Ήταν μια από τις τελευταίες ειδήσεις του 2016∙ όχι από εκείνες τις απολογιστικές, που μας θυμίζουν τις σημαντικότερες στιγμές του χρόνου που φεύγει, έτσι, για να μην ξεχνάμε, από τις ειδήσεις που ανακεφαλαιώνουν τα όσα ζήσαμε και νιώσαμε μέσα σε μία ολόκληρη χρονιά. Είδηση καθημερινή ήταν, που είχε όμως σχέση με το τέλος του έτους: Το περιοδικό "Times" αφιέρωσε το εξώφυλλό του στα προσφυγάκια που εδώ στην Πατρίδα μας γεννήθηκαν μέσα στο 2016. Επέλεξε μάλιστα διάφορες φωτογραφίες κι έφτιαξε διάφορα εξώφυλλα, όλα με το ίδιο θέμα. Πολλά νεογέννητα προσφυγάκια, λοιπόν, οι πρωταγωνιστές, που μαζί τους γεννιέται η ελπίδα, αυτό το Θείο δώρο που ευτυχώς πεθαίνει πάντα τελευταίο, χαρίζοντας το άλλο δώρο, αυτό της ζωής. Γιατί, χωρίς ελπίδα, δεν θα ήταν τόσο δυνατή η θέληση για ζωή, τόσα που είναι τα βάσανα των ανθρώπων. Και τα αναπόφευκτα βάσανά μας, μα κι εκείνα που οι ίδιοι εμείς προκαλούμε τυφλωμένοι από λογιών λογιών πάθη και αδυναμίες που πώς να τις πεις ανθρώπινες, αφού τόσους ανθρώπους εξολοθρεύουν και ρημάζουν;
Τα διαφορετικά λοιπόν εξώφυλλα του σπουδαίου περιοδικού σίγουρα σκόρπισαν πολλά χαμόγελα. Και άφθονη τρυφερότητα. Τα βλέπαμε κι εμείς στις ειδήσεις και γλύκανε η καρδιά μας. Μα δυστυχώς για πολύ λίγο. Βλέπετε, η χαρά με τη λύπη χέρι χέρι βαδίζουν και δεν άργησε να ‘ρθει η απόλυτη, όχι λύπη, αλλά φρίκη, καθώς στην επόμενη είδηση είδαμε…
Δυο γονείς∙ έναν πατέρα και μία μάνα ν’ αγκαλιάζουν τα δυο μικρά τους κοριτσάκια, το ένα 9χρονο, το άλλο 7χρονο. Η αγκαλιά αυτή όμως δεν περιείχε καμία απολύτως τρυφερότητα, ούτε ένα ίχνος, όπως εγώ τουλάχιστον ένιωσα. Γιατί οι συγκεκριμένοι γονείς ξεπροβόδιζαν τα σπλάχνα τους, στέλνοντάς τα σε επίθεση αυτοκτονίας που ένα αστυνομικό τμήμα είχε στόχο. Τα τελευταία λόγια των δύο γονιών που δεν θα ξανάβλεπαν ζωντανά τις μικρές τους κόρες δεν ήταν διόλου τρυφερά. Μάλλον να τα δυναμώσουν προσπαθούσαν για να τα καταφέρουν να βγάλουν σε πέρας την κατά τους ίδιους ιερή αποστολή που ακούει στο τρελό όνομα «τζιχάντ». Κάτι για παράδεισο έλεγαν στα παιδιά τους, κάτι για τον θεό, που αυτό θέλει από τους «πιστούς» του, ακόμη κι όταν αυτοί είναι παιδιά. «Σκοτώστε», λοιπόν, τους λέει ο θεός τους, «για να σας αγαπήσω, να σας έχω στο πλάι μου». Αυτόν τον παράδεισο τους υπόσχεται, που είναι βασισμένος στο αίμα αθώων, ακόμα και παιδιών. Αυτή είναι η πίστη τους…
Θυμάμαι ακόμη συγκεκριμένα πρόσωπα από τον κοντινό μου περίγυρο να δικαιώνουν τη 17 Νοέμβρη και τους αιώνιους «αγωνιστές» που πυρπολούν και καταστρέφουν την Πατρίδα μας για να διαμαρτυρηθούν. Πάντοτε ένιωθα έντονη δυσφορία απέναντι στο καταστροφικό τους έργο, ακόμη κι όταν πολλοί τους δικαιολογούσαν. Και τώρα που η κατάσταση στρέφει πολλούς εναντίον τους δε χαίρομαι γιατί δικαιωνόμαστε όσοι σκεφτόμασταν αλλιώς. Πώς να χαρείς με τέτοια φαινόμενα που οι ζημιές τις οποίες προκαλούν είναι ανυπολόγιστες;
Γι’ αυτό και δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω αυτούς που δικαιολογούν, έστω και εν μέρει, και τους τζιχαντιστές∙ αυτούς που επαναστατούν αφαιρώντας ζωές. Καλά, συμφωνούμε πως φταίξαν κάποιοι άλλοι κι άνοιξαν μέτωπα στις περιοχές τους, αλλά σκοτώνοντας αθώους ποιος σκοπός υπηρετείται, ποιος στόχος πετυχαίνεται; «Η βία φέρνει βία» λέμε, αλλά προσωπικά θα προτιμούσα να λέμε πως η βία φέρνει αντίδραση. Και οι τρόποι αντίδρασης είναι πολλοί, δεν υπάρχει μονάχα ένας δρόμος, αυτός που έχει το χρώμα του αίματος. Αντίδρασε αλλιώς! Βρες τον τρόπο που σου ταιριάζει και δήλωσε τη διαφωνία σου. Δεν είναι απαραίτητο να βάψεις τα χέρια σου με το αίμα αυτών που σε τίποτε δεν έχουν φταίξει. Γιατί, επιπλέον, αυτός ο τρόπος στρέφει τους άλλους, ακόμη και εκείνους που σε συμπαθούν και σε καταλαβαίνουν, εναντίον σου. Και χάνεις το δίκιο σου για πάντα.
Το θέμα μας, λοιπόν, οι δύο γονείς που έστειλαν τα δύο όμορφα κοριτσάκια τους σε «υψηλή αποστολή»: να σκοτώσουν και να σκοτωθούν τα ίδια. Αδιανόητο κι ασύλληπτο για τον κοινό νου, για το δικό μας μυαλό, να φέρνεις δύο ζωές στον κόσμο, καθώς διαθέτεις το δώρο να γεννάς τη ζωή, και στη συνέχεια να τα στέλνεις στον θάνατο εσύ ο ίδιος με τη δική σου θέληση!... Και στο μεταξύ διάστημα να έχεις ξενυχτήσει στο προσκεφάλι τους όταν ήταν άρρωστα ή απλώς αδιάθετα, να έχεις παλέψει να τ’ αναστήσεις και, πάνω απ’ όλα, με όλους αυτούς τους τρόπους να έχεις δεθεί μαζί τους με ατσάλινα σκοινιά∙ με σκοινιά τόσο ατσαλένια που να μην μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτά, δίχως ούτε ένα από τα δυο παιδιά και σπλάχνα σου. Και παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλους αυτούς τους ισχυρότατους δεσμούς, να τα στέλνεις εσύ ο ίδιος που τους έδωσες τη ζωή στον θάνατο, που όλοι εμείς οι άλλοι κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ν’ αποφύγουμε. Ιδίως όταν πρόκειται για τα παιδιά μας. Τι παραφροσύνη!...
Θα θυμάμαι πάντα την εκπομπή με τους επιζήσαντες από τρομερά δυστυχήματα. Στο ερώτημα του δημοσιογράφου τι απασχολούσε τον νου τους ελάχιστα πριν από το τέλος της ζωής τους που πίστευαν πως ερχόταν, απαντούσαν όλοι αδιακρίτως πως η τελευταία τους σκέψη ήταν τα παιδιά τους! Φυσικό, αλλά και τόσο τρυφερό συγχρόνως! Και διπλά τρυφερό να το ακούς και να το συνειδητοποιείς, αυτό το τόσο δεδομένο και αυτονόητο!
Πώς, λοιπόν, μπόρεσαν αυτοί οι γονείς, που ασφαλώς τα αγαπούσαν τα δυο παιδιά τους; Πώς μπόρεσαν και τι ήταν πιο δυνατό από αυτήν τους την αγάπη, που λένε και ξέρουμε πως είναι η δυνατότερη στον κόσμο; Μήπως είναι ο φανατισμός δυνατότερος της αγάπης, μήπως είναι ανίκητος τελικά;
Και κλείνω με τη σοκαριστική αυτή είδηση του 2016, θέλοντας να περιγράψω σε όποιον δεν την είδε την εικόνα της μάνας, που θα ‘λεγα πως με σόκαρε πιο πολύ κι από αυτό καθαυτό το γεγονός του εκούσιου και προδιαγεγραμμένου θανάτου των μικρών κοριτσιών: θα περιμέναμε να δούμε μια μάνα τραγική, μια μάνα να σπαρταράει από πόνο. Αντί γι’ αυτό, είδαμε στην οθόνη ένα τελείως αλλόκοτο πλάσμα, έναν ανύπαρκτο άνθρωπο, γιατί, μαυροντυμένη ασφυκτικά καθώς ήταν, τυλιγμένη με μαύρα πανιά από την κορφή ως τα νύχια, δε βλέπαμε ούτε κεφάλι ούτε πόδια ούτε ένα εκατοστό δέρματος. Δεν είδαμε καν τα χέρια της, χέρια μάνας που περιμέναμε ν’ αγκαλιάσουν τα δύο υπάκουα έως θανάτου αγγελούδια της, χέρια που το αγκάλιασμά τους θα ήταν και το τελευταίο αντίο στα πιο αγαπημένα της πλάσματα. Και δεν ακούσαμε ούτε έναν λυγμό ούτε ένα «αχ» να βγαίνει από την καρδιά μιας μάνας που δε θα ξανάβλεπε ποτέ πια τα παιδιά της. Και η συνειδητοποίηση αυτή του αφύσικου πάγωσε το αίμα μας, μας έκανε να κοκαλώσουμε από κατάπληξη.
Γιατί το σύμφωνο με τη φύση είναι η αγάπη κι αυτή θα ‘πρεπε να νικάει τον φανατισμό και κάθε αφύσικο συναίσθημα επάνω στη γη. Γιατί υπάρχουν και τα αφύσικα συναισθήματα, όσο κι αν κάποιοι μάς λένε το αντίθετο, κι εμείς έχουμε χρέος να τα παραμερίζουμε, εξουδετερώνοντάς τα με την αγάπη. Με την αγάπη που «ουκ ασχημονεί», με την αγάπη που «ουδέποτε εκπίπτει». Άρα ούτε σήμερα, όπου δείχνει να έχει λιγοστέψει τόσο…
Χαρούμενο το νέο έτος και ειρηνικό! Και με αλληλοπεριχώρηση τόση που να χωράνε οι εξοχές του ενός μας μέσα στις εσοχές του άλλου κι η μεταξύ μας αγάπη να μη λιγοστεύει καθόλου!
Ή, όπως ευχήθηκα την Πρωτοχρονιά στους φίλους μου: Ας πάρουμε πια τον νου μας από το τι∙ τα πολλά τι, που ήταν ο στόχος μας, το ξέρουμε πως δε θα ‘ρθουν. Ας στρέψουμε όλη την προσοχή μας στο πώς, παίρνοντάς το απόφαση πια πως αυτό είναι που πιο πολύ μετράει. Το πώς ή με άλλα λόγια ο τρόπος…
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Ιανουαρίου 2017, αρ. φύλλου 869
Φωτογραφία: Γ. Γαΐτης, Ανθρώπινο Τοπίο, μεταξοτυπία 1977-78, ένα από τα πολλά έργα που υπήρχαν στο κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης στην Καστοριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.