Μετά το ενδοδόντιο βρισίδι, γίνεται από τον κυβερνήτη ο τελευταίος πριν την εκστρατεία έλεγχος, για να μη γελάει δήθεν στο δρόμο ο κόσμος με τυχόν φορτωτικές απρέπειες. Γυμνός από τη μέση και πάνω, (περήφανος μακρινός απόγονος καλοταϊσμένου πιθήκου) φόρεσε την παρδαλή βερμούδα (αφήνοντας να αναδειχθούν από τα γόνατα και κάτω οι τριχωτές γαλακτομπούρεκες ισοσκελείς παρενθέσεις) και σέρνοντας τις χιαστί σαγιονάρες εισέρχεται (ας πούμε για πρωτοτυπία) από το παράθυρο στο πιλοτήριο. Δεξιά του διάφορα συμπράγκαλα τον εμποδίζουν να αλλάζει κάθε τόσο ταχύτητες, αλλά δεν πειράζει, το φρένο, που έχει μεγαλύτερη σημασία, το αγγίζει ανάμεσα στα καρπούζια με σχετική επιδεξιότητα. Αίφνης, η τρύπια εξάτμιση βρυχάται ραλιστικά… Υποχρεωτικές πλέον οι ομαδικές ευχές και τα σταυροκοπήματα για το «θεός φυλάξοι» από μηχανική βλάβη ή λάστιχο!
Σε μερικές ώρες, στον γνώριμο πλέον τόπο του καυτού ήλιου, της αλμύρας, του μελτεμιού, της αμμουδιάς, του μουρμουριστού κύματος, της ξάπλας, του χωρατού, της ξεγνοιασιάς, εκεί που «πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν» θα στηθεί με ολίγη γκρίνια και άλλο τόσο αδέξια το νοικοκυριό στην υφασμάτινη ξεθωριασμένη στέγη (ιδανική στην ανομβρία...). Μπροστά, με καραγκιόζικη αισθητική μισοστήνεται το καλαμωτό τσαρδάκι.
Αυτό θέλουμε μωρέ Focάδες (επιθετική επίκληση μετά χειρονομίας προς τους Γερμανούς του αναιδούς περιοδικού Focus). Τέρμα το ξυπνητήρι, τέρμα το ξύρισμα, τέρμα το «καθωσπρέπει» λούσο, τέρμα το αγχωμένο περπάτημα για τη δουλειά, τέρμα οι αγέλαστες πρωινές φάτσες του δρόμου. Τέρμα οι μαύρες ειδήσεις και οι ευρωπαραινέσεις για λιτότητα. Τέτοια εκδίκηση ταιριάζει στην ανήλεη πραγματικότητα. Και δεν έχει σημασία για πόσο, αρκεί η περιφρόνηση στο χρόνο, «τον παράφορο γλύπτη των ανθρώπων» που λέει κι ο Ελύτης (είδες κουλτούρα στην αμμουδιά;).
Το πρωί περιμένει ο ήλιος τους πλέον ρομαντικούς να στηθούν προς την ανατολή κι ύστερα προβάλλει από το Βατοπέδι μεριά κατακόκκινος. Να κι ένα ψαράκι με εναέριο ναζιάρικο σλάλομ! Το ημερήσιο διαρκές βλέμμα από τη στρογγυλόπετρα ορμώμενο ξεπερνάει τα πολεμοχαρή αισθήματα του Ξέρξη και δε χορταίνει το γαλάζιο, ενώ το βράδυ μετράει τα γενναία άστρα, που αντιστέκονται στην κυριαρχία του αυγουστιάτικου φεγγαριού.
Το απόβραδο, η βάρκα με τους θορυβώδεις ερασιτέχνες ψαράδες πιάνει μουράγιο. Τα κάρβουνα σε λίγο τσιτσιρίζουν και στέλνουν τις απίθανες θαλασσινές οσμές στα ρουθούνια της αδηφάγου παρέας, αλλά και ένα τηγανητό πεσκέσι στους ηλιοκαμένους γείτονες γερμαναράδες (που καθημερινά τρώνε μίζεροι κι αμίλητοι την κονσέρβα τους και μισή ανάλατη ντομάτα). Οι καταδύσεις στην επιπλέουσα επί ελαιολάδου σαλάτα (έτσι για να σκάει η Μέρκελ), η ρετσίνα και το τσίπουρο συμπληρώνουν το λουκούλλειο αυτοσχέδιο τραπέζι. Μη βιάζεστε, τώρα ήρθε η ώρα του μπουζουκιού. Σε λίγο ανοίγουν τα λαρύγγια με τις σκορδάτες ανάσες. Τύφλα να’ χει ο Παβαρότι και η Ρόζα Εσκενάζυ. Η Δύση σμίγει με την Ανατολή κι «ας μην ξημέρωνε ποτέ», που λέει και το άσμα.
Αιώνιοι Έλληνες, που σε πείσμα των χαλεπών καιρών, της κηδεμονίας, της πικρόχολης ομαδικής χλεύης, όχι απλώς επιβιώνουμε, αλλά δίνουμε νόημα και ζωντάνια στην υπόστασή μας, όπου κι όπως βρεθούμε. Ξέρουμε να επιμηκύνουμε τις όμορφες στιγμές ακόμη και μέσα από την ανέμελη καλοκαιρινή περιπέτεια. Ξέρουμε να γελάμε, να αλατίζουμε τα ανέκδοτα, αλλά και να σοβαρολογούμε. Το λέει άλλωστε η τσιγγάνα καρδιά μας.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13 Οκτωβρίου 2016, αρ. φύλλου 855.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.