19.12.17

Ομιλία για τη μάνα




Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία της κ. Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπουπου εκφώνησε στην εκδήλωση για την Ημέρα της μητέρας, την Κυριακή 14.5.17 στο πολιτιστικό κέντρο Πενταβρύσου.


* * *

ΘΑ ΑΡΧΙΣΩ ΚΑΠΩΣ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ. Η λέξη που χρησιμοποιείται στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για τη μάνα είναι: Μάτα στα Αρχαία Ινδικά, Μάταρ στα Αρχαία Περσικά, Μάδιρ στα Αρχαία Ιρλανδικά, Μάατε στα Λιθουανικά, Μήτηρ στα Αρχαία και Μητέρα στα Νέα Ελληνικά, Ματήρ στη Δωρική διάλεκτο, Μάτερ στα Λατινικά, Μάτι στα Αρχαία Βουλγαρικά Μόντορ στα Αρχαία, Μάδερ στα σημερινά Αγγλικά, Μερ στα Γαλλικά, Μουότερ στα Αρχαία και Μούτερ στα σημερινά Γερμανικά. Όλα έχουν την ίδια ρίζα. Ίσως, γιατί το μα, μου, με, μο, είναι οι φθόγγοι που μπορεί να προφέρει πρώτα ένα βρέφος και μια και το πιο προσφιλές πρόσωπο στην ηλικία αυτή είναι η μητέρα, σ’ αυτήν αποδίδει και την πρώτη λέξη της ζωής του. Χρόνια πολλά, λοιπόν, σε όλες τις μητέρες του κόσμου σε όλες τις ανά τον κόσμο γλώσσες.

Η Ελληνική μυθολογία αναφέρεται λεπτομερειακά στις μητέρες των θεών και των ημίθεων. Θα αναφέρω μερικές.

Η Γαία πρώτη, γέννησε τον Ουρανό και τον Πόντο, δηλαδή τη θάλασσα, χωρίς ένωση με κάποιον πατέρα, κατά τη Θεογονία του Ησιόδου. Η μητέρα Γαία. Αυτή, από τη ζωογόνο βροχή που της έριχνε ο Ουρανός, γέννησε την πρώτη γενιά θεών, τους Τιτάνες, μεταξύ αυτών τον Κρόνο και τη Ρέα, γονείς του Δία και άλλων θεών.

Η Γαία είχε προφητεύσει ότι ένα απ’ τα παιδιά του Κρόνου, του άντρα της Ρέας, θα του έπαιρνε το θρόνο. Αυτός, για να μην τον χάσει, τα έτρωγε μόλις γεννιόνταν. Τότε η Ρέα, με τη βοήθεια της μάνας γης, έκρυψε τον γιο της τον Δία, μόλις γεννήθηκε, σε μια σπηλιά στην Κρήτη, όπου τον ανέθρεψαν οι Νύμφες Αμάλθεια και Μέλισσα. Ήταν η πρώτη θεά που γέννησε με τοκετό και ανέθρεψε τα παιδιά της με μητρικό γάλα. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι την λάτρευαν σε ειδικές γιορτές, την Άνοιξη.

Η Δήμητρα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε την Περσεφόνη, την οποία υπεραγαπούσε. Έλα όμως, που την ερωτεύτηκε ο Πλούτωνας και την πήρε μαζί του στον κάτω κόσμο; Απαρηγόρητη η μάνα, που δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί, πήρε δυο πυρσούς και άρχισε να την ψάχνει. Όταν τελικά έμαθε τα συμβάντα, θύμωσε τόσο πολύ, που ξήρανε τα πάντα πάνω στη γη. Τότε επενέβη ο Δίας και έπεισε τον Πλούτωνα να αφήνει την Περσεφόνη να ανεβαίνει επάνω στη μητέρα της για έξι μήνες, δηλαδή Άνοιξη και καλοκαίρι. Γι αυτό και όλα ξαναπαίρνουν ζωή αυτές τις εποχές.

Ο Δίας, ο αδιόρθωτος γυναικάς, τα έφτιαξε με την Λητώ και το πρώτο τους παιδί ήταν η Άρτεμις. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει το δεύτερο, τον Απόλλωνα, δεν έβρισκε πουθενά μια γωνιά για να τον φέρει στον κόσμο, επειδή την καταδίωκε η ζηλιάρα Ήρα, η οποία εμπόδισε μάλιστα, την κόρη της, τη θεά του τοκετού Ειλειθύια, να προστρέξει σε βοήθεια της ετοιμόγεννης. Μόνο η Άρτεμις, η στοργική κόρη, τη βοήθησε, αλλά τρόμαξε τόσο από τους πόνους της γέννας της μάνας της, που αποφάσισε να μείνει παρθένα. Συμπαραστεκόταν ωστόσο, σε όλες τις έγκυες γυναίκες κατά την ώρα του τοκετού.

Η Μήδεια πάλι, τραγική μητέρα της Μυθολογίας μας, τρελή από έρωτα για τον Ιάσονα, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει για να παντρευτεί μία άλλη, για να τον εκδικηθεί, σκότωσε τα ίδια της τα παιδιά. Πολλές οι Μήδειες και στις μέρες μας.

Τελειώνω με τις μητέρες των θεών, όχι όμως και με εκείνες της Αρχαίας Ελλάδας. Η γυναίκα στην Αθήνα δεν είχε ελευθερία κινήσεων και γνώμης στο νοικοκυριό. Αφέντης ο άντρας, καθόριζε τα του οίκου του και η γυναίκα ήταν απόλυτα εξαρτημένη απ’ αυτόν. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις, και ιδίως στις φτωχές οικογένειες, η γυναίκα αναγκαζόταν να βγει από το σπίτι και να ψάξει για δουλειά, για να συντηρήσει τα παιδιά της. Ο Αριστοφάνης ισχυρίζεται ότι η μητέρα του Ευριπίδη ήταν λαχανοπώλισσα. Προς τιμήν της, θα λέγαμε εμείς, αν έτσι κατάφερε να αναθρέψει έναν Ευριπίδη. Η μητέρα δεν είχε κανέναν λόγο στην ανατροφή των παιδιών. Αν και έπαιζε μ’ αυτά και τους έδειχνε και κάποια στοργή, δεν υπήρχε ψυχική επαφή μεταξύ τους. Τα αγόρια, όταν έφταναν σε μία ηλικία, πήγαιναν στο σχολείο, τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και αν οι γονείς είχαν οικονομική άνεση, έπαιρναν δάσκαλο για να τα διδάξει γραφή και ανάγνωση. Όταν έφτανε η κόρη σε ηλικία γάμου, η μητέρα δεν μπορούσε να εκφράσει την άποψή της, ως προς την επιλογή του κατάλληλου συζύγου. Φαίνεται λοιπόν, πως για τους άντρες στην Αθήνα η γυναίκα και μητέρα των παιδιών τους, όσο και αν την σέβονταν, ήταν μία ξένη. Τους αρκούσε να είναι ενάρετη και να εκτελεί με συνέπεια τα καθήκοντά της.

Στη Σπάρτη αντίθετα, η μητέρα είχε και ελευθερία κινήσεων και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Μεγάλωνε τα παιδιά μόνη της, χωρίς τροφούς, όπως η ίδια νόμιζε καλύτερα. Εννοείται ότι η αυστηρότητα στην ανατροφή, ιδίως των αγοριών, ήταν ο κανόνας. Προετοίμαζαν τους γιους έτσι, ώστε να γίνουν άξιοι πολεμιστές και υπερασπιστές της πατρίδας. Λένε πως κάποτε ελευθερώθηκε ένας γιος από τη φυλακή. Το έμαθε η μητέρα και του έστειλε ένα γράμμα με τα εξής: “Ακούγονται τρομερά πράγματα για σένα. Καλύτερα να πέθαινες, παρά να ζήσεις με τη φήμη ενός δειλού.” Και όταν, σε κάποια άλλη μητέρα, έφερε ο αγγελιοφόρος την είδηση ότι σκοτώθηκαν στη μάχη και οι πέντε γιοι της, ρώτησε να μάθει, αν νίκησε η Σπάρτη. Εφόσον επρόκειτο για νικηφόρο πόλεμο, δέχτηκε με υπερηφάνεια τον θάνατο και των πέντε παιδιών της. Κάπου εδώ θα ταίριαζε και η Σουλιώτισα μάνα, που ρωτούσε, όταν της ανακοίνωναν το θάνατο του γιου της: “Που τον βρήκε το βόλι; Στο στήθος για στην πλάτη;”

Ας περιηγηθούμε σε μερικούς άλλους πολιτισμούς, στην απέναντι μεριά του Ατλαντικού. Να πάμε για λίγο στο Μεξικό, να γνωρίσουμε τους Αζτέκους και στη Νότια Αμερική, στο Περού, τους Ίνκας.
 Στους Αζτέκους, η οικογένεια ήταν ο πυρήνας του πολιτισμού τους. Στον πολιτισμό αυτό, αυστηρά ιεραρχικό και προκαθορισμένο, συνυπήρχαν απόλυτη πειθαρχία αλλά και αγάπη για το παιδί, τρόμος αλλά και τρυφερότητα. Τα παιδιά τα μεγάλωναν με αυστηρότητα, διότι η ζωή τούς επιφύλασσε τεράστιες δυσκολίες, και έπρεπε να είναι έτοιμα να τις αντιμετωπίσουν. Ο γάμος καθοριζόταν σύμφωνα με τους χρησμούς, δηλαδή οι μάντεις αποφάσιζαν ποιος θα παντρευόταν ποια. Πάντως, η θέση της γυναίκας και μητέρας στο Μεξικό την εποχή των Αζτέκων, ήταν πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη των σημερινών μητέρων στη χώρα αυτή.

Οι νέες κοπέλες είχαν το ίδιο δικαίωμα στη μόρφωση όπως και οι νέοι Ο καθένας είχε συγκεκριμένο ρόλο στην κοινωνία, αλλά η μητρότητα ήταν ιερή και τη μητέρα την σέβονταν όλοι. Αν, βέβαια, έκρινε η ίδια ότι το παιδί παραήταν άτακτο, κανείς δεν την εμπόδιζε να το πνίξει στη λίμνη, και οπωσδήποτε δεν θα αρνιόταν ποτέ να το θυσιάσει στο βωμό των θεών, αν αυτό το μήνυμα μετέφερε ο μάντης.

Στους Ίνκας, στο μακρινό Περού, η οικογένεια ήταν μία διευρυμένη κολεκτίβα, όπου οι αποφάσεις ήταν συλλογικές. Ο ρόλος της μητέρας ήταν κάθε άλλο παρά εύκολος. Εργαζόταν όλη μέρα, και όταν ερχόταν η ώρα να γεννήσει, έφερνε το παιδί της στον κόσμο, στον τόπο της εργασίας της. Το έβαζε έπειτα σε μια κούνια από φυτικές ίνες, την κρεμούσε στον ώμο της και το έπαιρνε μαζί της, ενώ δούλευε. Το θήλαζε μόνο τρεις φορές τη μέρα για να μην καθυστερεί από τη δουλειά. Ούτε τρυφερότητα, ούτε παρηγορητικά λόγια. 

Όταν το βρέφος μεγάλωνε αρκετά, έσκαβε ένα λάκκο στο χώμα, τον κάλυπτε με πανιά και τοποθετούσε εκεί το νήπιο, όσο η ίδια συνέχιζε τη δουλειά στα χωράφια. Μόνο όταν εκείνο άρχιζε να στηρίζεται στα πόδια του, έβγαινε από το λάκκο και ακολουθούσε τη μάνα. Στην ηλικία των πέντε, το έστελναν εσώκλειστο σε έναν τύπο οικοτροφείου, όπου έμενε μέχρι τα εννιά του χρόνια. Από τα εννιά μέχρι να ενηλικιωθεί, αναλάμβανε, είτε αγόρι ήταν είτε κορίτσι, τη φύλαξη των λάμα. Τα κορίτσια έπαιρναν την άδεια να παντρευτούν, αφού συμπλήρωναν το δέκατο όγδοο έτος ηλικίας, τα αγόρια το εικοστό τέταρτο. Εάν η γυναίκα γεννούσε δίδυμα, θεωρείτο ευλογημένη και την αποκαλούσαν αγία. Η μητέρα όμως, κατά τα άλλα, δεν είχε καμιά δικαιοδοσία στη διαχείριση του σπιτιού και στην ανατροφή των παιδιών. Η θέση της στην ιεραρχία ήταν σχεδόν ίδια με εκείνη των ζώων. Γεννώ, μεγαλώνω τα παιδιά μου, δουλεύω σαν κτήνος, ο άντρας και πατέρας καθορίζει τα πάντα.

“Η ιστορία της παιδικής ηλικίας, και συνεπώς και της σχέσης μητέρας-παιδιού, είναι ένας εφιάλτης, από τον οποίο μόλις τώρα αρχίσαμε να ξυπνάμε,” λέει η ιστορικός Λόυντ Ντεμώζ, σε ένα κεφάλαιο σχετικά με τη θέση του παιδιού στις κοινωνίες δια μέσου των αιώνων και συνεχίζει: “Όσο πιο πίσω στην ιστορία πάει κανείς, τόσο πιο χαμηλό είναι το επίπεδο της φροντίδας των παιδιών και τόσο πιο πιθανό φαίνεται ότι τα παιδιά δολοφονούνταν, εγκαταλείπονταν, ξυλοκοπούνταν, τρομοκρατούνταν και διαφθείρονταν σεξουαλικά.” Και η μάνα; Ή δεν της έπεφτε καθόλου λόγος, ή έτσι είχε ανατραφεί και η ίδια και το θεωρούσε εντελώς φυσιολογικό.

Να παρεμβάλλω εδώ μερικές παρατηρήσεις διάσημων ανθρωπολόγων της εποχής μας, οι οποίοι μελέτησαν τη ζωή σε πρωτόγονες φυλές, που ζουν σε απομακρυσμένα μέρη του πλανήτη μας, στα δάση του Αμαζονίου, στην Πολυνησία και αλλού. Έμειναν έκπληκτοι από τη σχέση στοργής μητέρας και παιδιού. Τα μεγαλώνουν προσφέροντάς τους ό,τι είναι απαραίτητο για να αναπτυχθούν σωστά, τα προστατεύουν από τυχόν κινδύνους, που δεν είναι και λίγοι μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ταυτόχρονα όμως, τα εκπαιδεύουν έτσι, ώστε να γίνουν πολύ σύντομα ανεξάρτητα, με δική τους θέληση και πρωτοβουλία στον τρόπο που θα αντιμετωπίσουν τα ίδια τη ζωή, όταν μεγαλώσουν.
Αναγνωρίζει λοιπόν κανείς μια σοφία στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι φυλές αντιλαμβάνονται την αγωγή των παιδιών.

Και έρχεται η Μαρία η Παρθένος, η Παναγία, που με την σταύρωση του μοναχογιού της, τον άφατο πόνο και τα πικρά δάκρυα που έχυσε, άλλαξε γενικά την εικόνα που έχουμε για το ρόλο της μάνας, τουλάχιστον μεταξύ των Χριστιανών και δη, των Ορθοδόξων. Την φανερή εκδήλωση της τρυφερότητας, της οδύνης και του πένθους, όταν ο θάνατος επέλθει σε κάποιο από τα σπλάχνα μας. Σ’ αυτήν την αγία μητέρα απευθυνόμαστε για να προσευχηθούμε, απ’ αυτήν ζητάμε βοήθεια, σ’ αυτήν εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας για τη συμπαράστασή της σε δύσκολες στιγμές.

Δυστυχώς, όμως, η σχέση μάνας-παιδιού, δεν άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Πέρασαν πολλοί αιώνες, μιλώ για τη Χριστιανοσύνη, μέχρι να πάψει η κακομεταχείριση των παιδιών, μέχρι να εδραιωθεί η εικόνα της μάνας ως βασικού παράγοντα στη διαπαιδαγώγηση και διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Το παιδί, θα έλεγα, ίσως τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, άρχισε να θεωρείται αυτόνομο άτομο από πολύ μικρή ηλικία, να είναι φορέας κατοχυρωμένων δικαιωμάτων από διεθνή σύμβαση, να δικαιούται να έχει άποψη και γνώμη, να δικαιούται να κρίνει τους γονείς, τη μητέρα.

Τη μητέρα, για την οποία ο Ντράυκορς, ένας από τους διασημότερους παιδαγωγούς της εποχής μας, σε απόσπασμα από ένα βιβλίο του λέει: “Κάθε ένας, που παίρνει μέρος στην ανατροφή του παιδιού, επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, μέσω της ξεχωριστής λειτουργίας που έχει εντός της οικογένειας. Πάντως, το σημαντικότερο πρόσωπο στην ζωή του παιδιού είναι η μητέρα. Αυτή είναι που, από την στιγμή της γέννησής του, ασχολείται πιο άμεσα με το παιδί. Γιατί είτε πρόκειται για αγόρι ή για κορίτσι, είναι στενότερα συνδεδεμένο με τη μητέρα του- εκτός αν αυτή, αποτύχει στην αποστολή της. Ακόμα και οι εξωτερικές υποχρεώσεις της, που την εμποδίζουν να διαθέσει πολύ χρόνο για το παιδί της, δεν της αφαιρούν αναγκαστικά την τιμητική της θέση στη ζωή του.

Το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να του αποδείξει ότι το αγαπά άνευ όρων, ότι είναι απολύτως άξια εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας. Το παιδί συγχωρεί τα πάντα στη μητέρα του, εκτός από την έλλειψη αξιοπιστίας. Χρειάζεται την κατανόηση, τη συμπόνοια και τη στοργή της. Όλα τα άλλα χαρακτηριστικά της μητρότητας- ανησυχία, φροντίδα, επιείκεια, επαγρύπνηση είναι περιττά και μάλιστα επιβλαβή. Η μητέρα, όσο το παιδί μεγαλώνει, θα πρέπει να περιορίζει τις φροντίδες της και να μην ασχολείται τόσο πολύ μαζί του. Η τρυφερότητα, που εκείνο χρειάζεται και που περιμένει φυσιολογικά από εκείνη, μπορεί πολύ συχνά να εκφραστεί με ελάχιστες λέξεις ή πράξεις. Τότε το παιδί θα είναι πρόθυμο να καθοδηγείται από τη μητέρα του.”

Ο Γιάλομ πάλι, γνωστός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής, γράφει: “Πώς ζηλεύω κάποιους φίλους μου που είχαν όμορφες, ευγενικές, υποστηρικτικές μητέρες. Και τι παράξενο που αυτοί δεν είναι δεμένοι με τις μανάδες τους, ούτε τις τηλεφωνούν, ούτε τις επισκέπτονται, ούτε τις ονειρεύονται, ούτε καν τις σκέφτονται συχνά. Ενώ εγώ χρειάζεται πολλές φορές τη μέρα να διώξω τη μητέρα μου απ’ το νου μου κι ακόμα και τώρα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, συχνά απλώνω αντανακλαστικά το χέρι στο τηλέφωνο να της τηλεφωνήσω.” Πόσο ισχυρός ο δεσμός μάνας παιδιού! Και πόσο η μορφή αυτή μένει αναλλοίωτη σ’ όλη του τη ζωή!

Μόνο που εμείς οι μάνες θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αφήσουμε τα παιδιά μας να βρουν το δρόμο τους έξω από τον δικό μας ασφυκτικό κλοιό αγάπης και στοργής. Και να αναλογιστούμε πώς θα καταφέρουμε το καλύτερο γι αυτά.

Σήμερα, που οι περισσότερες νέες μητέρες είναι εργαζόμενες έξω από στο σπίτι, προσπαθούν να γεμίσουν τα κενά, που οι ίδιες θεωρούν ότι δημιουργούνται με την απουσία τους, παρέχοντας κάθε είδους υλικά αγαθά και κάνοντας υποχωρήσεις στις απαιτήσεις των παιδιών, οι οποίες πολλές φορές είναι παράλογες και βλαπτικές για τα ίδια. Δεν τα αφήνουν να συμμετέχουν, έστω και στις πιο απλές οικιακές εργασίες, από φόβο και ενοχές για τη δική τους απουσία. Το αποτέλεσμα; Τα κάνουν μαλθακά και άβουλα πλάσματα, από τα οποία όμως ταυτόχρονα απαιτούν πλήρη υποταγή στις δικές τους ανεκπλήρωτες επιθυμίες για ένα λαμπρό μέλλον. Θλιβερή εικόνα, αλλά πολύ συνηθισμένη στην εποχή μας, αρκετά δε έντονη στην πατρίδα μας.

Θα ήταν παράλειψη, αν δεν αναφερόμουν σε ένα άλλο είδος μητρότητας σήμερα, εκείνο της ανύπαντρης μητέρας, ένα θεσμό, που όσο πάει και εξαπλώνεται περισσότερο, ειδικά στις μεγαλουπόλεις. Και ναι μεν οι μητέρες αυτές φέρνουν στον κόσμο, με δική τους επιλογή ή όχι, ένα πλάσμα καθ’ όλα νόμιμο. Στον κοινωνικό περίγυρο, ωστόσο, έχουν να αντιμετωπίσουν την κριτική ματιά, αν όχι την περιφρόνηση.

Θα κλείσω-αρκετά σας κούρασα, με δυο λόγια για τον εαυτό μου: Όντας μητέρα δύο ενήλικων παιδιών, με τα οποία έχω καλές σχέσεις, πολύ συχνά κάθομαι και αναλογίζομαι αν τα μεγάλωσα σωστά, τι έκανα λάθος, τι θα μπορούσα να αποφύγω ή να έκανα καλύτερα. Το συμπέρασμα: αν ξεκινούσα σήμερα απ’ την αρχή, είμαι σίγουρη ότι θα έκανα και πάλι πολλά λάθη, διαφορετικά βέβαια, ίσως και μεγαλύτερα. Για ένα πράγμα δεν έχω καμία αμφιβολία. Γέννησα τα παιδιά μου επειδή το ήθελα η ίδια καθώς και ο σύζυγός μου, ο πατέρας τους, όχι επειδή μου το επέβαλε το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Το θεωρώ ουσιαστικότερο όλων. Η τεκνοποίηση, σήμερα που η γυναίκα διαθέτει όλα τα μέσα να την αποφύγει ή όχι, είναι δικό της αποκλειστικό δικαίωμα και στοίχημα. Το ξεκίνημα της μητρικής ζωής, όταν γίνεται με προσωπική επιθυμία και όνειρα, θα τη βοηθήσει πολύ να αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες και τα εμπόδια που θα παρουσιαστούν μπροστά της.

Συνηθίζεται αυτή τη μέρα, να την υμνούν πάντα ποιητές. Διαβάζω κι εγώ ένα ποίημα της Κικής Δημουλά

Το μικρό μου παιδί

Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά-
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Μαΐου 2017, αρ. φύλλου 886

Φωτογραφία: Λεπτομέρεια (η Γαία-Tellus ή η Ειρήνη-Pax) από τον Βωμό της Ειρήνης του Αυγούστου (Ara Pacis Augustae) στη Ρώμη, Museo dell’Ara Pacis, 9ος π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ