μέσα, αντί να είμαστε εμείς. Όταν πριν δέκα χρόνια περπατούσα σ’ αυτόν τον κάμπο, κάτω από το Μπούκοβο και τ’ άλλα χωριά του Περιστερίου λυπόμουν κι έλεγα: «Άραγε θα είναι ποτέ δικά μας τούτα τα χώματα;». και όμως, παρά τρίχα θα είχαμε φτάσει εμείς πρώτοι στο Μοναστήρι. Μπήκα στο Μοναστήρι ύστερα από τα μεσάνυχτα και έβρεχε ψιλά-ψιλά και το φεγγάρι φώτιζε μέσ’ από την ομαλή, διάφανη συννεφιά, τη γαλατένια. Περπατούσα στους άδειους δρόμους και ήτανε σαν όνειρο να ξαναβρίσκομαι εγώ, ύστερα από δέκα χρονώ ζωή, στην πολιτεία της Μακεδονίας που πρωτογνώρισα, που πρωτοαγάπησα. Και την αγαπούσα πολύ και πάλι και με συγκινημένη λύπη την ξαναθωρούσα. Τώρα είχα πολύ να κοπιάσω, αφού βρέθηκα εγώ να αγαπώ το Μοναστήρι έτσι. Μα σταματώ τις δουλειές όλες για να πω μια στιγμούλα τον πόνο μου και τον πόθο μου για το καημένο το Μοναστήρι και να νοσταλγήσω τα ωραία νειάτα μου... Στην ίδια κατανυχτική εκκλησία (στον Άγιο Δημήτριο) έγινε δοξολογία με ψαλμωδίες όμορφες, βυζαντινές, παιδιών και μεγάλων. Μπήκα στο σπιτάκι μου, το άλλοτε και ανανοήθηκα άλλους καιρούς. Περπάτησα στους δρόμους που τόσες φορές επέρασα. Είδα τα χωριά, που την άνοιξη είναι χαρά Θεού, και είδα τα δέντρα, που τον χειμώνα με την πάχνη είναι μαγικά... Μου έρχεται να τραγουδήσω τα ονόματα ένα–ένα των σπιτιών, των δρόμων, των δέντρων, που γνωρίζω, και ύμνο να υψώσω στο υψηλό και άσπρο Περιστέρι με τα όμορφα χωριά του» (εφ. “Σήμερα”, 1/1/63, Αθήνα, από το Ημερολόγιο Ίωνος Δραγούμη-αναδημοσίευση στη “Φωνή της Φλωρίνης“, 3/12/10 από τον Πρόεδρο του Αριστοτέλη κ. Κ. Ραπτόπουλο). 

Κι ας κλείσουμε το θέμα με ένα συγκλονιστικό ποίημα του δασκάλου και ποιητή Πέτρου Κυριαζή (Τύρνοβο Μοναστηρίου 1878-Άργος Ορεστικό 1925) από το βιβλίο του «Οι βόγγοι του Μοναστηρίου»:

Τ’ Ανέλπιστο

Ποιος τόλπιζε, ω αδελφοί, να γίνη
το Μοναστήρι σερβικό;
Ποιος πίστευε πως κτήμα θε να μείνη
σε ξένο κράτος σλαβικό;

Τι έφταιξε και πήρε την κατάρα
να βρη τον μαύρο χαλασμό;
Για κάθε τι ελληνικό λαχτάρα
δεν είχε κι ενθουσιασμό;

Δεν πάλεψε με Τούρκους, με Βουλγάρους
και με Ρουμάνους χωριστά;
Δεν είδε στον αγώνα χίλιους χάρους
να του ορμούν κυματιστά; 

Δεν γέμιζε του κάμπου τον αγέρα
από μανία και οργή;
Δεν έχυσε το αίμα για Μητέρα,
που της ζητούσε τη στοργή;

Δεν κέρδισε της δάφνης το κλωνάρι,
κλωνί της Νίκης μαγικό;
Δεν άξιζε λοιπόν χαρά να πάρη
και να γενή ελληνικό;

«Ναι, τ’ άξιζε αυτό το Μοναστήρι»
φωνή μου λέγει μυστική∙
«πλην το ‘βαλαν στον σλαβισμό να γείρη
η Τύχη κι η Πολιτική!»

Νοέμβριος 1914


Φωτογραφία: Η Ελληνική Επιτροπή στο Μοναστήρι | Le Comité Grec à Monastir (1900). Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 3 Νοεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1147


1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος31/5/23

    Ας κάνουμε ένα ντου να το πάρουμε. Και μετά ας συνεχίσουμε προ δυσμάς και προς ανατολάς. Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν βλέψεις και για νότιες περιοχές αφου και η Αλεξάνδρεια ήταν κάποτε κέντρο ελληνικού πολιτισμού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ