Είναι μια λέξη μικρούλα, δισύλλαβη με τρία μόλις γράμματα∙ μια λέξη αδικημένη, καθώς την προσοχή όποιου τη λέει ή τη γράφει κλέβει πάντα μια άλλη, που την ακολουθεί σχεδόν πάντα και παντού. Πρόκειται για τη λέξη «ήθη», που, καθώς πάει πακέτο με τη λέξη «έθιμα», περνάει σχεδόν πάντα απαρατήρητη, σαν να σημαίνουν οι δυο τους ένα πράγμα, μονίμως το δεύτερο. Κι όμως κρύβει μέσα της μια ολόκληρη κοσμοθεωρία∙ αυτήν ενός ολόκληρου λαού, του δικού μας.
Χρόνια ολόκληρα έκανα κι εγώ το ίδιο λάθος, έπεφτα στην ίδια παγίδα: να εστιάζω στα έθιμα, αγνοώντας παντελώς τα ήθη. Τελευταία όμως όλο και περισσότερο αυτά, τα ήθη, είναι που με απασχολούν περισσότερο. Και όλο και περισσότερο λυπάμαι που με τα έθιμα ασχολούμαστε αποκλειστικά εμείς οι σημερινοί Έλληνες, παραβλέποντας τα ήθη που κρύβονται πίσω από αυτά, τα έθιμα και η αναβίωση ή η διατήρησή τους απασχολούν τους περισσότερους συλλόγους, κι όχι τα ήθη που έχουν σχέση με αυτά∙ τα έθιμα, που είναι ο τύπος, η εικόνα η εξωτερική κι όχι το βάθος και η ουσία.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουμε αλλιώς, αφού άνθρωποι της εντύπωσης είχαμε καταντήσει, το εξωτερικό περίβλημα μας ενδιέφερε, αποκλειστικά θα έλεγα, το μέσα ούτε που μας ένοιαζε. Αυτό ήθελε κόπο και χρόνο περισσότερο κι εμείς, γρήγοροι και βιαστικοί, δεν είχαμε χρόνο κι ούτε να κοπιάσουμε θέλαμε, φανατικοί οπαδοί του εύκολου και άκοπου καθώς είχαμε γίνει… Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι:
Δεκέμβρης είναι και στο Σχολείο μας ετοιμαζόμαστε να βγούμε και φέτος για τα κάλαντα που λέμε αξημέρωτα στο χωριό. Χρόνια τώρα, από την αρχή αυτής της δράσης που ξετρελαίνει τα παιδιά, γίνεται μια διπλή προσπάθεια: από τη μια να εξηγήσουμε στα παιδιά τι ακριβώς σημαίνει «κάλαντα» και να τα μάθουν, ενώ από την άλλη μπαίνουμε πιο βαθιά στο γιατί και το πώς της όμορφης αυτής υπόθεσης. Κι αραδιάζουμε και λέμε επιχειρήματα και παραδείγματα, που δόξα τω Θεώ μπόλικα είναι.
Λέμε στα παιδιά π.χ. πως τα αληθινά κάλαντα προϋπέθεταν (και προϋποθέτουν ακόμα) τη σχέση, την οικειότητα: πρέπει να ξέρεις ακριβώς τη σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού κάθε σπιτιού για να πεις τα κάλαντα στην Καστοριά ή στο Μαυροχώρι, αφού άλλα λόγια θα τραγουδήσεις στο σπίτι όπου ζει ένα ή περισσότερα παιδιά, άλλα λόγια θα πεις στο σπίτι που έχει κόρη για παντρειά, άλλα στου γραμματισμένου, άλλα στου παπά, άλλα στον κύρη, άλλα στην κυρά, άλλα στου ξενιτεμένου.
Και, αν το να μάθεις τα λόγια προϋποθέτει απλώς κάποια εξάσκηση, το να γνωρίζεις τους συγχωριανούς ή συμπολίτες σου είναι ένα θέμα που δε μαθαίνεται τις μέρες εκείνες, αλλά βιώνεται πάντα∙ τους ξέρεις γιατί δεν σου είναι αδιάφοροι, ζεις δίπλα τους, ζεις μαζί τους, δεν είστε ξένοι μεταξύ σας, είμαστε όλοι μία κοινότητα, μια μεγάλη οικογένεια.
Γι’ αυτήν την κοινότητα και το κοινοτικό πνεύμα που διαλύθηκε με τους σύγχρονους τρόπους αυτοδιοίκησης ενώ δε θα ‘πρεπε, γράφει και ξαναγράφει ο Χρήστος Γιανναράς, αλλά το λένε κι άλλοι σπουδαίοι μας, όπως ο σπουδαίος επιστήμονας και θεμελιωτής της Παιδοψυχιατρικής στην Ελλάδα κ.Ιωάννης Τσιάντης, που λέει πως πολλά κακά θα προφταίναμε αν ήμασταν δεμένοι όπως παλιά και δε διστάζαμε να ενημερώσουμε κάποιον γονιό με πολλή αγάπη και αληθινό ενδιαφέρον πως κάτι παρατηρήσαμε σχετικά με το παιδί του, κάτι που ο ίδιος δε γνωρίζει και, μαθαίνοντάς το, θα το πρόσεχε περισσότερο και θα το βοηθούσε καλύτερα.
«Σήμερα διστάζει ακόμα και ο αδερφός να πει στον αδερφό για ένα παιδί που δεν του είναι ξένο, αλλά ανίψι του» μας έλεγε, αναπολώντας δεσμούς σοβαρούς που δεν έχουν απλώς χαλαρώσει, αλλά έχουν χαθεί, ίσως ανεπιστρεπτί, και μαζί τους χάθηκαν τα οφέλη που είχαν οι άνθρωποι όταν ζούσαν δεμένοι.
Θυμάμαι πάντα τον συχωρεμένο τον πατέρα μου να λέει πως, παλιότερα, όποια ζημιά κι αν συνέβαινε σε κάποιο σπίτι την αναπλήρωναν οι κοντινοί του άνθρωποι: έδινε ο καθένας ό,τι μπορούσε για να βοηθηθεί η οικογένεια που έπαθε τη ζημιά και να μπορέσει να ξεπεράσει αυτό που της είχε τύχει. Έτσι, σε περίπτωση που πάθαιναν ζημιά τα σπαρτά ενός αγρότη, έδιναν οι άλλοι αγρότες λίγα από τα δικά τους, για να μην πεινάσει η οικογένεια του συγχωριανού τους.
Και δεν ξεχνώ ποτέ πως κάποια Χριστούγεννα πριν από λίγα σχετικά χρόνια αυτό το πνεύμα της αλληλεγγύης γεννήθηκε στην Κλεισούρα όταν το σπίτι μιας πολύτεκνης οικογένειας κάηκε κι οι χωριανοί έβαλαν άλλος τα κουφώματα, άλλος έφτιαξε τα πατώματα, άλλος έβαψε, καθένας έδωσε κι έκανε ό,τι μπορούσε, ώστε στο άψε σβήσε η ζημιά αποκαταστάθηκε κι η οικογένεια ξαναγύρισε στην καθημερινότητά της σαν να μην είχε συμβεί ποτέ το κακό.
Ναι, συνέβη αυτό το θαύμα της αγάπης, αλλά δεν συμβαίνει συχνά, δεν είναι ο κανόνας πια κάτι τέτοιο, γιατί οι εποχές έχουν αλλάξει και μαζί τους τα ήθη των ανθρώπων, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Σας θυμίζω κι ας φανεί σαν γραφικότητα τη Σταχομαζώχτρα του Παπαδιαμάντη και την καλοσύνη των εχόντων, που κατά κάποιον τρόπο ήταν υποχρεωμένοι να βοηθούν τους άλλους∙ το έκαναν, γιατί έτσι έκαναν οι περισσότεροι τότε κι όπως έχουμε ξαναπεί, το ποσοστό και το πλαίσιο είναι οι ρυθμιστές και οι καταλύτες σε κάθε εποχή.
Και καθώς έχουμε Χριστούγεννα, θα ξαναπώ για τους καλαντιστές, για τα φιλοδωρήματα∙ τότε που οι νοικοκυρές δεν τους άμειβαν με χρήματα, αλλά με φαγώσιμα( θυμίζουμε πως όλα τα σπιτικά είχαν το γουρούνι τους που το έσφαζαν για τα Χριστούγεννα και είχαν όλοι το κρέας και τα λουκάνικά τους).
Δεν ήταν λοιπόν, λέει ο Λάμπρος Λιάβας, τα φιλοδωρήματα που ήθελαν να εξασφαλίσουν βγαίνοντας για κάλαντα, αλλά ήταν η χαρά της επικοινωνίας μεταξύ των καλαντιστών αρχικά και στη συνέχεια με όλο το χωριό, με την κοινωνία όπου ζούσαν.
Και, ως γνωστόν, ο όρος «κοινωνία» συνδέεται άμεσα με την επικοινωνία κι εμείς ας σκεφτούμε πόσο δεμένη κοινωνία είμαστε και πόσο έχει χαθεί το αγαθό της επικοινωνίας στην εποχή μας κι όχι μόνο εξαιτίας της παράλογης χρήσης των κινητών και των άλλων μέσων «επικοινωνίας» (λέμε φίλους ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, ακόμη και άτομα επικίνδυνα που, παριστάνοντας τους φίλους, αλλού αποβλέπουν και αλλού αποσκοπούν).
Και κλείνουμε με μια υπέροχη ελληνική συνήθεια που απ’ όσο μπορώ να καταλάβω δεν ισχύει πια (η συνήθεια δεν είναι τίποτ’ άλλο από το ήθος των πολλών μαζί): την Πρωτοχρονιά, όταν κόβαμε οι Έλληνες τη βασιλόπιτα, αμέσως μετά το κομμάτι του σπιτιού και του Χριστού, κοβόταν το κομμάτι του φτωχού.
Για το θέμα αυτό έγραψε ο Παύλος Νιρβάνας μια έξοχη ιστορία, αληθινή, καθώς είναι αυτοβιογραφική: πως το πρώτο φλουρί που του ‘τυχε σε βασιλόπιτα όταν ήταν μικρός έπεσε στον ίδιο και στον φτωχό. Τότε η μάνα, θεωρώντας το παιδί της άτυχο, πρότεινε να το πάρει ο γιος της, πράγμα που το παιδί δε δέχτηκε με τίποτε.
Έτσι είχε την σπουδαία ευκαιρία να νιώσει τη χαρά του μοιράσματος και της προσφοράς. Μια χαρά που δεν έχει την ευκαιρία να νιώσει κάποιο σημερινό παιδί, αφού έχει χαθεί η συνήθεια του κομματιού του φτωχού, που μακάρι να ήταν η μόνη συνήθεια που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί απ’ ό,τι φαίνεται. Γιατί είμαστε εμείς που ίσως και να έχουμε ανεπιστρεπτί αλλάξει…
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Δεκεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 865
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.