Α Ν Ε Μ Ο Λ Ο Γ Ι Ο
Κλείνει πίσω της την πόρτα του υπνοδωματίου, ανοίγει τη ντουλάπα και ψάχνει να το βρει, θυμάται ότι το ‘χει φυλαγμένο, το λευκό φόρεμα με τα σκούρα μπλε πουά.
«Ανεζούλα μου» ο άντρας της χτυπάει την πόρτα «είσαι καλά;» κρατώντας το φόρεμα σφιχτά, αρχίζει να κλαίει... «δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε από τότε που έφυγα απ’το νησί» του λέει με λυγμούς «κι όσες φορές ήμασταν εκεί, αυτή έλειπε, γιατί;»... «μόνο γράμματα και κάρτες, την αγαπούσα»... «να στείλουμε λουλούδια, πολλά λουλούδια»... «ούτε να σ’αποχαιρετήσω, Τουλλή μου»... απ’ τ’ ανοικτό παράθυρο μπαίνει ένα δροσερό αεράκι που σαλεύει τις δαντελένιες κουρτίνες, έξω μακριά στον ορίζοντα, ουρανοξύστες κι ένα γκρίζο σιωπηλό ποτάμι κυλάει. Ένα ακόμα ξεθωριασμένο καλοκαίρι.
Ο νους της τρέχει... μια γαλάζια θάλασσα ορμάει στο δωμάτιο, τη μυρίζει, ακούει τον παφλασμό των κυμάτων που σκάνε στα πόδια της. Κατακαλόκαιρο στο Αιγαίο.
Τα κατάλευκα σοκάκια του χωριού είναι γιορτινά, στολισμένα με χρωματιστές γιρλάντες δεμένες από σπίτι σε σπίτι και με μυρωδιές από γλυκά και φαγητά που τους ξελιγώνουν όλους. Στην πλατεία έχουν ανάψει τα καζάνια για τη βραστή γίδα και το πιλάφι, είναι η μέρα για το πανηγύρι στο χωριό της, στη Κω. Η Όστρια τρέχει μαζί με το παιδομάνι στα καλντερίμια του νησιού, κλωτσάει το τόπι μαζί τους. Οι μυρωδιές απ’ τ’ αγιόκλημα, το γιασεμί και το εκτυφλωτικό κόκκινο και μωβ χρώμα της μπουκαμβίλιας την έχουν τρελάνει, στριφογυρίζει σαν τις πολύχρωμες πεταλούδες. Στασό δεν έχει, σηκώνει τις φούστες των κοριτσιών που ξεκαρδίζονται στα γέλια και τις κρατούν με τα χέρια τους. Φτάνει στη θάλασσα, την χαϊδεύει κι αυτή στραφταλίζει, πόσο της αρέσει το καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά. Κι εμείς οι τρεις ξαπλωμένες στην αμμουδιά, αφημένες στις αχτίνες του ήλιου για να στεγνώσουμε, μιλάμε για το σημερινό βράδυ του πανηγυριού.
Η ιδέα αρχικά είναι της Ρόδης, που μας την είπε πριν από καιρό, όταν όλοι θα τρώνε και θα χορεύουν στο πανηγύρι, θα στείλει ένα μήνυμα με κάποιο πιτσιρίκι στον Πετρή για να συναντηθούν στην παραλία και θα του δοθεί εκείνο το βράδυ, το έχει αποφασίσει. Δεν είναι μόνο ο Πετρής που στριφογυρίζει σαν μέλισσα γύρω της αλλά σχεδόν όλα τ’αγόρια δεν έχουν μάτια παρά μόνο γι’ αυτήν. Αυτό, το Τουλλή δε θα το αφήσει έτσι, όχι και πάλι όχι, έχει διαφορετική ιδέα, πάντα είναι η σκανδαλιάρα της παρέας μας. Μέσα στα σχέδια της φυσικά είμαι κι εγώ, η ουρά της, διότι τρέχω πίσω της σαν σκυλάκι. Όπου αυτή, πίσω της εγώ. Δεν ξέρω το γιατί αλλά την συμπαθώ περισσότερο απ’ τη Ρόδη, είναι πιο αληθινή, πιο φίλη μου... μ’ακούει.
Το πρώτο μέρος στο σχέδιο της το έχει ήδη πετύχει, ράψαμε το ίδιο φόρεμα με το δικό της, μεσάτο, ανοικτό ντεκολτέ να δείξουμε κι εμείς τα κάλλη μας και ακριβώς ολόιδιο ύφασμα. Λευκό με μπλε σκούρα πουά. Καμαρωτές - καμαρωτές πάμε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε την εικόνα της αγίας και μετά τη δοξολογία όλοι μαζί κάτοικοι κι επισκέπτες στην πλατεία. Οι οργανοπαίχτες έχουν πάρει θέση και τα βιολιά και τα λαγούτα αρχίζουν να παίζουν... “μεσοπέλαγα αρμενίζω”… η Ρόδη μας κοιτάζει με κακία αλλά εμείς ατάραχες. Που να’ξερε τί άλλο θα πάθει απόψε. Μόλις την βλέπουμε να φωνάζει έναν πιτσιρικά και κάτι να του λέει, φεύγει το Τουλλή απ’το τραπέζι και το παραφυλάει. Επιστρέφει με θριαμβευτικό χαμόγελο «Ανεζούλα όλα εντάξει» της χαμογελώ «απόψε θα ξεπαρθενέψουμε, είμαστε δεκαεφτά πια» κοκκινίζω και με σκουντάει περιπαικτικά «τυχερός ο Πετρής μου, σιγά μη μου τον έπαιρνε το ρόδι» γελάμε. Η αγωνία έχει φτάσει στα ύψη χεράκι -χεράκι με την αδημονία μέχρι να έρθουν τα μεσάνυχτα. Τους βλέπουμε και τους τρεις, ένας-ένας να φεύγει προς την ίδια κατεύθυνση αλλά μετά... ο Πετρής τραβά προς την σπηλιά της «άσπρης πέτρας», ο Μιχαλιός ο δικός μου προς την πίσω μεριά του σχολείου και ο Ιπποκράτης, ένα καλοκάγαθο αγόρι που επέλεξε το Τουλλή για την Ρόδη, προς την παραλία. Μόλις φεύγει η Ρόδη, μια-μια φεύγουμε κι εμείς.
Κάτω απ’τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό με τους μακρινούς ήχους των τραγουδιών, με το σκοτάδι της νυχτιάς και τη ζεστασιά της Όστριας να μας τυλίγει, ζούμε τα πρώτα μας ερωτικά χάδια και χάνουμε την αθωότητα μας.
Τι όμορφος που είναι ο έρωτας! Σαν παγωτό ξυλάκι... που δε θες να τελειώσει...
Την επόμενη μέρα ξενυχτισμένοι όλοι αλλά κεφάτοι, πίνουμε καφέ στην πλατεία του Μύλου. Τ’αγόρια κοιτάζουν με λατρεία την Ρόδη. Η σκανδαλιάρα που δεν είναι άλλη απ’ το Τουλλή αρχίζει να μας διηγείται την χτεσινή της νύχτα στη σπηλιά. Το ποτήρι του καφέ πέφτει απ’ τα χέρια του Πετρή και σπάει... η Ρόδη την κοιτάζει σαλεμένη. Μόλις μαθαίνουν την αλήθεια ο Μιχαλιός κι ο Πετρής φεύγουν θυμωμένοι, μόνο ο Ιπποκράτης μένει ασάλευτος στην καρέκλα του, την κοιτάζει: «σ’αγαπώ» της λέει κι εκείνη ξεσπάει σε κλάμα. Πηγαίνει δίπλα της και την αγκαλιάζει. Κάποιο καλοκαίρι θα παντρευτούν.
Κανείς μας δε θα ξαναμιλήσει γι’ αυτήν τη νύχτα του πανηγυριού.
* Όστρια, νότιος άνεμος, ήπιος, θερμός και υγρός.
Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 1 Αυγούστου 2019, αρ. φύλλου 997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.