6.5.23

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Τα πρόσωπα που έγραψαν την Ιστορία της απελευθέρωσης της Καστοριάς…

 
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης Χωροεπίσκοπος του Πέρα [«Σταυροδρόμιον»] της Πόλης σε ηλικία 28 ετών (από την αντίστοιχη έκδοση των «Ποντιακών του Γ.Κ.» της «Τροχαλίας»/Αρχείο του Θ. Αναγνωστόπουλου-Παλαιολόγου). Περισσότερα "εδώ".

Η βασίλισσα Παλαιολογίνα:

Ξεκινώντας από την παράδοση που αφορά το πάρσιμο της Καστοριάς από τους Τούρκους:
«Ήταν παραμονή Πάσχα του 1385. Η καστροπολιτεία βρισκόταν σε πολιορκία. Η γειτονική Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό), μετά από αιματηρή αντίσταση είχε ήδη πέσει στα χέρια των Τούρκων. Είχε πια σκοτεινιάσει κι οι χριστιανοί βρίσκονταν στις εκκλησιές τους, περιμένοντας την Ανάσταση του Χριστού σε ώρες ταραγμένες. Κάποιος γέρος Τούρκος, ντυμένος καλόγερος, ζήτησε να τον αφήσουν να μπει στην πόλη για ν’ ακούσει το πολυπόθητο “Χριστός Ανέστη”. Η βασίλισσα (σ.σ. Παλαιολογίνα) αρνήθηκε, “δεν σ’ ανοίγω, είσαι Τούρκος, είσαι προδοσιά”. Ο ψευτο-καλόγερος ορκίστηκε: “όχι, μα το Θίμιο σταυρό, όθ’ είμαι χριστιανός”. Τον πίστεψε η βασίλισσα μια κι είχε ξεστομίσει όρκο βαρύ και ιερό κι έριξε τα κλειδιά από ψηλά. Μέχρι να προλάβει να το καλοκαταλάβει γέμισε ο τόπος Τούρκους. Αυτός είναι κι ο λόγος που κανένας Καστοριανός δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι ήταν σκλαβωμένος: “Είμαστε αμανέτι (ενέχυρο) κι όχι σκλάβοι γιατί μας πήρατε με τομ πλάνο”. («Τα αρχοντικά της Καστοριάς, νοσταλγικά απομεινάρια ενός λαμπρού παρελθόντος», φάκελος του Πρ/τος Μελίνα, Εκπ/ση και Πολιτισμός»)

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός:

«Σύμφωνα με αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, πέρασε από την Καστοριά ο Άγιος Κοσμάς ο νέος, ο οποίος ήταν σύγχρονος της Ελληνικής Επανάστασης και ο οποίος, αψηφώντας τους κινδύνους που διέτρεχε από τους Τούρκους της Καστοριάς, συγκέντρωνε τους Καστοριανούς στο Νεκροταφείο του Αγίου Ανδρέα (Καρύδη) και εκήρυττε το ευαγγέλιο και συγχρόνως προφήτευε κι έλεγε στους Καστοριανούς πως “θάρθη μια μέρα που θα ξυπνήσετε ελεύθεροι”. Και να η νύχτα και η μέρα αυτή ήρθαν. Ήταν η νύχτα της 10ης Νοεμβρίου και η μέρα της 11ης του 1912, που πραγματικά οι Καστοριανοί ξύπνησαν ελεύθεροι!» (Από τη «Φωνή της Καστοριάς», αρ. φύλ. 944/8-11-1964 του +Γ.Π.Ιατρού)

Λεωνίδας Μαυροβίτης, από το Μαυροχώρι καταγόμενος:

«Στις 19/10/1912 εισήλθε ο Ελληνικός στρατός στη Νεάπολη Βοΐου.(…) Επειδή δε η Καστοριά δεν είχε ούτε στρατό και αρχές, μερικοί θερμόαιμοι και φιλοπάτριδες πολίτες της βρήκαν την ευκαιρία να εκλέξουν μία επιτροπή υπό την προεδρία του Λεωνίδα Μαυροβίτη, τον οποίο και παρεκάλεσαν να μεταβεί στον μητροπολίτη Ιωακείμ Λεπτίδη, να τον προτείνουν να στείλει αγγελιαφόρο στους Κρήτες εθελοντές που βρίσκονταν στο Μαυροχώρι, για να τους παρακαλέσει να καταλάβουν την Καστοριά.(…). Στη συνέχεια, αρκετοί ανυπόμονοι και θαρραλέοι Καστοριανοί, με τους οποίους και ο Λεωνίδας Μαυροβίτης, ο γιατρός Φεραίος και δύο διδάσκαλοι, αφού οπλίστηκαν και όπλισαν και άλλους συμπολίτες τους, κήρυξαν την Καστοριά ελεύθερη με το κατέβασμα της τουρκικής σημαίας από τη θέση της και την ανάρτηση της ελληνικής σε αυτήν. 

Ο Αη-Μηνάς:

«Το εσπέρας της 9ης Νοεμβρίου 1912 έξαλλος γενόμενος ο Μεχμέτ Πασάς, διοικητής του εν Καστορία εδρεύοντος στρατού,… εκάλεσε τον Μπεκήρ Αγά (καταστροφέα του Μαυρόβου και λοιπών χωρίων) εις τον οποίον έδωσε ρητήν διαταγήν να καύση την Καστορίαν με τα κειμήλιά της , κι ο Μπεκήρ Αγάς έθεσεν αμέσως εις έργον την εκτέλεσιν της διαταγής…
Μόλις εγένετο τούτο γνωστόν (το πρωί της επομένης) όλον το κοινόν της Καστοριάς, μη έχον άλλον καταφύγιον προς προστασίαν του, κατέφυγεν εις την Θείαν Πρόνοιαν, κι επειδή η 10η Νοεμβρίου ήτο η παραμονή της μνήμης του πολιούχου Αγ. Μηνά, όλοι έσπευσαν εις τον ναόν αυτού και με τα δάκρυά των επότιζον το προαύλιον του ναού, ανάπτοντες λαμπάδας. Το τοιούτον εγίνετο ως γενικό προσκύνημα ολοκλήρου της πόλεως...».
Μετά την παλλαϊκή προσφυγή των τρομοκρατημένων αλλά πάντα ευσεβών Καστοριανών στον Άγιο Μηνά, για άμεση επέμβασή του προς προστασία της πόλης τους απ’ τη φωτιά και σωτηρία των ίδιων απ’ τη μάχαιρα του αιμοβόρου Μπεκήρ Αγά, ο Άγιος πράγματι επενέβη κατά μυστικό τρόπο και από ένα ασήμαντο γεγονός «τοιούτος επεκράτησε ο πανικός των Τούρκων φρουρών ώστε (επειδή ήτο η ώρα της διανομής του Συσσιτίου), εγκαταλείψαντες το συσσίτιόν των άθικτον, ετράπησαν εις φυγήν.
Την απροσδόκητον αυτήν είδησιν πάντες εθεώρησαν ως ενέργειαν της Θείας Πρόνοιας και του αγίου Μηνά (του από τότε συμπολιούχου της πόλης), ου η εορτή της μνήμης ήτο την επομένην…». Κατόπιν τούτου «όλος ο λαός της Καστοριάς έσπευσεν εις τον ναόν του Αγίου Μηνά μετά μεγάλης ευλαβείας, να υποβάλη τας ευχαριστίας του εις τον προστάτην της Καστορίας άγιο Μηνά». (άρθρο Ιωάν. Π. Μπακάλη «Πώς απηλευθερώθη η Καστοριά», εφ. «Ορεστιάς», 11/ 11/195.., αρ. φύλ. 406, αναδημοσίευση στην Καστοριανή Εστία από τον Γεώργιο Αλεξίου). 
Τον Άγιο Μηνά τον συναντάμε και στο κείμενο του ίδιου του τότε επίλαρχου Ιωάννη Άρτη (πρώτη δημοσίευση στην εφ. Ορεστιάς, 14/ 11/1948, αναδημοσίευση με την επιμέλεια του Φώτιου Κ. Αντωνίου στην εφ. Καστοριανή Εστία, 12/11/2015):
«(…) Αλλά τας δυσκολίας του Διοικητού μου τας εματαίωσεν ο Θεός της Καστοριάς και ο Πολιούχος αυτής Άγιος Μηνάς».

Ο Μητροπολίτης Καστορίας Ιωακείμ Λεπτίδης:

«Στην περίοδο του πολέμου και στη διάρκεια των 36 ημερών η Καστοριά δοκίμασε φόβους και πέρασε κρίσιμες στιγμές από τη μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε στις τουρκικές αρχές κατοχής, πολιτικές, στρατιωτικές και δικαστικές. Τελευταία, βλέποντας να προελαύνει ο ελληνικός στρατός, έσπευσαν το πρωί να πάρουν τον δρόμο για τη Μπίγλιστα. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή ο Μητροπολίτης Ιωακείμ σώζει την πόλη από την καταστροφή. Ο σεπτός ιεράρχης με τους προκρίτους της πόλεως, με βαθειά σύνεση και μεγάλη δραστηριότητα, απέτρεψε πολλούς Μωαμεθανούς που εκδήλωναν διαθέσεις εμπρησμού και άλλων καταστροφών. Τις διαθέσεις αυτές των Τούρκων γνώριζε και ο ελληνικός στρατός, που συντόνισε τις ενέργειές του, ώστε να βοηθήσει στην αποσόβηση της καταστροφής(…)» Νικόλαος Δασκαλάκης, «Το χρονικό της Απελευθερώσεως της Καστοριάς», εφ. ΟΔΟΣ).

Ο Δήμαρχος Καστοριάς Κωνσταντίνος Γούσης 
(αφηγείται ο, ίδιος):

«Λόγω των πολλών μου ασχολιών εβράδυνα εκείνη την εσπέρα (10 Νοεμβρίου) να μεταβώ εις την οικία μου. Η ώρα είχε περάσει και ψυχή δε βρισκότανε στον δρόμο, γιατί ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης είχε τόσο τρομοκρατηθεί που τέτοια ώρα κανένας δεν έβγαινε από το σπίτι του. 
Εκεί που βάδιζα βλέπω να έρχεται τρέχοντας κάποιος Τούρκος, ο οποίος με τρέμουσα φωνή με λέει: “Ρεΐζ Εφένδη (κύριε Δήμαρχε), ένας ξένος αξιωματικός έφιππος με δύο άλλους ιππείς θέλει να σας δει αμέσως. Βρίσκεται κοντά στον Τεκέ”.
Αμέσως πήγα προς τον “Τεκέ”, οπότε βλέπω έναν έφιππο αξιωματικό. Μόλις πλησίασα, ο Τούρκος που με ειδοποίησε λέει προς τον αξιωματικό: “Ιδού ο κ. Δήμαρχος της πόλεως”. Με έδωσε κι αυτός το δικό του όνομα: Παναγιώτης Νικολαΐδης, υπίλαρχος, εξ Αθηνών. 
Στο άκουσμα του ελληνικού ονόματος αισθάνθηκα τόση συγκίνηση ώστε μόλις μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου, αναλογιζόμενος ότι, ύστερα από μια τυραννική δουλεία πέντε ολόκληρων αιώνων, πρώτος εγώ, ως Δήμαρχος της πόλης, αντίκρισα Έλληνα αξιωματικό στα πρόθυρα της Καστοριάς.
Με ρώτησε κατόπιν αν υπάρχει τουρκικός στρατός στην Καστοριά και πόση η δύναμη αυτού. Αφού του έδωσα τις σχετικές πληροφορίες, με είπε να πάω στον στρατιωτικό διοικητή Μεμέτ πασά και να του θέσω το ερώτημα: “Θα παραδώσει την πόλη αμαχητί ή θα δώσει μάχη μετά του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος ανερχόμενος σε 25.000 άνδρες είναι έξω από την πόλη”.
Χωρίς να χάσω το θάρρος και την ψυχραιμία μου πήγα στον Μεμέτ πασά, για να του διαβιβάσω την παραγγελία που είχα από τον υπίλαρχο Νικολαΐδη. Τον βρήκα αρκετά ταραγμένο και ανήσυχο, κάνοντας βηματισμούς μέσα στο γραφείο του. Είχε τις πληροφορίες του ότι ο Ελληνικός Στρατός βρισκότανε έξω από την Καστοριά.
Αφού σκέφθηκε για λίγες στιγμές, έθεσε τα χέρια του στον ώμο μου (είδος θωπείας των Τούρκων) και με είπε με καταφανή συγκίνηση: “Δεν θα δώσω μάχη, αλλά θα παραδώσω την πόλη. Σε υπόσχομαι ότι κανένας από σας δεν έχει να πάθει τίποτε”. Η αναχώρηση των Τούρκων από την Καστοριά είχε αποφασισθεί σε συμβούλιο που συγκάλεσε ο Μεμέτ πασάς και όπου όλες οι στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της πόλης συμφώνησαν να την εγκαταλείψουν.
Το χαρμόσυνο αυτό γεγονός ανήγγειλα αμέσως στους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι, αναθαρρήσαντες από τον τρόμο, ανέμεναν εναγωνίως την επαύριον για να ιδούν την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στην Καστοριά και την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό (…)». (Δημοσίευμα του Απόστολου Πετκανά, παλαιού δημάρχου Καστοριάς)

Ο επίλαρχος Ιωάννης Άρτης:

«Μετά που πάρθηκε η Φλώρινα από τα ελληνικά στρατεύματα(7/11/1912), το 1ο σύνταγμα του ελληνικού ιππικού πήρε την κατεύθυνση προς τα δυτικά της Φλωρίνης, μετά την κατάληψή της έφθασε στο Ανταρτικό. Κι αφού διανυκτέρευσε σε αυτό, την άλλη ημέρα πήγε στον Κώττα, όπου πήρε διαταγή του διαδόχου Κωνσταντίνου, που ήταν γραμμένη σε ένα κομμάτι μικρού χαρτιού με κυανή μολυβίδα και η οποία έγραφε τα παρακάτω:
“Υπάρχουν σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι να καταληφθή η Καστοριά. Προς τούτοις αποστείλατε τμήμα έστω και μικράς δυνάμεως και, εν περιπτώσει αύτη είναι κενή, καταλάβατε ταύτην εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α’ και κηρύξατε τον Στρατιωτικόν Νόμον. Κωνσταντίνος Διάδοχος” («Πώς απελευθερώθηκε η Καστοριά», Αρχιμανδρίτη Δημητρίου Σιδερίδη, εφ. ΟΔΟΣ, 8/11/ 2001)
«Της ανωτέρω διαταγής, αφού εμελέτησα καλώς τον χάρτην μου, απεφάσισα να αναλάβω εγώ την εκτέλεσιν, καθόσον ο πόθος μου όπως σώσω εκ της καταστροφής και της νέας τραγικωτέρας δουλείας μιαν Ελληνικωτάτην πόλιν (μας ήτο δε γνωστόν ότι ο εν Καστορία στρατός είχε πυρπολήσει πέριξ της Καστορίας 28 χωρίς, εμελέτα την πυρπόλησιν και εξανδραποδισμόν αυτής και θ’ ανεχώρει ούτος προς Ήπειρο, οι δε Σέρβοι ευρίσκοντο πολύ πλησίον της Καστορίας, αναμένοντες την κατάληψίν της), ο πόθος μου λέγω προς σωτηρίαν της Καστορίας με παρέσυρεν ώστε να φαντάζωμαι ότι μεταξύ των μελλόντων να ηγηθώσι του προς Καστορίαν αποσταλησομένου αποσπάσματος ουδείς έφερε την φλόγα και την αυταπάρνησιν ην ησθανόμην εγώ δια την σωτηρίαν της Καστορίας, ήτις ενέκλειεν ακραιφνή Ελληνικόν πληθυσμόν, λαόν παρασχόντα εις τον Βωμόν της Ελευθερίας τόσους μάρτυρας και τόσον αίμα, πλην δε τούτου η υπό Σέρβων κατάληψις της Καστορίας εθεώρουν ότι θα εσήμαινε την γενικήν υποδούλωσιν υπ’ αυτών ολοκλήρου της Δ. Μακεδονίας.(…)» (Ιωάννου Άρτη, επιλάρχου, πρώτη δημοσίευση στην εφ. Ορεστιάς, 14/11/1948, αναδημοσίευση με την επιμέλεια του Φώτιου Κ. Αντωνίου στην εφ. Καστοριανή Εστία, 12/11/2015).

Ο Μακεδονομάχος καπετάν Φιλώτας 
(Φιλόλαος Πηχιών):

«Βλέποντας ο Άρτης ότι δεν εκδηλώθηκε την νύχτα που πέρασε (σ.σ: 10 προς 11/11/1912) καμία κίνηση, δεν κινήθηκε αλλά περίμενε να ιδεί ποια εξέλιξη θα είχαν τα γεγονότα. Αφού δε διαπίστωσε ότι από τουρκικής πλευράς δεν επρόκειτο να εκδηλωθεί καμία κίνηση, έστειλε τις πρωινές ώρες της άλλης ημέρας τον ανθυπίλαρχο Φιλόλαο Πηχιών στην Καστοριά, να τοιχοκολλήσει στο κεντρικότερο μέρος της μια γραπτή προκήρυξη “Περί καταλήψεως της πόλεως”, της οποίας το περιεχόμενο ήταν το εξής:
“Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α’
Καταλαμβάνων την πόλιν Καστορίαν, διακηρύττω καθ’ Υψηλήν εντολήν της Βασιλικής Αυτού Υψηλότητος του Διαδόχου και Γενικού Αρχηγού των εν Μακεδονία στρατευμάτων ότι οι Νόμοι του Ελληνικού Κράτους θέλουσι ισχύσει από σήμερον και δια την Επαρχίαν Καστορίας ανεξαρτήτως Θρησκεύματος. Από σήμερον δε μέχρι νεωτέρας διαταγής θέλει ισχύει ο Στρατιωτικός Νόμος καθ’ όλην την Επαρχίαν. Εγένετο εν Καστορία, τη 11η Νοεμβρίου 1912.
 Ο Διοικητής Ιππικού
 Ιωάννης Άρτης”
(«Πώς απελευθερώθηκε η Καστοριά», Αρχιμανδρίτη Δημητρίου Σιδερίδη, εφ. ΟΔΟΣ, 8/11/2001)

Δημήτριος Φεραίος και Κοσμάς Φίλιος:

«Στον μεγάλο τότε ενθουσιασμό (σ.σ: τη στιγμή της εισόδου του Ελληνικού Στρατού στην πόλη), πρόβαλε μία μορφή της Καστοριάς, ο ιατρός Δημήτριος Φεραίος, ο οποίος, βγάζοντας από την τσέπη του μία γραπτή προσφώνηση που είχε ετοιμάσει για τον πρώτο απελευθερωτή Έλληνα αξιωματικό, δεν μπόρεσε να το πράξει, γιατί, μόλις την έβγαλε και ετοιμάσθηκε να αρχίσει την ανάγνωσή της, κλείσθηκε ολότελα το στόμα του από συγκίνηση και με τέτοιο τρόπο που να μην μπορέσει να αρθρώσει ούτε μία λέξη. Ο συμπολίτης του Κοσμάς Φίλιος, βλέποντας ότι ο γιατρός δεν μπορεί να τη διαβάσει, την πήρε από τα χέρια του κι άρχισε να τη διαβάζει εκείνος για λογαριασμό του. (ό.π.)
-Λεωνίδας Τσαμίσης, μαθητής δημοτικού σχολείου:
«Αμέσως μετά την προσφώνηση του γιατρού, ένας μαθητής του δημοτικού σχολείου Καστοριάς, ο Λεωνίδας Τσαμίσης, απήγγειλε στον αξιωματικό Άρτη τους παρακάτω στίχους:
Ζήθι, ζήθι, αήττητε 
και καλέ μας στρατηγέ.
Και συ δοξασμένε 
και τιμημένε μας στρατέ.
Ήρθατε στην τάλαινά μας Καστοριά 
και μας φέρατε ζωή και λευτεριά. (ό.π.)

Οι Καστοριανές γυναίκες:

«Ήρθε, λοιπόν, το άγγελμα ότι μπήκε ο στρατός με τον Άρτη. Μπήκε ο στρατός, λευτερώθηκε η Καστοριά, όπου να ‘ναι θα χτυπήσουν οι καμπάνες. Η γιαγιά μου, Κατίγκω τη λέγανε, άρχισαν να σταυροκοπιούνται, και τι κάνει; Ανοίγει το μπαούλο και βγάζει το νυφιάτικο το φουστάνι της. Τότε το νυφιάτικο το φουστάνι ήταν σε γαλάζιο χρώμα το δικό της. Δε φορούσαν τα λευκά οι γυναίκες με τις παραδοσιακές στολές. Ξήλωσε, λοιπόν, τη σούρα τη φαρδιά από το φουστάνι της (…), που ήτανε έντονο γαλάζιο και με τα πανιά απ’ τα προσκέφαλα, τη λεμάρα-δυναμική, βρε παιδί μου!-, το τρύπωσε. (…)Στο παραθύρι την κάρφωσαν τη σημαία, λέει, και ξεχύθηκαν στους δρόμους, όλοι μαζεύτηκαν εκεί στον δεσπότη. Αυτό είναι πολύ συγκινητικό, έτσι; Δεν είχανε σημαίες επί Τουρκοκρατίας. Όσες είχανε γαλάζια τα φουστάνια τους καλά. Οι άλλες ψάχνανε ό,τι μπορούσαν να βρουν, να φτιάξουν σημαίες…». (Από συνέντευξη της κ. Ελευθερίας Βολιώτη στη Σ. Ευθυμιάδου, εφ. ΟΔΟΣ, 12/11/2009)

Αλλά και:

«Ο κόσμος τραβά τους στρατιώτες μέσα από τις γραμμές τους χωρίς να λογαριάζει τίποτε και τους οδηγεί μέσα στην πόλη. Ανοίγουν όλοι τα σπίτια τους. Τα σεντούκια τα «χρονίτικα» αναποδογυρίζουν, βγαίνουν οι προίκες από αυτά και ανάβονται τα τζάκια. Βγάζουν από τους φαντάρους τα μουσκεμένα από τη βροχή ρούχα και τους δίνουν να φορέσουν τα ολοκαίνουρια από τα σεντούκια εσώρουχα και τις μάλλινες κάλτσες. Τους καθίζουν δίπλα στο τζάκι και τους προσφέρουν ρακί και ό,τι καλύτερο ορεκτικό έχουν αποθηκεύσει στα ερμάρια για τον χειμώνα (ξινά, σουτζούκια, λουκάνικα, σαλτσούνια). Ξαπλωμένοι στους μπάσηδες οι φαντάροι σαστισμένοι από την υποδοχή προσπαθούν να απαντήσουν στις ατέλειωτες ερωτήσεις της οικογένειας που τους βλέπει και τους θαυμάζει σαν παραμυθένιους ήρωες. Διηγούνται τις πολεμικές τους περιπέτειες από το πέρασμα των συνόρων ως την είσοδό τους στην Καστοριά…». (εφ. ΟΔΟΣ: Αθηνά Γιοβανοπούλου, «11η Νοεμβρίου 1912, Μνήμη από στόμα σε στόμα», 8/11/2012)

 Ζήτω η 11η Νοεμβρίου 1912! 
 Ζήτω η Καστοριά, ζήτω η Ελλάδα!!

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Νοεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1148.


    

3 σχόλια:

  1. Babis Papathanasiou [fb]6/5/23


    Το πώς ο Κοσμάς ο Αιτωλός που πέθανε το 1779 ήταν σύγχρονος της Ελληνικής επανάστασης, είναι πραγματικό θαύμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος11/5/23

      Στα πενήντα χρόνια θα κολλήσουμε;

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος12/5/23

      Το πνεύμα του τους οδηγούσε όπως οδηγεί και τους σημερινούς σωτήρες.

      Διαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ