10.9.23

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η ακρόπολη της Ασiνης


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς | Η ακρόπολη της Ασiνης

Ήταν μια αναφώνηση αυθόρμητη και γεμάτη θαυμασμό: «Ααα, τυχερή... Στην χώρα της Ασίνης, λοιπόν, μαζί με τον Όμηρο!». Την κοίταξα απορημένη. Ασίνη; Ποια χώρα είναι αυτή και πότε θα την επισκεφτώ; Γέλασε η φίλη μου με την απορημένη μου έκφραση και μου εξήγησε, ότι πολύ κοντά στο Τολό, σε απόσταση αναπνοής δηλαδή, βρισκόταν η Αρχαία Ακρόπολις της Ασίνης, από όπου ξεκίνησαν τα πλοία για την εκστρατεία κατά της Τροίας. «Ερμιόνην Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον εχούσας», απήγγειλε με προφανή συγκίνηση. Εντυπωσιάστηκα, πολύ περισσότερο από τις γνώσεις της φίλης μου, παρά από το γεγονός ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία να επισκεφτώ την Ακρόπολη της Ασίνης. Και σύντομα την ξέχασα, απορροφημένη στις προετοιμασίες του ταξιδιού. Που βέβαια, δεν θα γινόταν για επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους αλλά για να απολαύσουμε τα καθαρά νερά στον κόλπο του επίνειου του Ναυπλίου.

Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου καταλύσαμε, στο κομοδίνο, υπήρχε ένα φυλλάδιο με τα αξιοθέατα της γύρω περιοχής. Μεταξύ των άλλων γινόταν αναφορά στην αρχαία Ακρόπολη της Ασίνης, σε απόσταση μόλις δέκα πέντε λεπτών πεζοπορίας από το ξενοδοχείο, στην ανατολική άκρη του Τολού. Γέλασα, όταν θυμήθηκα την έκφραση θαυμασμού της φίλης μου για την τύχη μου να βρεθώ σε Ομηρικούς τόπους. Και επειδή δεν βρήκα άλλα, πιο σημαντικά αξιοθέατα, επειδή επίσης, η μέρα ήταν από τις μεγαλύτερες του χρόνου και έτσι θα μπορούσα να κάνω περιπάτους προτού πέσει η νύχτα χωρίς να κινδυνεύω από διερχόμενα οχήματα, ή γενικά απρόβλεπτους κινδύνους, έβαλα από την πρώτη κιόλας μέρα στο πρόγραμμα την επίσκεψη στην Ασίνη με τον βαθύ κόλπο. Η παρέα με την οποία ξεκινήσαμε για ολιγοήμερες διακοπές, αρκετά μεγάλη. Κανείς, ωστόσο, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για την επίσκεψη στο αρχαίο κάστρο. Τα καταστήματα τουριστικών ειδών και η βόλτα στο κέντρο της κωμόπολης πολύ πιο ελκυστικά για όλους...

 Μόνη, λοιπόν, πήρα τον δρόμο τον ανηφορικό. Παράλληλος με την ακτογραμμή. Η θάλασσα πρόσφερε την απεραντοσύνη της γαλήνια, μετά από την απογευματινή αναταραχή, και αστραφτερή ακόμη. Η διαδρομή καθόλου κουραστική, πόσο μάλλον βαρετή. Ούτε που κατάλαβα πότε έφτασα στην κορυφή της ανηφοριάς, πότε αντίκρισα την πινακίδα «Ακρόπολις της Ασίνης». Ένα καφενεδάκι, ψηλά πάνω στα βράχια, ήταν το μόνο οίκημα στο σημείο αυτό. Εκεί πήγα και ρώτησα από πού θα μπορούσα να κατεβώ στον κόλπο. Πρόθυμος ο ταβερνιάρης μου πρότεινε να κατηφορίσω με προσοχή τα πέτρινα σκαλιά της αυλής του, και να, εκεί στο βάθος θα έβρισκα τον κόλπο και ό, τι απέμεινε από τα αρχαία τείχη. Η ώρα περασμένη και ο αρχαιολογικός χώρος είχε ήδη κλείσει. «Μα μη νομίζετε,» συμπλήρωσε, «αυτά είναι τα γνήσια ομηρικά απομεινάρια...». Άρχισα να κατεβαίνω πολύ προσεκτικά, ένιωθα, όμως, ότι κάποιος με ακολουθούσε, αλλά λόγω της ολισθηρότητας των πέτρινων σκαλοπατιών, δεν γύρισα το κεφάλι.

Όταν έφτασα στην ακρογιαλιά, έριξα πριν προχωρήσω μια ματιά πίσω μου και τον είδα: ένας αξύριστος, γκριζομάλλης κουρελής μου χαμογέλασε φανερώνοντας ένα φαφούτικο στόμα. «Δεν σας πειράζει να σας ξεναγήσω;». Μάλλον ως πρόταση εξυπηρέτησης μου ακούστηκε, παρά ως ερώτηση για την άδεια να με συνοδεύσει. Κούνησα αδιάφορα τους ώμους και σκέφτηκα ότι σίγουρα δεν κινδύνευα σε μια τόσο κοντινή απόσταση από το καφενείο, αν και τέτοια ώρα, εκτός από τον ιδιοκτήτη του, άλλον άνθρωπο δεν είχα δει.

 Να ‘με, λοιπόν, να προχωρώ προς τα τείχη με τον «βαθύ τον κόλπο» να σκάζει στα πόδια μου, παρέα με έναν τύπο απροσδιορίστου ηλικίας και προθέσεων. Ο κόλπος, κάθε άλλο παρά βαθύς, κατέληγε στην ακτή και το κύμα έσκαγε στα βότσαλα με μία καθησυχαστική ηρεμία. Μπροστά μου, ένα τμήμα ενός παμπάλαιου τείχους, ορθωνόταν σε ύψος περίπου τριών μέτρων και κατέληγε, μετά από μια απόσταση θα έλεγα δέκα μέτρων, στα αβαθή. Ώστε αυτό λοιπόν είναι ό, τι απέμεινε από το κάστρο; Μου ξέφυγε η απογοητευτική απορία και φυσικά αμέσως ήρθε η απάντηση από τον απρόσκλητο ξεναγό μου: «Ναι, αυτό μόνο. Μόνο που την ίδια απορία είχε και η γυναίκα μου, όταν πριν δέκα χρόνια ήρθαμε να επισκεφτούμε τον ίδιο τόπο. Οι τρεις μας. Εννοώ, εκείνη, η κορούλα μας κι εγώ. Είχαμε κατασκηνώσει στο παρακείμενο κάμπινγκ και ενώ είχα πάει για ψώνια στο χωριό, πήρε τη μικρή και κατέβηκαν στο ίδιο σημείο που στεκόμαστε τώρα. Πώς διέφυγε της προσοχής της η κορούλα μας την ώρα που φωτογράφιζε τα πέτρινα απομεινάρια, πότε βρέθηκε στα αβαθή χωρίς να την αντιληφθεί η ίδια, κανείς δεν ξέρει. Ρίχτηκε τότε η μάνα στο νερό να σώσει το παιδί, ούτε που ήξερε να κολυμπάει καλά-καλά, έσκασε ένα βουβό κύμα στα ρηχά και τις παρέσυρε και τις δύο. Όταν επέστρεψα από τα ψώνια, κόσμος είχε μαζευτεί και κάτι μέσα μου άρχισε να σαλεύει ανήσυχο, σαν χταπόδι μου φάνηκε, που με είχε αρπάξει με τα πελώρια πλοκάμια του και ανάσα δεν μπορούσα να πάρω. Τις έβγαλαν πνιγμένες έπειτα από δύο ώρες. Για τα απομεινάρια του κάστρου τις έχασα...».

 Άκουγα ασάλευτη τον άντρα με την αλλόκοτη εμφάνιση και συμπεριφορά. Ανέβηκα χωρίς να πω λέξη στο καφενείο κι εκεί μου εξήγησε ο καφετζής πως ο χαροκαμένος σύζυγος και πατέρας έρχεται κάθε χρόνο τέτοια εποχή και, όταν σουρουπώνει, συνοδεύει όποιον θελήσει να επισκεφτεί τα ερείπια και του εξιστορεί το τραγικό συμβάν. Σαλεμένος κάπως, αλλά πέρα από την τραγική εξιστόρηση, ποτέ του δεν πείραξε κανέναν. Σαν μνημόσυνο το ‘χει...

Επέστρεψα βαρύθυμη και συλλογισμένη στο ξενοδοχείο. Δεν ξαναπήρα τον δρόμο τον ανηφορικό. Κάτι θα ήξερε, πάντως, σκέφτομαι ο Όμηρος, που την ονόμασε «Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον έχουσα». Και δεν κατάφερα ούτε μια φωτογραφία να τραβήξω για να την χαρίσω στη φίλη μου που λάτρευε τον Όμηρο...


Στον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Μαρτίου 2023, αρ. φύλλου 1167.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ