28.4.14

ΑΝΑΣΤΑΣΗ Κ. ΠΗΧΙΩΝ: Γνήσιο και κίβδηλο


ΟΔΟΣ 16.1.2014 | 723

Η διάκριση μεταξύ τοῦ γνησίου καί κίβδηλου είναι αύ παλιά, ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἀρχαιότητος, ἀπό τότε δηλαδή πού ἄρχισαν νά κυκλοφορούν καί χρησιμοποιούνται νομίσματα στίς συναλλαγές. Ἀπό τότε ἔχουμε πληθώρα πληροφοριῶν γιά τήν κυκλοφορία πλαστῶν νομισμάτων καί ἡ διάκριση γίνονταν μόνο μεταξύ τῶν νομισμάτων πού κυκλοφοροῦσαν.

Εκτός ὅμως ἀπό τά κίβδηλα καί κάλπικα νομίσματα κυκλοφοροῦν σ᾽ὅλες τίς ἐποχές, μέ ἔξαρση στήν ἐποχή μας, ὄχι μόνον νομίσματα κάλπικα ἀλλά καί κάλπικες γνῶμες, ἀξἰες, ἰδέες, ἰδεολογίες, ἰδεοληψίες κ.λ.π. καθῶς καί διάφοροι μύθοι πού μέ τήν ἔντεχνο καί σκόπιμο, πολλές φορές, διάδοσή τους ὑπερκαλύπτουν τά ἀληθινά καί γνήσια γεγονότα. (Πάντοτε τό ψεύτικο καί κάλπικο ὑπερισχύει τοῦ γνησίου καί ἀληθινοῦ καί γίνεται εύκολώτερα πιστευτό τοῦ ἀληθινοῦ, γιατί ἐμφανίζεται λαμπρότερο, πολλές φορές περισσότερο ἐντυπωσιακό, πιό ὅμορφο, πιό κατανοητό καί πιό συμφέρον).


Ενας σύγχρονος κίβδηλος μύθος, εἶναι τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ἕνας χοντρομπαλάς γέρος, ντυνένος στά κόκκινα, μέ ἄσπρη γενιάδα, προερχόμενος ἀπό τόν Βορρά, ἀπό τήν Λαπωνία, πάνω σέ ἕνα ἔλκηθρο πού τό σέρνουν τάραντοι, παριστάνει τόν Ἅγιο Βασίλειο, ἀναφωνεῖ Χο,Χο,Χο, καί μοιράζει δῶρα σέ μεγάλους καί μικρούς. Τά δῶρα εἶναι κυρίως παιχνίδια, ροῦχα καί ἄλλα ὑλικά ἀγαθά. Ὅλα τά μέσα ἐνημέρωσης, ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά, προβάλουν καί διαφημίζουν τό ἔκτρωμα αὐτό τῆς φύσεως, γιά ἐμπορικούς καί μόνον λόγους, μέ ἀποτέλεσμα οἱ νεώτεροι, τά παιδιά καί τά ἐγγόνια μας νἀ μήν ἔχουν ἰδέα γιά τόν πραγματικό καί ἀληθινό Ἅγιο Βασίλειο.

O Ἅγιος Βασίλειος εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἱεράρχες πού ἀνέδειξε ἡ Ὀρθοδοξία, ἕνας ἀπό τούς τρεῖς (μαζί με τόν Γρήγόριο τόν Ναζιανζηνό τόν Θεολόγο καί τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο) μεγίστους Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, τόν ὁποῖον τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνακήρυξε Μέγαν. Γεννήθηκε στήν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου τό 329. Οἱ γονεῖς του ἤταν εὐκατάστατοι καί ἔτσι μπόρεσαν καί τοῦ ἔδωσαν ἄρτια μόρφωση. Τά πρώτα γράμματα τά ἔμαθε στό σπίτι του καί στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἔλαβε τήν ἐγκύκλιο μέρφωση. Γιά ἀνώτερες σπουδές πήγε στήν ἀρχή στήν Κωνσταντινούπολη καί μετά στήν Ἀθήνα πού ἤταν τό κέντρο τῆς φιλοσοφίας. Στήν Ἀθήνα ὁ Ἅγ. Βασίλειος διδάχθηκε Διαλεκτική (Φιλοσοφία), Γραμματική, Ρητορική, Ἀριθμητική, Γεωμετρία, Ἀστρονομία, Μουσική καί Ἰατρική. Ἔτσι ἀπέκτησε μιά πλήρη ἐγκυκλοπαιδική μόρφωση. Εἶχε συμμαθητές του τόν ἀδελφικό του φίλο Γρηγόριο (τόν Θεολόγο) καί τόν ἰουλιανό τόν μετέπειτα Αὐτοκράτορα, τόν παραβάτη. Μέ τήν ἐπάνοδό του στήν Καππαδοκία ἀσχολήθηκε γιά μικρό χρονικό διάστημα μέ τήν Ρητορική, ἀλλά πνεῦμα ἀνήσυχο καί ἀναζητῶντας τό τέλειο, τήν πνευματική του ἠρεμία καί τήν ἀλήθεια, ταξίδευσε στήν Ἀλεξάνδρεια γιά νά γνωρίσει, ἀπό κοντά, τούς μοναχούς τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης. Ἀργότερα γνώρισε καί ἔζησε γιά λίγο μαζί τους, τούς μοναχούς τῆς Μικράς Ἀσίας τους ὀνομαζόμενους Εὐσταθιανούς. Μετά ὡς ἐπίσκοπος πλέον συνέταξε τόν κανονισμό τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιαιυτό οἱ Ρωμαιοκαθολική ὀνομάζουν τούς δικούς μας μοναχούς Βασιλειανούς.

Μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐσέβιου, τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας, ὁ Ἅγιος Βασίλειος κλήθηκε ἀπό τόν λαό νά ποιμάνει αὐτός τήν ἐπισκοπή της. Ὡς ἐπίσκοπος Καισαρείας ἐπέδειξε τεράστια δράση ὡς ἄριστος θεολόγος, ποιμένας καί κοινωνικός λειτουργός. Πιστός καί ἀνένδοτος ὀρθόδοξος ἱεράρχης, ἀκλόνητος στύλος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπόρθητος βράχος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντέκρουσε ὄχι μόνον τίς κακοδοξίες τῶν αἰρετικῶν στήν εὐρύτερη περιφέρεια τῆς Καππαδοκίας ἀλλά σ᾽ὅλην τήν Ἀνατολή (ἤταν ἡ περίοδος τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων), ἀλλά καί κατόπιν κατά τήν δευτέρα Οἰκουμενική σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐπρόκειτο νά διατυπωθεῖ τό δόγμα περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλοι περίμεναν νά ἐκφράσει τήν γνώμη του ὁ Ἅγιος Βασίλειος (τόσο μεγάλο ἤταν τό κύρος του στήν Ἐκκλησία), ἀκόμη καί ὁ ἕτερος τῶν Καππαδόκων πατέρων, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος μάλιστα προήδρευε τῆς συνόδου ὡς Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού ἤταν τήν περίοδο ἐκείνη, καί διατύπωσαν τό Δόγμα ὅπως εἶναι διατυπωμένο στό Σύμβολο τῆς Πίστεως μόνον ὅταν ἐκφράσθηκε καί εἶπε τήν γνώμη του ὁ Ἅγ. Βασίλειος.
Ὅταν βαπτίσθηκε χριστιανός καί προτοῦ χειροτονηθεῖ πρεσβύτερος διέθεσε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς μεγάλης περιουσίας του στους φτωχούς καί την Ἐκκλησία ἀκολουθῶντας τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τόν νεανίσκο: ¨ Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς, καί αἔξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῶ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Λουκ. 18, 22) καί ἐκτοτε ἔζησε τήν ὑπόλοιπη ζωή του ὡς ἀσκητής.

Ως ἐπίσκοπος καί ποιμένας ἀφιέρωσε τό εἶναι του στήν, μέ κάθε τρόπο, βοήθεια καί ἀνακούφηση τοῦ ποιμνίου του. Ἔτσι ἔργο τῆς ζωῆς του ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση τοῦ κοινωνικοῦ, φιλανθρωπικοῦ ἱδρύματος τῆς ¨Βασιλειάδας¨. Ἡ Βασιλειάδα ὑπῆρξε ἕνας πρότυπος οἴκος γιά τήν φροντίδα τῶν ξένων, τήν ἰατρική περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καί τήν ἐπαγγελματική κατάρτιση τῶν ἀνειδικεύτων. Προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του δωρεάν καί τό προσωπικό ἤταν καθ᾽ὁλοκληρίαν ἐθελοντικό. Εἶναι ἀξιοθαύμαστο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη ( 4ος αίῶνας μ.Χ. ) τό ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐμπνεύστηκε καί λειτούργησε ἕνα τέτοιο ἵδρυμα τό ὁποῖο ἀποτέλεσε καἰ ἀποτελεῖ ἀκόμη πρότυπο ἀνάλογων ἱδρυμάτων. Ἐκτός τοῦ ποιμαντικοῦ, κοινωνικοῦ του ἔργου ὁ Ἅγ. Βασίλειος συνέγραψε πληθώρα ἔργων δογματικῶν, νομοκανονικῶν, ἀσκητικῶν καί τούς κανόνες τοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἤταν ἀπό τούς πρώτους μύστες τῆς Ἐκκλησίας· στό συγγραφικό του ἔργο κάνει διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μεταξύ τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ὅπως γράφει δέ ὁ ἀδελφικός του φίλος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔτυχε τοῦ μεγάλου προνομίου νά γευθεῖ κατά τήν ἐπίγειο ζωή του τήν μέθεξη τοῦ ἀκτίστου φωτός τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος προσευχόταν στό ἐρημητήριό του στόν ποταμό Ἴρι ὅλο τό ἑρημητήριο κατευγάζονταν ἀπό τό ὑπερφυσικό φώς τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Κοιμήθηκε τό 379 μ.Χ σέ ἠλικία 50 ἐτῶν. Ἡ Ὀρθοδοξος Ἐκκλησία τιμάει τήν μνήμη του τήν 1η Ἰανουαρίου ἑκάστου ἔτους. Αὐτήν λοιπόν τήν ἀνυπέρβλητη μορφή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἕναν γνήσιο καί αὐθεντικό Ἅγιο, μιά ἀσκητική μορφή ( ὅπως εἰκονίζεται ) πού τόν γιορτάζαμε κάθε χρόνο καἴ τόν εἴχαμε πρότυπο ζωῆς, τόν ἀντικαταστήσαμε μέ τόν χοντρομπαλά τοῦ Βορρά.

Ενας ἄλλος ψεύτικος μύθος ἤ ἀφήγημα, ὅπως εἶναι τῆς μόδας νά λέγεται σήμερα, εἶναι τό λεγόμενο ¨Πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων¨. Ξενόφερτο καί αὐτό ἀπό τήν Δύση, μᾶς προτρέπει νά γιορτάσουμε τίς ἅγιες ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων καί γενικότερα ὅλου τοῦ Δωδεκαημέρου μέ ἀγορές καί ψώνια είδῶν πολυτελείας, χορούς καί γλέντια ἤ ταξείδια στό ἐσωτερικό ἤ ἐξωτερικό τῆς χώρας. Τά Χριστούγεννα, ἡ δεύτερη μετά τό Πάσχα γιορτή τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, θεσπίσθηκε νά ἑορτάζεται γιά νά τιμάται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἅγίας Τριάδος, τό κοσμοϊστορικό αὐτό γεγονός, ἡ μεγάλη τομή στόν ροῦν τῆς Ἱστορίας τοῦ Κόσμου, τό ὑπέρτατο θαῦμα τῆς θείας συγκαταβάσεως καί ἀπείρου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τό δημιούργημά του, τόν Ἄνθρωπο, ὥστε ὡς ἐλεύθερος κάθε συμβατικότητος προσωπικός Θεός νά ἑπερβεῖ καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς Του, νά προσλάβει καί τό φθαρτό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, νἀ ἐνσαρκωθεῖ, καί νά ἔχει ταυτοχρόνως καί τίς δύο φύσεις, τήν Θείαν καί ἀνθρωπίνην, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί άχωρίστως, ὅπως ἐδογμἀτισαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

O Χριστός μέ τήν ἐνσάρκωσή του κατήργησε τό μεσότειχο Θεοῦ καί ἀνθρώπου, καθαγίασε τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τήν κτίση γενικότερα, καί ἔδωσε ἔτσι στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα τῆς κατά χάριν θεώσεώς του καί κληρονομίας τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι γιορτή ξεφαντώματος, ὅπως τὀ Πάσχα, ἀλλά γιορτή περισυλλογῆς, αὐτογνωσίας, αὐτοσυνειδησίας, αὐτοελἐγχου τῶν πράξεων τοῦ παρελθόντος, μετάνοιας. Αύτό εἶναι τό γνήσιο καί ἀληθινό νόημα ἤ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων. Καί στἰς δύο αὐτές γιορτές τά παιδιά λέγανε τά κάλαντα τήν παραμονή τῆς γιορτῆς. Γυρνούσαν, μεμονωμένα ἤ σέ παρέες, ἀπό σπίτι σέ σπίτι καί τήν μέν παραμονή τῶν Χριστουγέννων ἔλεγαν σέ κάθε σπίτι διαφορετικά λόγια, ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ νυκοκύρη (ἄν εἶχε ξενιτεμένο, κόρη γιά παντρειά, μικρό παιδί κ.λ.π.), ὅλα μέ κοινωνικό συμβολισμό, τελείως διαφορετικά άπό τά σύγχρονα ξένα τραγούδια τῶν Χριστουγέννων πού μᾶς βομβαρδίζουν συνεχῶς τίς ἅγιες ἡμέρες τό ραδιόφωνο καί ἡ τηλεόραση (τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει μ᾽ἐμᾶς τό ἔλατο, τό τζίνγκλ μπέλ κ.τ.λ.), τήν δέ Πρωτοχρονιά τά κάλαντα ἀναφέρονταν στόν Ἅγιο Βασίλειο, ὡς πρότυπο πρός μίμηση, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἀπό τήν Καισαρεία καί κρατάει ¨πέννα καί χαρτί, χαρτί καί καλαμάρι¨ προτρέποντας τούς άνθρώπους νά μάθουν ¨γράμματα τοῦ Θεοῦ τά πράγματα¨, πραγματικά δώρα τοῦ Θεοῦ.  Τό ἴδιο καί τό στόλισμα τῶν πόλεων καί σπιτιῶν μέ ἔλατα φωταγωγημένα μέ λαμπιόνια εἶναι ξένο ἔθιμο φερμένο ἀπό τήν Δύση καί τοῦ Βορρά, ἀπό τούς Δρυϊδες πού λάτρευαν τά δένφρα.

Στήν Καστοριά κλείνουμε τίς γιορτές τοῦ Δωδεκαημέρου μέ τά Καρναβάλια τίς ἡμέρες τῶν Φώτων, τοῦ Αϊγιαννοῦ καί τήν ἑπομένη πού καλοῦμε Πατερίτσα. Εἶναι ἕνα ἔθιμο πανάρχαιο τό ὁποῖο τηρεῖται μόνον στήν Καστοριά τίς ἡμέρες αὐτές· στά χωριά τῆς περοχῆς γιορτάζουν τά Καρναβάλια τήν Πρωτοχρονιά, στά ἄλλα δέ μέρη τῆς Ἕλλάδος τίς Ἀπόκρεω. Τά Καρναβάλια ἔλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό πανάρχαιες γιορτές τῶν Βαβυλωνίων τά Σάκια, τῶν Ἑλλήνων τά Κρόνεια καί τά Διονύσια, καί τά Ρωμαϊκά Saturnalia, πού ἤταν ἀντιγραφή τῶν Κρονείων -ἐπί τό βαρβαρικότερο- καθ᾽ὅσον τὁν θεό Κρόνο οἱ Ρωμαῖοι τόν ὀνόμαζαν Saturn. Ἡ όνομασία Καρναβάλια προέρχεται ἀπό τὀ λατινικό carne levamen πού σημαίνει ἀποχή ἀπό κρέας. Οἱ γιορτές αὐτές εἴχαν πάντοτε ἕναν ὀργιαστικό χαρακτῆρα. Στήν ἄπω ἀρχαιότητα τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ἤ τῶν ἡμερῶν αὐτής, γίνονταν ἕνα λύσιμο τῆς καθιερωμένης τάξης, ἕνα ἀναποδογύρισμα τῆς κοινωνικῆς τάξης. Οἱ δούλοι γίνονταν ἀφέντες καί τούς ἐπιτρέπονταν νά κάνουν ὅ,τι θέλουν οἱ δέ ἀφέντες καί κύριοί τους τούς ὑπηρετούσαν. Ἀργότερα στήν λατρεία τοῦ Διονύσου ἔχουμε τήν ὀργιαστική λατρεία μέ τίς Βάκχες καί τίς μαινάδες, πού τήν περιγράφει παραστατικότατα ὁ Εὐριπίδης στήν τραγωδία του ¨Βάκχες¨.

Ὁ Χριστιανισμός δέν κατόρθωσε νά ἐξαλείψει πλήρως τίς γιορτές αὐτές μέ τίς ἀκραῖες, πολλές φορές συμπεριφορές, τίς προσέδωσε ὅμως ἡπιώτερη μορφή. Μέχρι σήμερα ὅμως διατηροῦνται πολλά στοιχεῖα ἀπό τά Διονυσιακά δρώμενα. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ἡ χρήσις τῆς μάσκας. Ἡ Διονυσιακή μάσκα διατηρήθηκε στά καρναβαλικά ἔθιμα ἀπό τήν ἀρχαιότητα, στούς Μέσους Χρόνους καί μέχρι σήμερα. Ἐπίσης ἡ μεταμφίεσης τῶν ἀνδρῶν σέ γυναῖκες καί ἀντιστρόφως, ἤ ἡ χρήσις μάσκας καί δέρματος ζώου στήν μεταμφίεση εἶναι Διονυσιακά στοιχεῖα. Διατηροῦνται μέχρι σήμερα πολλά ὀργιαστικά στοιχεῖα, χοροί, τραγούδια, σκωπτικά ἄσματα κ.τ.τ.

Τά Καστοριανά καρναβάλια εἴχαν ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα. Ἤταν στήν ούσία ὀργιαστικά καί περιείχαν, σκωπτικά ἄσματα, λαϊκή μουσική καί τραγούδια μέ λαϊκά ὄργανα, χορούς, καί μεταμφιέσεις ἁπλές καί ἀνεπίτηδευτες, περιείχαν ἕναν αὐθορμητιαμό, ἤταν μέ μιά λέξη αὐθεντικά. Οἱ καρναβαλιστές συμμετείχαν στά δρώμενα ἐπειδή ἤθελαν νά ξεδώσουν, νά γλεντήσουν, νά τό ρίξουν ἔξω, γιατί τό ζητοῦσε ἡ καρδούλα τους καί ὄχι γιά νά πάρουν βραβεῖο. Ἤταν ἕνα ξέσπασμα τῆς ψυχῆς ἕνα ξεφάντωμα, μιά ἀπελευθέρωση ἀπ᾽ὅλες τῖς συμβατικότητες τῆς ζωῆς τῶν ὑπολοίπων ἡμερῶν τοῦ χρόνου. Γιαυτό καί ἤταν παλαϊκά.

Αὐτά τά αὐθεντικά καί γνήσια Καστοριανά καρναβάλια, δέν ξέρω ποιός ξύπνιος ἄνθρωπος πρότεινε καί ποιός ὑλοποίησε τήν φαεινή ἰδέα καί τά ἀλλοίωσαν σάν τά μούτρα τους, ὅπως λέει ὁ σοφός λαός. Μετονόμασαν τά Καρναβάλια σέ Ραγκουτσάρια, λέξη πού δεν μπόρεσα νᾶ βρῶ σέ κανένα λεξικό. Κάπου διάβασα ὅτι οἱ ἐμπνευστές τῆς μετονομασίας λένε ὅτι προέρχεται ἀπό τήν λέξη regatores πού σημαίνει ζητιάνοι. Μετέτρεψαν ἔτσι τούς Καστοριανούς σέ ζητιάνους καί τά Καρναβάλια σέ ζητιανιά. Ἀπεμπόλησαν τό αὐθόρμητο ξέσπασμα τοῦ γλεντιοῦ καί τό μετέτρεψαν σέ ὀργανωμένες παρελάσεις ᾶπό παρέες ὁμοιόμορφα ντυμένες, κατευθυνόμενες, μέ ξένη πρός τήν Καστοριά μουσική χάλκινων ὀργάνων καί τά λοιπά ἔκτροπα, πού ὅλοι τά γνωρίζουμε. Ἄν νομίζουν οἱ ταγοί τῆς πόλης μας ὅτι αὐτά εἶναι γνήσια καί αὐθεντικά Καστοριανά Καρναβάλια, θά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ ὅτι δέν ξέρουν τί τούς γίνεται.

Μᾶς διακρίνει, τούς Ἕλληνες ἡ ξενομανία, ὁ μιμητισμός, τό πιθηκίζειν ὅπως θά ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι. Ἐνῶ ἔχουμε ἀξίες ἀνεπανάληπτες πού καθόρισαν τόν Δυτικό πολιτισμό, καί ἤθη καί ἔθιμα ἀνυπέρβλητα, βρίσκουμε καί ἀκολουθοῦμε ξένες πρός τήν νοοτροπία μας ἀξίες, ἤθη καί ἔθιμα, θέλοντας ἔτσι νά δείξουμε ὅτι εἴμαστε δῆθεν πολιτισμένοι καί ἐξευρωπαϊσμένοι.

Mέ τόν τρόπο αὐτό χάνουμε τήν ἰδιοπροσωπία μας ὡς Ἕλληνες, ἀπεμπολοῦμε τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς φυλῆς μας, μέ ὅλα τά προτερήματα καί ἐλαττώματα της καί ὅπως θά ἔλεγε ὁ ποιητής, ἀνεπαισθήτως ἀφελληνιζόμαστε.Ὑπάρχει ἐκτός τῶν κάλπικων ἰδεῶν, ἰδεοληψιῶν κ.λ.π. καί ὁ κάλπικος λόγος. Εἶναι ὁ λόγος πού ἐκφέρουν οἱ πολιτικοί μας κατά τήν προεκλογική τους ἐκστρατεία, ἀλλά καί μετά, ὑποσχόμενοι τά πάντα ἐν γνώσει τους ὅτι αύτά πού ὑπόσχωνται δέν πρόκειται νά ὑλοποιηθοῦν ποτέ. Τό κακό εἶναι ὅτι γίνονται πιστευτοί καί τούς ψηφίζει ὁ λαός. Ἐπιρρωννύεται δυστυχῶς ἡ ἄποψη ὅτι το κίβδηλο ὑπερισχύει τοῦ γνησίου.



Βοηθήματα :
1. Ἐγκυκλοπαιδικό λεξικό Ἐλευθερουδάκη.
2. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου: Ἡ Ζωή ἐνός Μεγάλου. Βασίλειος Καισαρείας., Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας.
3. Παναγῆ Λεκατσά: Ἡ Καταγωγή τῶν Θεσμῶν, Ἐθίμων καί Δοξασιῶν. Ἐκδόσεις: ¨Βιβλίο Νεοελληνικοῦ Λόγου¨, Ἀθήνα 1951.
4. Walter F. Otto: Διόνυσος, Μύθος καί Λατρεία. Μετάφραση Θεόδωρος Λουπασάκης. Ἐκδόσεις τοῦ Είκοστοῦ Πρώτου.
5. Sir James George Frazer: The Golden Bough.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Ιανουαρίου 2014, αρ. φύλλου 723



Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ