ΟΔΟΣ 13.10.2016 | 855 |
13 Οκτωβρίου 2016: ακριβώς σαν σήμερα, πριν από 112 χρόνια, το χώμα της Μακεδονίας ποτίζεται από το άγιο αίμα του Παύλου Μελά. Η μνήμη του είναι και θα ‘ναι για πάντα αιώνια.
Ταξίδι έναν αιώνα πίσω μάς καλεί η σημερινή επέτειος να κάνουμε, στα «Πύρινα χρόνια» ή στα «Χρόνια του χαλασμού και της φωτιάς» όπως τόσο ταιριαστά και πετυχημένα τα έχουν αποκαλέσει, γιατί πραγματικά ο Μακεδονικός Αγώνας διεξαγόταν με φωτιά, με μαχαίρι και αίμα. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι. Εκεί που διαφωνούμε και πρέπει να ξεκαθαριστεί εντελώς είναι το πόσο κράτησε ο σκληρός αυτός αγώνας. Γιατί δεν κράτησε από το 1903 ως το 1907 ή 1908, δηλ. μονάχα 4 ή 5 χρόνια, αλλά 40 περίπου χρόνια, καθώς από το 1870 ήδη έχει ξεκινήσει η προπαγανδιστική δράση των ξένων κομιτάτων, στη συνέχεια, από το 1897 ως το 1904 έχουμε την τρομοκρατική δράση του βουλγαρικού κομιτάτου, ενώ από το 1904 ως το 1908 είναι η κορύφωση του Μακ. Αγώνα, καθώς έχουμε την ένοπλη αναμέτρηση του Ελληνισμού με τον Βουλγαρισμό και τις άλλες βαλκανικές ομάδες.
Ο Μακ. Αγώνας, λοιπόν, έχει ξεκινήσει πολύ πριν τολμήσει το επίσημο ελληνικό κράτος να εμπλακεί. Οι Μακεδόνες, που δεν παρακολουθούσαν απαθείς τον αγώνα των υπόλοιπων Ελλήνων να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό, αλλά αγωνίστηκαν μαζί τους –θυμηθείτε τους δικούς μας αδελφούς Εμμανουήλ, τους συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου, που τους κρέμασαν μαζί οι Τούρκοι στον πύργο Νεμπόισα στο Βελιγράδι, τον Εμμανουήλ Παπά, που έδωσε την περιουσία και τη ζωή του, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του φυλακίστηκαν, τον Νικόλαο Κασομούλη από το Πισοδέρι της Φλώρινας, που βρισκόταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι κι οι σημειώσεις για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 παραμένουν από τις σημαντικότερες πηγές-, χρειάστηκε να περιμένουν σχεδόν έναν αιώνα ακόμη για να φωτίσει η λευτεριά και τη δική τους γη, όχι με σταυρωμένα χέρια, μα με αγώνα σκληρό και δύσκολο, αγώνα που έκανε και τους ξένους που τον παρακολουθούσαν να θαυμάζουν.
Ο Μισέλ Παγιαρές, Γάλλος διπλωμάτης και δημοσιογράφος, έζησε στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία τα ταραγμένα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, έμαθε και είδε πολλά (1903-1907). Αυτές τις εντυπώσεις και εμπειρίες του κατέγραψε στο βιβλίο του «Η Μακεδονική θύελλα», το οποίο εκυκλοφορήθη πρώτα στα γαλλικά και πολύ αργότερα στα ελληνικά. Έγραψε, λοιπόν, ο Παγιαρές, που «ήταν παρών στα μεγαλύτερα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας, όταν ολόκληρες οικογένειες σφάζονταν και κακοποιούνταν για να καμφθεί το ηθικό τους και να ταχθούν στο πλευρό των Βουλγάρων και θαύμασε το θάρρος, την αυτοθυσία, την αυταπάρνηση και το κουράγιο τόσο των «Γραικομάνων» όσο και των πρωτεργατών της μακεδονικής αντίστασης, καθώς και των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων» [1]. Έγραψε ο Παγιαρές, που «έρχεται σε επαφή με Έλληνες και Βουλγάρους και κυρίως με πολλούς σλαβόφωνους Έλληνες της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης του μακεδονικού χώρου. Και ενώ εκείνοι δεν μπορούσαν να μιλήσουν ελληνικά, ωστόσο τόνιζαν την εθνική τους ταυτότητα με μεγαλύτερη έμφαση και από τους ελληνόφωνους ακόμη»[1].
«Τι με ενδιαφέρει», σημειώνει αλλού ο Παγιαρές «αν τα θύματα του βουλγαρικού κομιτάτου μιλούν ελληνικά, κουτσοβλαχικά, τουρκικά ή βουλγαρικά. Ό,τι με ενδιαφέρει είναι πως όλοι αυτοί οι Μακεδόνες, ανεξάρτητα από τη γλώσσα τους, προτιμούν να σταυρωθούν από τους κομιτατζήδες παρά να απαρνηθούν τον Ελληνισμό τους. Οι άσημοι αυτοί ήρωες είναι Έλληνες και κλίνω το γόνυ προ του υπερτάτου μεγαλείου τους». Πόσο γελάστηκαν, λοιπόν, οι κατοπινοί που παρεξήγησαν, κρίνοντας μονάχα από τη γλώσσα! Γιατί οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες έχασαν εν μέρει την ελληνική λαλιά τους, αλλά διατήρησαν την εθνική τους ταυτότητα. Και δεν είναι μόνο ο Κώττας, αλλά πολλοί από τους πρωτεργάτες του Αγώνα μιλούσαν το σλαβικό ιδίωμα, μια που δεν γνώριζαν ελληνικά, όπως ο Παύλος Κύρου από το Ανταρτικό της Φλώρινας, ο Δημήτριος Νταλίπης από τον δικό μας Γάβρο, ο Βαγγέλης από το Στρέμπενο (Ασπρόγεια), ο Λάκης Πύρζας από τη Φλώρινα, ο Λάζος Αποστολίδης από τη δική μας Λεύκη, ο Λάκης Νταηλάκης από το Βερνίκι, ο Στέφος Γρηγορίου από το Μοναστήρι, που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα του Ολοκαυτώματος του Μαυροχωρίου, όλοι τους καπετάνιοι του Αγώνα, αλλά κι η θρυλική Ζήσαινα (Ευτέρπη Ουζούνη) από τον Απόσκεπο, που «αχ, να την ξερίζωνα τη γλώσσα μου, που δεν ξέρει να μιλήσει ελληνικά» συνήθιζε να λέει με καημό…
Είναι λοιπόν οι Έλληνες, ανεξαρτήτως γλωσσικού ιδιώματος, που κράτησαν τον Αγώνα με κάθε θυσία και παρά τη λύσσα των Βουλγάρων να πάρουν με κάθε τρόπο με το μέρος τους τους Μακεδόνες, ιδίως τους Γραικομάνους, ώστε τα 2/3 του πληθυσμού να αναγνωρίζουν την Εξαρχία για να θεωρηθεί το μέρος εξαρχικό. Τότε ήταν που οι Μακεδόνες, «αν και τελείως αβοήθητοι, πρόβαλαν σφοδρή αντίσταση, γιατί είχαν ελληνική συνείδηση κι ήθελαν να μείνουν πιστοί στο Πατριαρχείο. Από την άλλη, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν για αποσκίρτηση. Κι έτσι η βουλγαρική προπαγάνδα και τρομοκρατία σημείωσε μερική μόνο επιτυχία. Κυρίως υπέφεραν πολύ οι πνευματικοί ηγέτες∙ παπάδες, δάσκαλοι, γιατροί, πρόεδροι κοινοτήτων. Πολλοί από αυτούς έλαβαν φριχτό θάνατο από μαχαίρι, κρεμάλα ή φωτιά» [2].
Και το 1900, όταν τοποθετούνται ως μητροπολίτες οι ηρωικοί και σπουδαίοι Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, Φώτιος Καλπίδης στην Κορυτσά, Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα, Αιμιλιανός Λαζαρίδης στα Γρεβενά, Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι που αγωνίστηκε σφόδρα και μετά χάθηκε αδίκως, οι Μακεδόνες παίρνουν θάρρος, οργανώνονται, συνεργάζονται μεταξύ τους και στη συνέχεια με τους ένοπλους που μπαίνουν κρυφά από τα σύνορα. «Ο Αγώνας έγινε στα χωριά και στις πόλεις σώμα προς σώμα, άνθρωπο με άνθρωπο, σπίτι με σπίτι, μαγαζί με μαγαζί, εκκλησιά με εκκλησιά. Σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά υπήρχε οργάνωση, που φρόντιζε για τον ανεφοδιασμό, τη νοσηλεία, το κρύψιμο και την πληροφόρηση των μαχητών», γράφει ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου, και ξέρουμε όλοι πως εδώ στο Μαυροχώρι π.χ. η Επιτροπή Μακ. Αγώνα είχε 60 μέλη!
Ώσπου, το 1904 έρχεται η μεγάλη ώρα: φτάνει στον τόπο μας ο ωραίος αξιωματικός, το αρχοντόπουλο που άφησε τη μικροπαντρεμένη του γυναίκα και τα δυο πολυαγαπημένα του παιδιά για να ‘ρθει να μείνει στη Μακεδονία μας για πάντα. Ο Παύλος, που «του έρχονταν πότε πότε να τεμπελιάσει, αλλά ντρέπονταν τους στρατιώτες του, που την κάθε δική τους αμέλεια θα έπρεπε να την τιμωρήσει, και τίναζε από πάνω του τον πειρασμό» [3]. Καλύτερος για τους στρατιώτες του πάλευε να γίνεται καθημερινά, γι’ αυτό και ήταν τόσο ξεχωριστός ο Μελάς, που «πατέρα» τον έλεγαν οι άντρες του, όπως ξεχωριστός είναι ο δάσκαλος που προσπαθεί να γίνεται καλύτερος για τους μαθητές του, αλλά κι ο γονιός που αγωνίζεται να γίνεται καλύτερος για τα παιδιά του.
Μα χάθηκε γρήγορα. «Εχάσαμε τον Αρχηγό, το άξιο παλικάρι, φεγγάρι ήταν στα βουνά και στα χωριά καμάρι» τραγούδησαν μετά τον θάνατό του οι Μακεδόνες κι η Αθήνα ανασκουμπώθηκε. Και θα μπορούσε κι η Ελλάδα η σημερινή να ζωντανέψει στ’ αλήθεια, αν βρισκόταν ένας νέος Μελάς, αφού ο Μελάς εξακολουθεί να είναι ένα δυνατό σύμβολο. Γι’ αυτό και είναι τόσο επίκαιρα ακόμη και σήμερα, ιδίως σήμερα, τα λόγια που έγραψε ο Μακεδονομάχος της πένας Ίων Δραγούμης για το πρόσωπό του: «Ακούσετε, Ελληνόπουλα! Τις αμαρτίες των γερόντων μας και τις δικές μας αμαρτίες τις φορτώθηκε ο Παύλος Μελάς και παθαίνουνταν και υπόφερνε γι’ αυτές, ενώ δεν ήταν άξιος για τέτοια τιμωρία. Οι λίγοι και οι μετρημένοι παθαίνονται για τις αμαρτίες των πολλών, παλιές και νέες, και τις φορτώνονται όλες γιατί δε φοβούνται ξένα βάρη, δε φοβούνται καμιάν ευθύνη, και αντί να κοιμούνται, κουνιούνται και τολμούν. Άμα νοιώσουν, πεισθούν και πιστέψουν πως πρέπει να γίνη κάτι, το αναλαμβάνουν οι ίδιοι, γιατί θεωρούν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να το κάμουν και ποτέ δεν περιμένουν πρωτοβουλία από τους άλλους. Και αφού αποφασίσουν και το αναλάβουν, δε θα σταματήσουν πια ως το θάνατο. Στιγμές ολιγοψυχίας θα νοιώσουν ίσως, και κούραση και λύπη και αηδία, αλλά επειδή προβλέπουν πως το έργο τους μπορεί και τη ζωή τους να πάρη, δυσκολίες δε βλέπουν, εμπόδια δε γνωρίζουν και τίποτα δε θα τους σταματήση. Και αν στο δρόμο τους τύχουν εμπόδια τέτοια που ζητούν τη ζωή ενός ανθρώπου, θα δώσουν τη ζωή τους.
Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω - αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια, ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάμετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμό - μη λησμονήτε ποτέ τ ο θ ά ν α τ ο του Παλληκαριού, αλλά προ πάντων μη λησμονήτε τ η ζ ω ή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονήτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε, ούτε την πανώρια χώρα όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες.
Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώση. Θα μας σώση από τη βρώμα όπου κυλιούμαστε, θα μας σώση από τη μετριότητα και από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώση από τον αισχρό τον ύπνο, θα μας ελευθερώση. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, ε μ ε ί ς θα σωθούμε!
Φαντάζομαι φυτρώνοντας νέα γενεά Ελλήνων –τη γενεά σας Ελληνόπουλα, αν θέλετε- μεγαλωμένη στα αίματα, θρεμμένη με πολέμους, μεθυσμένη από κινδύνους, γενεά ζωντανών, γενεά τολμηρών, γενεά ατρόμητων, χυμίζοντας κατά το φως ενός γλυτωμού»[4]. Αμήν! Γένοιτο!
* * *
Σημ: Το 1920 ο Α. Ι Σβώλος, Υφηγητής του πανεπιστημίου, έλεγε στον αναγνώστη των διηγημάτων του μεγάλου Μοναστηριώτη Μακεδονομάχου και συγγραφέα Γ. Μόδη, «όταν κατάγεται από την παλαιά Ελλάδα, πως πρέπει να προσέξη να μη συγχύση ποτέ γλώσσα κι εθνική συνείδησι στον Μακεδονικό λαό, ο οποίος κι όταν ακόμη δεν μπορούσε να προφέρη την λέξη “Έλλην”, εσφάζετο με δάκρυα χαράς δια την Ελληνική Ιδέα». Πώς να περιμένει, λοιπόν, κανείς από τον Γερμανό Heinrich Gelzer, που επισκέπτεται τη Μακεδονία των χρόνων του Μακεδονικού Αγώνα, να μπορέσει να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει με τους ξενόφωνους Μακεδόνες; Γι’ αυτό και στα γραφόμενά του διαβάσαμε για μια Καστοριά όπου …δεν υπάρχει ελληνικό σπίτι και για τη … ρουμάνικη Κλεισούρα, πράγματα που δεν στέκουν, φυσικά. Γιατί, αν έστεκαν, σε ποια σπίτια κατοικούσαν οι γενναίες Καστοριανές που το 1904 με το συλλαλητήριό τους έδιωξαν τον Βούλγαρο δεσπότη που τόλμησε να πατήσει το πόδι του στην Καστοριά για να τη μαγαρίσει; Σε ποια σπίτια κατοικούσαν και τα ηρωικά παιδιά που το 1900 και το 1902 στην πλατεία των Αδελφών Εμμανουήλ στο Ντολτσό άνοιξαν πραγματική μάχη με το βουλγαρικό σχολείο που τόλμησε να περάσει από εκεί για να προκαλέσει; Αλλά και σε ποια σπίτια κατοικούσαν οι προπαππούδες των σημερινών Καστοριανών; Ή μήπως όλοι τους ήρθαν εδώ μετά το 1900 από κάπου αλλού;
Αφιερώνεται από καρδιάς στους μαθητές του 7ου Νηπιαγωγείου, της Α’ του 7ου Δημοτικού και στις δασκάλες τους, που με αφορμή την επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα άκουσαν την ιστορία εκείνων των Καστοριανόπουλων που πολεμούσαν ακριβώς στην ίδια πλατεία όπου αυτά σήμερα παίζουν ανέμελα και χαρούμενα τ’ αγαπημένα τους παιχνίδια…
1. M.Paillarès, Η Μακεδονική θύελλα-Τα πύρινα χρόνια 1903-1907, εκδ. Τροχαλία.
2.Γιώργος Ιωάννου, Ο ένδοξος Μακεδονικός Αγώνας, περ. ελεύθερη γενιά.
3.Ναταλία Μελά, «Παύλος Μελάς»
4.Ίων Δραγούμης, «Ηρώων και Μαρτύρων αίμα», εκδ. Γαλαξία (από τον πρόλογο).
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13 Οκτωβρίου 2016, αρ. φύλλου 855
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.