18.12.16

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Με αφορμή το καλοκαίρι…



Για το καλοκαίρι θέλησα να γράψω, για την εποχή αυτή που ως πολύ πρόσφατα δεν ήταν από τις αγαπημένες μου. Γιατί γενικώς δεν τα πάω καλά με τη μεγάλη ζέστη, που ένιωθα πάντα πως περιόριζε τις δυνάμεις μου και μ’ εμπόδιζε να κάνω όσα είχα στον νου και στο πρόγραμμά μου.
Έτσι ήταν ώσπου, βαθιά γοητευμένη από το παραμύθι της κυρα-Καλής, που για κάθε μήνα του χρόνου είχε από έναν καλό λόγο να πει, και καθώς δασκάλα είμαι και δεν γίνεται άλλα να λέω στους μαθητές μου και άλλα να κάνω, άρχισα να βλέπω κυρίως τα θετικά κάθε εποχής. Οπότε, σιγά σιγά το καλοκαίρι έγινε για μένα η εποχή που με αναγκάζει να ξεφεύγω από το όποιο μου πρόγραμμα, να χαλαρώνω, να ξεκουράζομαι. Και, πιστέψτε με, αυτό, όσο μεγαλώνω, το χρειάζομαι όλο και περισσότερο…

Το καλοκαίρι, λοιπόν, είναι το θέμα μας και μου δίνεται η ευκαιρία να πω ότι, από όλους τους χαρακτηρισμούς κι όλα τα επίθετα που έχω ακούσει να το συνοδεύουν, μου έχει μείνει εκείνο το «υπέρμαχο καλοκαίρι»! Και σας εξομολογούμαι πως, μολονότι υπέρμαχος είναι αυτός που μάχεται για κάποιον τόπο, κάποιον θεσμό ή κάποια αξία, προσωπικά ποτέ δεν έμενα εδώ, αλλά τελείως αυθαίρετα θεωρούσα δεδομένο πως αυτό το κάτι για το οποίο μάχεται ο υπέρμαχος είναι και αξιόμαχο, αξίζει να μαχόμαστε γι’ αυτό το κάτι που άλλοτε είναι η ελευθερία, άλλοτε είναι μια ιδέα, άλλοτε η ίδια η Πατρίδα… Κι έπειτα προχωρούσα και, αυθαίρετα και πάλι, ταύτιζα τον υπέρμαχο με τον νικητή, ακριβώς όπως η υπέρμαχος στρατηγός, για παράδειγμα, δηλαδή η Παναγία μας δεν ήταν μόνο μαχήτρια, αλλά ήταν και νικήτρια. Γι’ αυτό και το «υπέρμαχο καλοκαίρι» θεωρούσα πάντα πως χαρακτηρίστηκε έτσι, γιατί είναι απαράμιλλο, ασυναγώνιστο κι αξεπέραστο, πως δεν έχει ταίρι. Μου το επιβεβαιώνουν, άθελά τους, κι οι μικροί μου μαθητές, που η πλειονότητά τους, απ’ όλες τις εποχές, το καλοκαίρι προτιμούν περισσότερο.

Κι έπειτα συναντήθηκα με έναν ακόμη χαρακτηρισμό του καλοκαιριού που μου προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και διαρκές. Τον συνάντησα στον τίτλο βιβλίου ενός μεγάλου όχι φιλέλληνα, αλλά «εραστή της Ελλάδας», όπως προτιμούσε ο ίδιος να τον αποκαλούν. Μιλώ για «Το Ελληνικό Καλοκαίρι» του Γάλλου συγγραφέα Ζακ Λακαριέρ, ενός σύγχρονου φιλοσόφουγνώστη της Ελλάδας που ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους συγγραφείς που εξυμνούν μονάχα την Αρχαία Ελλάδα με τα αληθινά σπουδαία επιτεύγματά της, ενώ αυτός κατανοεί τη σύγχρονη Ελλάδα, που αποτελεί αναμφίβολα κι αναντίρρητα συνέχεια της ένδοξης αρχαίας πατρίδας μας. Γιατί ο Ζακ Λακαριέρ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για δεκαετίες έζησε και ταξίδεψε απ’ άκρη σ’ άκρη εδώ στον τόπο μας, γνώρισε, βιώνοντάς την, την απλή καθημερινότητά μας κι αναγνώρισε τον σημαντικό ρόλο που έπαιζαν στη ζωή της Ελλάδας η Ορθοδοξία, η μυθολογία, οι ποιητές μας, η γλώσσα μας, τα δελφίνια, το κυπαρίσσι, το ζεϊμπέκικο, το γλυκό του κουταλιού που προσφερόταν σε κάθε ελληνικό σπίτι, είτε πλούσιο είτε φτωχικό…

«Το Ελληνικό Καλοκαίρι» τιτλοφόρησε όλη αυτήν την κατάθεση των αποδείξεων της συνέχειας της ελληνικότητας μέσα σε «μια καθημερινή Ελλάδα 4.000 ετών», όπως λέει χαρακτηριστικά στον υπότιτλο του βιβλίου του. Κι αν αναρωτηθούμε γιατί διάλεξε να βάλει μέσα στον τίτλο τη λέξη «καλοκαίρι», νομίζω πως εύκολα θα αποφασίσουμε πως το ‘κανε γιατί σαν ένα διαρκές καλοκαίρι ήταν η καθημερινότητα σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο, με την αρχοντιά των ανθρώπων, τις όμορφες γιορτές του και την πάντοτε διακριτική και πάντα παρούσα απλόχερη και πλούσια καλοσύνη κι αλληλεγγύη των Ελλήνων, πριν προκύψει ξαφνικά η πλαστή ευμάρεια που κράτησε περίπου τρεις δεκαετίες και τα άσχημα αποτελέσματά της ζούμε σήμερα, ονομάζοντάς τα «κρίση».

Γιατί δεν άργησε το εύκολο να μας αλλοιώσει και να μας κάνει άπληστους και πλεονέκτες και κυνηγούς του εύκολου κέρδους, που έγινε το ιδανικό των περισσότερων. Τότε ήταν που λατρεύτηκε το καλοκαίρι, όχι όμως σαν διακοπή μιας απαιτητικής καθημερινότητας, αλλά σαν μια συνέχεια ενός αέναου κι ατέλειωτου «καλοκαιριού», μια που σε κάποιους τομείς της καθημερινότητας των Ελλήνων είχαν αρχίσει να κυριαρχούν μια ανευθυνότητα –είχαμε γεμίσει με ανεύθυνους υπεύθυνους, με το μπαλάκι της ευθύνης να πηγαινοέρχεται μεταξύ πολλών και διαφόρων όταν προέκυπτε κάτι σοβαρό- και μια έλλειψη ευσυνειδησίας. Είχαμε φτάσει να δείχνουν γραφικοί όσοι εξακολουθούσαν να δουλεύουν απερίσπαστοι, μολονότι η αμοιβή τους θα ήταν ολόιδια ακόμη κι αν δε δούλευαν έτσι. Κι είχαμε ξεχάσει εντελώς πως η Πατρίδα πάντα σε αυτά τα παιδιά της στηρίζεται, πάντοτε εξαιτίας τέτοιων παιδιών της προχωρούσε μπροστά.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, καθιερώθηκαν και τα περίφημα διακοποδάνεια, τα δανεικά που έπαιρνε κάποιος που ήθελε να πάει διακοπές είτε μπορούσε είτε δεν μπορούσε. Το ζούσαμε όλοι αυτό και μάταια πολλές φορές προσπαθούσαμε να μαλακώνουμε την απογοήτευση των παιδιών που οι οικογένειές τους δεν τα κατάφερναν κι έλεγαν με φανερό το αίσθημα της μειονεξίας, όταν τα ρωτούσαμε πώς πέρασαν τις διακοπές τους:
-Εγώ, κυρία, δεν πήγα διακοπές, εννοώντας απλώς ότι δεν πήγαν στη θάλασσα.

Γιατί οι διακοπές είχαν γίνει –κι ίσως είναι ακόμα- απολύτως συνώνυμες με τη θάλασσα και προσωπικά, όσο μπόρεσα, εξηγούσα πάντα πως διακοπές δεν είναι μόνο η θάλασσα, αλλά είναι κάλλιστα και τα υπέροχα ελληνικά βουνά κι η δροσιά κάτω από το πυκνό φύλλωμα των βαθύσκιωτων δέντρων και τα δροσερά έως κρύα βράδια στα πανέμορφα βουνά μας, που τελευταία ανακτούν κάτι από την περιθωριοποιημένη τους αίγλη και γοητεία. Αλλά διακοπές είναι, προπαντός, η χαλάρωση από την απαιτητική καθημερινότητα. Είναι και η ανάγνωση των βιβλίων που δεν προφταίνουμε να διαβάσουμε όταν δουλεύουμε, είναι οι βόλτες δίπλα στη λίμνη μας, είναι και το ψάρεμα στην όχθη της, είναι κι οι ποδηλατάδες στον μικρό ή τον μεγάλο γύρο της Ορεστιάδας λίμνης μας, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και το κολύμπι στη λίμνη μας, αν αυτή παρουσίαζε μια καλύτερη εικόνα και αν είχαμε την υπεύθυνη πληροφόρηση πως, ναι, και βέβαια επιτρέπεται να κολυμπάνε τα παιδιά της Καστοριάς μες στα νερά της, γιατί ελέγχονται και έχουν αποδειχθεί τελείως ακίνδυνα.

Άρα, λοιπόν, καλοκαίρι σημαίνει ξεκούραση από την εντατική δουλειά με όποιον τρόπο προτιμούμε και μας ταιριάζει. Καλοκαίρι, με άλλα λόγια, θα πει και πως γίνεσαι κι εσύ ένας τζίτζικας. Περνάς τις διακοπές σου όπως αυτός ο τόσο παρεξηγημένος τζίτζικας του αισώπειου μύθου, γιατί το δικαιούσαι. Ναι, το δικαιούσαι, αφού δούλεψες με συνείδηση και ευθύνη και κουράστηκες προσφέροντας μέσω της δουλειάς σου, όποια κι αυτή είναι, τώρα το καλοκαίρι να ξεκουραστείς και να περάσεις τις διακοπές σου με χαλάρωση και με τραγούδι, μα πάντοτε ενδοσκοπώντας.

Γιατί το καλοκαίρι είναι εποχή απόδρασης απ’ όλα όσα σε κούρασαν τον χειμώνα∙ απ’ όλα εκτός από τον εαυτό σου. Από αυτόν δεν μπορείς και δεν ωφελεί να αποδράσεις, καθώς η κάθε ημέρα και όλος ο χρόνος που μας χαρίζεται μάς δίνεται για έναν και μόνο λόγο: περνώντας από την οδό της αυτογνωσίας, να παλέψουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Γιατί αυτός είναι και ο σκοπός της ζωής μας ολόκληρης: να γινόμαστε καθημερινά όλο και καλύτεροι, ωφελώντας έτσι και τον εαυτό μας και, προπαντός, αυτούς που ζουν γύρω μας…

Αφιερώνεται σε όλα τα Ελληνόπουλα, ιδιαιτέρως όμως σε αυτά που ανήκουν στα 3.000.000 των Ελλήνων που ζουν στο όριο της φτώχειας. Καλό καλοκαίρι!  Σ.Ε.Π.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Ιουλίου 2016, αρ. φύλλου 844
Φωτογραφία: Μαρίνα Κροντηρά «Εκείνο το καλοκαίρι» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ