17.9.23

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Τ’ αρσενικό παιδί


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ Μ. Πέμπτη 13.4.2023 | 1170


Πάσχα πλησίαζε, και οι χωρικοί, παρά τη φτώχεια που τους έδερνε, δεν ξεχνούσαν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις.


Μια βδομάδα τώρα την είχαμε στο νοσοκομείο· “στα τελευταία της”, πίστευαν όλοι και προπαντός η ίδια. Εκείνο το βράδυ, πρότεινα στη μητέρα μου να μείνω εγώ μαζί της και να πάει η ίδια σπίτι να ξαποστάσει λιγάκι. Πλησίαζε Πάσχα, άλλωστε, και όλο και κάτι θα ήθελε να ετοιμάσει. Δεν έφερε αντίρρηση, μια και οι αντοχές της, μετά από όλες αυτές τις μέρες και νύχτες ξαγρύπνιας είχαν φτάσει στο ναδίρ.

Η γιαγιά κι εγώ, λοιπόν, οι δυο μας μόνο σ’ έναν θάλαμο με άλλα δύο –ευτυχώς– κενά κρεβάτια. Γιατί η γιαγιά, αν και σε πολύ σοβαρή κατάσταση, δεν έπαυε τη γκρίνια και τα σχόλια, όση ώρα δεν έπεφτε σε έναν εφιαλτικό για τους άλλους, ίσως ευεργετικό για κείνην, λήθαργο. Ποτέ δεν είχα κάποια ιδιαίτερα στενή ή έστω και θερμή σχέση μαζί της. Δεν αμφισβητούσα, βέβαια, ότι ήταν μια γυναίκα που είχε περάσει πολύ δύσκολα χρόνια, τόσο σαν μικρό παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας στο χωριό, όσο και στον κατοπινό έγγαμο βίο της. Δεν μπορούσα να δικαιολογήσω με τίποτα όμως, τη σκληρότητά της απέναντι στις ίδιες τις κόρες της και ιδιαίτερα στη μάνα μου, που πάντα είχε την έννοια και τη φροντίδα της. Εντελώς διαφορετικά φερόταν απέναντι στο μοναχογιό της, που ήταν και το στερνοπαίδι της οικογένειας. Ήξερα πολύ καλά την ιστορία της· ήταν βασικά η τραγική ιστορία ολόκληρου του χωριού της, που έμεινε γνωστό στην ιστορία για την άγρια σφαγή των γυναικόπαιδων από τους Γερμανούς κατακτητές -Maigewitter, καταιγίδα του Μάη, την είχαν ονομάσει οι ίδιοι. Στην εφηβεία μόλις είχε μπει η γιαγιά και σαν από θαύμα γλύτωσε εκείνη τη μέρα, μια και την είχαν στείλει στο μοναστήρι για κάποια προσφορά. Πάσχα πλησίαζε, και οι χωρικοί, παρά τη φτώχεια που τους έδερνε, δεν ξεχνούσαν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις. Η μοίρα της άλλαξε από ‘κει και πέρα ριζικά. Τα κακά μαντάτα στο μοναστήρι την πρόφτασαν. Και όταν την επόμενη μέρα γύρισε με άλλες νέες στο χωριό, ούτε που ήξεραν ποιον πρώτα να κλάψουν, σε ποιο σπίτι να ψάξουν στ’ αποκαΐδια για τυχόν ζωντανούς...

Αυτά σκεφτόμουν, καθώς την έβλεπα να βαριανασαίνει και κάπου-κάπου να μου ρίχνει κλεφτές ματιές. Νόημα μου έκανε να την ανασηκώσω στο κρεβάτι· το λείψανο, που κάποτε έσφυζε από ζωή, άρχισε κάτι να ψιθυρίζει. «Κάτσε δίπλα μου, και άκου καλά τι έχω να πω». Τι είχε να πει, πέρα από τη γνωστή ιστορία του γάμου της με τον παππού μου; Επιλογές δεν είχα, γιατί αλλιώς ήταν σε θέση να αναστατώσει όλη την καρδιολογική πτέρυγα. Κι αρχίζει την αφήγηση:

«Ποιον είχα να μ’ ορμηνέψει; Ποιον να με πει να μην δεχτώ τον Χρήστο για άντρα μου; Εντάξει, μαχαιρωμένους βρήκε, όταν κατέβηκε απ’ το βουνό το βράδυ, γυναίκα και τρία παιδιά· ασαράντιστο τ’ αρσενικό του. Εγώ, όμως τι έφταιγα και έπρεπε ν’ ακούω όλη την ώρα, πόσο αγαπούσε τη μάνα των παιδιών του, πόσο τα θηλυκά του τα όμορφα; Λίγη του έπεφτα, στα δεκαπέντε μου χρόνια; Εκείνος είχε περάσει κιόλας τα τριάντα. Κι εγώ έχασα μάνα και αδέλφια· ορφάνια από πατέρα είχαμε σπίτι μας χρόνια πολλά.

Τσέλιγκας ο ίδιος, όλη μέρα στα πρόβατα έλειπε. Και όταν γύριζε αργά το βράδυ, όλο γκρίνια ήταν, όλα του έφταιγαν. Του αράδιασα κι εγώ τρεις θυγατέρες. Όλο τις απόπαιρνε, όλο σύγκριση με τις σχωρεμένες, τις αδικοχαμένες... Και για μένα έναν καλό λόγο ποτέ δεν έβγαλε από το στόμα του. Η μόνη παρηγοριά ήταν που δεν πεινάσαμε σ’ αυτό το σπίτι. Αλλά και δεν γελάσαμε ποτέ».
 –Γιαγιά, την ξέρω τη συνέχεια. Μόλις του έκανες τ’ αρσενικό παιδί, άλλαξε συμπεριφορά με μιας, και από ‘κει και πέρα ούτε φωνές, ούτε ξύλο. Να, τα πεσκέσια από την πόλη, να, τα εκλεκτά τρόφιμα. Δεν είναι ώρα τώρα, να κατεβάσω το κρεβάτι να ησυχάσεις;

«Και να χάσεις το πιο καλά κρυμμένο μυστικό μου; Αυτό θέλω να σε πω απόψε· σαν ξημερώσει, ίσως και να μην είμαι ακόμα σ’ αυτόν τον κόσμο. Άκου τώρα. Ο Χρήστος είχε κι ένα παραπαίδι –στην ηλικία μου θα ήταν– που το περιμάζεψε όταν χάθηκαν κι αυτουνού όλοι. Συχνά κατέβαινε από τη στρούγκα για θελήματα και για χαμαλίκια. Με γλυκοκοίταζε αυτό, το γλυκοκοίταζα κι εγώ... Ήταν και λεβέντης, ο Μάρκος! Κάποτε, που η μάνα σου και οι μικρότερες έλειπαν στο σχολειό, βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι. Μωρέ κόρη μου, πρώτη μου φορά ένιωσα τι θα πει αγάπη απ’ αρσενικό! Αααχ! Πρώτη και μοναδική! Έφυγε την επομένη το παραπαίδι, κανένας δεν έμαθε για πού. Το βράδυ ήρθε και ο Χρήστος, άρχισαν πάλι οι δοκιμές για αρσενικό. Και έγινε το θάμα· του Μάρκου ο σπόρος φύτρωσε και έτσι βγήκε ο μικρός Μάρκος την ίδια μέρα που χάθηκε το πρώτο αρσενικό του Χρήστου! Γι’ αυτό, τσούπα μου, τον έχω τόση αδυναμία. Γι’ αυτό κι είναι για μένα το φως των οματιών μου. Όσο για τον παππού σας, τον Χρήστο, δεν κατάλαβε τίποτα. Μόνο περηφανεύονταν για το αρσενικό παιδί του, που πήρε το όνομα του αδικοχαμένου. Κι όταν ήρθε η ώρα να αποκαταστήσω θηλυκά και αρσενικό, τότε που τον είχα ανάγκη, τότε βρήκε να πεθάνει. Σκατά στην ψυχή του, λέω. Μαύρη ζωή και χωρίς αγάπη πέρασα κοντά του. Και δεν ζητώ συγχώρεση, ό,τι και να λες εσύ! Μόνο που θέλω, αν μπορείς, να ειδοποιήσεις τον θειό σου να έρθει να τον δω για τελευταία φορά. Ξέρω πως είναι δύσκολο να κουβαληθεί από τα μακρινά τα ξένα.”

Ο Μάρκος της δεν την πρόφτασε ζωντανή. Ούτε και τον περίμενε άλλωστε, στ’ αλήθεια. Εξομολόγηση ήθελε να κάνει, και, μια και εκείνη την ώρα βρέθηκα εγώ δίπλα της, σ’ εμένα έπεσε ο κλήρος.


Στους Σπύρο και Τόμη Αναγνώστου



Άνιολο Μπροντσίνο (1503-1572), Κεφάλι άνδρα (1550-1555) Μουσείο Πωλ Γκεττύ, Λος Άντζελες ΗΠΑ.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ την Μ. Πέμπτη 13 Απριλίου 2023, αρ. φύλλου 1170.


1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος18/9/23

    Εξαιρετικό αγαπημένη μου Χρυσουλα,,από τα καλύτερα σου.Μπραβο..!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ