Το κείμενο που ακολουθεί, είναι από την εκδήλωση της Κυριακής 19 Φεβρουαρίου 2017 της παρουσίασης του βιβλίου της κ. Σόνιας Ευθυμιάδου Παπασταύρου «Αθέατες πλευρές του μακεδονικού αγώνα, το παράδειγμα της Καστοριάς» (εκδ. Πελασγός)
* * *
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΚΑΙ ΕΓΩ με τη σειρά μου να σας καλωσορίσω. Να σας χαιρετίσω από άλλη θέση αυτή τη φορά. Ευχάριστη μα πάνω από όλα τιμητική. Είναι τιμητική για τρεις λόγους. Τον πρώτο λόγο αποτελεί ο χώρος. Το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Ο χώρος όπου βρισκόμαστε εδώ σήμερα περικυκλωμένοι από την Ιστορία. Ο δεύτερος λόγος είναι ο Πρόεδρος του συλλόγου «Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα», ο κ. Παπασταύρος. Ο δάσκαλος που σε κάθε συζήτηση μαζί του ζωντανεύει η ιστορία. Και τρίτος, τελευταίος αλλά όχι έσχατος, είναι η Σόνια, η συγγραφέας του βιβλίου «Μιλώντας για τις αθέατες πλευρές του Μακεδονικού Αγώνα-Το παράδειγμα της Καστοριάς».
Από την έναρξη λειτουργίας του σπουδαστηρίου εδώ στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα έχω παρακολουθήσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων. Είχα την τύχη, να το πω καλύτερα. Γιατί όμως αισθάνομαι τυχερός; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί υπήρξα μαθητής. Ας αναλογιστούμε πόσο ωραίο είναι να είσαι μαθητής. Άλλωστε οι περισσότεροι από εσάς το ζείτε συχνά σ’ αυτόν εδώ το χώρο.
Ας σκεφτούμε σύντομα τη διαδρομή που κάνει το θέμα μιας ομιλίας μέχρι να φτάσει στο ακροατήριο. Ο εισηγητής, πριν ανέβει στο βήμα να μιλήσει, έχει περάσει μια περίοδο κοπιάζοντας να διαβάζει, να συλλέξει, να ερευνήσει κάθε πλευρά του θέματος με το οποίο ασχολείται. Και φτάνει τελικά εδώ να σου δώσει έτοιμη τροφή, έτοιμες πληροφορίες. Ο κόπος ο δικός του γίνεται γνώση για εσένα. Καταφέρνει να σου μάθει, να σε ξυπνήσει, να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Και το σημαντικότερο από όλα είναι ότι σου γεννά μια ακόρεστη δίψα για το θέμα που παρέθεσε. Εξαιτίας της ιδιότητάς μου πιστεύω ότι έχω ένα λόγο παραπάνω να κατανοώ αυτό το αποτέλεσμα. Δηλαδή την αμφίδρομη σχέση μεταξύ του διδάσκω και του μαθαίνω.
Σε πολλές από αυτές τις διαλέξεις – μαθήματα, ο ομιλητής – δάσκαλος ήταν η Σόνια. Και πάντα με το πέρας αυτών, το πρώτο μου μέλημα ήταν να την ενοχλήσω ζητώντας της ένα αντίγραφο της ομιλίας - αν και τις περισσότερες φορές η αλήθεια είναι ότι με προλάβαινε. Έπειτα να καθίσω να τη διαβάσω. Ποτέ δεν μου αρκούσε η μια φορά. Και επειδή πιστεύω ότι δεν ήμουν ο μόνος, η συγγραφέας μάς έκανε το χατίρι και μας χάρισε αυτό το βιβλίο. Ένα βιβλίο αφιερωμένο σ’ εμάς, όπως γράφει. «Στον λαό αυτής της ελληνικής άκρης που ξέρει, και στις πιο ταραγμένες εποχές, να κρατά την Ελληνικότητα του ψηλά, παλεύοντας με αμέτρητη γενναιότητα και ευλάβεια.»
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η σημαντική ιστορική περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα θέλει κόπο προσωπικό. Θέλει να σε τρώει μέσα σου μωρέ… «γιατί κάποιοι πίστευαν πως πρέπει ως λαός να διαθέτουμε μνήμη επιλεκτική, να θυμόμαστε μόνον όσα ήθελαν αυτοί οι κάποιοι, τίποτε πέρα από αυτά. Έτσι επί πολλά χρόνια αποφεύγαμε να μιλήσουμε για τον Μακεδονικό Αγώνα, αυτόν που κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, θα έπρεπε να είναι το Ευαγγέλιο της φυλής μας.» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Δυστυχώς στην ερώτηση «Τι γνωρίζετε για τον Μακεδονικό Αγώνα;» οι περισσότερες απαντήσεις είναι μονολεκτικές και συνήθως ονόματα όπως αυτό του Παύλου Μελά, του Καπετάν Κώττα, του Γερμανού Καραβαγγέλη, ίσως του Ίωνα Δραγούμη. Ευτυχώς όμως από την άλλη που υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι να μας θυμίζουν, να μας μαθαίνουν ότι ο Μακεδονικός Αγώνας στηριζόμενος στα παραπάνω ονόματα-θεμέλια είναι πολλά περισσότερα. Είναι η ιστορία μας. Είναι το παρελθόν μα και το μέλλον μας. Το βιβλίο «Μιλώντας για τις αθέατες πλευρές του Μακεδονικού Αγώνα» αποτελεί τρανταχτή απόδειξη. Πραγματικά η συγγραφέας έχει καταφέρει να δει από μια άλλη οπτική γωνία αυτήν την περίοδο. Όπως σε κάθε αγώνα του έθνους μας έτσι και σε αυτόν πρωταγωνιστές δεν είναι μόνο οι νέοι άνδρες και οι έμπειροι στρατιωτικοί. Αυτοί που θεωρούν δεδομένο ότι θα κρατήσουν το όπλο. Είναι και αυτοί που το θεωρούν υποχρέωση. Είναι οι γυναίκες. Είναι τα παιδιά. Επίσης δεν είναι μόνο οι γηγενείς Μακεδόνες, είναι οι Κρητικοί, είναι οι Πόντιοι. Είναι οι αθέατες πλευρές του Μακεδονικού Αγώνα.
Στο πρώτο κεφάλαιο η συγγραφέας αποτίνει φόρο τιμής στη γυναίκα. Όχι γιατί η ίδια είναι γυναίκα αλλά γιατί η γυναίκα είναι μέρος της Ιστορίας. «Αι γυναίκες γεγόνασι άνδρες». Ευτέρπη Ουζούνη, η θρυλική Ζήσαινα από τον Απόσκεπο. Η Βασιλική Νταλίπη από τον Γαύρο. Τα ονόματα πολλά. Μη σας φαίνεται παράξενο. «Είμαστε στο βάλτο των Γιαννιτσών, είναι Αύγουστος του 1907, κι ο καπετάν Κόρακας, με εντολή του Κέντρου της Θεσ/νίκης, έχει φέρει ένα σωρό πολύχρωμες μαντήλες και προσπαθεί να πείσει τις γυναίκες των χωριών της περιοχής Βεροίας μ’ αυτές ν’ αντικαταστήσουν τις μαύρες κουκούλες της κεφαλής τους, τα κατσιούλια τους.
-Άκου, κυρ καπιτάνιε, αντέδρασε πρώτη η παπαδιά-οικοδέσποινα του καπετάνιου. Έχουμε τις κουκούλες απ’ τον Μεγαλέξανδρο. Θα τις βγάλουμε άμα κόψ’ τε τα κεφάλια μας.
«Το (άλλο) πρωί κάλεσαν μερικές γυναίκες, τις πιο ευκατάστατες νοικοκυρές. Ήρθαν όλες, γριές και νέες, πλούσιες και φτωχές! Όλες αγριεμένες και απειλητικές. Φώναζαν σαν κοπάδι αγριόχηνες που πέφτουν στον κάμπο το χειμώνα. Έλεγαν όλες μαζί:
-Απ’ τον Μεγαλέξανδρο, απ’ τον Μεγαλέξανδρο, τον Αλέξανδρο…
Άκουες ένα συγκεχυμένο θόρυβο όπου ξεκαθάριζες μόνο το “ντρο” και το “λεξ”». Οι γυναίκες νίκησαν. Κι ίσως, με τη νίκη τους αυτή, να μας φανέρωσαν και το μυστικό της γενναίας καρδιάς τους. Που μπορεί να μην τη χρωστούν πουθενά αλλού παρά μόνο στο Μακεδόνα Μεγαλέξανδρο, τον πρόγονό τους…»
Το συγκλονιστικό και ταυτόχρονα συγκινητικό κεφάλαιο είναι αυτό των παιδιών στο Μακεδονικό Αγώνα.
Αγόρια και κορίτσια. Η Λένα από τα Κορέστια, η Θεοδώρα από το Ορέχοβο, ο Κώστας Σάλτας. Άλλα κρατώντας όπλα και άλλα μεταφέροντας στην ποδιά τους μυστικά έγγραφα, όπως η Πασχαλίνα Οικονόμου. «Σε περίπτωση κινδύνου, τα παιδιά, μυημένα καθώς ήταν , γέμιζαν τις σχολικές τους σάκες με διάφορα έγγραφα που τα ‘διναν οι δάσκαλοι και παίζοντας «κυνηγητό», έβγαιναν από το χωριό και τα ‘κρυβαν σε απρόσιτα μέρη. Αφηγούνται πως ένας μαθητής μάσησε έγγραφο που του ‘δωσε ο δάσκαλος και το κατέστρεψε.»
Η συγγραφέας, δασκάλα και η ίδια, ξέρει πως η εκπαίδευση ξεκινά από την οικογένεια και συνεχίζεται στο σχολείο. Γι αυτό και αποτελούν πάντα τον πρώτο στόχο. Στο κεφάλαιο «Δάσκαλοι του νομού Καστοριάς» επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ότι οι δάσκαλοι δεν τήρησαν το γνωμικό «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»: Μαγδαληνή Σμυρνιού, Βιργινία Τσιάντη, παπα-Νικόλας Παπασταύρος, Βασίλης Μαλεγκάνος,...
«Γιατί ήταν οι δάσκαλοι μαζί με τους ιερείς και τους προεστούς οι πρώτοι που εξοντώνονταν από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες στη Μακεδονία, καθώς αυτοί ήταν τα μεγαλύτερα εμπόδια στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους και αυτοί τους έκαναν τη μεγαλύτερη ζημιά. Κι είμαστε εμείς οι σημερινοί δάσκαλοι οι συνεχιστές του δικού τους έργου. Ή τουλάχιστον θα ‘πρεπε να είμαστε. Γιατί αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη τιμή για μας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία…».
Από το Πόντο ορμώμενοι οι πρόγονοί της. Κυνηγημένοι, βασανισμένοι και αυτοί. Το σκηνικό ίδιο σε άλλον τόπο. Μέσα από το βιβλίο, μας γίνεται γνωστή η σχέση Μακεδονίας-Πόντου. «Ούτε που το είχα υποψιαστεί. Γι’ αυτό και είχα νιώσει μεγάλη απορία εκείνο το ξεχωριστό καλοκαιριάτικο απόγευμα του 2001 στο σιατιστινό μπαλκόνι του θείου Βασίλη Πουρσαλίδη, τελευταίου επιζώντος τότε συγγενή μου που είχε γεννηθεί στον Πόντο, ο οποίος, στο πλαίσιο εργασίας μου για την εξομοίωση, μου ‘δινε συνέντευξη για τη ζωή του στην «Πατρίδα» (έτσι αποκαλούσαν τη γενέτειρά τους όλοι οι Πόντιοι που είχαν έρθει πρόσφυγες από εκεί). Ένιωσα μεγάλη έκπληξη, λοιπόν, όταν άκουσα πως το τραγούδι που τραγουδούσαν τα Ποντιόπουλα στο σχολειό τους για τη Μακεδονία ή, για ν’ ακριβολογούμε, με τη σκλαβωμένη Μακεδονία μιλούσε:Απορώ, Μακεδονία, πώς βαστάς υπομονή; Πώς αφήνεις τα παιδιά σου μέρα νύχτα στη σφαγή;»
Σημαντικό μέρος αυτού του βιβλίου αποτελεί το κεφάλαιο Μακεδονομάχοι καπετάνιοι. Σ’ αυτό το κεφάλαιο γίνεται μια άλλη γνωριμία μαζί τους, διαφορετική. Πέρα από τη φωτογραφία, τα στοιχεία από την προσωπική και οικογενειακή τους κατάσταση. Παρατίθενται δημοτικά τραγούδια. Τραγούδια αφιερωμένα στο όνομά τους, στους αγώνες τους, στην απώλεια τους. Έτσι η γνωριμία μαζί τους γίνεται ιδιαίτερη. Ίσως εγώ ως αναγνώστης να νιώθω συγκίνηση. Κατά την ανάγνωση μου και φτάνοντας στη σελίδα 254… διαβάζω «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος…» η συγγραφέας αναφέρει στο τέλος του τραγουδιού ότι στα Κορέστια της Καστοριάς δεν γινόταν γάμος χωρίς να ακουστεί αυτό το τραγούδι.
Και εγώ θα συμπληρώσω, όχι μόνο εκεί. Και αυτό είναι ενδεικτικό πολλών. Είναι από τις παιδικές αναμνήσεις βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου. Στη Φλώρινα, στα χωριά της. Η στιγμή που στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης ο κόσμος καθισμένος στο στρωμένο τραπέζι υποδέχεται την ορχήστρα. Και το πρώτο τραγούδι που ακούγεται είναι ο Παύλος Μελάς όπως το αποκαλούν. Μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή από μόνη της που φορτίζεται ακόμη περισσότερο σιγοτραγουδώντας τα λόγια.
Μια άλλη αθέατη πλευρά που έπαιξε καθοριστικό παράγοντα σ’ αυτήν την περίοδο είναι η πόλη του Μοναστηρίου. Τα Βιτώλια. Η μητρόπολη της Πελαγονίας. Μια πόλη μοναδική και ταυτόχρονα αδικημένη. Αφού όπως αναφέρει και η συγγραφέας την επισκεπτόμαστε για ψώνια, βενζίνη και οδοντίατρο. Αναστάσιος Πηχεών, Μαργαρίτης Δήμιτσας, Γιώργος Μόδης. Ελληνικά σχολεία. Ελληνικές εκκλησίες. Ο Άγιος Δημήτριος. Το αρχαίο θέατρο στην Ηράκλεια.
«Άλλωστε, προσωπικά από πολύ νωρίς έχω καταλάβει πως όποιος αγαπάει αληθινά την Ελλάδα δεν ομφαλοσκοπεί, επικεντρώνοντας μόνο στη δική του φυλή, γιατί έτσι τη μικραίνει και τη λιγοστεύει. Γι’ αυτό και προσωπικά έχω ασχοληθεί ιδίως με την προσφορά των Σλαβόφωνων στην υπόθεση της λευτεριάς της Μακεδονίας και γι’ αυτό πιστεύω πως το θέμα του Μοναστηρίου μας αφορά όλους τους Έλληνες τόσο όσο και εσάς που κατάγεστε από εκεί, αξιοθαύμαστη κι αγαπητή μου Βιολέττα». Κριτήριο εθνότητας η συνείδηση, όχι η γλώσσα. Αν και αποτελεί το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, το άφησα το τελευταίο. Υποσυνείδητα και ίσως συνειδητά..δεν ξέρω.
«“Μακεδονικά” ή “βουλγάρικα” είχαν το περιθώριο να τα ακολουθούν οι άνθρωποι της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα που δεν ήξεραν πως οι λέξεις αυτές που ηχούσαν παράξενα στα αυτιά τους ήταν στην πλειονότητά τους αρχαιοελληνικής προέλευσης. Το ίδιο δικαιολογημένοι ήταν εκείνοι τότε να αποκαλούν τους ανθρώπους που τα μιλούσαν “Βουλγάρους”, ξέροντας όμως πολύ καλά εκείνοι ότι η γλώσσα δεν εξέφραζε το φρόνημα• πως μέσα στα στήθη αυτών που η λαλιά τους ξεγελούσε μονάχα τον ανυποψίαστο και ανίδεο κρυβόταν μια καρδιά τρελά γραικομάνικη, μια καρδιά μανιακά αφοσιωμένη στη μάνα Ελλάδα που συχνά τους αρνιότανε.»
Επίσης αναφέρεται στο βιβλίο «Η καλύτερη απόδειξη του ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι Βούλγαροι, είναι η προσπάθεια των Βουλγάρων να τους προσηλυτίσουν με τη βία.» Απγουώρθ. Άγγλος Δημοσιογράφος – 1907. Και τελικά δεν ξέρω πόση σημασία θα είχε αν ο Καπετάν Κώττας λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, αγωνιζόμενος για τη Μακεδονία, έλεγε «Ζήτω η Ελλάδα» αντί του «Νταζίβε Γκρίτσκι». Αν έπρεπε να εντάξω το βιβλίο σε κάποια κατηγορία, θα έλεγα ότι αποτελεί ένα βοήθημα όπως λέμε οι εκπαιδευτικοί, της Ιστορίας του Μακεδονικού Αγώνα. Είναι ένας οδηγός. Ένα ευρετήριο. Σίγουρα μπορεί να είναι το πρώτο βιβλίο που πρέπει να διαβάσει αυτός που θέλει να μάθει για τον Μακεδονικό Αγώνα. Αλλά είναι και το βιβλίο στο οποίο μπορείς να ανατρέχεις κάθε φορά που θέλεις να θυμηθείς, να συγκινηθείς, να νιώσεις υπερήφανος για τον τόπο σου, την Μακεδονία.
Όταν μιλήσαμε με τη Σόνια για την παρουσίαση του βιβλίου με παρακάλεσε να μην πω τίποτα για την ίδια. Μόνο για το βιβλίο μου είπε. Δεν θα της κάνω όμως το χατίρι. Όχι γιατί η δεύτερη πατρίδα μας είναι κοινή, η Φλώρινα. Ή γιατί είναι από τους πρώτους ανθρώπους που με έπιασαν από το χέρι και μου άνοιξαν τις πόρτες της Ιστορίας. Είναι γιατί κάθε φορά που διαβάζω ένα κείμενό της συμβαίνει κάτι μοναδικό, κάτι απίστευτο και ανεξήγητο. Το οποίο συνέβη και μ’ αυτό το βιβλίο. Είναι σαν μου το διαβάζει εκείνη. Ακούω τη φωνή της. Οι παύσεις της. Η τρεμάμενη φωνή της που αλλοιώνει τις λέξεις με τη συγκίνησή της. Ο χρωματισμός της φωνής της. Η αύξηση της έντασης σε αυτά που την πληγώνουν. Ο ενθουσιασμός της. Έχω τη δασκάλα απέναντί μου.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Φεβρουαρίου 2017, αρ. φύλλου 874
Σχετικά:
Τυχερά τα βιβλία που παρουσιάζονται στο κοινό από ανθρώπους σαν τον Πάνο Χατζή! Εξαιρετικό κείμενο-χίλια μπράβο του!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή