29.9.17

Marilena Nik: Κάτω απ’ την κόκκινη ομπρέλα...




Τους βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, παίρνει το θυμό του και βγαίνει στ’ ανοιξιάτικο απόγευμα, πού πάει; δεν τον νοιάζει, να φύγει, τον πνίγει αυτός, αυτός ο κόσμος των μεγάλων που τον έπλασαν στα δικά τους μέτρα και σταθμά, που δεν τον ρωτούν. Περπατάει στους άδειους δρόμους της πόλης του, τα μαγαζιά κλειστά, τα αυτοκίνητα λιγοστά κι ακόμα πιο λίγοι οι διαβάτες, ο θυμός να μην λέει να κοπάσει μέσα του, ο ήχος των ντράμς απ’ το τραγούδι [1] που άκουγε, πριν τον «πρήξουν», χτυπάει στα μηνίγγια του, σιγοτραγουδάει το μυαλό του.
Κάθεται στο παγκάκι, αναστενάζει και κλείνει τα μάτια του, κάποιος τον σκουντά ελαφρά και γυρνά ξαφνιασμένος, μια ξανθιά κυρία κάθεται δίπλα του κι έχει ανοιχτή μια κόκκινη ομπρέλα, σηκώνει το πρόσωπο του ψηλά, ψιλοβρέχει, του κάνει νόημα να έρθει πιο κοντά και φέρνει την ομπρέλα προς το μέρος του, «τί έχεις;» τον ρωτάει κι ο θυμός του λευτερώνεται σαν το ρεφραίν του τραγουδιού, δυνατός και φοβισμένος όπως και τα λόγια, στάζει πάνω στο βρεγμένο χώμα... « δεν την παλεύω, έλεος » και χτυπάει οργισμένα με το χέρι του το ξύλινο παγκάκι, οργισμένα και τα δάκρυα που τρέχουν στα μάγουλα του.

«Γαμώτο, δεν υπάρχει, ξέχασα και το κινητό μου» ψάχνει στις τσέπες του μπουφάν, τίποτα «ήθελα να πάρω το μαλέφα το φιλαράκι να του μιλήσω, ιτς οκέυ, θ’ άρχιζε κι αυτό τις μαλακίες, θα μου τα ‘πρηζε με τη γκόμενα του, χελόου; του λέω του μαλέφα, η γκόμενα είναι φέτα αλλά αυτός εκεί, σκάλωσε, κλασσικό» ξεφυσάει, του δίνει ένα χαρτομάντηλο χωρίς να του μιλήσει μόνο τον κοιτά «θενκς, μόνο η γιαγιά μου ήταν τζαμάουα, πέθανε» φύσηξε τη μύτη του «είχε πλάκα, ακόμα κι όταν με μάλωνε, γαμώτο, γιατί; έφυγε και ο μπιγκ μπράδερ πέρσι για Αγγλία, σπουδάζει, σπασίκλας κι αυτός, μες τα βιβλία φυτεμένος, μου τα ‘πρηζε κι αυτός, κι έμεινα εγώ μες το σπίτι κι ασχολούνται μαζί μου, έχουν τα ζόρια τους με τη γαμημένη τη κρίση, μας τα ‘πρηξαν με δαύτη, και ξεσπάνε πάνω μου, βρε εγώ δεν είμαι αυτός, δεν τα γουστάρω τα βιβλία, δεν το πάω το σχολείο, τίποτα, μαλακίζονται ότι θα σπουδάσω, δεν σπουδάζω, δεν πάω φροντιστήρια, δεν θέλω να πάω γενικό, θέλω να πάω τεχνικό, γουστάρω τις μηχανές, τίποτα αυτοί» κλωτσάει τα χαλίκια με θυμό «χαμός θα γίνει μόλις τελειώσει αυτή η χρονιά, έχω και τους καθηγητές, ό,τι να ‘ναι, λες και δεν πέρασαν από θρανία αυτοί, ξέχασαν, στο γραφείο με το παραμικρό, ρε δεν αντέγραψα, έγραψα καλά γιατί είχα διαβάσει, τους γράφω και τους χαιρετάω, δεν υπάρχουν» και χαιρετάει τον αέρα. Σκύβει το κεφάλι κι ακουμπάει στα γόνατα του, το κορμί του τραντάζεται απ’ τους λυγμούς, βάζει το χέρι της στον ώμο του, σηκώνεται όρθιος σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και κουνάει τα χέρια του σαν να μαστιγώνει, ποιον; «κι η άλλη η ξερόλα, θα πάει πανεπιστήμιο λέει και το παίζει, η φλόμπα, σιγά μη σκάλωσα μαζί της, γλείφεται στους φύτουλες, χάι κλας, η πριγκιπέσσα της ακμής, γραμμένη την έχω, έρχεται το καλοκαιράκι, να οι γκόμενες στη παραλία, ούτε για φτύσιμο είναι, το μαλακισμένο». Κλείνει το φερμουάρ του μπουφάν του, σηκώνει τη φράντζα από το μέτωπο του ξεφυσώντας, της γνέφει με το κεφάλι του, κοιτάζοντας γύρω του «μας γλεντάει κι ο καιρός φέτος, άνοιξη όμως, πού θα πάει; θα ισιάξει» και γέλασε πικρόχολα «σας ζάλισα κι εσάς, σόρρυ, να πάνε να γαμ… ωχ σόρρυ, να πνιγούν όλοι κι όλα, γεια σας, θενκς». Την χαιρετάει στρατιωτικά κι απομακρύνεται.

Τον κοιτάζει που φεύγει και βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό «и этот паренек так сильно страдал, ах! что его гложило из нутри? чтобы он мне сказал? как он сейчас, где вы сейчас дети мои?» [2]
Θα τους τηλεφωνήσει αύριο, βράδυ θα ‘ναι τώρα στη πόλη της, θα πίνουν τσάι απ΄ το σαμοβάρι κι όλα θα είναι κατάλευκα έξω, αργεί η άνοιξη εκεί, πολύ μακριά απεδώ, στο βοριά. Σηκώνεται και με βήμα αργό ξεμακραίνει απ’ το παγκάκι, χάνεται η κόκκινη ομπρέλα της στη γωνιά του δρόμου. Βραδιάζει...


1 “Fear of the dark, fear of the dark, i have a phobia that someone’s always there” / “ ο φόβος του σκοταδιού, έχω ένα φόβο ότι κάποιος είναι πάντα εκεί “.  Από το τραγούδι των Iron Maiden, Fear of the dark.
2 «κι αυτό το παλληκαράκι, τι καημό μεγάλο είχε, αχ! τί του έτρωγε τα σωθικά; τί να μου έλεγε άραγε;  να’ ναι καλά το παιδί, πού να είστε τώρα παιδιά μου;» για το ρωσικό κείμενο, ευχαριστώ πολύ Liuba.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Μαρτίου 2017, αρ. φύλλου 877. 
Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ