11.11.19

ΑΘΗΝΑΣ ΓΙΟΒΑΝΟΠΟΥΛΟΥ: 11η Νοεμβρίου 1912

ΟΔΟΣ 8.11.2012 | 665


Μνήμη από στόμα σε στόμα



Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο εορταστικών εκδηλώσεων για τη μεγάλη επέτειο των εκατό χρόνων από την απελευθέρωση της Καστοριάς μας, έφθασε και η ημερομηνία του επίσημου εορτασμού της εισόδου του ελευθερωτή στρατού  στην πόλη. Η  μέρα εκείνη η πολυπόθητη, που επί πολλούς αιώνες περίμενε ο καστοριανός λαός χωρίς να χάνει το κουράγιο του και την πίστη του, ότι κάποτε θα’ φθανε το ξημέρωμα εκείνο που θα άνοιγε το παράθυρο του σπιτιού του και της καρδιάς του για να αναπνεύσει εκείνο τον πρωτόγνωρο αέρα της λευτεριάς που μπήκε στο σπιτικό του, όταν εκείνο το πρωΐ του Αη Μηνά, άνοιξε επιτέλους το παράθυρο για να στερεώσει την γαλανόλευκη, που χρόνια έκρυβε με ιερό δέος στον πάτο του σεντουκιού του. Και δεν μπορεί να ήταν τυχαίο το γεγονός εκείνης της μέρας που γιόρταζε ο στρατηλάτης άγιός του, ο Μηνάς ο θαυματουργός, στον οποίο είχε αφιερώσει εκκλησία και προσευχόταν μέρα και νύχτα για την λευτεριά του.

Για εκατό ολόκληρα χρόνια οι μνήμες αυτές ξαναζωντάνευαν στην Καστοριά κάθε τέτοια μέρα με ανάλογες εκδηλώσεις και ομιλίες που ακουγόταν από χείλη αρμοδίων. Όμως εφέτος είναι  μια ξεχωριστή στιγμή η επέτειος αυτή των εκατό χρόνων από την λευτεριά ενός ζυγού τόσο μακροχρόνιου και βασανιστικού.  Έτσι θέλοντας κι εγώ να βάλω ένα μικρό λιθαράκι στα όσα οργανώθηκαν σ’ όλη την διάρκεια του εορταστικού αυτού χρόνου, σαν γέννημα και θρέμμα αυτής της πόλης και σαν απόγονος ανθρώπων που έζησαν ενεργά τα γεγονότα, θα επιχειρήσω μία εξιστόρηση από άλλη πλευρά, αναδεικνύοντας μία πτυχή που δεν αναδείχθηκε όσο θα έπρεπε, το πώς δηλαδή αντέδρασε ο καστοριανός λαός και πώς συμπεριφέρθηκε το επόμενο διάστημα που ακολούθησε την απελευθέρωσή του.

Όλα αυτά έφθασαν σε μένα από αφηγήσεις της μητέρας μου και της μεγάλης αδελφής και της θείας μου Άννας Τζώτζα, η οποία έζησε την απελευθέρωση σε ηλικία 15 ετών και είχε έντονες εικόνες καθώς ήταν θυγατέρες του γιατρού Δούκα Σαχίνη, από τους πρώτους συνεργάτες του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη και μεταξύ εκείνων που ειδοποιήθηκαν το βράδυ της παραμονής να τρέξουν σε έκτακτη σύσκεψη υπό τον αείμνηστο μητροπολίτη Ιωακείμ. Πέρα δε από αυτό, η μητέρα τους και η γιαγιά τους Ελένη Παπάζογλου ή Χατζηχρίσταινα όπως την αποκαλούσαν λόγω της βάπτισής της στον Ιορδάνη ποταμό (εξέχον γεγονός για εκείνα τα χρόνια), ήταν εκείνες που ίδρυσαν το ιστορικό σωματείο της «Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών Καστορίας», το υπάρχον μέχρι και σήμερα, και σαν πρώτη πρόεδρος του πρώτου εκείνου ιστορικού συμβουλίου έβαλε στο καταστατικό  τον φιλανθρωπικό σκοπό του, ενώ στην πραγματικότητα το κύριο έργο τους ήταν το εθνικό, να μεταφέρουν δηλαδή τα μυστικά μηνύματα στους αντάρτες του ένοπλου αγώνα, γιατί σαν γυναίκες ήταν υπεράνω πάσης υποψίας.

Με αυτές τις διηγήσεις λοιπόν μεγάλωσα, όταν από μικρό παιδί θυμάμαι μαζευόμασταν κάθε παραμονή του Άη Μηνά μόλις νύχτωνε γύρω από την αγκαλιά της θείας Άννας για να την ακούμε να διηγείται τόσο παραστατικά το βράδυ εκείνο της παραμονής και στην συνέχεια της επόμενης μέρας, ώστε να μην χορταίνομε να ακούμε κάθε χρόνο τις ίδιες αφηγήσεις με τόσο ενδιαφέρον σαν να τα ακούγαμε για πρώτη φορά.
Δικαιούμαι συνεπώς να αναφερθώ στα όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις ανεπανάληπτες στιγμές, εφ’ όσον δεν υπάρχει πλέον ούτε ένας άνθρωπος να τις αφηγηθεί, όπως είχα εγώ την τύχη να τις ακούσω και να τις καταγράψω σαν ζωηρές εικόνες στην μνήμη μου.

Και ξεκινώ από την 9η Νοεμβρίου του 1912. Ψιθυριστά φθάνουν οι ειδήσεις ότι μία-μία οι πόλεις της Μακεδονίας έχουν απελευθερωθεί. Το γενικό στρατηγείο της ένδοξης στρατιάς είναι τώρα εγκατεστημένο στην Φλώρινα. Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούσαν το επιτελείο είναι η κατάληψη της Καστοριάς. Οι κάτοικοι της πόλης βρίσκονταν σε μία απερίγραπτη ψυχολογικά κατάσταση αναμονής. Το βάρος της τουρκικής σκλαβιάς πέφτει πλέον ασήκωτο πάνω από την όμορφη πόλη. Ήδη έχει φτάσει στ’ αφτιά τους πριν από λίγες μέρες η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και αυτό κάνει την αγωνία τους και την αναμονή ακόμη πιο μεγάλη.
Οι καστοριανές νοικοκυρές κατεβαίνουν νύχτα στα υπόγεια και με προσοχή μεγάλη βγάζουν τις ελληνικές σημαίες από την γη όπου τις έχουν παραχώσει από τον φόβο των Τούρκων και με χέρια τρεμάμενα από την συγκίνηση τις σιδερώνουν και τις διπλώνουν προσεκτικά. Σ’ όλα τα σπίτια έχει ραφτεί η γαλανόλευκη πολύ καιρό πριν, αφού είχε χρησιμοποιηθεί για ύφασμα ακόμη και το νυφικό φουστάνι που δεν λυπήθηκαν να το καταστρέψουν.

Ξημερώνει η 10η Νοεμβρίου. Το πρωΐ της μέρας αυτής δίνεται η εντολή στον επίλαρχο Ιωάννη Άρτη να προχωρήσει με μία ίλη ιππικού για να καταλάβει, «πάση θυσία» όπως τονιζόταν, την Καστοριά. Φθάνει στο χωριό Απόσκεπος λίγο έξω από την Καστοριά και από εκεί στέλνει πρώτα μέσα στην πόλη τον υπίλαρχο Νικολαΐδη με δύο ιππείς να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση που επικρατεί. Ο Νικολαΐδης μαθαίνει ότι υπάρχουν μέσα στην πόλη μόνο 1.700 στρατιώτες, και τότε καλεί τον Μεχμέτ πασά μέσω κάποιου τούρκου αξιωματικού και του δημάρχου της Καστοριάς Κωνσταντίνου Γούση να παραδώσει την πόλη. Ο τούρκος διοικητής μη διατηρώντας πλέον καμιά ψευδαίσθηση προσπαθεί απλώς να κερδίσει όσο χρόνο μπορεί για να εκκενώσει ο στρατός του όπως-όπως την πόλη. Ώστε πριν από την νύχτα εκείνη της 10ης Νοεμβρίου και όχι το πρωΐ της 11ης, η Καστοριά είναι ουσιαστικά ελεύθερη. Τελικά οι 33 ιππείς του Άρτη διανυκτερεύουν στον Απόσκεπο για λόγους ασφαλείας.

Και ερχόμαστε στο πρωΐ της 11ης Νοεμβρίου. Ο Άρτης στέλνει ξημερώματα από τον Απόσκεπο τον καστοριανό ανθυπίλαρχο Φιλόλαο Πηχιών, με τον οποίο η οικογένειά μου είχε συγγενική σχέση, και εκείνος τοιχοκολλεί πλέον την προκήρυξη καταλήψεως της πόλεως. Λίγο αργότερα ο ελευθερωτής επίλαρχος και οι 33 άνδρες του μπαίνουν στην Καστοριά όπου γίνονται δεκτοί με εκδηλώσεις έξαλλου ενθουσιασμού των ελλήνων κατοίκων της πόλης με επικεφαλής τις τοπικές αρχές. Μέσα σε ελάχιστη ώρα ολόκληρη η πόλη πλέει στο γαλανόλευκο χρώμα ενώ οι καμπάνες και τα σήμαντρα  των 70 και πλέον εκκλησιών της δίνουν έναν πρωτόγνωρο χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα της μέχρι τότε βουβής και φοβισμένης πόλης. Αργά το απόγευμα την επόμενη αρχίζει η είσοδος της τρίτης μεραρχίας υπό του Δαμιανού κάτω από συνεχή βροχή. Οι πεζοί προχωρούν κατάκοποι από την μεγάλη πορεία και εξαντλημένοι από τις κακουχίες και τις μάχες διασχίζουν το παζάρι (όπως λεγόταν τότε και ακόμη και σήμερα η κάτω αγορά), με κατεύθυνση προς τους στρατώνες, ανάμεσα από το πλήθος που παραληρεί από χαρά και ενθουσιασμό.

Αλλά τα αισθήματα των Καστοριανών προς τους ταλαιπωρημένους στρατιώτες δεν περιορίζονται στις απλές αυτές εκδηλώσεις τους. Και τότε αρχίζει να γίνεται κάτι που δεν μπόρεσε καμία αντίληψη περί στρατιωτικής πειθαρχίας να εμποδίσει. Ο κόσμος τραβά τους στρατιώτες μέσα από τις γραμμές τους χωρίς να λογαριάζει τίποτε και τους οδηγεί μέσα στην πόλη. Ανοίγουν όλοι τα σπίτια τους. Τα σεντούκια τα «χρονίτικα» αναποδογυρίζουν, βγαίνουν οι προίκες από αυτά και ανάβονται τα τζάκια. Βγάζουν από τους φαντάρους τα μουσκεμένα από τη βροχή ρούχα και τους δίνουν να φορέσουν τα ολοκαίνουρια από τα σεντούκια εσώρουχα και τις μάλλινες κάλτσες. Τους καθίζουν δίπλα στο τζάκι και τους προσφέρουν ρακί και ό,τι καλύτερο ορεκτικό έχουν αποθηκεύσει στα ερμάρια για τον χειμώνα (ξινά, σουτζούκια, λουκάνικα, σαλτσούνια). Ξαπλωμένοι στους μπασίδες οι φαντάροι σαστισμένοι από την υποδοχή προσπαθούν να απαντήσουν στις ατέλειωτες ερωτήσεις της οικογένειας που τους βλέπει και τους θαυμάζει σαν παραμυθένιους ήρωες. Διηγούνται τις πολεμικές τους περιπέτειες από το πέρασμα των συνόρων ως την είσοδό τους στην Καστοριά.

Την άλλη μέρα ο μέραρχος επιχειρεί να συγκεντρώσει την μεραρχία του και δεν την βρίσκει πουθενά. Έχει πληροφορηθεί βέβαια ότι ο στρατός τους βρίσκεται μέσα στα καστοριανά σπίτια αλλά δεν μπορεί να χωνέψει το πράγμα. Αυτόπτης μάρτυρας τον είδε ταραγμένο και τον άκουσε να λέει στον δήμαρχο Γούση: «Για όνομα του Θεού, μου διαλύσατε την μεραρχία μου, δεν έχω πλέον στρατό, ξέρουν οι κάτοικοι ότι διατρέχουν κίνδυνο αν υποστούμε επίθεση του εχθρού;». Προ του αδιεξόδου αυτού, επειδή οι Καστοριανοί επέμεναν να παραμείνει ο στρατός στα σπίτια τους, γίνεται καταγραφή των ομάδων και των σπιτιών που ήταν τα καταλύματά τους. Έτσι περνά η πρώτη εβδομάδα και σιγά-σιγά η μεραρχία βρίσκει την πλήρη και άρτια συγκρότησή της με ξεκουρασμένο πλέον τον στρατό της και ετοιμοπόλεμο για την συνέχιση των επιχειρήσεων. Γοητευμένοι οι έλληνες στρατιώτες απ’ όλη την φιλοξενία των κατοίκων, από τα πατρικά και γενναιόδωρα αισθήματά τους, έλεγαν συχνά συγκινημένοι: «Δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα συναντούσαμε τόσο καλό κόσμο και τέτοια ωραία μέρη εδώ στην Μακεδονία».

Η πρώτη εκείνη επαφή του ελεύθερου έθνους με το υπόδουλο, άφησε τις πιο έντονες αναμνήσεις στη γενιά του 1912. Ήταν και σαν παραμύθι και οι γέροι της εποχής εκείνης που είχε περάσει η ζωή τους στην δουλεία δεν μπορούσαν εύκολα να πιστέψουν στην πραγματικότητα των ιστορικών εκείνων γεγονότων που έκρυβαν  ένα εθνικό μεγαλείο και χάριζαν στους χθεσινούς ραγιάδες το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας.

Μετά την θριαμβευτική είσοδο στην Καστοριά των τμημάτων της τρίτης μεραρχίας του Δαμιανού, αρχίζουν να καταφθάνουν τα νοσοκομειακά αμάξια συρόμενα από άλογα. Ασθενοφόρα, χειρουργεία και άλλα βοηθητικά, όλα γεμάτα από ασθενείς και τραυματίες από τις μάχες που έδωσε στην προέλασή της η μεραρχία αυτή. Σταθμεύουν μπροστά στο δεύτερο δημοτικό σχολείο, το μοναδικό τότε καθώς και στο άλλο κτήριο της ισραηλιτικής σχολής που χρησιμοποιήθηκαν τότε το ένα για νοσοκομείο και το άλλο για χειρουργείο.

Σε αντίθεση προς τις έξαλλες εκδηλώσει ενθουσιασμού των κατοίκων κατά την είσοδο των μαχίμων δυνάμεων του στρατού μας, ακολουθεί τώρα μία βουβή υποδοχή σε μία ατμόσφαιρα πόνου και θλίψης. Και ενώ τα φορεία με τους πληγωμένους μεταφέρονται στις αίθουσες των σχολείων, ψίθυροι και αναστεναγμοί ακούγονται από τις γυναίκες και τους άνδρες που παρακολουθούν με ευλάβεια την σκηνή και διαπιστώνουν το βαρύ τίμημα του αγαθού της ελευθερίας. Η πόλη συγκινείται και ξεσηκώνεται. Το σύνθημα που πέφτει είναι «Εμπρός να σώσουμε τους πληγωμένους στρατιώτες μας, την ζωή τους, την αρτιμέλειά τους, να τους δώσουμε κουράγιο να τους κάνομε να νοιώσουν ότι βρίσκονται κοντά στην μάνα τους, στην γυναίκα τους, στα παιδιά τους» . Αυτό επιτυγχάνεται μ’ έναν συναγερμό αγάπης αρχικά που διαμορφώνεται σε μία οργανωμένη συμπαράσταση όλης της πόλης σχεδόν στο σκληρό έργο των υγειονομικών στρατιωτικών αρχών. Επικεφαλής δε όλης αυτής της κίνησης μπαίνει το ιστορικό φιλανθρωπικό σωματείο «Η Φιλόπτωχος αδελφότης των Καστοριανών κυριών και δεσποινίδων» που εξακολουθεί ως και σήμερα την αξιόλογη κοινωνική της δράση. Όλοι προσφέρουν κλινοσκεπάσματα, σεντόνια, υφαντά, βελέντζες, ρούχα και διάφορα άλλα είδη για τις ανάγκες των νοσοκομείων. Σε κάθε καστοριανή «πυροστιά», δίπλα από τον τέντζερη του φαγητού της οικογένειας, βρίσκεται το καμίνι όπου σ’ έναν άλλο τέντζερη βράζει το κοτόπουλο ή το ψάρι ή το κρέας που προορίζεται για το νοσοκομείο, και από το μεσημέρι ξεκινάει η νοικοκυρά με το φαγητό, το φρούτο, το γλυκό τυλιγμένο στην κατάλευκη πετσέτα και το παραδίδει στην υπηρεσία του νοσοκομείου. Κρασί ηλιαστό προσφέρεται για την τόνωση αυτών που αναρρώνουν, πετμέζια, παστοκύδωνα  καρποί, ποτά και ό,τι άλλο βρίσκεται αποθηκευμένο στο καστοριανό κελάρι . Οι γυναίκες έχουν φορέσει τις άσπρες ποδιές και περιποιούνται τους αρρώστους. Τους ταΐζουν το φαγητό, το νερό, το φρούτο καθαρισμένο. Δεν απομακρύνονται από το κρεβάτι τους, για να νοιώσουν ότι δίπλα τους βρίσκεται η μάνα τους, η αδελφή τους.

Η απελευθέρωση της Καστοριάς χαιρετίστηκε με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση από το πανελλήνιο, κι αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι η Καστοριά ήταν από τις πρώτες πόλεις φρούρια που είχαν πέσει στα χέρια των Τούρκων. Η πτώση ανάγεται στο 1386, πολύ ενωρίτερα δηλαδή και από την Θεσσαλονίκη και από αυτήν ακόμη την Κωνσταντινούπολη. Παρ’ όλη όμως την μακρόχρονη σκλαβιά της, όχι μόνο δεν έχασε τον ελληνισμό της, όχι μόνο δεν αφομοιώθηκε από το τουρκικό στοιχείο, αλλά αντίθετα, διεφύλαξε γνήσιο τον ελληνικό της χαρακτήρα και ανέπτυξε μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς τον υπέροχο βυζαντινό πολιτισμό της, που τα δείγματά του εξακολουθούν να διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Η ιστορική ημέρα της 11ης Νοεμβρίου 1912, βρήκε μία πόλη δουλωμένη μεν, προετοιμασμένη όμως απόλυτα από πλευράς πολιτισμού, να δεχθεί και να απολαύσει το αγαθό της ελευθερίας της.

Σήμερα γιορτάζομε αυτή την μεγάλη επέτειο και νοιώθω μία έντονη συγκινησιακή φόρτιση, γιατί ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα την γιορτάζαμε ναι μεν με την υπερηφάνεια την ελευθερίας, όμως κάτω από το δυσβάστακτο βάρος μίας άλλης υποδούλωσης που λέγεται οικονομική (είναι άραγε;). Όμως είμαι βέβαιη ότι η πατρίδα μας είναι το μοναδικό κράτος έθνος που πολλές φορές πηγαίνει να χαθεί, αλλά πάντοτε ξαναγεννιόταν μέσα από τις στάχτες του, γιατί ο λαός του έδινε και την ζωή του ακόμη για δύο μεγάλα και ακατάλυτα ιδεώδη: την αγάπη στην πατρίδα και την ορθοδοξία του.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 8 Νοεμβρίου 2012, αρ. φύλλου 665

Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ