17.10.17

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: «Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη» [I]


Εφημερίδα Καστοριάς ΟΔΟΣ Γερμανός Καραβαγγέλης
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, κρατώντας κιάλια, ανάμεσα σε τούρκους στρατιωτικούς αξιωματούχους της πόλης και στρατιώτες. Στην τρίτη σειρά πίσω, με άσπρο πουκάμισο και σταυρωτά φυσεκλίκια, ο Καβάσης της Μητρόπολης Εμίν, που υπηρέτησε επί 25χρόνια στη θέση αυτήν και δολοφονήθηκε από κομιτατζήδες τον Απρίλιο του 1907. ΟΔΟΣ 1.12.2016 | 862  ["Λεωνίδας Παπάζογλου -Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα , Συλλογή Γιώργου Γκολομπία". Μουσείο Φωτογραφίας, Θεσσαλονίκη 2005.].


(Αμφιβολίες «πιστότητας» και αντινομίες «επιμέλειας»…)


Ιστορικοβιογραφικά Γερμανού Καραβαγγέλη  

ο σπουδαστής της Χάλκης | ο «Μητροπολίτης των εμπερίστατων»  
ο -προαλειφόμενος ως- Οικουμενικός Πατριάρχης
ο -και-  «Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης» (όπως... εξόριστος)


[...] Η κηδεία μου θα γίνη εν τω ναώ (Αγίου) Γεωργίου Καρύτση με 1 μόνον ιερέα άνευ διακόνου, δεν δέχομαι δε εις την κηδείαν μου ούτε αντιπρόσωπον του Κράτους ούτε της Εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θάνατον τας Εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανέναν ουδέ οβολόν. Εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν εις Ιεράρχην του '21 [...]
Εν Αθήναις 27ην Μαρτίου 1933
+ Ο Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης

[απόσπασμα από την ιδιόχειρη διαθήκη του Γερμανού Καραβαγγέλη] 

A’ μέρος

Ο ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ, του Χρυσοστόμου και της Μαρίας, γεννήθηκε το 1866 στην Στύψη της Λέσβου. Το 1868 η οικογενειά του μετοίκησε στο Αδραμύτιο της Μικράς Ασίας λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του πατέρα. Το 1881, ο νεαρός Στυλιανός διαπρέπει στις εξετάσεις του σχολείου του και, για το λόγο αυτόν, με προτροπή του Μητροπολίτη Εφέσου Αγαθαγγέλου, αποστέλλεται για σπουδές στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί, χάρη στα προσόντα και τις επιδόσεις του, ο νεαρός Στυλιανός θα εξασφαλίσει την οικονομική υποστήριξη του εθνικού ευεργέτη Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ, ώστε να δυνηθεί να σπουδάσει στην Ευρώπη.
Το 1888 χειροτονείται διάκονος με το όνομα Γερμανός, αναχωρεί για την Γερμανία και εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή της Λειψίας. Παρακολουθεί μαθήματα Ελληνικής Παλαιογραφίας, Θρησκευτικής Φιλοσοφίας, Φιλολογίας, Αρχαιολογίας, Ψυχολογίας, Φιλοσοφίας του Δικαίου, παιδαγωγικά αλλά και Αρχαίο Δράμα. Στην Λειψία ανάμεσα στους καθηγητές του ξεχωρίζει τον Wilhelm Wunt (Ψυχολογία) και Christoph Ernst Luthardt (Δογματική). Παρακολουθεί ακόμη μαθήματα Θεολογίας στη Βόννη (καθηγητής ο Παλαιοκαθολικός Joseph Langen). To 1891 υποβάλλει, στα ελληνικά, τη διδακτορική διατριβή του η οποία και εγκρίνεται. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς επιτυγχάνει στις προφορικές εξετάσεις Παιδαγωγικής, Φιλοσοφίας, Αρχαίων και Λογοτεχνίας¹. Στην Λειψία θα γνωριστεί και θα συνδεθεί φιλικά με τον Δημήτριο Γούναρη (τον μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας που εκτελέστηκε μαζί με τους υπόλοιπους πέντε που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την Μικρασιατική Καταστροφή).

Το 1891 εκλέγεται καθηγητής στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης όπου διδάσκει Εκκλησιαστική Ιστορία και Ρητορική. Το 1894 χειροτονείται πρεσβύτερος και προχειρίζεται αρχιμανδρίτης. Το 1896 εκλέγεται επίσκοπος Χαριουπόλεως και Αρχιερατικός Προϊστάμενος του Πέραν [«Σταυροδρόμι»] στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί αναλαμβάνει ισχυρή δράση «επανίδρυσης» των ελληνικών σχολείων καθώς θεωρεί / αντιλαμβάνεται ότι αυτά υποσκελίζονται από ξένες εκπαιδευτικές -και όχι μόνον- προσηλυτιστικές αποστολές που απειλούν τον «ορθόδοξο ελληνισμό». Εργάζεται με θέρμη και δυναμισμό και καταφέρνει να δώσει καινούργια ώθηση στα ελληνικά σχολεία τα οποία αναζωογονεί με ανάλογη χρηματοδότηση, εφευρίσκοντας τρόπους επαναπροσέλκυσης σε αυτά των μαθητών ελληνικής καταγωγής. Είναι δε τέτοιο το πάθος του για την αποστολή του αυτήν, ώστε κάποτε υπερβαίνει, και με προκλητικό ακόμα τρόπο, τα σχετιζόμενα με το χρίσμα του και την Παιδεία του όρια². Το 1900 ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε΄ του ζητά να αναλάβει την εκκενωθείσα θέση της Μητρόπολης Καστοριάς. Ο θρόνος της μητροπόλης προσφέρεται στον Γ. Καραβαγγέλη όταν αυτός είναι μόλις 34 ετών αλλά η κατάρτιση, οι ικανότητες και ο δυναμισμός του τον προκρίνουν για τη θέση αυτή³. Παρά την αρχική του αμφιταλάντευση, ύστερα από πίεση που δέχεται εκ μέρους του πρεσβευτή της Ελλάδας Νικ. Μαυροκορδάτου πείθεται και αποδέχεται την πρόταση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης εκλέγεται στις 21 Οκτωβρίου 1900 και αναλαμβάνει την Μητρόπολή του την άνοιξη του 1901. Η εδώ δράση του πανδήμως είναι γνωστή:


Ο Γερμανός Καραβαγγέλης Χωροεπίσκοπος του Πέρα [«Σταυροδρόμιον»] της Πόλης σε ηλικία 28 ετών (από την αντίστοιχη έκδοση των «Ποντιακών του Γ.Κ.» της «Τροχαλίας»/Αρχείο του Θ. Αναγνωστόπουλου-Παλαιολόγου).

Βρίσκεται αντιμέτωπος με την απερίγραπτη προπαγάνδα και τις άγριες εκκαθαρίσεις ελληνόφωνων και σλαβόφωνων πατριαρχικών από σλαβόφωνους βουλγαρίζοντες εξαρχικούς (κομιτατζήδες). Ευθύς αποφασίζει να αναλάβει την πρωτοβουλία ίδρυσης μακεδονικών ανταρτικών ομάδων επιλέγοντας την ένοπλη αντίδραση. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» στις οργανωτικές και συνωμοτικές του επαφές ενώ συνεργάζεται με τους τούρκους, προς όφελος των Ελλήνων. Δίνει σ’ αυτούς πληροφορίες για τις κινήσεις των αντιπάλων του, επιφέροντάς σ’ αυτούς σοβαρά πλήγματα και απώλειες, ενώ ο ίδιος κερδίζει την εμπιστοσύνη ή απολαμβάνει ακόμα και την προστασία εκ μέρους των Τούρκων. Επιλέγει στόχους, καταστρώνει σχέδια, αλληλογραφεί συστηματικά με το Πατριαρχείο, την Αθήνα, τον Ίωνα Δραγούμη και άλλες προσωπικότητες, με συνδέσμους και οπλαρχηγούς. Εμψυχώνει το ποίμνιό του, βοηθά παντοιοτρόπως ορφανά και κατατρεγμένους, μυεί στον αγώνα ανθρώπους σαν τον οπλαρχηγό Καπετάν Κώττα και επιλέγει να χρηματοδοτήσει συστηματικά πρόθυμους να δολοφονήσουν κατά παραγγελία⁴.

Άνθρωπος με φυσικό κάλλος και επιβλητικότητα, θερμός ρήτορας, ισχυρή προσωπικότητα που ασκεί γοητεία στους γύρω του, φιλόδοξος, φιλόπατρις, άνθρωπος της πράξης, ιδιαίτερα όμως φανατικός και παρορμητικός -ίσως κάποτε χωρίς αυτοέλεγχο⁵. Με το χάρισμα της πειθούς, οργανωτικός, συγκροτημένος και «συνωμότης» [ίσως ο τεκτονισμός τον οποίον είχε ήδη ασπαστεί⁶ διαδραματίζει σ’ αυτό κάποιο ρόλο] αλλά όχι τόσο ερμητικός, ίσως περισσότερο ομιλητικός ή αποκαλυπτικός⁷ κάποτε. Δεν εμπιστεύεται εύκολα τους ανθρώπους. Έχει ήδη εξασφαλίσει έναν ένθερμο υποστηρικτή, επιστήθιο φίλο και συνεργάτη τον νεαρό διπλωμάτη Ίωνα Δραγούμη, μόλις 22 ετών τότε, που προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Μοναστήρι (μέχρι το 1905 οπότε και θα αναχωρήσει για την Αλεξάνδρεια)⁸.


Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ανάμεσα σε τούρκους αξιωματούχους. Δεξιά του ο Καϊμακάμης και δίπλα από αυτόν ο Στρατιωτικός διοικητής της πόλης [πιθανώς σε καρτ-ποστάλ της εποχής].

Το ελληνικό κράτος αρχικά ολιγωρεί και αποκρούει κάθε ανάμιξή του στην «υπόθεση της Μακεδονίας». Αυτή η «άψογος στάσις» του επίσημου ελεύθερου ελληνικού κράτους να αποφεύγει με κάθε τρόπο να επεμβαίνει ή να επιδρά στην επικράτεια κυριαρχίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οδηγεί τον Γερμανό Καραβαγγέλη στην επιστολή/αίτηση παραίτησης προς το Πατριαρχείο στις 4 Ιουνίου 1904, ή οποία μάλιστα αποτελούσε την δεύτερη κατά σειρά παρόμοια. Υπάρχει επείγον τηλεγράφημά του (το 1901) με το οποίο ο Μητροπολίτης, απογοητευμένος από τα πράγματα στην περιοχή, θέτει την παραίτηση του στην διάθεση του Πατριαρχείου το οποίο, όμως, του συνιστά να επιδείξει υπομονή και καρτερία. Επιφανείς ωστόσο πολιτικοί άνδρες της «Ελεύθερης Ελλάδας», όπως ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, ζητούν πεισμόνως «την μετάθεσίν του δια να μην αποβεί πρόξενός κακών ο Γερμανός Καραβαγγέλης». Μόνον στα τέλη του 1904, μετά τον αυτοθυσιαστικό θάνατο του ήρωα έλληνα αξιωματικού Παύλου Μελά στη γη της Μακεδονίας, η ελληνική κυβέρνηση εμπλέκεται πλέον αναγκαστικά στην υπόθεση και θα συμβάλλει ενεργά με αποστολές ανδρών και όπλων. Αυτό θα συνεχιστεί το 1908, όταν και τερματίζεται  η προσπάθεια εκβουλγαρισμού της περιοχής που τόσο βάναυσα είχε επιχειρηθεί από τους υποψήφιους ελευθερωτές της Μακεδονίας πολύ νωρίτερα από την «Επανάσταση του Ίλιντεν». Ο τερματισμός του Μακεδονικού αγώνα το 1908, οφειλόταν στην πρόσκαιρη «συναδέλφωση» που διακήρυξε και επέβαλλε η επανάσταση των Νεότουρκων.

Το 1908 ο Γ.Κ. ανακαλείται στο Πατριαρχείο ύστερα από τις συντονισμένες διπλωματικές ενέργειες των βουλγάρων και του αιτήματος που επιτακτικά θέτουν οι Οθωμανοί στον Πατριάρχη. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1906 ο Καραβαγγέλης έχει αποκλεισθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της Καστοριάς ενώ έχει απαγορευθεί να περιοδεύουν στον Νομό ο ίδιος και ο Πρωτοσύγκελός του.

Με το πρόσχημα ότι διορίζεται μέλος της Ιεράς Συνόδου στο Φανάρι αναχωρεί από την πόλη της Καστοριάς το 1908 παραδίδοντας την Μητρόπολη στον πιστό του Πρωτοσύγκελο, και αργότερα εθνομάρτυρα, Πλάτωνα Αϊβαζίδη που θα τον ακολουθήσει σύντομα στον Πόντο. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης δίδει ταυτόχρονα με την αναχώρησή του εντολή να καταστραφούν οι κωδικές του [τα αρχεία του]. Οι Times και μεγάλη μερίδα του ξένου τύπου πανηγυρίζουν με την απομάκρυνση αυτή γιατί έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση πως η συγκεκριμένη ενέργεια θα συμβάλει στην ειρήνευση της περιοχής.

(συνεχίζεται)


Σημειώσεις-παραπομπές
1. Η αρχαιομάθεια του Γ.Κ. ήταν εντυπωσιακή και το ενδιαφέρον του για την αρχαία ιστορία αμείωτο σημειώνει σε εκλαϊκευμένο άρθρο του στην εφημερίδα «Μακεδονία» (10-10-2010), ο καθηγητής ιστορίας Βασίλης Γούναρης με τον τίτλο «Γερμανός Καραβαγγέλης ο Μητροπολίτης των εμπερίστατων». Το κείμενο είχε γραφεί με την ευκαιρία έκθεσης που διοργάνωσε το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στην Θεσσαλονίκη κατά την διάρκεια των “Δημητρίων 2010”, για τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Από το κείμενο αυτό έχουν αντληθεί και τα περισσότερα ιστορικο-βιογραφικά στοιχεία του παρόντος.
2. Αναφέρεται στα απομνημονεύματά του περιστατικό κατά το οποίο με την συνδρομή του συμμαθητή και επιστήθιου φίλου του, Χρυσόστομου Καλαφάτη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δράμας και αργότερα μαρτυρικού αρχιεπισκόπου Σμύρνης. Οι δυο τους παγιδεύουν και απαγάγουν στον εσωτερικό αύλειο χώρο του Πατριαρχείου και προβαίνουν στον διά της βίας αποσχηματισμό του ουνίτη ιερωμένου Ιλαρίωνα Δόντου (με τη βοήθεια ενός κουρέα τον κούρεψαν και τον ξύρισαν, του φόρεσαν φέσι και τον απελευθέρωσαν διαπομπευόμενο στους δρόμους της Πόλης). Το παραπάνω γεγονός μαζί με το κλείσιμο της προπαγανδιστικής Σχολής του Ιλαρίωνος, παρ’ ολίγον να δημιουργήση στην αυλή του Σουλτάνου Χαμίτ προβλήματα για τον Γ.Κ., τα οποία αποσοβήθηκαν με την συντονισμένη επέμβαση των Πρέσβεων 'Ελλάδος και Ρωσίας. 
Παρόμοια στάση και εχθρότητα, απέναντι στον επικίνδυνα κατά τη γνώμη του διαχεόμενο «προσηλυτισμό» ελληνοπαίδων από τις ξένες μορφωτικές αποστολές, επέδειξε και πολύ αργότερα στην Αμάσεια Είναι γνωστή η στάση του απέναντι στο εκεί ιδρυθέν, στην Μερτζιφούντα, Αμερικανικό Κολλέγιο «Ανατόλια». Ο Καραβαγγέλης φέρεται να ασπάζεται την άποψη του Ιερόθεου Χριστοδουλίδη, επισκόπου Αριστείας ότι «μίσθαρνα ανθρωπάρια των προπαγανδών, τήδε κακείσε τρέχοντα, φροντίζουσι και ετέρους να αποπλανήσωσιν εν τη σκολιά και εκτετροχιασμένη αυτών οδώ». 
(πηγή: Σταύρος Ανεστίδης).
[...] τό Σταυροδρόμι, το Πέραν της Κωσνταντινουπόλεως, κατά την εποχήν εκείνην, ως τό Παρίσι της 'Ανατολής, έδραν όλων των Πρεσβειών καί τών Προξενείων, καθρέπτην και προθήκην της ευρωπαϊκής ζωής, το θεωρεί [εννοεί: ο Γ. Καραβαγγέλης], επίσης, κέντρον της κατασκοπείας και της προπαγάνδας όλων των Κρατών και όλων των Οργανώσεων διά την Μέσην Ανατολήν καί την Αφρικήν ακόμη, καθώς και κέντρον της προπαγάνδας όλων τών αιρέσεων και όλων των χριστιανικών δογμάτων, τα όποια είχον ως στόχον όχι τους ετεροδόξους αλλά τους Ορθοδόξους. 
(Από την ομιλία του Κλεόβουλου Τσούρκα που  περιλαμβάνεται στην έκδοση-Λεύκωμα της ΕΜΣ Μετακομιδή λειψάνων Γερμανού Καραβαγγέλη, Θεσσαλονίκη 1960).
3. [...] Κατ' εκτίμησιν του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού,τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον έδιδε τότε ιδιαιτέραν σημασίαν εις τας έν Μακεδονία Μητροπόλεις αυτού, διότι, κατά τα έτη 1870 και εξής, διεξήγαγε σθεναρόν αγώνα κατά της Βουλγαρικής Εξαρχίας, προς αντιμετώπισιν της ενόπλου δράσεως των Βουλγαρικών κομιτάτων αφ’ ενός και την εμψύχωσιν του Ελληνισμού της Μακεδονίας αφ' ετέρου, όστις εις τον Πατριαρχικόν Κλήρον απέδιδε πλήρη σεβασμόν και τον ετήρει εις εξέχουσαν θέσιν, εν επιγνώσει της συμβολής της Εκκλησίας εις την διάσωσιν του Ελληνικού στοιχείου εκ των κατατρεγμών των Βουλγάρων Εξαρχικών. 
Η Μεγάλη Εκκλησία είχε ν' αντισταθή εις τήν Βουλγαρικήν απειλήν, μέχρι του 1903, άνευ οιασδήτινος εμπράκτου βοηθείας από μέρους του ελευθέρου 'Ελληνικού Κράτους, και με μοναδικά εφόδια την αίγλην της ηθικής της επιβολής ως πανορθοδόξου κέντρου και το μεγαλείον της Ελληνικής χριστιανικής παιδείας, κατόρθωσε να συγκράτηση τας θέσεις της, παρ' όλα τα κατά καιρούς αιματηρά πλήγματα από μέρους των Βουλγαρικών κομιτάτων.
4. Χρησιμοποιώντας «αγαθουργούς κακούργους». όπως είχε γράψει με κυνισμό σε κάποια στιγμή μεγάλου θυμού ο Ίων Δραγούμης -βλέποντας όσα συνέβαιναν στο Μοναστήρι ή πληροφορείται ότι συμβαίνουν και στην υπόλοιπη επικράτεια της Μακεδονίας- το οποίο όμως διασαφηνίζει ψυχραιμότερα αλλού: 
[...] Επίσης δεν πρέπει να προβαίνωμεν ημείς φανερά και αδιακρίτως εις δολοφονίας σχισματικών. Πρέπει να εξαφανίζονται οι επικίνδυνοι και μόνον και τούτο να γίνεται όσον το δυνατόν πλέον κρυφίως. 
(από επιστολή του Δραγούμη της 26 Ιουνίου 1903)
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί αυτή του μισθοφόρου οπλαρχηγού Ναούμ Σπανού από το Άργος Ορεστικό. Μέλος οικογένειας οπλαρχηγών, επαναστατών κατά του Οθωμανικού ζυγού, συγκροτεί δικό του σώμα αρχικά με πρώην ληστές από την Νότια Ελλάδα οι οποίοι, ύστερα από σχετικό αίτημα, αμνηστεύονται από το ελληνικό κράτος. Στα 1898 το σώμα του Σπανού ασχολείται αποκλειστικά …με την καταδίωξη επικηρυγμένων ληστών στα πλαίσια της πάταξης της ληστείας στην ελεύθερη Ελλάδα. Στα 1901 θέτει την ομάδα του στην διάθεση του Γερμανού Καραβαγγέλη από τον οποίο και χρηματίζεται αδρά προκειμένου να εκτελέσει αποστολές με στοχευμένες δολοφονίες Εξαρχικών. Συμπολέμησε με τον καπετάν Κώττα και ήταν αυτός που συνόδεψε τα δυο παιδιά του οπλαρχηγού της Ρούλιας στην Αθήνα ώστε αυτά να σπουδάσουν με ασφάλεια υπό την προστασία του Στεφάνου Δραγούμη. Από το 1906 εγκαταλείπει την ένοπλη δράση (σύγκρουση με Τσόντο Βάρδα) και αναχωρεί για να ασκήσει το επάγγελμα του ράφτη στον Πειραιά -ήταν το κύριο επάγγελμα των μελών της οικογένειάς του- όπου και θα ζήσει μέχρι το θάνατό του. Ο αδίστακτος και κυνικός τρόπος με τον οποίο δρούσε ο Σπανός δίδεται ανάγλυφα στην διήγηση από τον ίδιο του περιστατικού της δολοφονίας του Εξαρχικού παπά-Κώστα από το Σκλήθρο: 
[...] Αμέσως έβγαλα από τον ντουρβά το κεφάλι του Βούλγαρου παπά Κώστα και του λέγω» [του Καραβαγγέλη] «Αυτός είναι;» Μόλις τον είδε «Τον άτιμον! Πώς χθες δεν μου το είπες;» Του είπα «Δε βαστάς από τη χαρά σου μυστικό και δι’ αυτό δεν σου το είπα». Του λέγω ότι «εάν πής σε κανέναν αυτά ξεύρε ότι θα σε σκοτώσω». Μου λέγει «Τώρα πάρ’ το κεφάλι και φύγε, μη μου βάλεις φωτιά στη Μητρόπολη». Ήτο πατριώτης αλλά ήτο και ολίγον δειλός. Επήρα το κεφάλι, κατέβηκα στη βάρκα και βγήκα εις το αμπέλι του Μιχαήλ Καϊτέρη. Εκεί το έθαψα και μετά από δυό μέρες το βγάλαν τα σκυλιά. Έγινε φασαρία στην Καστοριά πως βρήκαν ένα κεφάλι με γένεια».
 Aξίζει να σημειωθεί ότι ο Σπανός συμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα από το 1901 μέχρι το τέλος του 1904 [περίοδος κατά την οποία όπου επισήμως εμπλέκεται το ελληνικό κράτος, οργανώνει με στρατιωτική δομή τα ανταρτικά σώματα κλπ. Ο Ναούμ Σπανός ήρθε μάλλον σε σύγκρουση με τον Τσόντο Βάρδα και όταν από την Αθηνα του ζήτησαν να πάει υπό τις διαταγές του ο Σπανός απάντησε: 
«Κύριε Καλαποθάκη, δεν ημπορώ να γίνω γάιδαρος να σύρω καμήλες. Έγω είμαι άτι, κλωτσώ και πηδώ. ύστερα από τόσα χρόνια οπλαρχηγός να γίνω παλληκάρι του Βάρδα! [...] Αφού εστάθη αδύνατον να τους πείσω ή να με πείσουν, ηναγκάσθην να παραιτηθώ, άφησα τα παλληκάρια μου. Εν τω μεταξύ όμως ανέμενα με το σήμερον αύριον να με προσκαλέσουν. Δεν με προσεκάλεσαν όμως και έτσι παρητήθην και εφρόντισα δι’ εργασίαν και ηύρα αμέσως να εργασθώ, δια να ζήσω».
(από το βιβλίο «Ο Μακεδονικός Αγώνας –Απομνημονεύματα», ΙΜΧΑ 1984, "Αναμνήσεις Ναούμ Σπανού", σελ.361-362)
5. Χαρακτηριστική είναι η στάση του Γερμανού Καραβαγγέλη στην υπόθεση της άγριας σφαγής στη Ζαγορίτσανη (σημερινή Βασιλειάδα) στις 25.3.1905 από τους Έλληνες, αριθμού περισσότερων των εξήντα «βουλγαριζόντων/Εξαρχικών». Τον κατηγόρησαν ότι αυτό έγινε με δική του εντολή ως αντίποινα για τις προκλητικές, βάρβαρες και δολοφονικές επιθέσεις των Βουλγάρων στην περιοχή –πυρπολήσεις μοναστηριών (μονή Τσιριλόβου, μονή Ζηκόβιστας, μονή Σιληβένης) και της δολοφονίας των μοναχών και των ηγουμένων τους– στις αρχές του 1905. Στην Έκθεσή του, δυο χρόνια αργότερα, προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ (στις 24 Μαρτίου 1907) δείχνει την έντονη δυσφορία του για την αποτελεσματική προπαγάνδα, την συκοφαντική δράση «της βουλγαρικής πανουργίας» καθώς και για τις φρικτές και αλλοπρόσαλλες ενέργειες των Βουλγάρων ακόμα και για την …αχαριστία τους:
[...] Μόλις δε οι περισωθέντες [εννοεί από τον ίδιο και από τους Έλληνες] Βούλγαροι ιερείς και συν αυτοίς πολλοί τυχόντες της προστασίας της Μητροπόλεως επάτησαν το βουλγαρικόν έδαφος, σύμπας ο βουλγαρικός τύπος, η «Νοβόγια Βρέμια» της Πετρουπόλεως, οι «Τάϊμς «του Λονδίνου, ο «Τemps» των Παρισίων, η «Freie Presse» της Βιέννης και η άλλη στρατιά του προσηλυτισθέντος ευρωπαïκού τύπου διασαλπίζουσιν ότι παραλαβών πολυάριθμον στρατόν, περιφέρομαι ανά τα όρη της Κλεισούρας, πυρπολών χωρία, εξολοθρεύων, καταδιώκων, φονεύων Βουλγάρους! Ταύτα δε πάντα γέγονε, ίνα πληρωθεί το ρηθέν των πατέρων ημών ότι «τη αχαριστία έπεται η αναισχυντία» [...].
Προηγουμένως σημειώνει στην έκθεσή του τα εξής:
[…] Αρχομένου του 1905 έτους καίεται ολόκληρος η ιερά μονή Τσιριλόβου, μετ’ ολίγον η μονή Ζηκοβίστης, μετ’ ολίγον πυρπολείται η μονή Σιληβένης, φονεύονται οι μοναχοί, ο ογδοηκοντούτης ηγούμενος κατακερματίζεται και το στόμα αυτού επληρώθη εκ των ακαθαρσιών των καθαρμάτων [...]
Και καθώς εξιστορεί τα γεγονότα [«παρεκτροπήν»] της Ζαγορίτσανης καταφέρεται με αγανάκτηση στον αντίκτυπο που είχαν στη διεθνή κοινή γνώμη αυτά:
 […] Εν μια στιγμή εγένετο ανάστατος ο ευρωπαϊκός κόσμος, το γεγονός εξογκώθη κατά τον πλέον υπερβολικό τρόπον και σύμπας ο ευρωπαϊκός τύπος, ως εκ συμφώνου κραυγάζει υπέρ των βουλγάρων οίτινες ληστεύονται, πυρπολούνται, σφαγιάζονται. Χωρίς να επιδοκιμάσωμεν Παναγιώτατε, την αξιοκατάκριτον ταύτην παρεκτροπήν, δεν δυνάμεθα βεβαίως να αποκρύψωμεν και την απορίαν ημών, διά τίνα λόγον αι σφαγαί τόσων χιλιάδων ομογενών δεν εκίνησαν τόσον πάταγον, όσον αι σφαγαί ολίγων δεκάδων της Ζαγοριτσάνης, ας πάλιν αυτοί προυκάλεσαν δι’ επιτηδείου και κακούργου πολιτικής; [...]
6. Όπως και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, οι σύγχρονοί του Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ ο Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής και Κωνσταντίνος ο Ε΄, οι μητροπολίτες Αιμιλιανός Λαζαρίδης Γρεβενών, ο Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης υπήρξαν τέκτονες. Επίσης ο Παύλος Μελάς, ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο Καπετάν Τσόντος Βάρδας, ο -και επιστήθιος φίλος του Ίωνα- Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης ήσαν επίσης τέκτονες. Ο ίδιος ο Ίων Δραγούμης μυήθηκε στον τεκτονισμό κατά την παραμονή του στην Αλεξάνδρεια το 1905. Τον επόμενο χρόνο ζήτησε την διαγραφή του [στα ανέκδοτα ημερολόγιά του ειρωνεύεται κονιορτοποιώντας εν εκτάσει τις κοινοτοπίες της Ανάλυσης του Συντάγματος της Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδας]. Η αλήθεια όμως είναι ότι ποτέ δεν έπαψε όσο ζούσε να απευθύνεται ή να ζητά την συνδρομή των τεκτόνων για την προβολή-προώθηση των θέσεων και των απόψεών του.
(Τα στοιχεία από προσωπική έρευνα του αρθρογράφου και από το βιβλίο Συμβολή των τεκτόνων στην απελευθέρωση της Μακεδονίας του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου 1912-2012. Ερευνητική ομάδα της Στοάς «Μέγας Αλέξανδρος», Θεσαλονίκη 2012).
7. Ο Ίων Δραγούμης που θεωρεί τον Γ. Καραβαγγέλη σαν τον μόνο πατριώτη ανάμεσα στους μητροπολίτες, υποστηρίζει ότι «δεν ξέρει να εργάζεται αρκετά μυστικά και εκθέτει όλους». Ο Ναούμ Σπανός -όχι και πολύ ευσεβάστως- αναφέρει στα απομνημονεύματά του [...] «Τον Δεσπότην όμως εγνώριζα πως ήτο πολύ ένθερμος και δεν βαστούσε μυστικόν, τον είχα βγάλει δε παρατσούκλι Σαραφιέρα δηλ. ολίγον απρόσεκτον» [...]
8. […] Ο Αλέξης είδε τέλος τον δεσπότη, που ήθελε τόσο να δη. Ήταν ψηλός, στεκόταν όρθιος, και όταν περπατούσε ήταν σαν να πήγαινε να σώσει την ανθρωποσύνη τέτοια μάτια είχε που τραβούσαν και καθένας που τον έβλεπε του ερχόταν να τον ακολουθήσει. Ο Αλέξης ήθελε να μην τον ακούση να μιλά, γιατί δεν ήταν βέβαιος πως θα έλεγε λόγια σύμφωνα με τη μορφή του, μίλησε όμως και ήταν όμορφη η φωνή του και τα λόγια του έλεγαν στη φαντασία που είχε σαν να ξεμυστηρεύονταν. «Είναι τίποτα στον κόσμο που να μου είναι δύσκολο ή μήπως μοιάζω εκείνων που λέγουν κι δεν κάνουν;». Έτσι περιγράφει ο Ίων Δραγούμης την πρώτη εντύπωση του από τη συνάντησή τους με τον δεσπότη της Καστοριάς [...].
Από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη, «Εφταλού» όπου παρατίθεται αυτό το απόσπασμα από το «Μαρτύρων και ηρώων αίμα» του Ι. Δραγούμη.
Ο «Αλέξης» είναι η persona/το alter ego του Ι. Δραγούμη σε όλα του τα βιβλία. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι, μεγάλα αποσπάσματα -ίσως με μικρές αλλαγές- των ημερολογίων που συστηματικά κράτησε ο Ιων Δραγούμης από το 1895 μέχρι το 1920 (παραμονές της δολοφονίας του), χρησιμοποιήθηκαν από τον ίδιο μέσα στα βιβλία του όπως: στο "Μαρτύρων και Ηρώων αίμα", στο "Σταμάτημα", στο "Όσοι ζωντανοί" κλπ.
Αποσπάσματα από τα «ανέκδοτα φύλλα ημερολογίου» του Ίωνα Δραγούμη όπου αυτός αναφέρεται στον Γ. Καραβαγγέλη:
-Μου αρέσει το πυρ του ανδρός!-Μίλησα του Δεσπότη ήθελα να τον πείσω να κάμη τη δουλειά σαν και μένα. Και τα μικρότατα τα πιστεύω και τα μεταχειρίζομαι. Και όταν μιλούσα του Δεσπότη κατάλαβα πόσο μικρά ήταν και πως αυτός δεν τα πίστευε και φοβήθηκα.-Ο δεσπότης θέλει δουλειά που να φέρη αμέσως κάποιο αποτέλεσμα και για το Μακεδονικό ζήτημα. Εγώ θέλω δουλειά τέτοια που να προετοιμάζει τους ανθρώπους, να τους κάμη καλλίτερους και αυτή η δουλειά θα έχει κάποια επιρροή στα Μακεδονικά πράματα. -Φέρεται εις πάντων των χριστιανών τα στόματα ως ήρως και σωτήρ ο Μητροπολίτης Γερμανός.
Ωστόσο, ο Ίων Δραγούμης μετά το 1905 φαίνεται να «αποστασιοποιείται» από τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Υπάρχει βεβαίως η φυσική απομάκρυνση του ενός από τον άλλον (ο Δραγούμης διαπιστεύεται ως Πρόξενος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου) αλλά πιθανότατα ένα διαφορετικό πλέον ιδεολογικό και πνευματικό καταστάλαγμα συμβαίνει στον νεαρό άνδρα. Φυσικά και οι απόψεις του για τους τρόπους δράσης έχουν ριζικά αλλάξει. Ήδη μάλιστα το 1908 με την συμμετοχή του στην «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» το όραμα του για τον ελληνισμό αλλάζει. Εχθρός μέγας παραμένει μεν «ο Σλάβος» όμως η Οθωμανική κυριαρχία δεν φαντάζει πια σαν ζυγός αλλά σαν ευκαιρία... επικράτησης του μειονοτικού ελληνισμού μέσω της οικονομικής δύναμης. Η ελπίδα που έφερε, στα περισσότερα μέλη της οργάνωσης, η Επανάσταση των Νεοτούρκων θα αποδειχτεί ουτοπική Χίμαιρα που γρήγορα θα διαψευστεί. Αντίθετα, ο Καραβαγγέλης σε λίγο καιρό θα έχει πλέον εμπλακεί σε καινούργιο πόλεμο σύμφωνα μ’ αυτά που θα συναντήσει στην Αμάσεια. Από το 1916 και μέχρι την ημέρα του θανάτου του ο Ίων Δραγούμης θα ζει μονίμως εξόριστος και σε διωγμό από το Βενιζελικό καθεστώς. Ο Καραβαγγέλης συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση του Ποντιακού ελληνισμού στη Σαμψούντα όμως φημολογείται έντονα ότι έχει πια προσχωρήσει στο βενιζελικό στρατόπεδο. Δεν μου είναι γνωστή καμιά μεταξύ τους αλληλογραφία μετά το 1905 και καμιά καινούργια αναφορά του Δραγούμη στα ημερολόγιά του για τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Αρκετά δυσεξήγητη, περίεργη και σκοτεινή η εξέλιξη αυτής της σχέσης...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 1 Δεκεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 862

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ