13.2.19

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: «Άναμμα χριστουγεννιάτικου δέντρου με gluhwein»



ΠΡΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΑΣ


«[…] Κάτι παρόμοιο γίνεται και σήμερα στον τόπο μας. Εμείς όμως δε θα χύσουμε το λίγο νερό που είναι ακόμα φυλαγμένο μέσα στη στέρνα της παράδοσης. Μα θα πίνουμε απ΄ αυτό το καλό νερό και θα καλούμε να πιούνε κι οι άλλοι Έλληνες, που τους ξεραίνει ο λίβας της ξενομανίας. Να πιούνε και να δροσιστούνε από το νερό που βγαίνει από την πέτρα, από το καλό και τ΄αθάνατο νερό μας, από το "ύδωρ το ζων"» 

Τα παραπάνω λόγια του Φώτη Κόντογλου από το σπουδαίο «Ευλογημένο Καταφύγιο» τριγυρνάνε μες στο κεφάλι μου από την ώρα που ήρθα σ’ επαφή με την ξένη λέξη του υπότιτλου, που προέρχεται από αφίσα τοπικού συλλόγου με το πρόγραμμα των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεών του. Στην αρχή μπήκα στον πειρασμό να ψάξω να βρω τι ακριβώς σημαίνει. Γρήγορα εγκατέλειψα την ιδέα. Δεν είχα κανέναν λόγο να το κάνω. Ένα ήταν το σημαντικότερο όλων: τι δουλειά είχε το gluhwein, ό,τι κι αν είναι αυτό, μέσα στα δικά μας χριστουγεννιάτικα δρώμενα.

Παρόμοια νιώσαμε κάποιοι που θεωρούμε την Παράδοσή μας ιερή και πολύτιμη πριν από κάποια χρόνια με τα marzipan. Τότε τα χριστουγεννιάτικα δρώμενα τα διοργάνωνε η Τοπική Κοινότητα με επικεφαλής τον πρόεδρό της. Είχαμε απορέσει και πάλι οι «γραφικοί» της υπόθεσης με τα marzipan κι είχαμε καταλήξει πως, ναι, πεντανόστιμα είναι τα ευλογημένα, μπορούν να τα απολαμβάνουν οι λάτρεις της γεύσης τους σε διάφορες ξεχωριστές και μη στιγμές, αλλά γιατί να γίνουν μέρος ενός εθίμου, γιατί να καθιερωθούν μέσα στα Ελληνικά Χριστούγεννα;

Είχαμε, λοιπόν, τότε τα marzipan, αλλά δεν είχαμε κρίση. Το χρήμα έρεε και κανέναν δεν απασχολούσε το γεγονός πως τα εισάγαμε τα συγκεκριμένα γλυκίσματα και, άρα, επιβαρύναμε την Πατρίδα μας όχι μόνο οικονομικά, με την εισαγωγή των γλυκών αυτών, αλλά κυρίως με τη νοοτροπία μας και την ξενομανία μας. Και μπορεί η διαφήμιση εκείνης της εποχής με τον Έλληνα (τον ενσάρκωνε με μεγάλη επιτυχία ο ηθοποιός Νίκος Παπαναστασίου) που καθετί που φορούσε και επεδείκνυε ήταν εισαγωγής και το ‘λεγε με πολύ καμάρι να έκανε εμάς τους τηλεθεατές να γελάμε κι όχι να προβληματιζόμαστε, όπως ήταν ο στόχος της, αλλά φαίνεται πως η ξενομανία μας ήταν ανίκητη, αφού ακόμα και τώρα, σε εποχή κρίσης, το μυαλό μας δεν αλλάζει κι επιμένουμε ξενικά…

Το θέμα, ξαναλέμε, δεν είναι οικονομικό. Είναι προπαντός θέμα νοοτροπίας. Είναι η αγιάτρευτη τάση του Έλληνα να ξετρελαίνεται με τα των άλλων, ό,τι κι αν είναι αυτά, και να τα οικειοποιείται τελείως άκριτα κι αβασάνιστα. Και πώς έτυχε!...

Πώς έτυχε να διαβάζω ακριβώς αυτές τις μέρες για την επίσκεψη του διάσημου Καταλανού μάγειρα, με συγχωρείτε, σεφ ήθελα να πω, αλλά προτίμησα να το πω στα ελληνικά, και ας είναι πιο εντυπωσιακός και περισσότερο της μόδας ο ξένος όρος. Ήρθε, λοιπόν, στην Ελλάδα ο «αλχημιστής της κουζίνας και πρωτοπόρος της μαγειρικής τέχνης», και, έχοντας πάρει μια γεύση από την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα, ακούστε τι είπε: «Διαβάζω Ιστορία, αναζητώ την προέλευση, τις ρίζες. Σκαλίζω στο παρελθόν για να βρω τους σπόρους του μέλλοντος».

Το διάβασα στην εφημερίδα σαν μεταφορά και σαν κάτι γενικό. Σαν να μην αναφερόταν μονάχα στη μαγειρική, αλλά στη ζωή γενικά. Μου άρεσε τόσο αυτή του η κουβέντα που θα ‘θελα πολύ να την απευθύνω στους κάθε λογής υπεύθυνους για τα πολιτιστικά άρχοντές μας, σε κάθε μέλος Δ.Σ. συλλόγων, που, από το άγχος τους να παρουσιάσουν έργο, υιοθετούν κάθε ιδέα που τους φαίνεται εντυπωσιακή. Δίχως να νοιάζονται για το αν έχει σχέση με την Παράδοσή μας και με τον τόπο μας. Οτιδήποτε τους φαίνεται ωραίο πραγματοποιείται χωρίς δεύτερη σκέψη. Και ναι μεν η Παράδοση εξελίσσεται και δε μένει στάσιμη, αλλά δεν μπορεί να «εμπλουτίζεται» με ό,τι ξεκάρφωτο κι απ’ οπουδήποτε φερμένο μας φαίνεται ωραίο.

Σε «πεντανόστιμα, υγιεινά κι οικονομικά στην παρασκευή τους γλυκά, που παραμένουν παραμελημένα, αδικημένες υπερτροφές της Παράδοσης που δεν μπορούν να βρουν τη θέση τους σήμερα» αναφέρεται η Γιούλη Επτακοίλη της Καθημερινής, που επιμένει να προβάλλει την ουσία κι όχι την εντύπωση. Κι εγώ τολμώ να πω «υπερτροφές» και άλλα στοιχεία της Παράδοσής μας, που δεν τρώγονται, αλλά χορταίνουν όποιον διψά για το βάθος των πραγμάτων και δεν παρασύρεται από την επιφάνεια και ό,τι ρηχό επιπλέει.

Κάπως έτσι δεν έγινε και φορτωθήκαμε την ονομασία «Ραγκουτσάρια» και φτάσαμε φέτος να διαβάσουμε και για «Προραγκουτσαρίσιο Αντάμωμα», Θεός φυλάξοι; Και τι άλλο θα ακούσουμε ακόμα, άραγε;

Κακά τα ψέματα δε μας έφερε ως εδώ μόνο η ξενομανία μας. Υπάρχουν και άλλοι δύο λόγοι που κατρακυλάμε συνεχώς πιο κάτω. Ο ένας είναι πως για πολλά χρόνια αρκούμασταν στον τύπο κι αδιαφορούσαμε πλήρως για την ουσία των εθίμων μας. Κοιτάζαμε, δηλαδή, μονάχα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους και δε μας ένοιαζε καθόλου το γιατί οι παλιότεροι το έκαναν έτσι κι όχι αλλιώς (το «γιατί» κι όχι το «τι» φανερώνει την ψυχή που είχε ο λαός μας κάποτε). Έτσι φτάσαμε να γίνουν τα έθιμά μας φολκλορικό θέαμα, που λάτρευαν να βλέπουν, να χαζεύουν οι τουρίστες. Ε, κι αφού άρεσαν στους τουρίστες, τι άλλο να μας απασχολήσει; Στο κάτω κάτω θεοί και δαίμονες έχουν βάλει τα δυνατά τους τα τελευταία χρόνια και τα έχουν καταφέρει να μας πείσουν ότι ο τουρισμός είναι το άλφα και το ωμέγα για τον τόπο μας. Ο τουρισμός και το χρήμα που φέρνει στον τόπο που αυτοί επισκέπτονται. Οπότε όλα τα άλλα λεπτομέρειες είναι, που δεν έχουν καμία, μα καμία σημασία…

Ο δεύτερος λόγος που κατρακυλάμε ολοένα και χαμηλότερα είναι πως ο σημερινός Έλληνας κυνηγάει ανελέητα την εντύπωση. Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, είσαι αυτό που φαίνεσαι κι όχι αυτό που στην πραγματικότητα είσαι. Ας ψαχτούμε όλοι μας να δούμε τι από αυτά που κάνουμε οι ίδιοι το κάνουμε για άλλον λόγο παρά για να κλέψουμε τις εντυπώσεις, όσο περισσότερες εντυπώσεις γίνεται. Σήμερα στην Ελλάδα ενδιαφερόμαστε αποκλειστικά για το φαίνεσθαι, καθόλου για το είναι. Οπότε, από αυτή την άποψη όλα όσα εντυπωσιάζουν θεωρούνται πετυχημένα: και το gluhwein και τα marzipan. Και κάτι περισσότερο: όσο λιγότερο κατανοητές οι λέξεις τόσο εντυπωσιακότερες, αυτό είναι τσεκαρισμένο. Όσο για τη σχέση τους με τα δικά μας, τα αληθινά δικά μας, δε βαριέσαι… Ποιος νοιάζεται… Κι ακόμη –κι αυτό είναι το χειρότερο- ποιος νοιάζεται για τα Ελληνάκια, που, όταν μεγαλώσουν, θα επικαλούνται σαν παράδοση τα ξενόφερτα που εμείς οι σημερινοί υιοθετούμε και λανσάρουμε, γιατί αυτά βιώνουν τώρα που είναι παιδιά και δικά μας τα θεωρούν, όπως είναι τελείως φυσικό για τα ίδια, μα τελείως αφύσικο για μας τους μεγάλους…

Ήθελα, λοιπόν, να κλείσω με κάτι που συνηθίζω να λέω: πως μοιάζουμε με τους πρωτόγονους που τους ξεγέλασαν με τιποτένια μπιχλιμπίδια και καθρεφτάκια και τους πήραν τους θησαυρούς τους. Όμως, παραθέτω αυτούσια τα λόγια μιας απλής συγχωριανής μας, της κ. Τάσας Αντωνίου, που είχαμε ηχογραφήσει πριν από αρκετά χρόνια:

«Έπεσαν και τα μαυροβινά κάλαντα θύματα της εξέλιξης. Σαν τα παλιά αντικείμενα αξίας, κάτι μπρούτζινα κηροπήγια, κάτι κούπες κρυστάλλινες, τα ποτήρια τα σγουρά με τα οποία κερνούσαμε το γλυκό του κουταλιού, παλιές εικόνες που είχαν ξεθωριάσει, λάμπες μπρούτζινες… Τα δίναμε στους γυρολόγους και παίρναμε καινούρια πράγματα. Σπάσιμο θέλει το κεφάλι μας. Εδώ και αρκετά χρόνια το έχω καταλάβει βέβαια. Και το ‘χω μετανιώσει πικρά...».

Για το τέλος πιανόμαστε από τη λέξη «μετανιώνω», λέγοντας πως σημαίνει απλώς «αλλάζω τρόπο σκέψης». Όχι, βέβαια, πως είναι απλό κάτι τέτοιο, αλλά σίγουρα, αν δε μας συμβεί αυτό, ή ακριβέστερα, αν δεν το κάνουμε αυτό, αν δεν αλλάξουμε μυαλά, το μέλλον αυτού του τόπου δε διαγράφεται φωτεινό. Γιατί δεν πρέπει να ξεχάσουμε ούτε λεπτό τη σοφή κουβέντα: «Διαβάζω Ιστορία, αναζητώ την προέλευση, τις ρίζες. Σκαλίζω στο παρελθόν για να βρω τους σπόρους του μέλλοντος». Εκτός κι αν δε δίνουμε δεκάρα να βρούμε αυτούς τους σπόρους του μέλλοντος που τόσο πολύ χρειαζόμαστε κι ας μη λέμε να το πάρουμε χαμπάρι…

ΥΓ: Κι ενώ εδώ στην Πατρίδα μας αυτές τις μέρες οργιάζουν τα ξένα χριστουγεννιάτικα τραγούδια παρά το γεγονός πως διαθέτουμε μεγάλη ποικιλία υπέροχων παραδοσιακών καλάντων, οι Καστοριανοί της Νέας Υόρκης άναψαν το χριστουγεννιάτικο δένδρο και έψαλαν τα καστοριανά κάλαντα. Αναρωτιέμαι ποιος απ’ όλους πίνει το τρελό νερό τελικά κι ας είναι ολοφάνερη η απάντηση στην ερώτηση, που ρητορική είναι, όπως έχετε καταλάβει όλοι σας… Καλά Χριστούγεννα!


Φωτογραφία: Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904), Κάλαντα (1872), ιδιωτική συλλογή.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Δεκεμβρίου 2018, αρ. φύλλου 965




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ