17.2.19

Marilena Nik: Bora scura


____________ Α Ν Ε Μ Ο Λ Ο Γ Ι Ο ____________

Σηκώνει το γιακά του παλτού, χώνει τα χέρια βαθιά στις τσέπες του κι επιταχύνει το βήμα. Η μπόρα δυναμώνει κι η θάλασσα ασπρίζει, τα κύματα χτυπούν τα βράχια στην προβλήτα. Τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν και θ’ αρχίσει κι η βροχή. Τι ήθελε και το σκέφτηκε, οι πρώτες ψιχάλες πέφτουν στο πρόσωπο του. Στο επόμενο στενό στρίβει και γρήγορα μπαίνει στο καφέ. Η ζεστασιά του μικρού χώρου τον χαλαρώνει, κοιτάζει γύρω του. Στο μπαρ οι Ιταλοί πίνουν τον καφέ τους μονορούφι. Συζητούν δυνατά, κουνούν τα χέρια τους και γελούν. Τον βλέπει να κάθεται στο βάθος. Πλησιάζει και τον χαιρετάει στα σέρβικα, χαμηλόφωνα. Τα χέρια του τρέμουν όταν παίρνει το φλυτζάνι του καφέ. «Αν έχεις άγχος, ν’ αναλάβει άλλος τη δουλειά, του λέει». Πίνει τον καφέ του στα γρήγορα. Δεν μιλάει. «Πάμε, μας περιμένουν» και σηκώνεται. Τον ακολουθεί σιωπηλός.
Μπαίνουν βρεγμένοι στην εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνα, τη δικιά τους, τη σέρβικη. Προχωρούν με αργά βήματα στο εσωτερικό της. Τους γνωρίζει και τους τρεις που τους περιμένουν. Χαιρετιούνται και φιλιούνται σταυρωτά, κάθονται στα στασίδια. «Έχει άγχος, μάλλον φοβάται» τους λέει. Τον κοιτούν όλοι με αγριάδα στα μάτια τους, έτσι του φάνηκε. “Αν τους πω ότι φοβάμαι, σκέφτηκε σε δευτερόλεπτο, θα με σκοτώσουν για να μην τους μαρτυρήσω. Προσποιήσου… αυτοί είναι φονιάδες. Πού έμπλεξα;”. «Τίποτα δε φοβάμαι, θα τα καταφέρω όπως είπαμε» τους κοιτάζει κατάματα. «Έχεις καταλάβει, έχεις πιστέψει στον αγώνα μας;» τον ρωτά ο σημαδεμένος. “Πόσους να σκότωσε στον εμφύλιο; σκέφτεται, ηρέμησε και δείξε θαρραλέος”... «Αυτή η πόλη ήταν δικιά μας, έδιωξαν τους παππούδες μου απεδώ, του απαντάει με σταθερή φωνή, μεγάλωσα με μίσος για τους μακαρονάδες, είμαι στον αγώνα μέχρι τέλος». Πού βρήκε το κουράγιο; Τα πόδια του όμως τρέμουν... ακούει τις οδηγίες, παίρνει τον ταξιδιωτικό σάκο που του δίνουν, τους χαιρετάει και φεύγει.

Η μπόρα καλπάζει σαν άλογο κούρσας. Οι διαβάτες κρατιούνται απ’τα σχοινιά στα πεζοδρόμια για να μην παρασυρθούν, μια παρέα νέων βγάζει φωτογραφίες με τα μπουφάν τους ανοικτά ν’ ανεμίζουν, έτοιμοι ν’ απογειωθούν... με δυσκολία φτάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Τεργέστης. Παρασκευή απόγευμ α. Η ώρα της αιχμής. Άλλοι φεύγουν για το σαββατοκύριακο, άλλοι γυρίζουν στα σπίτια τους απ’ τη δουλειά, φοιτητές επιστρέφουν στις πόλεις τους. Μπροστά στα εκδοτήρια εισιτηρίων έχουν σχηματιστεί ουρές. Όλοι φαίνονται χαρούμενοι. Όχι δεν τους μισεί τους Ιταλούς. Απλοί άνθρωποι είναι όπως κι όλοι, με τα προβλήματά τους, άλλο οι πολιτικοί που μοιράζουν, αποφασίζουν κι εκτελούν. Τί φταίνε όλοι αυτοί εδώ μέσα; Νέοι οι περισσότεροι, δεν είχαν γεννηθεί, όταν αποφασιζόταν η μοίρα αυτής της πόλης. “Δολοφόνε, δολοφόνε” νοιώθει ότι του φωνάζουν όλοι μαζί... Τί πάει να κάνει; Κοιτάζει το ρολόι του, έχει ακόμα δέκα λεπτά μέχρι να εκραγεί. Ιδρώτας τρέχει στο μέτωπο του, βαριανασαίνει. Πάει στις τουαλέτες, κλείνει την πόρτα κι ανοίγει τον σάκο. Τσαλακωμένα χαρτιά από εφημερίδες, ψαχουλεύει προσεκτικά, τίποτα, μόνο χαρτιά. Την έκπληξη την διαδέχεται μια μικρή χαρά που φτερουγίζει μέσα του. «Με δοκιμάζουν, σκέφτηκε, δεν θα σκοτώσω κανέναν»... ανακουφισμένος, θέλει να κλάψει από ευτυχία, αφήνει τον σάκο στο σημείο που του είπαν. Βγαίνει απ’ τον σταθμό, θέλει να τρέξει, θέλει να πετάξει...να τον πάρει η μπόρα μακρυά. “Μην κάνω λάθος, πρέπει να κάνω ότι μου είπαν έστω κι αν ξέρω ότι με δοκιμάζουν... μόλις τελειώσει όλο αυτό, θα εξαφανιστώ... πρέπει... ηρέμησε, έχεις χρόνο να σκεφτείς”. Θα ακολουθήσει ακριβώς τις οδηγίες, θα πάει να πάρει το αυτοκίνητο και θα φύγει αμέσως απ’την πόλη.

Μπαίνει στην εσοχή μια εξώπορτας, προσπαθεί ν’ ανάψει το τσιγάρο. Μια ισχυρή έκρηξη κι ακούει τζάμια να σπάνε. Κόσμος έχει βγει στα πεζοδρόμια. Φωνές. Κραυγές. «Τί έγινε;»... «Βόμβα στον σταθμό»... τρέχουν αλλόφρονες. Κοιτάζει πίσω του, ένα σύννεφο σκόνης έχει τυλίξει τον σταθμό. Ένα παγωμένο ρίγος διαπερνάει την πλάτη του. Ο σημαδεμένος στέκεται στην απέναντι γωνία και τον κοιτάζει. Το τσιγάρο πέφτει απ’ το χέρι του. Έχει παγώσει. Η κάννη ενός όπλου τον σημαδεύει και τον πυροβολεί.

Marilena Nick*


Φωτογραφία: Οι βόρειοι άνεμοι στην Piazza dell' Unità της Τεργέστης, στο βάθος διακρίνεται το κάστρο των Αψβούργων του Μιραμάρ. [ANSA]
Bora scura = ισχυρός, ψυχρός, βόρειος-βορειοανατολικός άνεμος. Υπάρχει ένα γνωμικό που αναφέρουν συχνά οι κάτοικοι της Τεργέστης και λέει ότι: «Η μπόρα ζει τρεις ημέρες. Την πρώτη ημέρα γεννιέται στη Δαλματία, τη δεύτερη μεγαλώνει στην Τεργέστη και την τρίτη πεθαίνει στη Βενετία».

(*) Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 8 Νοεμβρίου 2018, αρ. φύλλου 959


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ