13.12.17

Marilena Nik: Της νιότης μια νύχτα ή ένα πρωί της δροσερό...



Έχει μια γλυκιά ψύχρα αυτή η νύχτα και η ανοιξιάτικη πανσέληνος ασημίζει τα δέντρα της αυλής, η δροσιά αστράφτει στην απέναντι σκεπή κι ο θαλασσινός δρόμος του φεγγαριού χορεύει εκεί κάτω, προς το νοτιά, αναστενάζω...
-Αχ! πόσα κορίτσια κάθονται τώρα στο μπαλκόνι και κοιτάζουν την πανσέληνο και αναστενάζουν από έρωτα; Τι ωραία που είναι η ζωή! Πού να είναι τώρα;
Ησυχία, γυρίζω προς την αδελφή μου...
-Σου μιλάω. Είναι ξαπλωμένη και με κοιτάζει μ’ αυτό το ύφος το κοροϊδευτικό που το ξέρω πολύ καλά, αρχίζουμε να γελάμε...
-Έλα, σου μιλάω, κοίτα τι όμορφη νύχτα.
-Σου απαντώ ότι, αυτή την ώρα την πανσέληνο τη κοιτάζουν τα κορίτσια τα ονειροπαρμένα όπως κι εσύ, τα ερωτευμένα όπως κι εσύ αλλά, ειλικρινά δεν ξέρω, πού βρίσκεται τ’ αγόρι σου.
Κι όλα αυτά με πολύ σοβαρό ύφος...
-Όμως κι εσύ είσαι ερωτευμένη, να έρθεις εδώ για να δούμε το φεγγάρι μαζί, έλα... και της απλώνω το χέρι...έρχεται δίπλα μου και μ’ αγκαλιάζει...
-Με κοίταξε σήμερα που περνούσαμε από το καφέ μπροστά;
-Σε κοίταξε, μη με ρωτήσεις πάλι, σε κοίταξε. Τί έργο θα παίξουμε τώρα; Ποιά σκηνή;
-Πόλεμος και Ειρήνη, η Νατάσα στο μπαλκόνι* ... σοβαρέψου, παίζουμε, αρχίζω.
[…] Σόνια! Σόνια! Πώς σου κάνει η καρδιά να κοιμάσαι; Δεν ανατριχιάζει η ψυχή σου μπρος σ’ αυτή τη μαγεία; Αχ, Σόνια έλα! Πρώτη φορά απολαμβάνω τόσο όμορφη νύχτα! Τι υπέροχο φεγγάρι! Τι παραμυθένια βραδυά! Ας έπιανα τα γόνατά μου από κάτω -να έτσι- κι ας πετούσα Θεέ μου! […]
Ακούω τα πνιχτά της γέλια, την αγριοκοιτάζω, προσπαθεί να πει τα λόγια της σοβαρή.
-Κάνει ψύχρα θα πάω να κοιμηθώ... αυτό δεν λέει; Για να σου πω κάτι όμως, ο Αντρέι πού είναι; Σ’ αυτή τη σκηνή είναι που την ερωτεύεται... πού είναι ο Κωσταντής σου; Λες να μας ακούει, κρυμμένος πίσω από τη μάντρα;
Και γυρίζει στο κρεβάτι της...
-Αύριο θα έρθει να κανονίσει με τη μαμά για τα μαθήματα, θα τον δω!
Κλείνω τη μπαλκονόπορτα, ξαπλώνω κι εγώ στο κρεβάτι μου...
-Καληνύχτα Νατάσα, μου λέει.
-Καληνύχτα Σόνια, ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.
-Κορίτσια κοιμηθείτε, ακούγεται η φωνή της μαμάς, τί πάθατε; Αύριο δεν θα ξυπνάτε για το σχολείο.

Νοιώθω τα μάγουλα μου κατακόκκινα, κάθεται απέναντι μου στο γραφείο...
-Είσαι αποφασισμένη γι αυτή τη σχολή; Θέλει πολύ διάβασμα, θα σε βοηθήσω όλο το καλοκαίρι αλλά πρέπει να βρεις ένα καλό καθηγητή για το χειμώνα. Θα είναι μια δύσκολη χρονιά, διάβασμα.
-Θα τα καταφέρω... αυτό μπόρεσα να του πω, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
-Αθήνα θα βάλεις στόχο; Θα είμαστε μαζί... μου χαμογελάει.
Η καρδιά μου θα σπάσει, δάκρυα μου έρχονται αλλά προσπαθώ να κρατηθώ, από πού όμως; Το χέρι του πιάνει το δικό μου.
-Μου άρεσες πέρσι το καλοκαίρι με κείνο το μπλε φόρεμα με τα ροζ λουλουδάκια, ήσουν όμορφη.
Έβγαλε από τη τσέπη του ένα σκαλιστό ασημένιο μαχαίρι...
-Στο χαρίζω, είναι οικογενειακό κειμήλιο, οι άντρες της φαμίλιας μου το δίνουν στη γυναίκα της ζωής τους, για να φυλάει την αγάπη τους. Χτες βράδυ ήμουν ο Αντρέι σου, πίσω από τη μάντρα, σας άκουσα και σ’ ερωτεύθηκα, πάλι.
Όλα γύρω μου γυρίζουν, χορεύουν, στροβιλίζονται πεταλούδες, αστεράκια και βεγγαλικά κι εγώ χαμένη στα χείλια του...
Κρατάω το μαχαίρι στο χέρι μου και το βγάζω από τη θήκη, ένα παράξενο λουλούδι είναι χαραγμένο πάνω του, τον κοιτάω απορημένη...
-Φεγγαρολούλουδο το λένε, η βεράντα μας είναι γεμάτη μ’ αυτό, το μαχαίρι και το λουλούδι πάνε μαζί.
Διαβάζω δυνατά τα ονόματα που είναι σκαλισμένα πάνω στο μαχαίρι...
-Φανή, Μαριγώ, Χαρούλα, Ρηνιώ... οι ματιές μας μπερδεύονται η μία μέσα στην άλλη, ερωτευμένες.
Βήματα στο χωλ και χτύπημα στη πόρτα, η μαμά μου μπαίνει...
-Τελειώνετε; Κανονίσατε τις ώρες;
-Όλα καλά, της απαντάει, σε λίγο τελειώνουμε.

Φωνές ακούγονται στην αυλόπορτα και βγαίνουμε στο μπαλκόνι, η μητέρα του Κωνσταντή κρατάει μια γλάστρα με όμορφα λευκά λουλουδάκια και φωνάζει τη μαμά μας που βγαίνει στην αυλή...
-Σου έφερα το φεγγαρολούλουδο που μου ζήτησες.
Το χέρι μου σφίγγει το χέρι της αδελφής μου, κοιταζόμαστε έκπληκτες...
-Τί γίνεται; της ψιθυρίζω... σιωπή, μου κάνει με το δάχτυλο της.
-Ευχαριστώ Χαρούλα, τι όμορφο λουλούδι, κάτσε να σε τρατάρω ένα γλυκό, περιμένουμε και τον γιο σου να ‘ρθει, να βοηθήσει τη μεγάλη μας για τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο.
-Μου το ΄πε, έρχεται όπου να ‘ναι...
-Γρήγορα, λέω στην αδελφή μου, το φόρεμα το μπλε με τα ροζ λουλουδάκια, γρήγορα.
-Είναι καλοκαιρινό, τρελάθηκες; Έχει ψύχρα σήμερα.
-Εγώ ζεσταίνομαι, έχω σκάσει, γρήγορα, ν’ αλλάξω.
Η φωνή του ακούγεται να χαιρετάει, τον κοιτάζω κρυφά πίσω απ’ τη κουρτίνα, τι όμορφος που ‘ναι με τα μακριά μαλλιά του και το μούσι...
-Άντε πάμε, μου λέει η αδελφή μου, μη μου λιποθυμήσεις και γίνουμε ρεζίλι... και μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο.
Βγαίνουμε μαζί στην αυλή, μου χαμογελάει... του δίνω το χέρι μου...
-Γεια σου Κωνσταντή.
-Γεια σου Ρηνιώ.


Αφιερωμένο με πολλή αγάπη 
στην αδελφή μου. 


* Το βιβλίο του Λέοντα Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη γίνεται τανία το 1956 με τους Ώντρεϋ Χέπμπορν (Νατάσα Ροστόβα), Μελ Φέρερ (Αντρέι Μπολκόνσκυ), Χένρυ Φόντα (Πιερ Μπεζούκωφ), Μέι Μπρίττ (Σόνια Ροστόβα).

Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Μαΐου 2017, αρ. φύλλου 886


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ