22.9.17

ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Χ. ΤΕΡΙΑΚΗ: Το παραμύθι του παιδιού με τα μαύρα


ΟΔΟΣ 10.9.2009 | 507

Ιστορία γλυκόπικρη για τους έχοντες τελευταία διαταραχές ύπνου

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα σπιτάκι μέσα στο δάσος ζούσε μια πολυμελής και φτωχή οικογένεια. Οι γονείς προσπαθούσαν με τη βιοπάλη να αναστήσουν τα παιδιά τους, αλλά σε μια στιγμή αδυναμίας φοβήθηκαν ότι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.
Γι’ αυτό, μια μέρα ο πατέρας έπιασε ιδιαιτέρως τον μεγάλο του τον γιο και τού ανακοίνωσε την απόφασή του να τον στείλει στην πολιτεία, να βγάλει κι αυτός το ψωμί του, να ανοίξει το δρόμο ύστερα και για τ’ αδέλφια του, μπας και δουν προκοπή. Έκανε όμως ένα λάθος εκείνος ο πατέρας. Δεν ρώτησε καν τη μάνα. Τό ’χουν αυτό το κουσούρι ώρες-ώρες οι άνδρες. Δεν τούς περνάει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να πάρουν σωστή γνώμη κι από γυναίκα. Ο Θεός να τούς συγχωρεί…

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει λοιπόν το παιδί, έφτασε μιαν ημέρα στην πολιτεία με τα αρχοντικά ολόγυρα στη λίμνη. Είχε ακουστά ότι για να φτάσει κάποιος ψηλά, πρέπει να κάνει άθλους. Αλλά, αυτουνού δεν τού ζήτησε κανείς ούτε δράκο να σκοτώσει ούτε κάστρο να πατήσει. Μάνι-μάνι βρήκε δουλειά σαν παραγιός ενός πρωτομάστορα που τον καλοδέχτηκε.
Στην αρχή το παιδί έδειχνε φιλότιμο, έκανε υπακοή στο αφεντικό του, μάθαινε με προθυμία την τέχνη του, θυμόταν την προηγούμενη φτώχεια του κι έκανε ζωή νοικοκυρεμένη. Μαυροφορέθηκε κιόλας. Γιατί; Εμάς λόγος δεν μάς πέφτει, εκείνος είχε τους λόγους του. Πάντως, πολλοί τον ονομάτιζαν «το παιδί με τα μαύρα» κι ας είχε όνομα ανθρώπου του Θεού.
Μόλις όμως πέρασε ο πρώτος καιρός, θες καλόμαθε, θες γελάστηκε, το παιδί με τα μαύρα άλλαξε τρόπους. Άρχισε να παραφέρεται.
Μέσα στο αρχοντικό που τον φιλοξενούσαν παράβγαινε με τους άλλους που ήταν από παλιά στη δούλεψη του ίδιου αφέντη και, ενώ ο κόσμος τούς έβρισκε εξαιρετικούς, αυτός όταν αναφερόταν σ’ εκείνους, ξεχνούσε το πρώτο συνθετικό και τούς κακολογούσε. Θεός φυλάξοι και τα δικά τους μυαλά, να μην πάρουν αέρα από τα πολλά παινέματα…

Τα παιδιά της πολιτείας από την πρώτη ώρα ενθουσιάστηκαν και νόμισαν πως ήταν άγγελος εξάγγελος, που λέει κι ένας σοφός παππούλης εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος. Όταν όμως άκουσαν τα μυστικά που τού είχαν εμπιστευθεί να τα συζητούν οι κυρίες της αυλής, απομακρύνθηκαν απογοητευμένα.
Όταν μάλιστα θέλησε να δείξει τη λεβεντιά του με τρόπο ανάρμοστο, την έπαθε για τα καλά. Γιατί δε λογάριασε το πιο απλό: ψευτοπαλληκαριές σε γυναίκες δεν περνάνε. Και στα αρχαία ελληνικά τα παραμύθια, όταν κάποιος διαπράττει ύβριν, τον κυνηγούν σαν τις τύψεις της συνείδησής του γυναικείες θεότητες, οι Ερινύες, που τις έλεγαν επίσης και Σεμνές.

Μια δασκάλα που την έδειχνε με το δάχτυλο στην αυλή του Σχολείου και την κουτσομπόλευε στους άλλους, πήρε τα παιδιά της μακριά του, για να τα γλιτώσει από την κακιά την ώρα.
Και μια καλή γιαγιά, που είχε τη χάρη να ορθώνει το ανάστημά της και να πολεμάει τ’ άδικο την αποκαλούσε Ηρωδιάδα. Κι εκείνη όμως τον είπε Μπλάκμαν και ησύχασε. Ισοπαλία. Στο κάτω-κάτω, εκείνη τον κατέταξε στη χορεία των σύγχρονων εισαγόμενων υπέρ-ηρώων, όπως ο Σούπερμαν, ο Σπάιντερμαν κ.λπ.
Στα στερνά, μια γυναίκα τού ’βαλε τις φωνές, γιατί με το δίκιο της είχε περισσότερο πόνο για το εγγόνι της παρά για το δικό του το γόητρο.
Δεν έλαβε υπόψιν δηλαδή ο νέος τη συμβουλή του προαναφερθέντος παππούλη : Άσε τα θαύματα, τη μάσκα πέταξε! Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε…

Μόλις τα βρήκε σκούρα το παιδί με τα μαύρα, σκέφτηκε να πάει να βρει τη μάγισσα που είχε την κρυψώνα της στο δάσος έξω από την πολιτεία. Νόμιζε πως εκείνη θα τον βοηθούσε, όπως την είχε βοηθήσει κι αυτός πιο πριν, όταν τής έριχνε στα χέρια τα λεφτά, για να χτίσει και να ράψει ό,τι τραβάει η ψυχή της. Εκείνη όμως τον έδιωξε με απονιά, αφού δεν τής ήταν πια χρήσιμος.
Κι εκεί που παράδερνε το παιδί με τα μαύρα, εμφανίστηκε μπροστά του μια καλή νεράιδα. Είναι σίγουρο ότι αυτή ήταν καλή νεράιδα και όχι κακιά μάγισσα, γιατί μόλις την αντίκρισε, έχασε τη μιλιά του κι απόμεινε να την κοιτάζει. Αυτή μάλιστα δεν φορούσε μαύρο φουστάνι αλλά ροζ. Τον ακούμπησε με το μαγικό της ραβδάκι στο δεξί του ώμο και τού είπε ήρεμα:
-Ήλθα κοντά σου, γιατί είχα πληροφορία ότι από μόνος σου προκοπή δεν έχεις. Γι’ αυτό θα σε δώσω τρεις ευχές: Να έχεις χαρά, να σκέφτεσαι λογικά, να μη δείχνεις αχαριστία ! Με αυτές θα πορευτείς.

Όταν συνήλθε το παιδί με τα μαύρα, μάζεψε τα μπογαλάκια του κι έφυγε από την πολιτεία με τα αρχοντικά ολόγυρα στη λίμνη. Αν πήρε μαζί του και τίποτε τιμαλφή, δεν θέλουμε ούτε να το υποψιαστούμε, γιατί μάς χαλάει το παραμύθι. Υπάρχουν φύλακες, για να έχουν γνώση και να επιληφθούν αρμοδίως. Εμείς λέμε ότι αποφάσισε να ξαναγυρίσει στο πατρικό του, να πάρει την ευχή της μάνας του και να ανοίξει μια νέα σελίδα στο βιβλίο της ζωής του.
Στο δρόμο κει που περπατεί, ένα πουλάκι τού μιλεί μ’ ανθρωπινή λαλίτσα:  Μη καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία…
Και η καλή νεράιδα από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά τού λέει:
Ώρα καλή, ψυχούλα!
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
...............................................................
...............................................................

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Σεπτεμβρίου 2009, αρ. φύλλου 507

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ