15.11.17

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Ό,τι κραυγάζει δεν είναι αληθινό




Ήρθαν κι έφυγαν και φέτος τα Καρναβάλια ή «Ραγκουτσάρια» στην Καστοριά. Κάποιος σχολιαστής σε τοπικό μπλογκ θέλησε να ανακινήσει το σχετικό με την ονομασία, κλασικό πια εδώ και χρόνια, θέμα, αλλά κανένας δεν “τσίμπησε”. Και πολύ σωστά. Το θέμα της ονομασίας δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα του εθίμου. Σχετικά μ’ αυτό όμως, καθώς με αυτήν την ετικέτα προβάλλονται εδώ και κάποια χρόνια τα καστοριανά καρναβάλια, αυτή η ονομασία φαίνεται να επικρατεί. Κι η νεολαία μας, που «Ραγκουτσάρια» τα γνώρισε, δεν αναρωτιέται καν για το συγκεκριμένο όνομα. Όμως, θα πρέπει να προσέξουμε όλοι μας: δύο δεκαετίες δεν είναι αρκετές για να γίνει κάτι Παράδοση. Γιατί υπάρχει ένα κριτήριο που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη απ’ όλα. Και αυτό είναι τα ήθη από τα οποία έχουν προέλθει τα έθιμα. Αλλά τα ήθη συνήθως αγνοούνται, δεν λογαριάζονται καθόλου κι ούτε λαμβάνονται υπόψη των συνεχιστών των εθίμων. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Κάποτε, λοιπόν, κάποια δημοτική αρχή δοκήθηκε (υπέροχη καστοριανή λέξη που χάθηκε, γιατί χάθηκαν κι οι άνθρωποι που τη χρησιμοποιούσαν) να τα πει «Ραγκουτσάρια», γιατί αυτή ήταν πιο “πιασάρικη” λέξη. Κι έπιασε, γιατί τότε έπιανε πολύ το φολκλόρ. Αυτό δεν ωφελούσε φυσικά το ίδιο το έθιμο, αλλά ποιος νοιαζόταν γι’ αυτό καθαυτό το έθιμο; Στον τουρισμό και τους τουρίστες αποσκοπούσαμε και στην αύξησή τους. Αυτό μας ένοιαζε και γι’ αυτό παλεύαμε, για τίποτε άλλο.

Έτσι βρέθηκαν εδώ και οι ορχήστρες του Μπρέγκοβιτς και οι άλλες τύπου Μπρέγκοβιτς, αλλοιώνοντας τελείως και το μουσικό τοπίο του εθίμου. Λες και ως τότε δεν είχαν οι Καστοριανοί τις δικές τους μουσικές, τα δικά τους τραγούδια, τις δικές τους ορχήστρες. Λες και περιμέναμε τους εκ Σκοπίων μουσικούς, σαν άλλους Κύριλλους και Μεθόδιους, να μας εκπολιτίσουν μουσικά. Και αυτοί ήρθαν, αποδεχόμενοι τις προσκλήσεις των τοπικών μας αρχόντων, που είναι συνήθως αδαείς, αλλ’ αδαείς που πιστεύουν πως τα ξέρουν όλα, αδαείς που, καθώς πιστεύουν ότι τα ξέρουν όλα, δεν καταδέχονται να ρωτήσουν κάποιον από αυτούς που γνωρίζουν πραγματικά πριν αποφασίσουν.

Και το χειρότερο απ’ όλα όσα συμβαίνουν σε τέτοιους άρχοντες (φοβάμαι πως είναι η πλειονότητα), πολύ χειρότερο κι από την άγνοιά τους, είναι η παντελής απουσία συναίσθησης της τεράστιας ευθύνης που έχουν γενικώς και ειδικώς. Γιατί αυτοί καθοδηγούν τον λαό, είτε το αξίζουν είτε όχι, είτε είναι σε θέση να το κάνουν είτε όχι. Τις πιο πολλές φορές καταφέρνουν να πάνε τον λαό όπου πάνε οι ίδιοι κι έτσι αρχίζει κι ο λαός να αρμενίζει στραβά, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά τη σοφή παροιμία για το ψάρι που από το κεφάλι βρομάει. Δυστυχώς για όλους.

Κι αμέσως μετά από όλα αυτά και ως φυσικό επακόλουθο ήρθε η απουσία αισθητικής και οι κραυγές. Και είναι αλήθεια πως κραυγάσαμε πολύ από εδώ, από την Καστοριά, για ν’ ακουστούμε, να διαφημιστούμε και να προσελκύσουμε τον πολυπόθητο τουρισμό. Και δεν είναι κακό να προσπαθήσεις να φέρεις τουρίστες στον έτσι κι αλλιώς πανέμορφο τόπο σου.

Ο σκοπός δεν είναι κακός, κάθε άλλο. Ο τρόπος όμως μετράει. Αν το κάνεις αρχοντικά, όπως «αρχόντισσα» εδώ και πολλά χρόνια επιμένεις να αποκαλείς την πόλη σου και καλά κάνεις, γιατί αυτή το αξίζει, τότε χαλάλι σου! Αν όμως το κάνεις με τις κραυγές, σχεδόν ζητιανεύοντας, για να δικαιώνεις κιόλας το όνομά σου, καθώς «Ραγκουτσάρια» αυτό ακριβώς θα πει,ζητιάνοι, τότε ίσως τουρίστες να κερδίζεις, χάνεις όμως κάπου αλλού, σε ένα πιο σημαντικό επίπεδο. Γιατί αδικείς εσύ ο ίδιος το έθιμο, μολονότι υποτίθεται πως αυτό σε νοιάζει.

Κραυγάσαμε, λοιπόν, πολλές φορές ότι τα δικά μας «Ραγκουτσάρια» είναι τα πρώτα καρναβάλια του χρόνου, ότι εμείς εδώ στην Καστοριά σπεύδουμε πρώτοι να υποδεχτούμε τη νέα χρονιά με τον μοναδικό μας τρόπο. Αυτό δεν είναι αλήθεια κι ευτυχώς δεν το ακούμε πια τελευταία να λέγεται. Χρόνια επίσης κάναμε μια ανόητη και άστοχη αντιδιαστολή: στα καλά καθούμενα ανακατεύαμε το καρναβάλι της Πάτρας όποτε μιλούσαμε για το δικό μας καρναβάλι και “καρφωνόμασταν”. Φανερώναμε περίτρανα ότι αυτός ήταν ο στόχος μας, να καταφέρουμε να κάνουμε τα «Ραγκουτσάρια» μας τόσο ξακουστά όσο το καρναβάλι της Πάτρας.

 Η αλήθεια είναι ότι, ως προς την προβολή και τη διαφήμιση, τα πήγαμε πολύ καλά. Αλλά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα (άλλο αν οι περισσότεροι σήμερα δεν δίνουν δεκάρα για τα μέσα, μόνο ο σκοπός τούς νοιάζει) κι ούτε η ουσία της υπόθεσης κερδίζει. Όσο για το αν κάποιος αντιδήμαρχος είπε ότι η ονομασία προέρχεται από τις λέξεις «ραγκού» και «τσάρος» δεν μας απασχόλησε παρά μόνο σαν ανέκδοτο της στιγμής. Και έμεινε στην άκρη. Άλλο αν κάποιοι λίγοι το κράτησαν στη μνήμη τους ως μνημείο ανοησίας κι ακαλαισθησίας και απόδειξη του πόσο μπορεί να κατρακυλήσει ο άνθρωπος ώσπου να πετύχει τον στόχο του, την προσέλκυση τουριστών για να μην ξεχνιόμαστε.

Κλείνοντας, θα ‘θελα να κάνω μια αντιπαραβολή. Είδα (και στην επανάληψή της) την έξοχη και ποιοτική εκπομπή του Λάμπρου Λιάβα «Το αλάτι της γης» με αφιέρωμα στα τραγούδια κι έθιμα της υπαίθρου της Δράμας, όπου επίσης υποδέχονται τον νέο χρόνο με μεταμφιέσεις. Είδα χειροπιαστό τον σεβασμό στην τοπική τους Παράδοση και διαπίστωσα πως, όταν πήγαν να σβήσουν τα έθιμά τους, κανένας «έξυπνος» νους δεν δοκήθηκε να φέρουν ορχήστρες από τη γειτονική τους Βουλγαρία για να τα κρατήσουν ζωντανά. Κανένας τέτοιος πειρασμός δεν υπήρξε, οι τοπικοί σύλλογοι* συνενώθηκαν υπηρετώντας τον ίδιο σκοπό: να κρατήσουν ζωντανή τη δική τους Παράδοση, όπως τους παραδόθηκε από τους παλιότερους. Κι αναρωτήθηκα ποια ανάγκη έσπρωξε εμάς εδώ να το κάνουμε. Ποια άγνοια; Ποια άγνοια και ποια ανευθυνότητα;

Κι έπειτα έκανα το λάθος να δω τη δική μας τηλεοπτική μετάδοση από το τοπικό μας κανάλι. Και χόρτασα κραυγές: την κραυγή-κύριο σύνθημα των δικών μας καρναβαλιών, το μπατσαρικό «Τέλεια!», που όσο δυνατότερα το κραυγάζουν τόσο περισσότερο πείθει (κατά την άποψη των κραυγαζόντων), ολοφάνερη προσπάθεια να υιοθετήσουν από νωρίς τα παιδιά τα ξεφωνητά, καθώς παρακινούνται έντονα να φωνάξουν όσο πιο δυνατά μπορούν το όνομα του Σχολείου τους. Ξεφωνητά χωρίς τέλος και δίχως καμία αισθητική, κραυγές που κάπου αποσκοπούν πάντα. Χωρίς αυτό το κάπου να συμπίπτει με το γνήσιο και το αληθινό. Γιατί ό,τι κραυγάζει δεν είναι αληθινό. Κι αυτό θα ‘πρεπε να το είχαμε καταλάβει ήδη όλοι μας…


(*) Οι τοπικοί μας σύλλογοι δεν χρειάζεται να συνενωθούν για να υπερασπιστούν τη δική μας Παράδοση όπως της αξίζει κι όπως της πρέπει. Θα μπορούσαν να είναι ο αντίποδας κάθε δημοτικής αρχής που κάνει ό,τι της καπνίσει, μένοντας προσηλωμένοι στην ουσία, που φυσικά οφείλουν να γνωρίζουν. Θα μπορούσαν και φυσικά μπορούνε, αρκεί να νοιάζονται πραγματικά και να το θέλουν στ’ αλήθεια… 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12 Ιανουαρίου 2017, αρ. φύλλου 868
Φωτογραφία: vice.gr

-Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύθηκαν μεταξύ άλλων:

-Επίσης δημοσιεύθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ